Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Δέκατοεβδομο Κεφάλαιο]

                                                                Κεφάλαιο 17


Στις έντεκα το πρώι ο Βρόνσκι κατευθύνθηκε στο σιδηροδρομικό σταθμό της Πετρούπολης στην Μόσχα, για να συναντήσει την μητέρα του, και το πρώτο άτομο που αυτός είδε στα σκαλοπάτια της μεγάλης στοάς ήταν ο Ομπλόνσκι ο οποίος περίμενε την αδερφή του με το ίδιο τρένο.
           "Γεια την Εξεχότητα σας!" φώναξε ο Ομπλόνσκι, "Ποιόν περιμένεις?"
           "Την μητέρα μου," απάντησε ο Βρόνσκι, ανταλλάσοντας χειραψίες και χαμογελώντας (όπως όλοι κάνουν όταν συναντάνε τον Ομπλόνσκι) καθώς αυτοί αναίβεναν μαζί τα σκαλοπάτια. "Αυτή έρχεται σήμερα από την Πετρούπολη."
           "Εγώ σε περίμενα μέχρι της δύο χθές το βράδυ' που πήγες μετά τους Σετσερμπάτσκι?"
           "Σπίτι," απάντησε ο Βρόνσκι. "Για να σου πω την αλήθεια εγώ ένιωθα ένα ευχάριστο συναίσθημα όταν άφησα τους Σετσερμπάτσκι που δεν με ένοιαζε να πάω κάπου αλλού."
                             ' "Τα φλογερά άλογα από κάτι στιγματίζονται
                               Εγώ μπορώ πάντα να αναγνωρίσω'
                               Τους ερωτευμένους νέους..." '
απείγγηλε ο Ομπλόνσκι, όπως είχε κάνει στον Λεβάιν.
            Ο Βρόνσκι χαμογέλασε με ένα βλέμμα που έμοιαζε να μην αρνείται το υπονοούμενο αλλά αυτός αμέσως άλλαξε το θέμα.
            "Και εσύ ποιον έχεις έρθει να συναντήσεις?" ρώτησε αυτός.
            "Εγώ? Μια αγαπητή γυναίκα," απάντησε ο Ομπλόνσκι
            "Αγαπητέ μου!"
            "Καταγέλαστος να είναι όποιος βάζει κακό στο νου του- Η αδερφή μου Άννα!"
            "Ο! Η κ.Καρένινα!" είπε ο Βρόνσκι.
            "Υποθέτω πως την ξέρεις?"
            "Έτσι νομίζω. Αλλά ίσως να μην.... πραγματικά δεν μπορώ να θυμηθώ," απάντησε ο Βρόνσκι αφηρημένα, το όνομα Καρένινα τον έκανε να υποθέσει ότι είναι κάποια αυστηρή και βαρετή(γυναίκα).
             "Αλλά εσύ σίγουρα γνωρίζεις τον Αλέξις Αλεξάντροβιτσ Καρένιν, τον διάσημο γαμπρό μου. Όλος ο κόσμος τον γνωρίζει."
             "Ναι, εγώ τον ξέρω από το καλό όνομα και από την φυσιογνωμία. Εγώ ξέρω ότι αυτός είναι έξυπνος, μορφωμένος και κατά κάποιο τρόπο θρήσκιος, αλλά εσύ γνωρίζεις ότι αυτός δεν... δεν είναι στην σειρά μου," πρόσθεσε στα Αγγλικά.
             "Ο ναι, αυτός είναι ένας πολύ αξιωσημείωτος άνδρας, λίγο συντηριτικός, αλλά ένας λαμπρός σύντροφος," είπε ο Ομπλόνσκι, "ένας λαμπρός σύντροφος."
             "Λοιπόν, τόσο το καλύτερο γι' αυτόν," και ο Βρόνσκι χαμογέλασε. "Α, εδώ είσαι!" συνέχησε αυτός, γυρίζοντας στον ηλικιωμένο υπηρέτη της μητέρας του ο οποίος στεκόταν δίπλα στην πόρτα. "Έλα εδώ."
             "Παρ' όλη την προτίμησή του Ομπλόνσκι, όπως όλοι έκαναν, ο Βρόνσκι τον τελευταίο καιρό είχε νιώσει να έλκεται ακόμα περισσότερο μ' αυτόν επειδή αυτός ήταν συνδεδεμένος στο μυαλό του με την Κίττη.
             "Λοιπόν, θα δώσουμε εμείς μια χοροεσπερίδα στην ντίβα την επόμενη Κυριακή?" ρώτησε αυτός χαμογελαστά, παίρνοντας το χέρι του Ομπλόνσκι.
             "Σίγουρα εγώ θα μαζέψω τις υπογραφές. Εγώ λέω, γνώρισες εσύ χθες το βράδυ τον καλυτερό μου φίλο τον Λεβάιν?" ρώτησε ο Ομπλόνσκι.
             "Φυσικά, μόνο που αυτός έφυγε πολύ νωρίς."
             "Αυτός είναι ένας λαμπρός σύντροφος," συνέχισε ο Ομπλόνσκι. "Δεν νομίζεις?"
             "Δεν ξέρω πως είναι αυτό που όλοι οι Μοσχοβίτες, η τωρινή συντροφιά φυσικά αναμενόταν," τοποθετήθηκε χαριτολογώντας ο Βρόνσκι, "να είναι τόσο απότομη. Αυτοί πάντα στέκονται στα πισινά τους πόδια θυμώνουν και δείχνουν να θέλουν να δράσουν στα συναισθήματα σου..."
             "Ναι υπάρχει κάποια αλήθεια σ' αυτό," είπε ο Ομπλόνσκι, γελώντας χαρούμενα.
             "Εμείς πρέπει να περιμένουμε περισσότερο?" ρώτησε ο Βρόνσκι, γυρίζοντας σ' ένα υπηρέτη του τρένου.
             "Το τρένο σφυρίζει," είπε ο υπηρέτης του τρένου.
             Η άφιξη του τρένου έγινε όλο και περισσότερο φανερή από την αυξανόμενη αναστάτωση και την ετοιμασία στην αποβάθρα και τον ερχομό του κόσμου συναντήσουν το τρένο. Μέσα από μια ψυχρή καταχνιά κάποιος μπορούσε να δει εργαζόμενους με παλτά από δέρμα προβάτου, και να νιώσει τις μπότες να διασχίζουν τις καμπυλωτές γραμμές του σταθμού, και να ακούγεται το σφύριγμα του κινητήρα και οι θορυβώδεις κινήσεις ενός τεράστιου πλήθους.
             "Όχι," είπε ο Ομπλόνσκι ο οποίος ήταν αγχωμένος για να πει στον Βρόνσκι για τις προθέσεις του Λεβάιν που αφορούν την Κίττη, "όχι, εσύ δεν έχεις κρίνει σωστά τον Λεβάιν μου. Αυτός είναι πολύ νευρικός άνδρας, και μερικές φορές ο ίδιος γίνεται δυσάρεστος, αυτό είναι μια αρκετή αλήθεια΄ αλλά από την άλλη πλευρά αυτός μερικές φορές είναι πολύ γοητευτικός. Είναι τέτοια η ειληκρίνια του η ευθεία φύση του, και αυτός έχει καρδιά από χρυσό. Αλλά χθες υπήρχαν ειδικοί λόγοι," συνέχισε ο Ομπλόσνκι με ένα δηλωτικό χαμόγελο ξεχνώντας αρκετά την ειλικρινή συμπάθεια που ένιωθε για τον φίλο του μια μέρα πριν, και μόνο τώρα ένιωθε την ίδια συμπάθεια για τον Βρόνσκι. "Ναι, υπήρχε ένας λόγος γιατί αυτός έπρεπε να είναι είτε ειδικά χαρούμενος είτε ειδικά δυστηχισμένος."
              Ο Βρόνσκι σταμάτησε και τον ρώτησε ευθέως: "Τι εννοείς? Αυτός έκανε πρόταση στην όμορφη κουνιάδα σου χθες το βράδυ."
             "Ίσως," είπε ο Ομπλόνσκι. "Έδειχνα να παρατηρώ αυτού του είδους χθες. Ο ναι, εάν αυτός έφυγε νωρίς και ήταν σε κακή διάθεση αυτό πρέπει να είναι... Αυτός ήταν ερωτευμένος μαζί της για τόσο πολύ καιρό, και εγώ λυπάμαι πού γι' αυτόν."
             "Αγαπητέ μου!... Αλλά νομίζω ότι ίσως αυτή ίσως κάνει ένα καλό προξενιό," είπε ο Βρόνσκι, και εκτείνοντας το στήθος αυτός κινήθηκε ξανά μπροστά. "Ωστόσο, εγώ δεν τον ξέρω," πρόσθεσε αυτός. "Ναι, αυτή είναι μια πονεμένη θέση! Αυτό είναι γιατί τόσοι πολύ προτιμάνε γυναίκες του ημικόσμου. Εάν εσύ δεν πετύχεις σ' αυτή την περίπτωση αυτό μόνο δείχνει ότι εσύ δεν έχεις αρκετά χρήματα, αλλά στη περίπτωση αυτή η υπερηφάνεια κάποιου είναι σε ισορροπία. Αλλά εδώ είναι το τρένο."
             Στην πραγματικότητα η μηχανή ήδη σφύριζε σ' αυτό το διάστημα, και λίγες στιγμές αργότερα η αποβάθρα κουνιόταν καθώς το τρένο έβγαζε καπνό, ο ατμός σκορπιζόταν χαμηλά στο παγωμένο αέρα, οι συνδεδεμένες μεταλλικές ράβδοι έσπρωχναν και τραβούσαν αργά και ρυθμικά, η λυγισμένη φιγούρα του μηχανοδηγού, τυλίχτηκε ζεστά, που ήταν ορατά καλυμμένος με πάχνη. Η μηχανή με το ανθρακοφόρο βαγόνι πίσω του μετακινούταν αργά μέσα στο σταθμό, επιβραδύνοντας σταδιακά και κάνοντας την αποβάθρα να τρεμουλιάζει ακόμη περισσότερο. Έπειτα ήρθε το φορτηγάκι των αποσκευών στο οποίο ένας σκύλος κλαψούριζε και στο τέλος τα παλτά των επιβατών, που ταλαντευόταν πριν σταματήσουν.
             Ο σβέλτος φύλακας σφύριξε την σφυρίχτρα του και πήδηξε έξω ενώ το τρένο που ακόμα κινούταν και οι ανυπόμονοι επιβάτες άρχισαν να κατεβαίνουν ο ένας μετά τον άλλον: ένας αξιωματικός φρουράς, σηκώθηκε και κοίταζε αυστηρά γύρω, ένας ανήσυχος μικρός έμπορος με μια τσάντα, ένας χωριάτης με μια τσάντα πίσω στον ώμο του.
             Ο Βρόνσκι, καθώς στεκόταν δίπλα στον Ομπλόνσκι και παρακολουθούσε αυτός τους επιβάτες να βγαίνουν έξω από τα βαγόνια, ξέχασε αρκετά τη μητέρα του.
             Αυτό που μόλις είχε ακούσει για την Κίττη τον ενθουσίασε και τον ευχαρίστησε. Το στήθος του επεκτάθηκε αθέλητα και μάτια του έλαμψαν, αυτός ο ίδιος ένιωθε να είναι ένας κατακτητής.
            "Η Κόμισσα Βρόνσκαγια είναι σ' αυτό το κουπέ του τρένου," είπε ο γρήγορος φύλακας, απευθυνόμενος στον Βρόνσκι.
             Τα λόγια του ξύπνησαν τον Βρόνσκι από το ονειροπόλημα του και τον υπενθύμισαν τη μητέρα του και την ανερχόμενη συνάντηση.
             Στα βάθη της καρδιάς του αυτός δεν σεβόταν τη μητέρα του και (η σκέψη ότι αυτός ποτέ δεν το παραδεχόταν στον εαυτό του) δεν την αγαπούσε, αλλά σύμφωνα και ως αποτέλεσμα της μόρφωσής του, αυτός ο ίδιος δεν μπορούσε να φανταστεί να την μεταχειρίζεται καθημερινά αλλά με μια ολωσδιόλου υποχωρητικότητα και σεβασμό' αυτός ήταν εξωτερικός περισσότερο υπάκουος και σεβαστός, αυτός την τιμούσε και την αγαπούσε λιγότερο στην καρδιά του.
    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου