Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2017

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Δέκατοεννατο Κεφάλαιο]

                                                                 Κεφάλαιο 19



Όταν η Άννα έφτασε η Ντόλλι καθόταν στο μικρό της σαλόνι δίνοντας στο μικρό ξανθομάλλικο πλαδαρό αγόρι (ο οποίος έμοιαζε τον πατέρα του) ένα κείμενο των Γαλλικών. Το αγόρι, όπως αυτό διάβαζε, συνέχισε να στριφογυρίζει και προσπάθησε να βγάλει ένα χαμένο κουμπί που κρεμιόταν από την ζακέτα του. Η μητέρα του μετακίνησε το μικρό πλαδαρό του χέρι μακριά αρκετές φορές, αλλά αυτό πάντα γύριζε στο κουμπί. Στο τέλος αυτή έβγαλε το κουμπί και το έβαλε στην τσέπη της.
                        "Κράτησε ήσυχα τα χέρια σου, Γκρίσα," είπε αυτή, και ξανά πήρε την κουβέρτα που έπλεκε, ένα κομμάτι δουλειάς που άρχισε πολύ καιρό πριν, στο οποίο αυτή πάντα επέστρεφε σε καιρούς προβλημάτων, και το οποίο αυτή τώρα έπλεκε, νευρικά πετώντας τις βελονιές επάνω με τα δάκτυλά της και μετρώντας τες. Αν και αυτή είχε στείλει ένα σημείωμα στον σύζυγό της μια μέρα πριν ότι δεν νοιαζόταν είτε έρθει η αδερφή του είτε όχι, αυτή είχε ετοιμάσει τα πάντα για την άφιξη της και την περίμενε με ταραχή.
                        Η Ντόλλι ήταν υπερισχυμένη από το περιβάλλον της και αρκετά εξαρτώμενη από αυτό. Παρ' όλα αυτά, αυτή θυμήθηκε ότι η κουνιάδα της, η Άννα, ήταν η σύζυγος ενός από τους πιο σημαντικότερους άνδρες στην Πετρούπολη, και μια μεγάλη κυρία. Χάρη σ' αυτή την περίπτωση δεν πραγματοποίησε την απειλή της στον σύζυγό της, και δεν ξέχασε ότι ερχόταν η κουνιάδα της.
                        "Μέτα από όλα αυτά τουλάχιστον αυτό δεν είναι λάθος της Άννας," σκέφτηκε. "Εγώ δεν γνωρίζω τίποτα αλλά μόνο καλό γι' αυτή, και ποτέ δεν μου έχει δείξει οτιδήποτε αλλά ευγένεια και φιλία."
                        Αυτό ήταν αλήθεια πως, απ' όσο αυτή μπορούσε να θυμηθεί την επίσκεψη της στους Καρένιν στην Πετρούπολη, δεν την είχε αρέσει το σπίτι τους: εκεί φαινόταν να είναι κάτι λάθος στον τόνο της οικογενειακής τους ζωής. "Αλλά γιατί δεν θα έπρεπε να την υποδεχθώ? Μόνο εάν αυτή δεν προσπαθήσει να με περηγορήσει!" σκέφτηκε η Ντόλλη. "Όλες αυτές οι παρηγοριές και οι ενθαρρύνσεις και οι Χριστιανικές συγχωρήσεις, εγώ τα έχω σκεφτεί χιλιάδες φορές, και όλα αυτά δεν είναι καλά."
                        Όλες αυτές τις τελευταίες ημέρες η Ντόλη είχε μείνει μόνη μαζί με τα παιδιά της. Αυτή δεν ήθελε να μιλήσει στο περιβάλλον της ακόμα και με αυτό στο μυαλό της δεν μπορούσε να μιλήσει για διαφορετικά θέματα. Αυτή γνώριζε ότι με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, αυτή μπορούσε να πει τα πάντα στην Άννα, και τώρα αυτό την ικανοποιούσε να σκεφτεί πως θα μπορούσε να το πει, και μετά ένιωσε ενοχλημένη που πρέπει να μιλήσει για την ταπείνωση της με αυτή - την αδερφή του - και να ακούσει μια σειρά φράσεων ενθάρρυνσης και παρηγοριάς.
                        Όπως αυτό συμβαίνει συχνά, αν και αυτή κοίταζε συνέχεια στο ορολόι, περιμένοντας για την Άννα, άφησε αυτή την στιγμή όταν έφτασε η επισκέπτρια της χωρίς ακόμα να ακούσει το κουδούνι.
                        Και όταν αυτή άκουσε απαλά βήματα και το θρόισμα από τα μεσοφόρια ήδη, στην πόρτα, αυτή κοίταξε γύρω όχι με μια έκφραση ευχαρίστησης αλλά έκπληξης στο καταβεβλημένο πρόσωπό της. Αυτή σηκώθηκε και αγκάλιασε την κουνιάδα της.
                        "Λοιπόν είσαι ήδη εδώ?" είπε αυτή, φιλώντας την.
                        "Ντόλη, είμαι τόσο χαρούμενη που σε βλέπω!"
                        "Και εγώ επίσης χαίρομαι," είπε η Ντόλη με ένα αδύναμο χαμόγελο προσπαθώντας να μαντέψει από την έκφραση της Άννας πόσα πολλά γνώριζε. "Αυτή πρέπει να ξέρει," σκέφτηκε, παρατηρώντας το βλέμμα συμπάθειας στο πρόσωπο της Άννας.
                        "Έλα, άφησε με να σε πάω στο δωμάτιο σου," συνέχισε, προσπαθώντας να απομακρύνει όσο γινόταν την πιθανή στιγμή για ενθάρρυνση.
                        "Αυτός είναι ο Γκρίσα? Αγαπητή μου πόσο έχει μεγαλώσει!" είπε η Άννα, και έχοντας τον φιλήσει, αυτή στεκόταν με τα μάτια της επικεντρωμένα στη Ντόλη και κοκκίνισε. "Όχι, μην μας αφήνεις να πάμε κάπου αλλού."
                        Αυτή έβγαλε το σάλι της και το καπέλο της και, έχοντας το πιάσει με τα μαύρα και πολύ σγουρά μαλλιά της, κούνησε το κεφάλι της για να το ελευθερώσει.
                        "Και εσύ είσαι λαμπερή με χαρά και υγεία!" είπε η Ντόλη σχεδόν με ζήλια.
                        "Εγώ?... ναι," είπε η Άννα. "Γιατί, αγαπητή μου, εδώ είναι η Τάνια! Εσύ είσαι ακριβώς στην ίδια ηλικία όπως ο μικρός μου, Σερέζα," πρόσθεσε, στρεφόμενη στο μικρό κορίτσι το οποίο έτρεχε μέσα στο δωμάτιο, και παίρνοντάς την από τα μπράτσα, η Άννα την φίλησε. "Γλυκό κοριτσάκι! αγαπητό! Άφησε με να τα δω όλα."
                        Αυτή όχι μόνο τα θυμόταν όλα με τα ονόματά τους, αλλά θυμόταν τις ηλικίες ακόμα και τους μήνες των γενεθλίων τους, τα χαρακτηριστικά τους, και τις αρρώστιες που αυτά είχαν: Και η Ντόλη δεν μπορούσε παρά να το εκτιμήσει αυτό.
                        "Μπορούμε να πάμε και να τα δούμε?" είπε αυτή. "Είναι κρίμα που η Βάσια κοιμάται."
                        Έχοντας κοιτάξει στα παιδιά αυτές επέστρεφαν στο σαλόνι και, μένοντας τώρα μόνες, κάθισαν κάτω για τον καφέ στο τραπέζι. Η Άννα κράτησε τον δίσκο αλλά μετά τον έβαλε δίπλα.
                        "Ντόλη" είπε "αυτός μου έχει μιλήσει!"
                        Η Ντόλη κοίταξε ψυχρά στην Άννα. Αυτή περίμενε να ακούσει λέξεις προσποιητής συμπάθειας αλλά η Άννα δεν είπε τίποτα τέτοιο.
                        "Ντόλη καλή μου!" άρχισε αυτή, "Εγώ δεν θέλω να πάρω το μέρος του ή να σε παρηγορήσω' αυτό θα ήταν αδύνατο, εγώ απλώς λυπάμαι για εσένα, λυπάμαι από τα βάθη της καρδιάς μου!"
                        Τα λαμπερά της μάτια κάτω από τις χονδρές βλεφαρίδες της ξαφνικά γέμισαν με δάκρυα. Αυτή πήγε πιο κοντά στη κουνιάδα της με το μικρό ευεργετικό της χέρι κράτησε αυτό της Ντόλης. Η δεύτερη δεν τράβηξε πίσω το δικό της αλλά το πρόσωπό της διατηρούσε αυτή την σκληρή έκφραση. Είπε αυτή, "Αυτό ήταν αδύνατο να με παρηγορήσεις. Τα πάντα είναι χαμένα μετά από αυτό που έχει συμβεί. τα πάντα καταστράφηκαν!"
                         Μόλις το είχε πει το πρόσωπό της μαλάκωσε. Η Άννα σήκωσε το ξερό λεπτό χέρι της Ντόλης, το φίλησε και είπε: "Αλλά τι πρέπει να γίνει, Ντόλη, τι πρέπει να γίνει? Είναι αυτός ο καλύτερος τρόπος δράσης σε αυτή τη τρομερή θέση? Αυτό είναι που κάποιος μπορεί να σκεφθεί."
                         "Τα πάντα είναι σ' ένα τέλος, και αυτό είναι όλο," είπε η Ντόλη. "Και το χειρότερο είναι, καταλαβαίνεις, ότι δεν μπορώ να τον αφήσω: υπάρχουν τα παιδιά, και εγώ είμαι περιορισμένη. Αλλά δεν μπορώ να ζήσω μαζί του' αυτό είναι αβάστακτο για εμένα να τον βλέπω."
                         "Ντόλη, καλή μου, αυτός μου έχει μιλήσει, αλλά θέλω να το ακούσω από εσένα. Πες μου τα όλα."
                         Η Ντόλη κοίταξε σ' αυτή εξεταστικά.
                         Η ειλικρινής συμπάθεια και η στοργή ήταν ορατά στο πρόσωπο της Άννας.
                         "Εάν σου αρέσει," είπε η Ντόλη ξαφνικά, "αλλά θα αρχίσω από την αρχή. Γνωρίζεις πως παντρεύτηκα. Με τη μόρφωση που μου έδωσε η Μαμά, εγώ δεν ήμουν απλώς αφελής, αλλά ανόητη! Εγώ δεν ήξερα τίποτα. Ξέρω πως αυτοί λένε ότι οι σύζυγοι μιλούνε στις συζύγους τους πως αυτοί ζούσαν, αλλά ο Στίβ..." Αυτή διόρθωσε τον εαυτό της. "Αλλά ο Στέφαν Αρκαντίεβιτσ δεν μου είπε τίποτα. Εσύ δύσκολα θα το πιστέψεις, αλλά μέχρι τώρα νόμιζα ότι ήμουν η μόνη γυναίκα που αυτός είχε γνωρίσει ποτέ. Σκέψου μόνο, ότι όχι μόνο δεν υποπτευόμουν την απιστία του, αλλά το θεωρούσα αδύνατο. Εγώ έπειτα... απλώς φανταζόμουν τέτοιες ιδέες ξαφνικά να' ανακαλύψω όλα αυτά τα τρομερά, όλη αυτή την αποστροφή... Προσπάθησε να με καταλάβεις. "Να είσαι εντελώς σίγουρη για την ευτυχία κάποιου και ξαφνικά..." συνέχισε η Ντόλη, καταπνήγοντας τους λυγμούς της, "να διαβάζεις ένα γράμμα, το γράμμα του, στην ερωμένη του, τη γκουβερνάντα των παιδιών μου. Όχι αυτό είναι τόσο τρομερό!" Αυτή ξαφνικά έβγαλε έξω το μαντήλι της και έκρυψε το πρόσωπό της σ' αυτό.
                         "Εγώ ίσως θα μπορούσα να καταλάβω' ένα στιγμιαίο λάθος," αυτή συνέχισε μετά από μια παύση, "αλλά προσεκτικά, έξυπνα για να με κοροϊδέψει... και με ποιόν? Για να συνεχίσει μαζί μου ως σύζυγός μου, και μαζί της την ίδια στιγμή... αυτό είναι απαίσιο' εσύ δεν μπορείς να συνειδητοποιήσεις..."
                         "Ο ναι, εγώ μπορώ, εγώ μπορώ να καταλάβω, Ντόλη καλή μου, εγώ μπορώ να καταλάβω," είπε η Άννα πιέζοντας το χέρι της.
                         "Και νομίζεις ότι αυτός συνειδητοποιεί τον τρόμο της κατάστασης μου?" συνέχισε η Ντόλη. "Καθόλου! Αυτός είναι χαρούμενος και ικανοποιημένος."
                         "Ο όχι," η Άννα διέκοψε γρήγορα. "Αυτός είναι αξιοθρήνητος, αυτός είναι κατακλυσμένος με συμπόνια..."
                         "Είναι ικανός για συμπόνια?" διέκοψε η Ντόλη, κοιτάζοντας εξεταστικά στο πρόσωπο της κουνιάδας της.
                         "Ο ναι, εγώ τον ξέρω. Εγώ δεν θα μπορούσα να κοιτάξω σ' αυτόν χωρίς οίκτο. Και οι δύο τον ξέρουμε. Αυτός είναι καλόκαρδος, αλλά επίσης είναι υπερήφανος, και τώρα είναι τόσο ταπεινωμένος. Αυτό που με παρακίνησε περισσότερο είναι... (και εδώ η Άννα μάντεψε αυτό που θα μπορούσε να αγγίξει περισσότερο την Ντόλη) ότι δύο πράγματα τον βασανίζουν. Αυτός ντράπηκε για τα παιδιά, και αυτό, ότι σε αγαπάει... ναι, ναι σε αγαπάει από οποιαδήποτε άλλη στον κόσμο," αυτή συνέχισε βιαστικά, χωρίς να ακούσει στην Ντόλη η οποία ήταν έτοιμη να απαντήσει, "αυτός σε έχει πληγώσει, σε χτύπησε τόσο σκληρά. Αυτός συνέχεια έλεγε, ' "Όχι, όχι αυτή ποτέ δεν θα με συγχωρήσει!" '
                         Η Ντόλη, κοίταξε πέρα από την κουνιάδα της, ακούγοντας σκεπτικά.
                         "Ναι, καταλαβαίνω ότι η θέση του είναι τρομερή' αυτό είναι χειρότερο για την ενοχή από την αθώοση κάποιου," είπε αυτή, "εάν αισθάνεται ότι όλη η ατυχία έρχεται από λάθος του. Αλλά πως μπορώ να τον συγχωρήσω, πως μπορώ να είμαι μια σύζυγος γι' αυτόν μετά από αυτή?... Η ζωή μαζί του τώρα θα είναι μια οδύνη για εμένα, απλώς επειδή αγαπώ την παλιά μου αγάπη για αυτόν..." Λυγμοί έκοψαν τα σύντομα λόγια της.
                         Αλλά σαν να μαλάκωνε σκόπιμα κάθε φορά αυτή, άρχιζε να μιλάει ξανά για το πράγμα που την ενοχλούσε.
                         "Γνωρίζεις ότι αυτή είναι νέα, είναι όμορφη," είπε αυτή. "Βλέπεις, Άννα, η νεότητα μου και τα καλά μου χαρακτηριστικά έχουν θυσιαστεί και για ποιόν? Για αυτόν και τα παιδιά του. Έχω εξυπηρετήσει τον σκοπό του και τα έχασα όλα στην εξυπηρέτηση, και φυσικά ένα φρέσκο, ανάξιο πλάσμα τώρα τον ευχαριστεί καλύτερα. Αυτοί πιθανών να μιλούν για εμένα, ή ακόμα χειρότερα, να αποφεύγουν το θέμα... καταλαβαίνεις?"
                         Και η απέχθεια άναψε ξανά στα μάτια της.
                         "Και ύστερα από αυτό αυτός θα μου πει... Πρόκειται εγώ να τον πιστέψω? Ποτέ... Όχι, όλα τελείωσαν, όλα για τους κόπους μου, τις ταλαιπορίες μου... Εσύ θα με πιστέψεις, έχω μόλις διδάξει ένα μάθημα στον Γκρίσα: αυτό συνήθιζε να είναι ευχάριστο και τώρα αυτό είναι μια οδύνη. Γιατί είναι καλό να φύγω από τους πόνους μου, δουλεύοντας τόσο σκληρά? Γιατί χρησιμοποιώ τα παιδιά? Αυτό είναι τρομερό, η ψυχή μου έχει τόσο ξεσηκωθεί που αντί για αγάπη και τρυφερότητα σ' αυτόν δεν έχει μείνει τίποτα αλλά θυμός, ναι, θυμός. Εγώ θα μπορούσα να τον σκοτώσω..."
                         "Ντόλη αγαπητή μου! Καταλαβαίνω, αλλά μην βασανίζεις τον εαυτό σου. Είσαι τόσο βαθιά πληγωμένη, τόσο αναστατωμένη, που εσύ βλέπεις πολλά πράγματα από λάθος πλευρά."
                         Η Ντόλη ήταν σιωπηλή, και για ένα ή δυο λεπτά δεν μίλησε.
                         "Τι να κάνω? Σκέψου το, Άννα, βοήθησε με! Εγώ έχω φέρει στο μυαλό μου τα πάντα που μπορούσα να σκεφτώ, και δεν βρήκα τίποτα."
                         Η Άννα δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο, αλλά η καρδιά της ανταποκρινόταν σε κάθε λέξη και κάθε βλέμμα της Ντόλης.
                         "Όλο αυτό που μπορώ να πω είναι ότι," άρχισε η Άννα, "Εγώ είμαι αδερφή του, και ξέρω τον χαρακτήρα του, την ικανότητα να ξεχνάει τα πάντα," αυτή έκανε ένα νεύμα με το χέρι της μπροστά στο μέτωπό της, "αυτή η ικανότητα να επιτρέπει τον εαυτό του να είναι εντελώς συνεπαρμένος, αλλά από την πλευρά εντελώς μετανιωμένος. Αυτός δύσκολα, μπορεί να το πιστέψει τώρα - δύσκολα μπορεί να το καταλάβει - πως αυτός μπορεί να το κάνει."
                         "Όχι, αυτός καταλαβαίνει και κατάλαβε" διέκοψε η Ντόλη. "Και εγώ... εσύ με ξέχασες... Γίνεται αυτό πιο εύκολο για εμένα?"
                         "Περίμενε λίγο. Όταν αυτός μου μίλησε, ομολογώ πως δεν συνειδητοποίησα αρκετά την αθλιότητα της θέσης σου. Εγώ είδα μόνο την πλευρά του, και ότι η οικογένεια ήταν αναστατωμένη, και ήμουν λυπημένη γι' αυτόν, αλλά τώρα έχοντας μιλήσει μαζί σου εγώ ως μια γυναίκα βλέπω κάτι άλλο. Βλέπω ότι εσύ υποφέρεις και δεν μπορώ να σου πω πόσο λυπάμαι για εσένα. Αλλά, αγαπητή Ντόλη, εγώ καταλαβαίνω πλήρως τα βάσανα σου, ακόμα όμως υπάρχει ένα πράγμα που δεν ξέρω. Δεν ξέρω... δεν ξέρω πόση πολύ αγάπη υπάρχει ακόμα στη ψυχή σου - μόνο εσύ το ξέρεις αυτό. Υπάρχει αρκετή για συγχώρεση? Εάν υπάρχει - τότε συγχώρεσε τον."
                          "Όχι," άρχισε η Ντόλη, αλλά η Άννα την σταμάτησε και φίλησε ξανά το χέρι της.
                          "Εγώ ξέρω τον κόσμο καλύτερα από εσένα," είπε αυτή. "Εγώ γνωρίζω άνδρες σαν τον Στίβ και πως αυτοί βλέπουν αυτά τα πράγματα. Εσύ νομίζεις ότι αυτός μιλάει σ' αυτή για εσένα. Αυτό ποτέ δεν συμβαίνει. Αυτοί οι άνδρες μπορεί να είναι άπιστοι, αλλά τα σπίτια τους, οι σύζυγοι τους, είναι τα ιερά τους μέρη. Αυτοί κανονίζουν κατά κάποιο τρόπο να κρατούν αυτές τις γυναίκες σε περιφρόνηση και δεν τις αφήνουν να αναμειγνύονται με την οικογένεια. Αυτοί φαίνεται να τραβάνε κάποιο είδος γραμμής ανάμεσα στη οικογένεια και σ' αυτές τις άλλες. Εγώ δεν το καταλαβαίνω, αλλά αυτό έτσι είναι.
                          "Ναι, αλλά αυτός την φίλησε..."
                          "Ντόλη, για περίμενε λίγο. Εγώ έχω δει τον Στίβ όταν ήταν ερωτευμένος μαζί σου. Εγώ θυμάμαι ότι αυτός ερχόταν σ' εμένα και έκλαιγε (τι ποιοτικά και υψηλά ιδανικά που είσαι στενά συνδεδεμένη μέσα στο μυαλό του!), και εγώ ξέρω ότι εσύ όσο περισσότερο καιρό αυτός ζούσε μαζί σου όλο και περισσότερο εσύ ανέβαινες στη εκτίμηση του. Εσύ ξέρεις ότι εμείς συνηθίζαμε να γελάμε μ' αυτόν επειδή η κάθε τελευταία κουβέντα του ήταν, "Η Ντόλη είναι μια υπέροχη γυναίκα," Εσύ ήσουν και ακόμα είσαι στην θεότητα του, και αυτό το ξεμυάλισμα ποτέ δεν έφτασε στην ψυχή του..."
                          "Αλλά υποθέτεις ότι το ξεμυάλισμα είναι επαναλαμβανόμενο?"
                          "Αυτό δεν μπορεί να είναι, όπως καταλαβαίνω..."
                          "Και εσύ μπορείς να συγχωρέσεις?"
                          "Εγώ δεν ξέρω, δεν μπορώ να κρίνω... Ναι, εγώ μπορώ," είπε η Άννα, μετά από ένα λεπτό σκέψης. Ο νους της το είχε καταλάβει και ζύγισε την κατάσταση, και αυτή πρόσθεσε, "Ναι, εγώ μπορώ, μπορώ. Ναι, θα μπορούσα να συγχωρήσω. Εγώ δεν θα μπορούσα να παραμείνω η ίδια γυναίκα - όχι, αλλά εγώ μπορώ να συγχωρήσω και να το συγχωρήσω τελείως σαν να μην είχε συμβεί ποτέ."
                          "Λοιπόν, φυσικά..." παρενέβη γρήγορα η Ντόλη σαν να έλεγε αυτό που συχνά λέει στον εαυτό της, "ή αλλιώς αυτό δεν θα μπορούσε να είναι συγχώρεση. Εάν κάποιος είναι να συγχωρέσει, αυτή πρέπει να είναι μια πλήρη συγχώρεση. Λοιπόν τώρα θα σου δείξω το δωμάτιο σου." Αυτή σηκώθηκε και στον δρόμο αγκάλιασε την Άννα. "Αγαπητή μου, πόσο χαίρομαι που ήρθες! Νιώθω καλύτερα τώρα, πολύ καλύτερα."
             
                       
                     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου