Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Δέκατοτεταρτο Κεφάλαιο]

                                                           ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14


Αλλά μόλις εκείνη την στιγμή η Πριγκήπισσα ήρθε μέσα. Μια έκφραση φόβου εμφανίστηκε στο προσωπό της βλέπωντας τους μαζί μόνους και παρατηρώντας τα προβληματικά τους βλέμματα. Ο Λεβάιν υποκλήθηκε σ' αυτή και δεν είπε τίποτα. Η Κίττη καθόταν με κατεβασμένα τα μάτια.
        "Ευτυχώς αυτή τον έχει αρνηθεί,"σκέφτηκε η μητέρα, και το προσωπό της έλαμψε μέσα στο συνηθυσμένο χαμόγελο με το οποίο αυτή χαιρετούσε τους επισκέπτες της τα βράδια της Πέμπτης. Αυτός επίσης κάθησε κάτω μέχρι την άφιξη των καλεσμένων που θα μπορούσαν να του δώσουν την δυνατότητα να φύγει απαρατήρητος.
        Πέντε λεπτά αργότερα η φίλη της Κίττης η Κόμισσα Νόρντστον, η οποία είχε παντρευτεί ένα χρόνο πρίν, ήρθε μέσα.
        Αυτή ήταν μια λεπτή, χλωμή, νευρική, θλημμένη γυναίκα με λαμπερά μαύρα μάτια. Αυτή αγαπούσε την Κίττη, και η στοργή της η ίδια έδειχνε ως την στοργή μιας παντρεμένης γυναίκας όπως γενικά γίνεται για μια ανήπαντρη, σε μια επιθυμία να παντρευτεί η Κίττη σύμφωνα με την δική της- της Κόμισσας- ιδανικής συζηγικής ευλογίας' και αυτή ευχόταν να την δεί παντρεμένη με τον Βρόνκσι. Αυτή πάντα αντιπαθούσε τον Λεβάιν, η οποία στην αρχή του χειμώνα συχνά επισκεπτόταν τους Σετσερμπάτσκι. Η επιμονή και αγαπημένης της διασκέδαση ήταν να κάνει αστεία μαζί του.
        "Το λατρεύω όταν αυτός κοιτάζει κάτω σ' εμένα από το ύψος της αξιοπρέπειας του ή όταν σταματάει την έξυπνη συζήτηση του επειδή είμαι τόσο ανόητη ή όταν αυτός δείχνει την καταδεκτικότητα του προς εμένα. Εγώ το λατρεύω. Την καταδεκτικότητα του! Εγώ είμαι πολύ χαρούμενη που αυτός με μισεί," αυτή συνηθίζει να λέει αναφερόμενη σ' αυτόν.
        Αυτή είχε δίκιο, επειδή ο Λεβάιν πραγματικά δεν μπορούσε να την ανεχτεί και την απεχθανόταν  για ένα κύριο πράγμα που αυτή ήταν υπερήφανη και την σεβόταν ως ένα προσόν, αυτό είναι, η νευρικότητα της και η εξευγενισμένη περιφρόνηση και αδιαφορία της για όλα τα δύσκολα και κοινά πράγματα της ζωής.
        Ανάμεσα στην Κόμισσα Νόρντστον και στον Λεβάιν οι σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί δεν ήταν τόσο σπάνιες που συναντιούνταν στην Κοινωνία, όταν οι δύο άνθρωποι επιφανειακά παραμένουν σε φιλικές σχέσεις που ο ένας περιφρονεί τον άλλο σε τέτοιο βαθμό που αυτοί δεν μπορούν να φερθούν με σοβαρότητα ο ένας στον άλλο, ή μπορούν να φερθούν με σοβαρότητα ο ένας στον άλλο, ή ακόμα και να προσβάλει ο ένας τον άλλο.
        Η Κόμισσα κάποια στιγμή επιτέθηκε στον Λεβάιν.
        "Α, κ.Λεβάιν! Εσείς έχετε επιστρέψει στην διεφθαρμένη μας Βαβυλωνία!" είπε αυτή, βγάζωντας έξω το λεπτό κίτρινο χέρι της και επαναλαμβάνοντας τις λέξεις που αυτός είχε χρησιμποποιήσει νωρίτερα τον χειμώνα όταν αυτός αποκάλεσε την Μόσχα "Βαβυλωνία" - "Έχει βελτιωθεί η Βαβυλωνία ή σε έχει χειροτερέψει?" Πρόσθεσε αυτή, και στράφηκε στην Κίττη με ένα σαρκαστικό χαμόγελο.
        "Είμαι πολύ κολακευμένος που εσύ θυμάσαι τα λόγια μου τόσο καλά, Κόμισσα," απάντησε ο Λεβάιν ο οποίος αμέσως από την δύναμη της συνήθειας του χαριτολόγησε την εχθρική σχέση μαζί της. "Αυτά προφανώς δημιουργούν μια παράξενη εντύπωση σ' εσένα."
        "Γιατί, φυσικά, εγω πάντα τα σημειώνω. Λοιπόν, Κίττη, έχεις ξανακάνει πατινάζ?"
        Αυτή άρχησε να μιλάει με την Κίττη. Αδέξιο όπως αυτό θα μπορούσε να ήταν για τον Λεβάιν να φύγει μόλις τότε, αυτός μπορούσε να προτιμήσει να κάνει κάτι ώστε να παραμείνει στο σπίτι για το υπόλοιπο της βραδυάς στην θέα της Κίττης, η οποία τώρα και πρίν κοίταζε σ' αυτόν αλλά απέφευγε να πιάσει το βλέμμα του. Αυτός ήταν έτοιμος να σηκωθεί, όταν η Πριγκίπησσα παρατηρώντας την σιωπή του γύρησε προς αυτόν και είπε: "Έχεις έρθει στην Μόσχα για πολύ καιρό? Αλλά εγώ πιστεύω ότι είσαι στο Ζέμτσβο και δεν μπορείς να μείνεις πολύ?"
        "Όχι, Πριγκίπησσα, δεν είμαι πια στο Ζέμτσβο,"απάντησε αυτός, "Εγω έχω στην Μόσχα για λίγες ημέρες."
        "Κάτι πέρα από το συνηθισμένο έχει συμβεί σ' αυτόν," σκέφτηκε η Κόμισσα Νόρντστον, διερευνόντας το αυστηρό και σοβαρό του πρόσωπο' "γιατί δεν αρχήζει μια από τις διαλέξεις του? Αλλά εγώ θα τον βγάλω, μου αρέσει να τον γελοιοποιώ όταν είναι εκεί κοντά η Κίττη, και εγώ θα το κάνω."
         "κ.Λεβάιν," άρχησε αυτή, "εξηγήστε μου, σας παρακαλώ, εσείς ο οποίος ξέρετε τα πάντα, πως είναι αυτό όπου στην περιουσία μας στην Καλούγκα οι χωριάτες άνδρες και γυναίκες εκεί έχουν τα πάντα που αυτοί είχαν, και ποτέ δεν πλήρωσαν τίποτα γι' αυτά που μας ανήκουν. Ποια είναι η εξήγηση? Εσείς πάντα επαινείται τους χωριάτες τόσο πολύ?"
         Εκείνη τη στιγμή άλλη μια κυρία μπήκε στο στο δωμάτιο και ο Λεβάιν σηκώθηκε.
         "Συγχωρέστε με, Κόμισσα, αλλά πραγματικά δεν ξέρω τίποτα γι' αυτό, και δεν μπορώ να σας πω τίποτα," είπε αυτός και καθώς γύρησε είδε έναν αξιωματικό ο οποίος είχε έρθει μέσα στο δωμάτιο μπροστά από την κυρία.
         "Αυτός πρέπει να είναι ο Βρόνσκι," σκέφτηκε αυτός, και κοίταξε στην Κίττη για να σιγουρευτεί. Αυτή είχε ήδη κοιτάξει στον Βρόνσκι και έπειτα γύρησε προς τον Λεβάιν. Και από το βλέμμα των ματιών της τα οποία είχαν λάμψει αθέλητα ο Λεβάιν συνειδητοποιήσε ότι αυτή αγαπούσε αυτόν τον άνδρα, το συνειδητοποιήσε τόσο σίγουρα όπως αυτή το είχε πεί με τόσες πολλές λέξεις. Αλλά τι είδους άνδρας ήταν αυτός?
         Τώρα, σωστά ή λάθος, ο Λεβάιν δεν μπορούσε αλλά παρέμεινε. Αυτός έπρεπε να ανακαλύψει τι είδους άνδρας ήταν αυτός που αυτή αγαπούσε.
         Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι όταν συναντούν ένα αντίπαλο, χωρίς σημασία γι' αυτό κάποια στιγμή πυροβολούν με το βλέμμα τους σε οτιδήποτε καλό γ' αυτόν και βλέπουν μόνο το κακό. Υπάρχουν άλλοι οι οποίοι από την άλλη πλευρά προσπαθούν να διακρίνουν σ' ένα τυχερό αντίπαλο τα προσόντα τα οποία του δίνουν την δυνατότητα για να πετυχεί, και με πονεμένες καρδιές αναζητούν μόνο το καλό σ' αυτόν. Ο Λεβάιν άνηκε στο τελευταίο είδος. Αλλά αυτό δεν ήταν δύσκολο γι' αυτόν για να δεί τι ήταν καλό και ελκυστικό στον Βρόνσκι. Αυτό τον χτύπησε αμέσως. Ο Βρόνσκι ήταν ένας σκούρος γεροδεμένος άνδρας μετρίου αναστήματος, με ένα καλοσυνάτο, όμορφο, υπερβολικά ήσυχο και αυστηρό πρόσωπο. Τα πάντα στο προσωπό του και στην φιγούρα του- από τα μαύρα κοντοκουρεμένα μαλλιά του και το φρεσκοξυρισμένο του μάγουλο μέχρι την φαρδιά, ολοκαίνουργια στολή του- ήταν την ίδια στιγμή απλά και κομψά. Έχωντας πάει δίπλα για να αφήσει μα κυρία να περάσει, ο Βρόνσκι πλησίασε πρώτα την Πριγκίπησσα και μετά την Κίττη. Όταν αυτός μετακινήθηκε δίπλα της τα τέλεια μάτια του έλαμψαν με μια ειδική τρυφερότητα και με προσοχή και με σεβασμό έσκυψε μπροστά της με μια σχεδόν καθόλου ευδιάκριτη χαρά, και με ένα (όπως αυτό φαινόταν στον Λεβάιν) συνεσταλμένα θριαμβευτικό χαμόγελο, αυτός την κράτησε στο μικρό πλατύ χέρι του.
           Έχοντας χαιρετήσει και πει μερικά λόγια με τον καθένα αυτός κάθησε κάτω χωρίς να έχει κοιτάξει στον Λεβάιν, οποίος δεν είχε πάρει τα μάτια του από αυτόν.
           "Αφήστε με να σας γνωρίσω," είπε η Πριγκίπησσα δείχνωτας τον Λεβάιν. "Κωνσταντίν Ντμίτριχ Λεβάιν, Κόμης Αλέξις Κυριλόβιτσ Βρόνσκι."
           Ο Βρόνσκι σηκώθηκε και κοιτάζοντας εγκάρδια μέσα στα μάτια του Λεβάιν έσφιξε το χέρι του.
           "Εγω ήμουν έτοιμος να έχω ένα δείπνο μαζί σας αυτό τον χειμώνα," είπε αυτός με ένα απλό ειληκρινής χαμόγελο, "αλλά εσείς αναπάντεχα φύγατε στην ύπαιθρο."
           "Ο κ.Λεβάιν απεχθάνεται και μισεί την πόλη και εμάς τους ανθρώπους της πόλης," είπε η Κόμισσα Νόρντστον.
           "Τα λόγια μου, πρέπει να σου κάνουν μια βαθιά εντύπωση για εσένα που τα θυμάσαι τόσο πολύ," είπε ο Λεβάιν' αφότου θυμήθηκε ότι αυτός το είχε πει αυτό πριν κοκκινήσει.
           Ο Βρόνσκι κοίταξε σ' αυτόν και στην κοπέλα, και χαμογέλασε.
           "Και εσείς πάντα ζείτε στην ύπαιθρο?" ρώτησε αυτός. "Δεν είναι βαρετό τον χειμώνα?"
           "Όχι ,όχι όταν κάποιος δεν είναι απασχολημένος: ούτε χρειάζεται κάποιος να βαριέται στην επιχειρησή του," απάντησε απότομα ο Λεβάιν.
           "Εγώ αγαπώ την ύπαιθρο," είπε ο Βρόνσκι, παρατηρώντας, αλλά προσποιούμενος χωρίς να παρατηρήσει τον τόνο του Λεβάιν.
           "Αλλά ελπίζω, Κόμη, εσείς δεν θα συναινούσατε να ζείται πάντα στην εξοχή," είπε η Κόμισσα Νόρντστον.
           "Δεν ξέρω, εγώ ποτέ δεν το προσπάθησα για πολύ καιρό. Έχω βιώσει ένα περίεργο συναίσθημα," συνέχησε αυτός. "Πουθενά, δεν έχω νιώσει τόση νοσταλγία για την χώρα, την Ρώσικη μας χώρα, με τους χωρικούς με τα ξεφλουδισμένα παπούτσια τους, όπως όταν εγώ πέρασα το καλοκαίρι με την μητέρα μου στην Νίκαια. Η Νίκαια η ίδια είναι βαρετή, ξέρεις. Και η Νάπολη και το Σορέντο είναι ευχάριστα μόνο για μια σύντομη διαμονή, και αυτό είναι εκεί που κάποιος σκέφτεται την Ρωσία, και περισσότερο ειδικά για την Ρώσικη εξοχή. Αυτά φαίνονται να..."
           Αυτός απευθυνόταν και στην Κίττη και στον Λεβάιν, το ήρεμο και φιλικό του βλέμμα περνούσε από τον ένα στον άλλο. Αυτός ενδεδειγμένα μιλούσε αρκετά τίμια και ειλικρινά.
           Η συζήτηση δεν προχώρησε για λίγο, έτσι ώστε η ηλικιωμένη Πριγκήπισσα η οποία πάντα είχε ως απόθεμα, σε περίπτωση ανάγκης, δύο βαριά όπλα (την κλασσική εναντίον της μοντέρνας εκπαίδευσης και την στρατιωτική θητεία), δεν χρειαζόταν να τα φέρει μπροστά, και η Κόμισσα Νόρντστον δεν είχε την ευκαιρεία να ενοχλήσει τον Λεβάιν.
           Ο Λεβάιν ήθελε να συμμετέχει στην γενική συζήτηση, αλλά το βρήκε αδύνατο, και έλεγε συνέχεια στον εαυτό του, "Τώρα θα φύγω," αλλά αυτός ακόμα δεν έφευγε, αλλά περίμενε για κάτι αόριστο.
           Η συζήτηση άγγηξε την κίνηση του τραπεζιού [πνευματικές συζητήσεις], και η Κόμισσα Νόρντστον, η οποία πίστευε στον πνευματισμό άρχησε να εξιστορεί τα σχετικά θαύματα που αυτή είχε γίνει μάρτυρας.
           "Α, Κόμισσα, εσύ πρέπει πραγματικά να με πάρεις εκεί. Για όνομα του Θεού, πάρε με σ' αυτά! Εγω ποτέ δεν είδα κάτι υπερφυσικό αν και εγώ πάντα ψάχνω για αυτό." είπε ο Βρόνσκι χαμογελώντας.
           "Πολύ καλά, το επόμενο Σάββατο," απάντησε η Κόμισσα Νόρντστον. "Και εσείς κ.Λεβάιν, πιστεύεται σ' αυτό?" ρώτησε, στρεφόμενη σ' αυτόν.
           "Γιατί με ρωτάτε? Εσύ ξέρεις πολύ καλά τι θα πω."
           "Αλλά θέλω να ακούσω την αποψή σας."
           "Η αποψή μου είναι ότι αυτές οι συζητήσεις της κίνησης του τραπεζιού δείχνουν ότι οι καλούμενη τάξη μας είναι στο ίδιο επίπεδο όπως, οι χωριάτες. Αυτοί πιστεύουν στο διαβολικό μάτι και στα ξόρκια και στην μαγεία, ενω εμείς..."
           "Λοιπόν τότε, εσύ δεν πιστεύεις?"
           "Δεν μπορώ να πιστέψω, Κόμισσα!"
           "Αλλά αν το έχω δει η ίδια?"
           "Οι χωριάτισσες λένε πως αυτές έχουν δει τους καλικάντζαρους με τα ίδια τους τα μάτια."
           "Τότε εσύ νομίζεις ότι δεν λέω την αλήθεια?" και αυτή γέλασε άκεφα.
           "Ο όχι, Μάσα, ο κ.Λεβάιν λέει μόνο ότι αυτός δεν μπορεί να πιστέψει..." είπε η Κίττη, κοκκινίζοντας για τον Λεβάιν, και ο Λεβάιν αντιλαμβανόμενος ότι αυτή έγινε ακόμα περισσότερο ενοχλητική και ήθελε να απαντήσει, αλλά ο Βρόνσκι, με το λαμπερό και ειλικρινή του χαμόγελο, ήρθε τώρα να σώσει την συζήτηση, η οποία απειλούταν να γίνει δυσάρεστη,
           "Εσύ δεν αποδέχεσαι ότι αυτό είναι ακόμα πιθανό?" ρώτησε αυτός. "Αλλά γιατί όχι? Εμείς αποδεχόμαστε την ύπαρξη του ηλεκτρισμού την οποία εμείς δεν καταλαβαίνουμε, γιατί δεν μπορεί να υπάρχουν άλλες δυνάμεις τις οποίες εμείς ακόμα δεν γνωρίζουμε, αλλά τις οποίες..."
           "Όταν πρώτα ανακαλύφθηκε ο ηλεκτρισμός," δίεκοψε βιαστικά ο Λεβάιν, "μόνο τα φαινόμενα ήταν παρατηρημένα, οι αιτίες τους και οι επιδράσεις τους ήταν άγνωστες. Αιώνες πέρασαν πριν κάποιος σκεφτεί για να το εφαρμόσει. Αλλά αντίθετα οι Πνευματιστές άρχησαν από το να γράφουν για αυτά και τα πνεύματα που ερχόταν σ' αυτούς, και μόνο αυτοί έπειτα άρχησαν να λένε ότι δεν ήταν μια άγνωστη δύναμη."
            Ο Βρόνσκι άκουγε προσεκτικά στον Λεβάιν όπως πάντα αυτός άκουγε, φανερά ενδιαφερόμενος για αυτό που έλεγε.
            "Ναι, αλλά οι Πνευματιστές λένε, ' "Εμείς ακόμα δεν γνωρίζουμε τι δύναμη είναι αυτή, αλλά αυτή υπάρχει και υπάρχουν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτή δρα. Ας αφήσουμε τους επιστήμονες να ανακαλύψουν τι είναι αύτη η δύναμη." ' Όχι εγώ δεν βλέπω γιατί αυτό πρέπει να είναι μια νέα δύναμη, αν αυτό..."
            "Γι' αυτό το λόγο," ο Λεβάιν τον διέκοψε ξανά, "με τον ηλεκτρισμό, εσύ χρειάζεται μόνο να τρίψεις ένα κομμάτι ρετσίνι έναντι του βαμβακιού, και πάντα θα παράγεις ένα βέβαιο φαινόμενο, αλλά αυτό το άλλο δεν θα δρα πάντα, έτσι αυτό δεν είναι μια φυσική δύναμη."
            Πιθανών νιώθοντας ότι η συζήτηση γινόταν πολύ σοβαρή για ένα σαλόνι, ο Βρόνσκι δεν απάντησε, αλλά για να αλλάξει το θέμα αυτός χαμογέλασε εύθυμα και στράφηκε προς τις κυρίες.
            "Ας προσπαθήσουμε τώρα, Κόμισσα," άρχησε αυτό, αλλά ο Λεβάιν ήθελε να τελειώσει λέγοντας αυτό που σκεφτόταν.
            "Νομίζω," αυτός συνέχισε, "ότι αυτή η προσπάθεια των Πνευματιστών να εξηγήσουν τις ανησυχίες τους από κάποιο είδος νέας δύναμης είναι πιο ανεπιτυχής. Αυτοί σίγουρα μιλούνε για μια πνευματική δύναμη και ακόμα θέλουν να την κατηγοροποιήσουν σε μια υλική δοκιμή."
            Όλοι περίμεναν για αυτόν να τελειώσει και αυτός το κατάλαβε.
            "Νομίζω ότι εσύ μπορείς να δημιουργήσεις μια μέτρια μεγαλοπρέπεια," είπε η Κόμισσα Νόρντστον' "υπάρχει κάτι εκστατικό με εσένα."
            Ο Λεβάιν άνοιξε το στόμα του για να απαντήσει, αλλά ντράπηκε και δεν είπε τίποτα.
            "Ας προσπαθήσουμε τώρα να κάνουμε μια συζήτηση γύρω από το τραπέζι, Πριγκήπισσα Κίττη, παρακαλώ φέρνεται ένα," είπε ο Βρόνσκι. "Μπορούμε, Πριγκήπισσα?" είπε αυτός στην μητέρα της και σηκώθηκε και κοίταξε γύρω για ένα κατάλληλο τραπέζι.
            Η Κίττη σηκώθηκε και πήγε να φέρει ένα τραπέζι, και καθώς αυτή πέρασε τον Λεβάιν τα βλεμματά τους συναντήθηκαν. Αυτή τον λυπήθηκε με όλη της την ψυχή, ειδικά επειδή ευτή η ίδια τον είχε προκαλέσει για να υποφέρει.
            "Εαν εσύ μπορείς να με συγχωρήσεις, κάνε το σε παρακαλώ," ικέτευε με το βλέμμα της. "Είμαι τόσο χαρούμενη."
            "Μισώ τον καθένα, περιλαμβάνοντας εσένα και τον εαυτό μου," απάντησαν τα μάτια του' και σήκωσε το καπέλο του. Αλλά αυτός δεν ήταν έτοιμος να φύγει ακόμα. Μόλις οι άλλοι άρχησαν να κάθονται γύρω από το τραπέζι και ο Λεβάιν επρόκειτο να φύγει, ο ηλικιωμένος Πρίγκηπας ήρφθε μέσα, και έχοντας χαιρετήσει τις κυρίες αυτός στράφηκε στον Λεβάιν.
            "Α!" είπε αυτός με ενθουσιασμό. "Είσαι εδώ πολύ ώρα?" Εγώ δεν ήξερα ακόμα ότι είχες φτάσει' είμαι πολύ χαρούμενος που σε βλέπω.
            Αυτός αγκάλιασε τον Λεβάιν και μιλώντας με αυτόν δεν πήρε το μάτι του τον Βρόνσκι ο οποίος σηκώθηκε και στεκόταν ήρεμα περιμένοντας μέχρις ότου ο Πρίγκηπας να μπορούσε να τον προσέξει.
            Η Κίττη το αισθάνθηκε αυτό, με από αυτό που είχε συμβεί, η εγκαρδιότητα του πατέρα της συνέθλιψε τον Λεβάιν. Αυτή επίσης παρατήρησε πόσο ψυχρά ο πατέρας της ανταποκρίθηκε στο τέλος στην υπόκλιση του Βρόνσκι, και με αυτό το καλοσυνάτο σάστισμα ο Βρόνσκι κοίταξε σ' αυτόν, προσπαθώντας, αλλά αποτυγχάνοντας να καταλάβει πως αυτό ήταν αδύνατο να είναι φιλικά διατεθιμένος προς αυτόν και αυτή κοκκίνησε.
            "Πρίγκηπα, ο κ.Λεβάιν μας αποκάλυψε πως εμείς θέλουμε να δοκιμάσουμε ένα πείραμα," είπε η Κόμισσα Νόρντστον.
            "Τι πείραμα? Συζήτηση γύρω από το τραπέζι? Με συγχωρείται, κυρίες και κύριοι, αλλά κατά την αποψή μου παίζοντας στο κυνήγι για το δαχτυλίδι είναι πιο διασκεδαστικό." είπε ο ηλικιωμένος Πρίγκηπας, κοιτάζοντας στον Βρόνσκι και υποθέτοντας ότι αυτός είχε αρχήσει το θέμα. "Μετά από όλα αυτά υπάρχει κάποιο νόημα στο "Κυνηγώντας το δαχτυλίδι."
             Το αποφασιστικό βλέμμα του Βρόνσκι κοίταξε με έκπληξη στον ηλικιωμένο Πρίγκηπα, και χαμογελώντας ελαφρά αυτός άρχησε στη στιγμή να μιλάει με την Κόμισσα Νόρντστον για τον χορό που επρόκειτο να γίνει την επόμενη εβδόμαδα.
             "Ελπίζω ότι εσύ θα είσαι εκεί," είπε αυτός στην Κίττη.
             Σύντομα ο ηλικιωμένος Πρίγκηπας είχε απομακρυνθεί από αυτόν ο Λεβάιν έφυγε απαρατήρητος και η τελευταία του εντύπωση ήταν το χαρούμενο χαμογελαστό πρόσωπο της Κίττης καιθώς αυτή απαντούσε στο ερώτημα του Βρόνσκι για τον χορό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου