Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ του Λεο Τόλστοι [Μέρος Πρώτο: Πρώτο και Δεύτερο κεφάλαιο]

                                                             ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

                                                               
                                                              ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν η μια με την άλλη, αλλά η κάθε δυστηχισμένη οικογενεια είναι δυστηχισμένη με τον δικό της τρόπο.
                            Όλα ήταν αναστατωμένα στο σπίτι των Ομπλόνσκι. Η σύζυγος είχε ανακαλύψει μια κρυφή ερωτική σχέση ανάμεσα στον συζυγό της και την πρώην Γαλλίδα γκουβέρναντα, και δήλωσε ότι αυτή δεν μπορούσε να συνεχίσει να ζει κάτω από την ίδια στέγη μ' αυτόν. Αυτή η κατάσταση των πραγμάτων είχε που διαρκούσε τώρα τελευταία για τρείς ημέρες, και όχι μόνο ο σύζυγος και η σύζυγος αλλά όλη η υπόλοιπη οικογένεια και όλο το υπηρετικό προσωπικό υπέφεραν από αυτό. Όλοι αυτοί ένιωθαν ότι δεν υπήρχε νόημα στο να ζουν μαζί, και ότι οποιαδήποτε ομάδα ανθρώπων που είχαν συναντηθεί μαζί κατά τύχη σ' ένα πανδοχείο θα μπορούσαν να έχουν περισσότερα κοινά απ' ότι αυτοί. Η σύζυγος κράτησε γι' αυτή τα δικά της δωμάτια ο σύζυγος απουσίαζε από το σπίτι όλη μέρα' τα παιδιά έτρεχαν σχεδόν σε όλο το σπίτι ανενόχλητα, η Αγγλίδα γκουβερνάντα μάλωσε με τον οικονόμο του σπιτιού και έγραψε σε μια φίλη της ζητώντας αν αυτή μπορούσε να της βρεί μια άλλη θέση εργασίας' ο μάγειρας είχε φύγει ακριβώς στην ώρα του δείπνου μια μέρα πρίν και δεν είχε επιστρέψει' η υπηρέτρια της κουζίνα και ο αμαξάς είχαν δώσει την παραιτησή τους.
                          Την τρίτη ημέρα μετά τον καβγά του με την συζυγό του, ο Πρίγκηπας Στέφαν Αρκαντίεβιτσ Ομπλόνσκι-Στιβ όπως το αποκαλούν στη σειρά του στην κοινωνία- ξύπνησε στη συνηθισμένη του ώρα, οχτώ το πρωί, όχι στο υπνοδωμάτιο της συζύγου του, αλλά στον καλυμμένο με μαροκινό δέρμα καναπέ στο γραφείο του. Αυτός γύρισε το πλαδαρό, καλοκρατημένο του σώμα επάνω στον ελαστικό καναπέ σαν αυτός να επιθυμούσε να έχει άλλο έναν μεγαλό ύπνο, και γερά πίεσε ένα από τα μαξιλάρια ακούμπησε το μάγουλο του απέναντι σ' αυτό' αλλά τότε ξαφνικά άνοιξε τα μάτια του και ανακάθησε. 
                           "Με αφήνεις να δω τι ήταν αυτό?" σκέφτηκε αυτός, προσπαθώντας να θυμηθεί το όνειρο του. "Τί ήταν αυτό? Ω ναι- ο Αλαμπίν έδωσε ένα δείπνο-πάρτι στο Ντάρμασταντ- όχι, όχι στο Νταρμασταντ αλλά κάπου στην Αμερική. Ω ναι, το Ντάρμασταν ήταν στην Αμερική- αλλά ο Αλαμπίν έδινε το πάρτι. Το δείπνο ήταν σερβιρισμένο σε γυάλινα τραπέζια- ναι και τα τραπέζια τραγουδούσαν "Il mio tesoro"... όχι, όχι ακριβώς "Il mio tesoro", αλλά κάτι καλύτερο από αυτό' και έπειτα υπήρχαν κάποια είδη από μικρές καράφες όπου στην πραγματικότητα ήταν γυναίκες." Τα μάτια του έλαμψαν χαρούμενα και αυτός χαμογέλασε καθώς καθόταν σκεπτόμενος. "Ναι, αυτό ήταν πάρα πολύ ωραίο. Υπήρχαν πολλά άλλα απολαυστικά πράγματα τα οποία εγώ απλώς δεν μπορώ να αγγίξω με τα χέρια- δεν μπορώ να τα πιάσω γιατί είμαι ξυπνητός." Έπειτα παρατήρησε μια ακτίνα από το φως που είχε κάνει πέρασμα μέσα σε μια σκοτεινή πλευρά, αυτός εύθυμα άπλωσε κάτω τα πόδια του και την αισθάνθηκε με τα πόδια του που βρισκόταν στις παντόφλες τελειωμένες, με ένα είδος χάλκινου χρώματος' (περσινό δώρο γενεθλίων, κεντημένες από την συζυγό του)' και από τη συνήθεια των εννιά χρόνων αυτός τέντωσε προς τα έξω τα χέρια του, χωρίς να τα σηκώσει, προς τα εκεί όπου συνήθως κρέμεται η ρόμπα του στο υπνοδωμάτιο τους. Και τότε ξαφνικά θυμήθηκε αυτό, και γιατί, αυτός δεν κοιμόταν εκεί αλλά στο γραφείο του. Το χαμόγελο εξαφανίστηκε από το πρόσωπο του και αυτός συνωφρυώθηκε.
                          "Ω αγαπητέ, αγαπητέ, αγαπητέ!" αυτός αναστέναξε θυμούμενος τι είχε συμβεί. Και οι λεπτομέρειες του καβγά του με την συζυγό του, η περίπλοκη στάση του και το χειρότερο από όλα, η ενοχή του ζωντάνεψαν στην μνήμη του.
                           "Όχι, αυτή ποτέ δεν θα με συγχωρέσει' αυτή δεν μπορεί να με συγχωρέσει! και το χειρότερο πράγμα γι'αυτό είναι, ότι όλο αυτό είναι δικό μου λάθος- δικό μου λάθος' και ακόμη δεν είμαι ένοχος." Αυτή είναι η τραγικότητα απ' αυτό!" σκέφτηκε αυτός. "Ω αγαπητέ, ω αγαπητέ!" αυτός μουρμούρησε απεγνωσμένα, καθώς θυμήθηκε τις πιο θλιβερές λεπτομέρειες του καβγά. Η πιο χειρότερη στιγμή συνέβει τότε, επιστρέφοντας στο σπίτι από το θέατρο χαρούμενος και ικανοποιημένος με ένα πελώριο αχλάδι στα χέρια του για την συζυγό του, αυτός δεν την βρήκε στο σαλόνι της ούτε, προς μεγάλη του έκπληξη, στο γραφείο, αλλά τελικά την είδε στο δωματιό της με το άτυχο σημείωμα στο χέρι της το οποίο τον είχε προδώσει.
                              Αυτή καθόταν εκεί: καταβεβλημένη από τις στεναχώριες, διαρκώς σε κίνηση και (όπως αυτός σκέφτηκε) περισσότερο απλά η Ντόλι- με το σημείωμα στο χέρι της και ένα βλέμμα φόβου, απόγνωσης και θυμού στο προσωπό της.
                             "Τί είναι αυτό? Αυτό?" ρώτησε αυτή, δείχνωντας στο σημείωμα. Και όπως συνήθως συμβαίνει, αυτό δεν ήταν τόσο πολύ η μνήμη του γεγονότος που τον βασάνιζε, καθώς ο τρόπος που είχε απαντήσει σ' αυτήν.
                               Η στιγμή εκείνη που είχε συμβεί σ' αυτόν αυτή συνέβαινε στος περισσότερους ανθρώπους που τους έπιανες ανπάντεχα με την ιδια αισχρή πράξη: αυτός δεν είχε χρόνο για να προσποιηθεί μια έκφραση κατάλληλη για τη θέση στην οποία αυτός βρισκόταν προς στην συζυγό του τώρα που ανακαλύφθηκε η ενοχή του. Αντί να δυσαρεστηθεί, να αρνηθεί, να δημιουργήσει δικαιολογίες, να ζητήσει συγχώρεση ή ακόμα να πραμείνει αδιάφορος (κάτι που θα μπορούσε να κάνει καλύτερα από αυτό που ήδη έκανε), αυτός αθέλητα("η αντανακλαστική αντίδραση του εγκεφάλου" σκέφτηκε ο Ομπλόνσκι, ο οποίος ήταν αφοσιωμένος στην ψυχολογία) χαμογέλασε με τη συνήθη ευγένειά του και ως εκ τούτου με ένα ανόητο χαμόγελο.
                               Αυτός δεν θα μπορούσε να συγχωρήσει τον εαυτό του για αυτό το ανόητο χαμόγελο. Η Ντόλι, βλέποντας το, ρίγησε σαν ένα σωματικός πόνος, και με τη συνηθισμένη της ορμητικότητα ξέσπασε μέσα σ' ένα χείμαρρο από σκληρές λέξεις και τον έδιωξε από το δωμάτιο. Από τότε αυτή αρνήθηκε να τον δεί. 
                                "Όλο αυτό είναι δικό μου λάθος από αυτό το ανόητο χαμόγελο," σκέφτηκε ο Ομπλόνσκι. "Αλλά τι να κάνω? Τι μπορώ να κάνω?" ρώτησε αυτός τον εαυτό του με απόγνωση και δεν μπορούσε να βρεί απάντηση.

                                                                   ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Ο Ομπλόνσκι ήταν ειληκρινής με τον εαυτό του. Αυτός ήταν αναίτιος αυτής της αυταπάτης και δεν θα μπορούσε να πείσει τον εαυτό του ότι μετανόησε για την συμπεριφορά του. Αυτός δεν θα μπορούσε να νιώσει μετανιωμένος που ο ίδιος ένας ωραίος, ερωτικός άνδρας τριαντατεσσάρων ετών, δεν ήταν ερωτευμένος με την συζυγό του, την μητέρα των πέντε ζωντανών και δύο νεκρών παιδιών και μόλις ένα χρόνο μικρότερη από τον ίδιο. Αυτός μετανόησε όχι μόνο έχοντας καταφέρει να κρατήσει μυστική τη συμπεριφορά του από αυτή. Εν τούτοις αυτός αισθάνθηκε την δυσάρεστη θέση του και λυπήθηκε την συζυγό του, τα παιδιά του και τουν εαυτό του. Αυτός ίσως μπορεί να είχε τη δυνατότητα να κρύψει πράγματα από αυτή που αυτός ήξερε ότι η αλήθεια θα μπορούσε να την πληγώσει. Αυτός ποτέ δεν είχε σκεφτεί καθαρά το θέμα, αλλά είχε μια ασαφή άποψη ότι η συζυγός του τον είχε υποπτευφθεί για πολύ και καιρό που έγινε αναξιόπιστος και έκανε τα στραβά μάτια σ' αυτό. Αυτός ακόμη σκέφτηκε ότι αυτή, η οποία δεν ήταν τίποτε άλλο εκτός από μια υπέροχη μητέρα οικογένειας, κατακουρασμένη, ήδη σε μεγάλη ηλικία, όχι πλέον όμορφη, και με κανένα τρόπο αξιοπρόσεκτη- στην πραγματικότητα, μια αρκετά συνηθησμένη γυναίκα- πρέπει να είναι επιεικής προς αυτόν, εάν είναι μόνο από την αίσθηση δικαιοσύνης. Κατέληξε ότι ήταν πολύ αντίθετη αυτή η περίπτωση. 
                          "Πόσο απαίσιο! Ω αγαπητέ, ω αγαπητέ, ω αγαπητέ, πόσο απαίσιο!", συνέχησε ο Ομπλόνσκι επαναλαμβάνοντας στον εαυτό του και δεν μπορούσε να καταλήξει σ' ένα συμπέρασμα και πόσο καλά πήγαιναν όλα μέχρι τώρα- πόσο ευτυχησμένοι εμείς ζούσαμε! Αυτή ήταν ευχαριστημένη, χαρούμενη με τα παιδιά της' Εγώ ποτέ δεν διαφώνησα μαζί της αλλά την άφησα να ασχολείται με αυτούς και με το νοικοκυριό όπως αυτή την ευχαριστεί. Φυσικά αυτό δεν είναι αρκετά ωραίο που αυτή είχε μια γκουβερνάντα στο σπίτι μας. Αυτό ήταν άσχημο! Υπήρχε κάτι κοινότοπο, μια επιθυμία διακριτικότητας στο να ερωτοτροπείς με την γκουβερνάντα κάποιου, αλλά έπειτα, τι γκουβερνάντα!" (Αυτός ζωηρά έπλασε στο μυαλό του τα πονηρά μαύρα μάτια της Δεσποινίδας Ρόλαντ, και το χαμόγελο της"). Αντιθέτως, όσο πιο πολύ καιρό ήταν αυτή στο σπίτι εγώ ποτέ δεν πήρα οποιοδήποτε δικαίωμα. Το χειρότερο της υπόθεσης είναι, ότι αυτή είναι ήδη... Γιατί χρειάστηκε να γίνουν όλα αυτά αμέσως? Ω αγαπητέ, αγαπητέ, αγαπητέ! Τι να κάνω?" 
                            Αυτός δεν μπορούσε να βρει μια απάντηση, εκτός από τη συνηθισμένη απάντηση για την ζωή σε πιο περίπλοκα και πιο άλυτα προβλήματα. Αυτή η απάντηση είναι: ζήσε στις ανάγκες της ημέρας, που είναι, να βρείς τη λησμονιά. Αυτός δεν θα μπορούσε να για πολύ καιρό να βρεί ξεγνιασιά στον ύπνο, οπωσδήποτε πρίν την χθεσινή νύχτα, δεν θα μπορούσε να πάει πίσω στη μουσική και στα τραγούδια των γυναικών που ήταν ντυμένες σαν μικρές καράφες, συνεπώς αυτός πρέπει να αναζητήσει λησμονιά στο όνειρο της ζωής.
                            "Εμείς θα δούμε όταν έρθει ο καιρός" σκέφτηκε ο Ομπλόνσκι, και σηκώθηκε επάνω, φόρεσε την γκρί ριγέ με μπλέ μετάξι ρόμπατου, έδεσε τα κορδόνια και τράβηξε μια γεμάτη πνοή αέρα μέσα στο πλατύ στήθος του και πήγε με το συνηθησμένο σταθερό περπάτημά του προς το παράθυρο, στρέφωντας το πόδι του που κουβαλούσε τόσο ελαφρά το ευτραφή σώμα του, σήκωσε το κρυφό μέρος που βρισκόταν το κουδούνι και το χτήπησε ηχηρά. Το κουδούνι απάντησε αμέσως ο παλιός του φίλος και βαλές του, Μάθιου, ο οποίος έφερε μέσα τα ρούχα, τις μπότες του και ένα τηλεγράφημα. Αυτός ακολουθήθηκε από τον κουρέα με την ξυριστική μηχανή.
                               "Τίποτα έγγραφα από το Γραφείο?" ρώτησε ο Ομπλόνσκι, καθώς πήρε το τηλεγράφημα και κάθησε κάτω μπροστά στον καθρέπτη.
                               "Αυτά είναι στο γραφείο σας" απάντησε ο Μάθιου με ένα ερωτηματικό και συμπαθητικό βλέμμα στον κυριό του- προσθέτωντας μετά από μια παύση με ένα ντροπαλό χαμόγελο:"κάποιος έχει καλέσει από τον εκμησθωτή αμάξεων."
                               "Ο Ομπλόνσκι δεν απάντησε αλλά κοίταξε στο πρόσωπο του Μάθιου μέσα από τον καθρέφτη. Από τα βλεμματά τους, όπως αυτά συναντήθηκαν στο γυαλί, αυτό ήταν φανερό ότι καταλάβαιναν ο ένας τον άλλο. Το βλέμμα του Ομπλόνσκι έδειχνε να λέει: "Γιατί το λές αυτό σ'εμένα? Σαν να μην ξέρεις!"
                                  Ο Μάθιου έβαλε τα χέρια του μέσα στη τσέπη του σακακιού του, άπλωσε το πόδι του, και κοίταξε στον κύριο του με ένα λεπτό και χιουμοριστικό χαμόγελο.
                                  "Εγώ του παρείγγηλα να έρθει την επόμενη Κυριακή, και για να μην σας δημιουργήσω πρόβλημα ή να γίνω περιττός μέχρι τότε," είπε αυτός, επαναλαμβάνοντας φανερά μια πρόταση που αυτός είχε ετοιμάσει.
                                  Ο Ομπλόνσκι κατάλαβε ότι ο Μάθιου εννούσε να έχει ένα αστείο και τράβηξε την προσοχή στον εαυτό του. Αυτός έσχησε το ανοιχτό τηλεγράφημα και το διάβασε, μαντεύοντας τις λέξεις, οι οποίες (όπως τόσο συχνά συμβαίνει με τα τηλεγραφήματα) ήταν λάθος γραμμένες, και το πρόσωπό του έλαμψε.
                                  "Μάθιου, η αδερφή μου Άννα Αρκαντίεβνα έρχεται αύριο," είπε αυτός, μετακινώντας μακριά για μια στιγμή το γυαλιστερό πλαδαρό χέρι του κουρέα, το οποίο ξύριζε ένα ροδοκόκκινο μονοπάτι ανάμεσα στα μακρυά σγουρά μουστάκια του.
                                  "Δόξα τον Θεό!" είπε ο Μάθιου, αποδεικνύοντας από την απάντηση ότι αυτός ήξερε απλώς τόσο καλά όσο και ο κύριος τη σημαντικότητα αυτής της επίσκεψης: δηλαδή, ότι η Άννα Αρκαντίεβνα, η αγαπημένη αδερφή του Στέφεν Αρκαντίεβιτσ, ίσως βοηθούσε να συμφιλιώσει τον σύζυγο και την σύζυγο.
                                   "Αυτή έρχεται μόνη της ή με τον κ.Καρένιν?"
                                  Ο Ομπλόνσκι δεν μπορούσε να απαντήσει καθώς ο κουρέας ήταν απασχολημένος με το επάνω χείλι του' αλλά αυτός σήκωσε το ένα του δάχτυλο, ακι ο Μάθιου έγνεψε σ'αυτόν μέσα στο καθρέπτι.
                                  "Μόνη. Θα σας άρεσε να ετοιμαστούν ένα από τα δωμάτια του επάνω ορόφου?" 
                                  "Ρώτησε την Ντάρια Αλεξάντροβνα?" επανέλαβε ο Μάθιου, σαν να βρισκόταν σε αμφιβολία.
                                  "Ναι, μιλησέ την. Δωσ' της το τηλεγράφημα, και δες ότι αυτή πεί."
                                  "Θέλετε εσείς να έχετε μια προσπάθεια μ' αυτήν?" ήταν αυτό που εννοούσε ο Μάθιου, αλλά αυτός είπε μόνο: "Ναι, κύριε." 
                                  Ο Ομπλόνσκι ήταν πλυμένος, τα μαλλιά του βουρτσισμένα, και αυτός ήταν έτοιμος να ντηθεί, όταν ο Μάθιου, βαδύζοντας αργά με τις μπότες του να τρίζουν, ξαναμπήκε στο δωμάτιο με το τηλεγράφημα στο χέρι του. Ο κουρέας δεν ήταν πια εκεί. 
                                   "Η Ντάρια Αλεξάντροβνα μου είπε να σας πω ότι αυτή πρόκειται να φύγει. Αυτός μπορεί να κάνει όπως αυτός ευχαριστεί"- αυτό είναι, όπως εσείς ευχαριστείτε κύριε," είπε αυτός, γελώντας μόνο με τα μάτια του' και βάζοντας τα χέρια του στις τσέπες του με το κεφάλι του στη μια πλευρά, αυτός κοίταξε στον κύριό του. Ο Ομπλόνσκι παρέμεινε σιωπηλός, έπειτα ένα ευγενικό και πιο παθητικό χαμόγελο εμφανίστηκε στο όμοεφο προσωπό του.
                                   "Αχ, Μάθιου!" είπε αυτός, κουνώντας το κεφάλι του.
                                   "Δεν πειράζει, κύριε - τα πράγματα θα φτιάξουν μόνα τους."
                                   "Μόνα τους θα φτιάξουν, ε?"
                                   "Έτσι ακριβώς, κύριε"
                                   "Έτσι πιστεύεις?- Ποιός είναι εκεί?" ρώτησε ο Ομπλόνσκι, ακούγωντας το θρόισμα του γυναικείου φορέματος έξω από την πόρτα.
                                   "Εγώ είμαι, κύριε," απάντησε η σταθερή και ευχάριστη φωνή της γυναίκας, και η Μάτρενα Φιλιμόνοβνα, η παραμάνα των παιδιών έβαλε το αυστηρό σημαδεμένο από την ευλογιά πρόσωπό της μέσα στην πόρτα.
                                   "Τι συμβαίνει, Μάτρενα?" ρώτησε ο Ομπλόνσκι, βαδίζωντας έξω μ' αυτή.
                                   Παρ' όλο που αυτός ήταν εντελώς ένοχος και ήταν συνειδηποιημένος γι' αυτό, σχεδόν όλοι στο σπίτι - ακόμα και η παραμάνα, η καλύτερη φίλη της Ντάρια Αλεξάντροβνα- πήγαν με το μέρος του.
                                   "Τι συμβαίνει?"είπε αυτός θλιμμένα. "Εσείς πρέπει να σκεφτείτε τα παιδιά! Εξαρτάται από εσάς, κύριε - αυτό δεν μπορεί να βοηθήσει! Δεν υπάρχει χαρά χωρίς...'
                                   "Κάνετε το από την δική σας πλευρά - ο Θεός είναι ελεήμων. Προσευχηθήτε σ' Αυτόν, κύριε, προσευχηθήτε σ' Αυτόν." 
                                   "Εντάξει - πήγαινε τώρα," είπε ο Ομπλόνσκι, ξαφνικά κοκκινίζοντας.
                                   "Εγώ πρεπεί να ντυθώ," είπε αυτός, στρεφόμενος στον Μάθιου, και αυτός αποφασιστικά έβγαλε την ρόμπα του.
                                   Ο Μάθιου φύσηξε κάποιο ορατό στίγμα από το πουκάμισο το οποίο αυτός κρατούσε έτοιμο σουρωμένο επάνω σαν το κολλάρο του αλόγου, και με φανερή ευχαρίστηση έντυσε με αυτό το προσεκτικά περιποιημένο σώμα του κυρίου του.