Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Ενδέκατο κεφάλαιο]

                                                                   Κεφάλαιο 11

Ο Λεβάιν άδειασε το ποτήρι του και αυτοί ήταν σιωπηλοί για λίγο. "Υπάρχει ένα πράγμα επιπλέον που πρέπει να σου πω," άρχησε ο Ομπλόνσκι. "Γνωρίζεις τον Βρόνσκι?"
                 "Όχι, δεν τον ξέρω. Γιατί ρωτάς?"
                 "Άλλο ένα ποτήρι!" είπε ο Ομπλόνσκι, στρεφώμενος στον Βάρβαρο σερβιτόρο, ο οποίος γέμιζε τα ποτήρια τους και απλώς τους περιφερόταν όταν αυτός δεν ήθελε.
                 "Ο λόγος που εσύ πρέπει να γνωρίζεις τον Βρόνσκι είναι ο εξής: αυτός είναι ένας από τους αντιπάλους σου."
                 "Τι είναι αυτός?" ρώτησε ο Λεβάιν, η έκφραση της παιδιάστικης αγαλλίασης την οποία ο Ομπλόνσκι είχε θαυμάσει ξαφνικά μετατράπηκε μέσα σε μια θυμωμένη και δυσάρεστη έκφραση.
                 "Ο Βρόνσκι είναι ένας από τους γιους του Κόμη Κύριλλου Ιβάνoβιτσ Βρόνσκι, και ένα πολύ τέλειο δείγμα της χρυσής νεολαίας της Πετρούπολης. Εγώ τον συνάντησα στο Τβέρ όταν ήμουν εκεί στην Υπηρεσία και αυτός ήρθε για την στρατολογική υπηρεσία. Αηδιαστικά πλούσιος, όμορφος, με διασυνδέσεις με μεγάλη επιρροή, ένας υπασπιστής για τον Αυτοκράτορα, και την ίδια στιγμή ένας πολύ καλοσυνάτος - πρώτης - τάξεως σύντροφος. Καθώς εγώ έχω αρχήσει να τον μαθαίνω τώρ, αυτός συμβαίνει να είναι και μορφωμένος και πολύ εξυπνος - ένας άνδρας που θα πάει μακριά."
                   Ο Λεβάιν συνοφρυώθηκε και ήταν σιωπηλός.
                  "Λοιπόν, έτσι αυτός ήρθε σύντομα εδώ αφότου έφυγες, και απ' ότι εγώ μπορώ να διακρίνω είναι τρελά ερωτευμένος με την Κίττη' και εσύ καταλαβαίνεις ότι η μητέρα της..."
                  "Συγχωρησέ με, αλλά δεν καταλαβαίνω τίποτα," είπε ο Λεβάιν, μελαγχολικά ενώνοντας τα φρύδια του. Και στην στιγμή αυτός σκέφτηκε για τον αδερφό του Νίκολας και πόσο μικρόψυχος ήταν για να τον ξεχάσει.
                  "Εσύ απλώς περίμενε λίγο, περίμενε!" είπε ο Ομπλόνσκι, χαμογελώντας και αγγίζοντας το χέρι του Λεβάιν. "Εγώ σου έχω πει αυτό που ξέρω, και επαναλαμβάνω ότι, απ' ότι κάποιος μπορεί να κρίνει για ένα τόσο ευαίσθητο και λεπτό θέμα, πιστεύω ότι όλες οι προκλήσεις είναι με το μέρος σου."
                  Ο Λεβάιν έγηρε πίσω στην καρέκλα του. Το πρόσωπο του ήταν χλωμό.
                  "Αλλά σε συμβουλεύω να θέσεις το ερώτημα όσο το δυνατόν σύντομα," σύνεχησε ο Ομπλόνσκι, γεμίζοντας το ποτήρι του Λεβάιν.
                  "Όχι, ευχαριστώ! Δεν μπορώ να πιω άλλο" είπε ο Λεβάιν σπρώχνοντας το ποτήρι του δίπλα, "ή εγώ μπορεί να είμαι μεθυσμένος... Λοιπόν, και πως περνάς εσύ?" συνέχησε αυτός, φανερά ευχόμενος να αλλάξει το θέμα.
                  "Ακόμα μια λέξη! Σε οποιαδήποτε περίπτωση, σου συμβουλεύω να αποφασίσεις το ερώτημα γρήγορα, αλλά δεν έπρεπε να μιλήσω σήμερα," είπε ο Ομπλόνσκι. "Πήγενε αύριο το πρωί και κάνε την πρόταση με τον κλασσικό τρόπο, και ίσως ο Θεός να σε βοηθήσει!"
                  "Εσύ μου έχεις υποσχεθεί τόσο συχνά να έρθεις και πάμε για κυνήγι μαζί - γιατί δεν ήρθες αυτή την άνοιξη?" είπε ο Λεβάιν.
                  Αυτός μετάνοιωσε με όλη του την καρδιά που είχε αρχήσει αυτή τη συζήτηση με τον Ομπλόνσκι. Τα προσωπικά του συναισθήματα είχαν βεβηλωθεί από την αναφορά κάποιου αξιοματικού από την Πετρούπολη ως αντιπαλό του, και από τις εικασίες και την συμβουλή του Ομπλόνσκι.
                  Ο Ομπλόνσκι χαμογέλασε. Αυτός καταλάβαινε τι συνέβαινε στην ψυχή του Λεβάιν.
                  "Εγώ θα έρθω κάποια μέρα," είπε αυτός. "Αχ, παλίοφιλε, οι γυναίκες είναι ο άξονας στον οποίο περιστρέφονται όλα! Τα πράγματα είναι σε άσχημο δρόμο για εμένα επίσης, πολύ άσχημο, και όλα για λογαριασμό των γυναικών. Πες μου αρκετά ειλικρινά..."
                  Αυτός έβγαλε έξω ένα τσιγάρο, και με το ένα χέρι το ποτήρι του συνέχησε: "Δώσε μου κάποια συμβουλή."
                  "Γιατί? Τι συμβάινει?"
                  "Λοιπόν, αυτό είναι. Υποτίθεται ότι εσύ ήσουν παντρεμένος και αγαπούσες την συζηγό σου, αλλά είχες γοητευθεί από μια άλλη γυναίκα..."
                  "Με συγχωρείς αλλά πραγματικά εγώ... αυτό είναι αρκετά ακατανόητο σε εμένα. Αυτό είναι σαν... απλώς τόσο ακατανόητο σε εμένα, αφου έφαγα το γεύμα μου εδώ, πήγα στο μαγαζί του φούρναρη και έκλεψα ένα ψωμάκι."
                  Τα μάτια του Ομπλόνσκι γυάλισαν περισσότερο απ' ότι συνήθως.
                  "Γιατί όχι? Τα ψωμάκια μερικές φορές μυρίζουν τόσο που, κανένας δεν μπορεί να αντισταθεί."
                                                   "Ουράνια όντα, όταν νίκησε
                                                             Η γίηνη επιθυμία μου'
                                                    Αλλά ακόμα αν δεν είμαι επιτυχής
                                                             Εγώ δεν έχω επίσης μια δίκαιη όμορφη Ευχαρίστηση"
                  Ο Ομπλόνσκι επανέλαβε αυτές τις σειρές με ένα λεπτό χαμόγελο και ο ίδιος ο Λεβάιν δεν μπορούσε να μην βοηθήσει γελώντας.
                  "Όχι, αλλά αυτό το αστείο μέρος," συνέχησε ο Ομπλόνκσι, "απλώς σκέψου. Μια γυναίκα, ένα αγαπητό, φιλόστοργο πλάσμα, φτωχή και μοναχική, θυσιάζει τα πάντα. Τώρα όταν το πράγμα έγινε... απλώς σκέψου, θα μπορούσε κάποιος να την αφήσει? Δεδομένου ότι κάποιος θα μπορούσε να είναι μαζί της έτσι ώστε να μην καταστρέψει την οικογενειακή ζωή κάποιου αλλά δεν θα έπρεπε να την λυπηθεί και να την στηρίξει και να κάνει τα πράγματα πιο εύκολα?"
                  "Όσο γι' αυτό, εσύ πρέπει να με συγχωρήσεις. Γνωρίζεις ότι για εμένα υπάρχουν δύο ειδών γυναίκες... ή περισσότερο, όχι! Υπάρχουν γυναίκες, και υπάρχουν... Εγώ ποτέ δεν θα δω κάποιο' και άνθρωποι όπως αυτή η μακιγιαρισμένη Γαλλίδα με τις μπούκλες της έξω εκεί δίπλα στο ταμείο, είναι μια απέχθεια για εμένα, και όλα αυτά τα έκπτωτα πλάσματα είναι μια σαν αυτή."
                  "Και η άλλη στα Ευαγγέλια?"
                  "Ω, όχι! Ο Χριστός ποτέ δεν θα μπορούσε να μιλήσει με τέτοια λόγια, Αυτός ήξερε ότι αυτά θα μπορούσαν να είναι κακομεταχειρησμένα! Αυτά είναι τα μόνα λόγια στα Ευαγγέλια που φαίνεται να θυμάμαι. Ωστόσο εγώ δεν λέω αυτό που σκέφτομαι, αλλά αυτό που νιώθω. Εγώ έχω μια αποστροφή των έκπτωτων γυναικών. Εσύ αποθύσαι από τις αράχνες και εγώ από τέτοια πλάσματα. Πιθανόν εσύ ποτέ δεν μελέτησες τις αράχνες και δεν ξέρεις τίποτα για τις ηθικές τους και αυτό είναι το ίδιο για την δική μου περίπτωση!"
                   "Όλα αυτά είναι πολύ καλά για εσένα να μιλάς κάπως έτσι- είναι όπως αυτό που ο κύριος στο μυθηστόρημα του Ντίκενς, ο οποίος με το αριστερό του χέρι ρίχνει όλες τις δύσκολες ερωτήσεις επάνω από το δεξί του ώμο. Αλλά αρνούμενος ένα γεγονός δεν είναι απάντηση. Τι να κάνω? Πες μου, τι να κάνω? Η συζηγός μου γερνάει, και εγώ σφίζω όλο από ζωντάνια: Ένας άνδρας δύσκολα έχει καιρό για να γυρίσει πίσω, πρίν αυτός νιώσει ότι δεν μπορεί να αγαπά πια την συζυγό του για αυτή. Και τότε όλη η ξαφνική αγάπη διασχίζει το μονοπάτι σου, και εσύ είσαι χαμένος, χαμένος." είπε ο Ομπλόνσκι με απόγνωση.
                     Ο Λεβάιν χαμογέλασε.
                     "Ναι, είμαι χαμένος," σκέφτηκε ο Ομπλόνσκι "Αλλά τι να κάνω?"
                     "Μην κλέβεις τα ψωμάκια."
                     Ο Ομπλόνσκι έσκασε στα γέλια.
                     "Ω, εσύ ηθικολόγε! Αλλά απλώς σκέψου, εδώ είναι δύο γυναίκες: η μια επιμένει για τα δικαιώματά της, και τα δικαιώματα της είναι η αγάπη σου, την οποία εσύ δεν μπορείς να της δώσεις' και η άλλη θυσιάζει τον εαυτό της και δεν απαιτεί τίποτα. Τι κάνεις? Πως αντιδράς? Αυτό είναι μια τρομερή τραγωδία."
                     "Εαν εδσύ θέλεις να μου πείς αυτό που σκέφτομαι, εγώ μπορώ μόνο να σου πω ότι δεν πιστεύω στην τραγωδία, και ο λόγος είναι αυτός: νομίζω ότι η αγάπη, και τα δύο είδη αγάπης τα οποία θυμάσαι που ο Πλάτωνας όρισε στο "Συμπόσιο" του- και τα δύο είδη της αγάπης εξυπηρετούν ως ένα μέτρο για τους άνδρες. Μερικοί άνδρες καταλαβαίνουν μόνο το ένα, μερικοί μόνο το άλλο. Αυτοί οι οποίοι καταλαβαίνουν μόνο την μη πλατωνική αγάπη δεν μπορεί να υπάρχει τραγωδία. "Σε ευχαριστώ γενικά για την ευχάριστηση, αντίο," και αυτή είναι όλη η τραγωδία. Ούτε και για την πλατωνική αγάπη δεν μπορεί να υπάρχει τραγωδία, επειδή εκεί όλα είναι καθαρά και άσπιλα, επειδή..." Εδώ ο Λεβάιν επανασυγκεντρώθηκε στις δικές του αμαρτίες και τον εσωτερικό του αγώνα που αυτός είχε επιζήσει πρόσθεσε αναπάντεχα, "Ωστόσο, ίσως εσύ να έχεις δίκιο. Αυτό ίσως να είναι πολύ καλό. Αλλά δεν ξέρω, πραγματικά δεν ξέρω."
                      "Λοιπόν, βλέπεις ότι είσαι πολύ εναρμονισμένο με εσένα. Εσύ έχεις ένα εναρμονισμένο χαρακτήρα στον εαυτό σου και θέλεις όλα τα γεγονότα της ζωής να είναι εναρμονισμένα, αλλά αυτά ποτέ δεν είναι. Για παράδειγμα εσύ περιφρονείς την δημόσια υπηρεσία επειδή θέλεις η δουλειά να ανταποκρίνεται πάντα στις επιδιώξεις της, και αυτό ποτέ δεν συμβαίνει. Εσύ επίσης θέλεις την δραστηριότητα από κάθε ξεχωριστό άνδρα να έχει ένα σκοπό και μια αγάπη και οικογενειακή ζωή πάντα για να συμπίπτει και ούτε αυτό δεν συμβαίνει. Όλη η ποικιλία, η γοητεία και η ομορφιά της ζωής είναι δημιουργημένη από φως και σκοτάδι."
                      Ο Λεβάιν αναστέναξε και δεν απάντησε. Αυτός σκεφτόταν τις δικές του υποθέσεις και δεν άκουγε στον Ομπλόνσκι.
                      Και ξαφνικά και οι δύο ένιωθαν ότι αν και αυτοί ήταν φίλοι, και είχαν δειπνήσει και είχαν πιεί κρασί μαζί το οποίο μπορούσε να τους είχε φέρει ακόμα πιο κοντά, ακόμα ο καθένας σκεφτόταν τις δικές του υποθέσεις και δεν νοιαζόταν για τον άλλον.
                      Ο Ομπλόνσκι είχε βιώσει περισσότερο από μια φορές αυτού του είδους αιχμηρής αποξένωσης αντί για μια ένωση που ακολουθεί ένα δείπνο με ένα φίλο, και ήξερε τι να κάνει σε τέτοια περίπτωση.
                       "Τον λογαριασμό!" φώναξε αυτός και βγήκε έξω στο χόλ του εστιατορίου, όπου αυτός αμέσως είδε ένα γνωριμό του υπασπιστή, και μπήκε σε μια συζήτηση με αυτόν για μια ηθοποίο και τον προστάτη της. Και αμέσως στην συζήτηση με τον υπασπιστή ο Ομπλόνσκι ένιωσε ανακούφηση και γαλήνη μετά την συζήτηση με τον Λεβάιν, ο οποίος πάντα απαιτούσε απ' αυτόν τόση μεγάλη διανοητική και πνευματική καταπόνηση.
                        Όταν ο Βάρβαρος σερβιτόρος επέστρεψε με ένα λογαριασμό για εικοσιέξη και κάτι ρούβλιες, ο Λεβάιν αρκετά αδιάφορα πλήρωσε το μερίδιο του το οποίο με το φιλοδώρημα ανέβηκε στα δεκατέσσερα ρούβλια, ένα ποσό που συνήθως θα μπορούσε να είχε τρομάξει την χωριάτικη συνείδησή του, και πήγε σπίτι για να ντυθεί και να πάει στους Σετσερμπάτσκι όπου η μοίρα του επρόκειτο να αποφασιστεί. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου