Τετάρτη 12 Αυγούστου 2015

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Δέκατοπεμπτο κεφάλαιο]

                                                           ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15



Αφότου οι καλεσμένοι είχαν φύγει η Κίττη είπε στην μητέρα της για την συζήτησή της με τον Λεβάιν, και παρ' όλη την θλίψη της γι' αυτόν αυτή ήταν ευχαριστημένη από την σκέψη ότι αυτή είχε μια πρόταση. Αυτή δεν αμφέβαλε ότι είχε πράξει σωστά, ακόμα για πολύ ώρα αυτή ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι αδυναντώντας να κοιμηθεί. Μια εικόνα στοίχειωνε την ανυποχωρητικότητας της. Αυτή ήταν το πρόσωπο του Λεβάιν με τα ευγενικά του μάτια που κοίταζαν σ' αυτήν και στον Βρόνσκι, και αυτή ένιωθε τόσο λυπημένη γι' αυτόν που δάκρυα σηκώθηκαν στα μάτια της. Αλλά αυτή αμέδως θυμήθηκε για ποιόν τον είχε ανταλλάξει. Αυτή ζωηρά ζωγράφησε στον εαυτό της αυτό το δυνατό ανδρικό πρόσωπο, αυτό το καλοαναθρεμμένο ήρεμο και ευγενικό πρόσωπο που αυτός πάντα έδειχνε προς όλους: αυτή θυμήθηκε την αγάπη, τον άνδρα που πληκτικά την αγαπούσε και ξανά έγινε χαρούμενη και με ένα χαρούμενο χαμόγελο έβαλε το κεφάλι της στο μαξιλάρι της. "Αυτό είναι κρίμα, κρίμα, αλλά δεν φταίω," είπε στον εαυτό της, αλλά μια εσωτερική φωνή έλεγε κάτι διαφορετικό. Είτε αυτή μετάνιωσε έχοντας αμφιρροπήσει τον Λεβάιν είτε αυτή δεν ξέρει ότι έχει απορρίψει, αλλά η ευτυχία της ήταν προβληματισμένη από αμφιβολίες.
           "Ο Θεός έχει έλεος, ο Θεός έχει έλεος, ο Θεός έχει έλεος," αυτή επαναλάμβανε στον εαυτό της μέχρι που κοιμήθηκε.
           Εν τω μεταξύ κάτω στο μικρό γραφείο του Πρίγκηπα οι γονείς της είχαν μια από τις πιο συνηθισμένες σκηνές για την αγαπημένη τους κόρη.
           "Τι? Εγώ θα σου πω τι!" φώναξε ο Πρίγκηπας κουνώντας τα χέρια του και αμέσως ξανά έριξε την ρόμπα με τις σκιουρί γραμμές επάνω του. "Εσυ δεν έχεις υπερηφάνια, δεν έχεις αξιοπρέπεια, εσύ ντροπιάζεις και προσβάλεις την κόρη από αυτό το απαίσιο ηλίθιο προξενιό."
           "Για όνομα του Θεού, Πρίγκηπα, στο Όνομα του τι έχω κάνει?" είπε η Πριγκήπισσα σχεδόν με δάκρυα.
           Μετά την συζήτηση της με την κόρη της αυτή είχε έρθει μέσα, χαρούμενη και ικανοποιημένη για να πει καληνύχτα στον Πρίγκηπα ως συνήθως, αν και αυτή δεν σκόπευε να τον μιλήσει για την πρόταση του Λεβάιν και την άρνηση της Κίττης αυτή το έκριψε απ' αυτόν που θεωρούσε το θέμα με τον Βρόνσκι αρκετά τοποθετημένο και πιθανόν θα μπορούσε σίγουρα να είναι αποφασισμένο καθώς σύντομα θα έφτανε η μητέρα του. Και όταν αυτή το είπε ο Πρίγκηπας ξεφνικά φούντωσε, και άρχησε να πειροβολεί με αγένεια: "Τι έχεις κάνει? Γιατί αυτό: Πρώτα απ' όλα εσύ ξελόγιασες έναν μνηστήρα. Όλη η Μόσχα θα μιλάει γι' αυτό και με λόγο. Εαν δώσεις ένα πάρτι προσκαλεσέ τους όλους και όχι μόνο επιλεγμένους μνηστήρες. Προσκάλεσε όλα τα νεαρά κουταβάκια," ετσι ο Πρίγκηπας αποκαλούσε τους νεαρούς άνδρες της Μόσχας, "έχε ένα πιανίστα και άφησε τους να χορεύουν' αλλά να έχει αυτού του είδους το πράγμα που είχαμε απόψε- αυτούς τους μνηστήρες και αυτό το παντρολόγημα. Αυτό με κάνει άρρωστο για να το βλέπω, απλά άρρωστο και εσύ έχεις τον τρόπο και έχεις γυρίσει το κεφάλι του παιδιού. Ο Λεβάιν είναι χίλιες φορές καλύτερος άνδρας. Αυτός ο άλλος είναι ένας μικρός λιμοκοντόρος της Πετρούπολης. Αυτοί είναι μηχανοποιημένοι ανα δωδεκάδες όλοι σε μια πατέντα και όλοι κυρίως. Αλλά ακόμα και αν ήταν ένας Πρίγκηπας εξ' αίματος η κόρη μου δεν τον χρειάζεται."
          "Αλλά τι έχω κάνει?"
          "Απλώς αυτό..." φώναξε ο Πρίγκηπας θυμωμένα.
          "Το γνωρίζω αυτό περισσότερο," τον διέκοψε η Πριγκήπισσα, "ότι εαν εγώ επρόκειτο να ακούσω σ' αυτά που λες εμείς ποτέ δεν θα βλέπαμε τις κόρες μας παντρεμένες και εμείς πρέπει καλύτερα να πηγαίνουμε και να ζούσαμε στην εξοχή."
          "Έτσι πρέπει να κάνουμε!"
          "Περίμενε λίγο! Εγω τους ελκύω κοντά της? Όχι, σίγουρα όχι, αλλά ένας νεαρός άνδρας και ένας λαμπερός νεαρός άνδρας ερωτεύεται με την Κίττη, και αυτή φαίνεται επίσης..."
          "Φαίνεται πράγματι! Και υποθέτουμε ότι αυτή πραγματικά ερωτεύεται με αυτόν ένω αυτός σκοπεύει να την παντρευτεί τόσο πολύ όπως και εγώ θέλω... Ω! εύχομαι να το δούν ποτέ αυτό τα μάτια μου... Α τι πνευματισμός! Α πόσο ωραία! Α ο χορός" και ο Πρίγκηπας φαντάστηκε τον εαυτό του να ενσαρκώνει την σύζηγο του ψυχρά σε κάθε λέξη. "και τότε εαν εμείς πραγματικά προσβάλλουμε την ευτυχία της Κίττη, εαν αυτή πραγματικά το βάλει μέσα στο κεφάλι της..."
          "Αλλά γιατί εσυ υποθέτεις ένα τέτοιο πράγμα?"
          "Εγω δεν υποθέτω, εγώ ξέρω! Εμείς έχουμε μάτια γι' αυτά τα πράγματα, και οι γυναίκες δεν έχουν. Εγώ μπορώ να αναγνωρίσω έναν άνδρα ο οποίος έχει σοβαρές προθέσεις - όπως ο Λεβάιν - και εγω μπορώ να δω μέσα από ένα ανεμοδείκτη όπως αυτός ο χαρτοζοκορτάκιας ο οποίος θέλει μόνο να διασκεδάσει τον εαυτό του."
           "Ο λοιπόν, όταν ένα πράγμα μπεί μια φορά μέσα στο κεφάλι σου..."
           "Και εσύ θα το ανακαλύψεις, αλλά πολύ αργά όπως με τη καημένη την Ντόλη."
           "Εντάξει. Εντάξει, ας μην μιλήσουμε άλλο," είπε η Πριγκήπισσα διακόπτοντας τον και θυμήθηκε τη άτυχη την Ντόλη.
           "Πολύ καλά τότε, καλό-βράδυ."
           Και έχοντας κάνει το σημάδι του σταυρού ο ένας στον άλλο και φιλήθηκαν, νιώθοντας ότι ο καθ' ένας από αυτούς παρέμεινε στις προσωπικές απόψεις τους, το ζευγάρι χωρίστηκε για την νύχτα.
           Η Πριγκήπισσα αρχικά ήταν σταθερά πεποισμένη ότι αυτό το βράδυ καθορίστηκε η μοίρα της Κίττης και ότι δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία για τις προθέσεις του Βρόνσκι' αλλά τα λόγια του συζήγου της την ταρακούνησαν, και όταν έφτασε στο δωμάτιο της, με τον φόβο της αβεβαιότητας για το μέλλον αυτή επανέλαβε, όπως η Κίττη είχε κάνει: "ο Θεός έχει έλεος, ο Θεός έχει έλεος, ο Θεός έχει έλεος!" 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου