Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Δέκατοογδοω Κεφάλαιο]

                                                                  ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18



Ο Βρόνσκι ακολούθησε τον φύλακα στο βαγόνι και έπρεπε να σταματήσει στην είσοδο του κουπέ για να αφήσει μια κυρία να περάσει.
                 Η εκπαιδευμένη διορατικότητα ενός άνδρα της Κοινωνίας έδινε τη δυνατότητα στον Βρόνσκι με ένα μόνο βλέμμα να αποφασίσει ότι αυτή άνηκε στην καλύτερη Κοινωνία.
                 Αυτός ζήτησε συγνώμη που μπήκε στο δρόμο της και ήταν έτοιμος να μπει στο βαγόνι, αλλά ένιωθε υποχρεωμένος να έχει άλλο ένα βλέμμα σ' αυτή, όχι επειδή αυτή ήταν πολύ όμορφη ούτε επειδή ήταν κομψή και η σεμνή γοητεία όλης της φιγούρας της, αλλά επειδή αυτός είδε στο γλυκό της πρόσωπο καθώς αυτή περνούσε κάτι ειδικά τρυφερό και ευγενικό. Όταν αυτός κοίταξε γύρω αυτή επίσης γύρισε το κεφάλι της. Τα λαμπερά γκρι μάτια της, τα οποία φαινόταν σκοτεινά λόγω των μαύρων τους βλεφαρίδων γαλήνεψανε για μια στιγμή στο πρόσωπό του σαν να τον αναγνώρισαν, και μετά γύρισε στο πλήθος που περνούσε φανερά στη αναζήτηση κάποιου. Σ'αυτό το σύντομο βλέμμα ο Βρόνσκι είχε χρόνο να παρατηρήσει την απαλή ζωηρότητα που αναζωογόνησε το πρόσωπο της και έδειχνε να πηγαινοέρχεται ανάμεσα στα λαμπερά της μάτια και με ένα σχεδόν καθόλου ευδιάκριτο χαμόγελο το οποίο κάλυπτε τα ροζέ χείλη της. Αυτό ήταν σαν μια υπέρβαση ζωηρότητας τόσο γεμάτη σ' όλη της την ύπαρξη που αυτή η ίδια προδόθηκε ενάντια στη θέληση της, τώρα με το χαμόγελο της, τώρα με το φως των ματιών της. Αυτά προσεκτικά προσπάθησε να σβήσει αυτή τη λάμψη στα μάτια της, αλλά αυτή έλαμψε παρά την θέλησή της στο αδύναμο χαμόγελο της.
                Ο Βρόνσκι μπήκε στο βαγόνι. Η μητέρα του, μια αδύνατη ηλικιωμένη κυρία με μαύρα μάτια και σγουρά μαλλιά, γύρισε επάνω τα μάτια της καθώς αυτή αναγνώρισε τον γιο της και τα λεπτά της χείλη χαμογέλασαν ελαφριά. Αυτή σηκώθηκε από την θέση, και δίνοντας την τσάντας της στην υπηρέτρια της έδωσε το μικρό ξερό χέρι της στο γιο της, έπειτα σήκωσε το κεφάλι της το οποίο είχε λυγισμένο για να φιλήσει ο γιος το χέρι της φιλώντας τον στο πρόσωπό του.
                "Έχεις το τηλεγράφημα μου? Είσαι καλά? Αυτό είναι καλό πράγμα."
                "Είχες καλό ταξίδι?" ρώτησε τον γιο της, κάθισε κάτω στο κάθισμα δίπλα της και αθέλητα άκουσε την φωνή μιας γυναίκας έξω από την πόρτα. Αυτός ήξερε ότι αυτή ήταν η φωνή της κυρίας που αυτός είχε συναντήσει καθώς έμπαινε στο βαγόνι.
                "Όλο το ίδιο εγώ δεν συμφωνώ μαζί σου," είπε η κυρία.
                "Οι δικές σας Πετρουπολιακές απόψεις, μαντάμ."
                "Καθόλου απλώς είναι οι απόψεις μιας γυναίκας."
                "Λοιπόν, επιτρέψτε μου να σας φιλήσω το χέρι."
                "Αντίο, Ιβάν Πέτροβιτσ, και σε παρακαλώ αν δεις τον αδερφό μου στείλε τον σ' εμένα," είπε η κυρία, κλείνοντας την πόρτα και μπήκε ξανά στο κουπέ.
                "Λοιπόν, έχεις βρεί τον αδερφό σου?" ρώτησε η μητέρα του Βρόνσκι, απευθυνόμενη στην κυρία.
                Ο Βρόνσκι τώρα κατάλαβε ότι αυτή ήταν η κ. Καρένινα.
                "Ο αδερφός σας είναι εδώ," είπε αυτός ενώ σηκώθηκε. "Συγχωρέστε με που δεν σας αναγνώρισα πριν. Η γνωριμία μας ήταν τόσο λίγη," είπε αυτός με μια υπόκλιση, "που είμαι σίγουρος ότι δεν με θυμάστε."
                "Ο ναι, εγώ σας έχω γνωρίσει ειδικά καθώς πιστεύω ότι η μητέρας σας και εγώ δεν μιλούσαμε για τίποτα άλλο αλλά μόνο για εσάς σ' όλο τον δρόμο," είπε αυτή, επιτρέποντας στο τέλος την ζωηράδα που αυτή είχε προσπαθήσει να ξεπεράσει για να αποκαλυφθεί το ίδιο με ένα χαμόγελο. "Αλλά ο αδερφός μου δεν είναι ακόμα εδώ."
                "Πήγαινε και φώναξε τον, Αλέξις," είπε η ηλικιωμένη Κόμισσα.
                Ο Βρόνσκι βγήκε έξω στην αποβάθρα και φώναξε, "Ομπλόνκσι! Εδώ!"
                Η κ. Καρένινα δεν περίμενε να έρθει μέσα ο αδερφός της, αλλά, βλέποντας τον, κατέβηκε από το βαγόνι με ένα σταθερό βαρώ βήμα. Μόλις ο αδερφός της έφτασε σ' αυτή αυτή έριξε το αριστερό της χέρι γύρω από το λαιμό του με μια κίνηση που χτύπησε τον Βρόνσκι από τον σταθερότητα και την χάρη της, και τραβώντας τον προς αυτή του έδωσε ένα γενναιόδωρο φιλί. Ο Βρόνσκι δεν πήρε τα μάτια του από επάνω της, και συνέχισε να χαμογελάει, αυτός δεν ήξερε γιατί. Αλλά θυμήθηκε ότι η μητέρα του τον περίμενε αυτός πήγε πίσω στο βαγόνι.
                "Αυτή είναι πολύ γοητευτική, δεν είναι?" είπε η Κόμισσα, αναφερόμενη στην κ. Καρένινα. "Ο σύζυγός της την έβαλε μέσα στο κουπέ μαζί μου και εγώ ήμουν πολύ χαρούμενη. Εμείς μιλούσαμε σ' όλο τον δρόμο. Και εσύ ακούω... Εσείς πλέκεται την τέλεια αγάπη, τόσο το καλύτερο, αγαπητέ μου, τόσο το καλύτερο."
                "Εγώ δεν ξέρω τις εννοείς, μαμά," απάντησε ο γιος ψυχρά. "Λοιπόν, πηγαίνουμε?"
                Η κ. Καρένινα μπήκε ξανά στο βαγόνι για να πάρει την άδεια της Κόμισσας.
                "Εδώ, Κόμισσα, εσείς έχετε συναντήσει τον γιο σας και εγώ τον αδερφό μου," είπε αυτή, "και σας έχω εξαντλήσει με το απόθεμα των ιστοριών μου και δεν είχα τίποτα καλύτερο να σας πω."
                "Όχι, όχι," είπε η Κόμισσα κρατώντας το χέρι της, "εγώ θα μπορούσα να ταξιδέψω σ' όλο τον κόσμο με εσάς και να μην βαρεθώ. Εσύ είσαι μια από αυτές τις γοητευτικές γυναίκες με τις οποίες είναι ωραίο να μιλάς, και ωραίο είναι να είσαι σιωπηλός. Αλλά σε παρακαλώ μην ταράσσεσαι με τον γιο σου, εσύ ποτέ να μην περιμένεις πότε θα χωριστείται."
                Η κ. Καρένινα στεκόταν πολύ στητή και τα μάτια της χαμογελούσαν.
                "Η Άννα Αρκαντίεβνα Καρένινα έχει ένα γιο ο οποίος, νομίζω είναι οκτώ ετών," εξήγησε η Κόμισσα, "και αυτή ποτέ δεν έχει αποχωριστεί απ' αυτόν και έτσι αυτή ανησυχεί που τον άφησε."
                "Ναι, η Κόμισσα και εγώ μιλούσαμε όλη την ώρα - εγώ για τον δικό μου γιο και αυτή για τον δικό της," είπε η κ. Καρένινα, και ένα χαμόγελο έλαμψε στο πρόσωπο της, ένα ευγενικό χαμόγελο για λογαριασμό του.
                "Εγώ περίμενα ότι εσείς είστε πολύ κουρασμένη από αυτό," είπε αυτός καταλαβαίνοντας γρήγορα για να πετάξει το μπαλάκι της φιλαρέσκειας που αυτή είχε ρίξει σ' αυτόν. Αλλά αυτή ενδεδειγμένα δεν επιθυμούσε να συνεχίσει την συζήτηση σ' αυτό τον τόνο, και στράφηκε στην ηλικιωμένη Κόμισσα.
                "Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, δύσκολα παρατήρησα πως πέρασε η ώρα. Αντίο, Κόμισσα."
                "Αντίο, αγαπητή μου!" απάντησε η Κόμισσα. "Άφησε με να φιλήσω το όμορφο πρόσωπο σου. Είμαι μια ηλικιωμένη γυναίκα και εγώ εννοώ αυτό που λέω ειλικρινά ότι έχω χάσει την καρδιά μου για εσένα."
                Πειστική όπως ήταν αυτή η φράση, η κ. Καρένινα φανερά το πίστεψε και έμεινε ευχαριστημένη. Αυτή κοκκίνισε, έσκυψε λίγο, και έβγαλε έξω το πρόσωπό της για να την φιλήσει η Κόμισσα, τότε αυτή έσκυψε ξανά, και με το ίδιο χαμόγελο που αιωρούταν ανάμεσα στα χείλη της και στα μάτια της έβγαλε έξω το χέρι της στον Βρόνσκι. Αυτός πίεσε το μικρό χέρι και η σταθερή χειραψία με την οποία αυτή αντάλλαξε τον χαιρετισμό του τον έδωσε μια μικρή ασυνήθιστη ευχαρίστηση. Αυτή βγήκε έξω με αυτό το ζωηρό περπάτημα το οποίο κουβαλούσε μάλλον όλο της το σώμα με τέτοια υπέροχη ευκολία.
                "Πολύ γοητευτική," είπε η ηλικιωμένη κυρία.
                Ο γιος της σκέφτηκε το ίδιο επίσης. Αυτός την ακολούθησε με τα μάτια του όσο πιο μακριά μπορούσε να δει την υπέροχη φιγούρα της, και το πρόσωπο του παρέμενε να χαμογελάει. Μέσα από το παράθυρο του βαγονιού αυτός την είδε να πλησιάζει τον αδερφό της και να μιλάει σ' αυτόν με ζωηρότητα για κάτι που φανερά δεν είχε σχέσει μ' αυτόν, τον Βρόνσκι, και που φαινόταν σ' αυτόν προκλητική.
                "Λοιπόν, μαμά, είσαι αρκετά καλά?" ρώτησε αυτός, στρεφόμενος προς την μητέρα του.
                "Αρκετά καλά, όλα είναι εντάξει. Ο Αλεξάντερ ήταν πολύ ωραίος, και η Βάρια δείχνει πολύ όμορφη. Αυτή είναι πολύ ενδιαφέρουσα."
                Και αυτή άρχισε να λέει γι' αυτό που την ενδιαφέρει περισσότερο, την βάφτιση του εγγονού της, για την οποία αυτή είχε πάει στη Πετρούπολη, και την ειδική χάρη που ο Αυτοκράτορας είχε δείξει στον μεγαλύτερο της γιο.
                "Επιτέλους εδώ είναι ο Λαβρεντί," είπε ο Βρόνσκι κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο. "Εμείς μπορούμε να πάμε τώρα αν θέλεις,"
                Ο ηλικιωμένος μπάτλερ, που είχε συνοδεύσει την Κόμισσα στο ταξίδι της, ήρθε μέσα και ανακοίνωσε ότι όλα ήταν έτοιμα, και η Κόμισσα σηκώθηκε να φύγει.
                "Έλα, δεν υπάρχει πολύ πλήθος τώρα," είπε ο Βρόνσκι.
                "Η υπηρέτρια πήρε την μια τσάντα και το μικρό σκυλί, ο μπάτλερ και ο πορτιέρης πήραν τις άλλες τσάντες. Ο Βρόνσκι έδωσε το μπράτσο στη μητέρα του, αλλά, μόλις ήταν έτοιμοι να βγουν έξω από το βαγόνι, αρκετοί άνθρωποι έτρεξαν πίσω τους με τρομαγμένα πρόσωπα. Ο σταθμάρχης με το συνηθισμένο χρωματιστό καπέλο του έτρεξε επίσης πίσω τους.
                Προφανώς κάτι ασυνήθιστο είχε συμβεί. Οι άνθρωποι έτρεχαν πίσω από το τρένο.
                "Τι?... Τι?... Που?... Έπεσε κάτω... Τον χτύπησε το τρένο..." φώναξαν οι περαστικοί.
                Ο Ομπλόνσκι με την αδερφή του στο μπράτσο, επίσης γύρισε πίσω, και αποφεύγοντας το πλήθος, έμειναν με τρομαγμένα πρόσωπα πίσω από την άμαξα. Οι κυρίες ξαναμπήκαν στο βαγόνι, ενώ ο Βρόνσκι και ο Ομπλόνσκι ακολούθησαν το πλήθος, για να μάθουν για το ατύχημα.
                Ο φύλακας, είτε μεθυσμένος ή τόσο πολύ σκεπασμένος λόγω του αρκετού πάγου, δεν είχε ακούσει το τροχιοδρομικό όχημα που είχε εκτραπεί, και είχε χτυπήσει το τρένο.
                Πριν ο Βρόνσκι και ο Ομπλόνσκι επιστρέψουν οι κυρίες το είχαν ακούσει αυτό από τον μπάτλερ.
                Ο Ομπλόνσκι και ο Βρόνσκι είχαν δει το διαμελισμένο σώμα. Ο Ομπλόνσκι φανερά υπέφερε. Το πρόσωπό του ήταν ζαρωμένο και έδειχνε έτοιμος να κλάψει.
                "Α, πόσο τρομερό! Ο, Άννα, εάν εσύ το είχες δει! Α, πόσο τρομερό!"συνέχισε αυτός.
                Ο Βρόνσκι έμεινε σιωπηλός. Το όμορφο πρόσωπό του ήταν σοβαρό αλλά εντελώς ήρεμο.
                "Ο, εάν εσύ το είχε δει αυτό, Κόμισσα," είπε ο Ομπλόνσκι. "και η σύζυγός του ήταν εκεί... Αυτό ήταν τρομερό για να την βλέπεις. Αυτή η ίδια έπεσε επάνω στο πτώμα. Αυτοί λένε ότι αυτός ήταν το μόνο στήριγμα μια μεγάλης οικογένειας. Αυτό είναι τρομερό!"
                "Μπορεί να γίνει τίποτα γι' αυτή?" είπε η κ. Καρένινα με ένα ανήσυχο ψίθυρο.
                Ο Βρόνσκι κοίταξε σ' αυτή και μετά βγήκε έξω. "Εγώ θα επιστρέψω αμέσως, μαμά," πρόσθεσε αυτός, γυρνώντας στην πόρτα.
                Όταν επέστρεψε λίγα λεπτά αργότερα ο Ομπλόνσκι ήδη μιλούσε με την Κόμισσα για τη νέα τραγουδίστρια της όπερας, ενώ αυτή κοίταξε υπομονετικά στην πόρτα για τον γιο τής.
                "Ας πηγαίνουμε τώρα," είπε ο Βρόνσκι καθώς ήρθε μέσα.
                Αυτοί έφυγαν μαζί, ο Βρόνσκι περπατούσε μπροστά με τη μητέρα του, η κ. Καρένινα ακολουθούσε με τον αδερφό της. Στην έξοδο ο σταθμάρχης τον πρόλαβε, και είπε στον Βρόνσκι: "Εσύ έδωσες στον βοηθό μου 200 ρούβλιες. Ευχαρίστηση μου να είσαι τόσο ευγενικός ώστε να μου πεις για πιο λόγο το σκέφτηκες."
                "Για το παράθυρο," είπε ο Βρόνσκι, ανασηκώνοντας τους ώμους το. "Δεν καταλαβαίνω ότι υπάρχει ανάγκη να ρωτάς."
                "Εσύ το είχες δώσει!" φώναξε ο Ομπλόνσκι πίσω από τον Βρόνσκι, και πιέζοντας το χέρι της αδερφής του πρόσθεσε, "πολύ ευγενικός, πολύ ευγενικός! Δεν είναι ένας τέλειος σύντροφος? Τους σεβασμούς μου σ' εσάς Κόμισσα," και αυτός παρέμεινε πίσω με την αδερφή του, αναζητώντας την υπηρέτρια της.
                Όταν αυτοί βγήκαν έξω, η αμαξά του Βρόνσκι είχε ήδη ξεκινήσει. Οι άνθρωποι που έβγαιναν έξω από το σταθμό μιλούσαν ακόμα για το ατύχημα.
                "Τι τρομερός θάνατος!" είπε κάποιος κύριος καθώς τους περνούσε' "κόπηκε στη μέση άκουσα."
                "Αντιθέτως, νομίζω ότι είναι ένας πολύ εύκολος θάνατος, ακαριαίος," είπε ο άλλος.
                "Πως είναι αυτό που δεν έχει πάρει προφυλάξεις?" ρώτησε ένας τρίτος.
                Η κ. Καρένινα μπήκε στην άμαξα τους αδερφού της, και ο Ομπλόνσκι παρατήρησε με έκπληξη ότι τα χείλη της έτρεμαν και ότι αυτό ήταν με δυσκολία να κρατήσει πίσω τα δάκρυα της.
                "Τι συμβαίνει, Άννα?" ρώτησε αυτός όταν αυτοί είχαν φύγει μερικά χιλιόμετρα.
                "Αυτό είναι ένας κακός οιωνός," απάντησε αυτή.
                "Τι ανοησίες!" είπε ο Ομπλόνσκι. "Είσαι εδώ, και αυτό είναι το κύριο πράγμα. Εσύ δεν μπορείς να σκεφτείς πόσο σ' εσένα βασίζονται οι ελπίδες μου."
                "Και εσύ γνωρίζεις πολύ καιρό τον Βρόνσκι?" ρώτησε αυτή.
                "Ναι. Γνωρίζεις ότι εμείς ελπίζουμε ότι αυτός θα παντρευτεί την Κίττη?"
                "Ναι?" είπε η Άννα απαλά. "Αλλά ας μιλήσουμε για τις υποθέσεις σου," πρόσθεσε αυτή, κουνώντας το κεφάλι της σαν να επιθυμούσε ψυχικά να απομακρύνει κάτι περιττό που την εμπόδιζε. "Ας μιλήσουμε για τις υποθέσεις σου. Εγώ πήρα το γράμμα σου και έχω έρθει."
                "Ναι, όλες οι ελπίδες μου είναι επικεντρωμένες σ' εσένα," είπε ο αδερφός της.
                "Λοιπόν, πες μου τα όλα"
                Και ο Ομπλόνσκι άρχισε την ιστορία του.
                Φτάνοντας στο σπίτι του, αυτός βοήθησε την αδερφή του να βγει από την άμαξα, πίεσε το χέρι της, και κατευθύνθηκαν στο γραφείο του.

             

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου