Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Δέκατο Κεφάλαιο]

                                                                  ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

Όταν αυτοί μπήκαν στο εστιατόριο ο Λεβάιν δεν μπορούσε να μην βοηθήσει παρατηρώντας κάτι το ασυνήθιστο στην έκφραση του φίλου του, ένα είδος έκπληκτης λάμψης στο προσωπό του και σε όλη την φιγούρα του. Ο Ομπλόνσκι έβγαλε το παλτό του και με το καπέλο στην μια πλεύρα περπάτησε μέσα στην τραπεζαρία, δίντας τις εντολές του στους Βάρβαρους σερβιτόρους με τα φράκα τους, με τις πετσέτες φαγητού κάτω από τα χέρια τους, τα οποία ενώθηκαν τα ίδια μ' αυτόν. Κάνωντας υποκλήσεις αριστερά και δεξιά στους γνωστούς του, οι οποίοι εδώ ήταν όπως κάπου αλλού, τον χαιρετούσαν χαρούμενα, αυτός πέρασε στον μπουφέ, ήπιε ένα ποτήρι βότκα και έφαγε λίγο από το ορεκτικό, και είπε κάτι την βαμένη Γαλλίδα, στολισμένη με κορδέλες και δαντέλες, η οποία καθόταν σε ένα μικρό ταμείο - κάτι που έκανε ακόμα και αυτή την Γαλλίδα να σκάσει σ' ένα ντροπαλό γέλιο.
                     Ο Λεβάιν δεν πήρε καμία βότκα, απλά επειδή αυτή η Γαλλίδα - μακιγιαριμένη όπως αυτή φαινόταν σ' αυτόν, λόγω λάθπυς μαλλιών, πουδραρίσματος, και καλλωπισμού - ήταν προσβλητικό γι' αυτόν. Αυτός απομακρύνθηκε από αυτήν όπως από κάποιο βρώμικο μέρος. Όλη του η ψυχή ήταν γεμάτη με την εικόνα της Κίττης, και τα μάτια του έλαμψαν με ένα χαμόγελο θριάμβου και ευτυχίας.
                      "Από εδώ, παρακαλώ η Εξοχότητα σας! Από εδώ - κανένας δεν θα ενοχλήσει εδώ την Εξοχότητα σας," είπε ένα ειδικά υπερβολικός εξυπηρετικός σερβιτόρος, ένας ηλικιωμένος ασπρομάλλης Βάρβαρος σερβιτόρος τόσο φαρδύς στους γοφούς που οι ουρές του φράκου του χωριζόταν πίσω του.
                      "Εαν σας ευχαριστεί, η Εξοχότητα σας," είπε αυτός, στρεφόμενος στον Λεβάιν και ως ένα σημάδι σεβασμού στον Ομπλόνσκι δίνοντας προσοχή στο καλεσμένο του. Στην στιγμή αυτός είχε στρώσει ένα νέο ύφασμα στο στρόγγυλο τραπέζι ήδη καλυμένο με ένα ύφασμα κάτω από ένα χάλκινο πολυέλαιο, μετακίνησε δύο βελούδινα καθήσματα στο τραπέζι, και στεκόταν με μια πετσέτα φαγητού και το μενού περιμένοντας την παραγγελία.
                      "Εαν η Εξοχότητα σας θα της άρεσε ένα ιδιωτικό δωμάτιο, ένα θα είναι διαθέσιμο σε λίγες στιγμές. Ο Πρίγκηπας Γκολίτζιν είναι εκεί με μια κυρία. Εμείς έχουμε μερικά φρέσκα στρείδια μέσα, κύριε."
                      "Α - στρείδια!" ο Ομπλόνσκι σταμάτησε και σκέφτηκε.
                      "Θέλεις να αλλάξουμε το μενού μας Λεβάιν?" είπε αυτός, με το δαχτυλό του στο μενού και το πρόσωπο του εξέφρασε ένα σοβαρό σάστισμα. "Αλλά τα στρείδια είναι πραγματικά καλά? Τώρα πρόσεχε..."
                      "Πραγματικά Φλένσμπουργκ, Εξοχότατε! Εμείς δεν έχουμε ούτε ένα Όστεντ."
                      "Αυτά ίσως να είναι Φλένσμπουργκ, αλλά είναι φρέσκα?"
                      "Αυτά έφθασαν μόλις χθές."
                      "Λοιπόν τότε, θέλεις να αρχήσουμε με τα στρείδια και αλλάζουμε το υπόλοιπο σχέδιο του δείπνου μας, ε?"
                      "Δεν με νοιάζει. Μου αρέσει φαγόπυρος χυλός από βρόμη και σούπα λαχάνων καλύτερα, αλλά αυτοί δεν έχουν τέτοια πράγματα εδώ."
                      "Θα σας άρεσε Φαγόπυρο α λα Ρούς?" είπε ο Βάρβαρος σερβιτόρος, σκύβωντας επάνω στον Λεβάιν όπως μια τροφός πάνω από το παιδί.
                      "Όχι αστιευόμουν, οτιδήποτε διαλέξεις εσύ θα μου ταιριάζει. Εγω έχω κάνει πατινάζ και πεινάω! Μην νομίζεις ότι δεν εκτιμώ την επιλογή σου," πρόσθεσε αυτός, παρατηρώντας ένα δυσάρεστο βλέμμα στο πρόσωπο του Ομπλόνσκι. "Εγω πρέπει να είμαι χαρούμενος για ένα καλό δείπνο."
                      "Έτσι νομίζω και εγώ! Πες τι σου αρέσει, αυτό είναι από τις ευχαριστίες της ζωής!" είπε ο Ομπλόνσκι. "Λοιπόν τότε, καλέ μου σύντροφε, φέρε μας δύο - ή αυτό που θα είναι τόσο λίγο... τρεις ντουζίνες στρείδια, και σούπα λαχανικών..."
                      "Ανοιξιάτικη," ήχησε χαρμόσυνα στον σερβιτόρο ήθελε να τον δώσει την χαρά να αποκαλέσει τα πιάτα με τα Γαλλικά τους ονόματα.
                      "...λαχανικό, ξέρεις. Μετά συάκι με χοντρή σος' μετά... ψημένο μπιφτέκι (και σκέψου ότι είναι καλό)' και μετά καπόνι, μπορούμε εμείς να πούμε? Ναι. Και σιγοψημένο φρούτα."
                      Ο σερβιτόρος, θυμήθηκε τον τρόπο του Ομπλόνκσι που αποκαλούσε τα αγαθά στο Γαλλικό μενού με τα Ρώσικα ονοματά τους, δεν επανέλαβε τις λέξεις μετά από αυτόν, για την επανάληψη όλης της παραγγελίας σύμφωνα με το μενού: "σούπα ζεστή, συάκι, σάλτσα Μπομαρσέ, μπιφτέκι, κοτόπουλο με εστραγκόν, σαλάτα φρούτων..." και αμέσως, καθώς μετακινήθηκε με βήματα, αυτός άφησε τον λογαριασμό του φαγητού σ' ένα χάρτινο κάλυμμα, και κάνοντας στην άκρη ένα άλλο που περιέχει την λίστα με τα κρασιά βγάζωντας το έξω στον Ομπλόνσκι.
                      "Τι έχει να πιούμε?"
                      "Οτιδήποτε σου αρέσει, όχι μόνο τόση πολύ... Σαμπάνια!" είπε ο Λεβάιν.
                      "Με τι να αρχήουμε? Ωστόσο, γιατί όχι? σου αρέσει η λευκή φάλαινα?"
                      "Κασέτ μαύρο," ήχησε χαρμόσυνα στον σερβιτόρο.
                      "Ναι, φέρε μας αυτό με τα στρείδια, και μετά βλέπουμε."
                      "Ναι, κύριε, και τι είδος επιτραπέζιου κρασιού θέλετε?"
                      "Το Nuit... Όχι, ας έχουμε το κλασσικό Chablis."
                      "Ναι, κύριε, και το ειδικό τυρί σας?"
                      "Λοιπόν, ναι - παρμενάζα. Ή εσύ προτιμάς κάποιο άλλος είδος?"
                      "Όχι, πραγματικά δεν με ενδιαφέρει," είπε ο Λεβάιν αδυνατώντας να διατηρήσει ένα χαμόγελο."
                      Ο Βάρβαρος σερβιτόρος όρμησε έξω, πετώντας τις ουρές του φράκου του' και πέντε λεπτά αργότερα μπήκε ξανά μέσα με ένα πιάτο από ανοιχτά στρείδια σε μαργαριταρένια κοχύλια και ένα μπουκάλι ανάμεσα στα δαχτυλά του.
                      Ο Ομπλόνσκι τσαλάκωσε την κολλαρισμένη πετσέτα του φαγητού και πίεσε με μια γωνία από αυτό μέσα στο γιλέκο του τότε με τα χεριά του άνετα επάνω στο τραπέζι όρμησε στα στρείδια.
                      "Καθόλου άσχημα," είπε αυτός, τραβώντας τα τρεμουλιαστά στρείδια έξω από τα μαργαριταρένια τους κοχύλια με ένα ασημένιο πιρούνι, και γλύφωντας το ένα μετά το άλλο. "Καθόλου άσχημα," επανέλαβε αυτός, σηκόνωντας τα υγρά και γυαλιστερά μάτια του τώρα στον Λεβάιν, τώρα στον Βάρβαρο σερβιτόρο.
                       Ο Λεβάιν μπορούσε να φάει τα στρείδια, αν και αυτός προτιμούσε ψωμί και τυρί. Αλλά αυτό τον έδινε μεγαλύτερη ευχαρίστηση να παρακολουθεί τον Ομπλόνσκι. Ακόμα και ο Βάρβαρος σερβιτόρος, οποίος έχωντας βγάλει το πώμα και έβαλε το κρασί στα λεπτά φαρδιά ποτήρια ίσιωσε την γραβάτα του, κοίταξε με ένα χαμόγελο ενδεικτικής ευχαρίστησης στον Ομπλόνσκι.
                       "Δεν σε ενδιαφέρουν πολύ τα στρείδια?," είπε ο Ομπλόνσκι, αδειάζωντας το ποτήρι της σαμπάνιας του - "ή μήπως σκέφτεσε κάτι άλλο. Ε?"
                       Αυτός ήθελε ο Λεβάιν να είναι σε καλή διάθεση. Αλλά ο Λεβάιν, αν δεν είναι ακριβώς σε κακή διάθεση, ένιωθε πιεσμένος. Τα συναισθήματα που γέμιζαν την καρδιά του τον έκαναν ανήσυχο και άβολο σε αυτό το εστιατόριο με τα ιδιωτικά του δωμάτια οπού οι άνδρες έφερναν τις γυναίκες για να δειπνήσουν. Τα πάντα φαινόταν προβληματικά: αυτά τα μπρούντζινα, οι καθρέπτες, τα φώτα από αέριο και οι Βάρβαροι σερβιτόροι. Αυτός φοβόταν για αυτή την βρομιά από την οποία γέμιζε η ψυχή του.
                       "Εγώ? Ναι, εγώ είμαι αφηρημένος - και παρ' όλα αυτά, όλο αυτό με κάνει να νιώθω ανήσυχος," είπε αυτός. "Εσύ δεν μπορείς να φανταστείς πόσο παράξενο δείχνει όλο αυτό σ' εμένα ο οποίος ζω στην εξοχή - όπως τα νύχια εκείνου του κυρίου. Εγώ είδα στην δική σου πλευρά.
                       "Ναι εγώ παρατήρησα ότι τα νύχια του καημένου του Γκρινέβιτσ, σε ενδιέφεραν σημαντικά," είπε ο Ομπλόνσκι.
                       "Εγώ δεν μπορώ να βοηθήσω σε αυτό," απάντησε ο Λεβάιν. "Βάλε τον εαυτό σου στην θέση μου - κοίταξε σ' αυτό από την πλευρά ενός συντρόφου από την εξοχή! Εμείς προσπαθούμε να βάλουμε τα χέρια μας σε μια βολική κατάσταση για να δουλέψουμε, και για αυτό το λόγο εμείς κόβουμε τα νύχια μας και μερικές φορές μαζεύουμε τα μανίκια μας. Αλλά εδώ οι άνθρωποι σκόπιμα αφήνουν τα νύχια τους μεγάλα μέχρι αυτά να αρχήζουν να μαζεύονται και έχουν μερικά βαθουλώματα για τα κουμπιά του πουκαμίσου τους για να το κάνουν αρκετά αδύνατο για αυτούς να χρησιμοποιούν τα χέρια τους!"
                       Ο Ομπλόνκσι χαμογέλασε χαρούμενα.
                       "Ναι, αυτό είναι ένα σημάδι ότι η σκληρή δουλειά δεν είναι αναγκαία γι' αυτόν. Αυτός δουλεύει με το μυαλό του..."
                       "Πιθανόν; αλλά αυτό φαίνεται σ' εμένα παράξενο που εμείς οι άνθρωποι της υπαίθρου προσπαθούμε να ξεπερνούμε τα γευματά μας όσο γρήγορα μπορούμε, έτσι ώστε να είναι δυνατόν να συνεχίσουμε με την δουλειά μας, εδώ εσύ και εγώ προσπαθούμε να κάνουμε το τελευταίο γεύμα μας εφόσον είναι δυνατό, γι' αυτό τρώμε στρείδια."
                       "Λοιπόν, φυσικά," είπε ο Ομπολόνκσι. "Ο σκοπός του πολιτισμού μας δίνει την δυνατότητα να αποκτήσουμε την απόλαυση όλων των πραγμάτων."
                       "Λοιπόν, εαν αυτός είναι ο σκοπός του, εγώ θα προτιμούσα να είναι απολίτιστο."
                       "Εσύ είναι ένας απολίτιστος όπως είναι αυτό. Όλοι εσείς οι Λεβάιν είστε απολίτιστοι."
                       Ο Λεβάιν αναστέναξε. Αυτός θυμήθηκε τον αδερφό του τον Νίκολας και συνοφρυώθηκε νιώθοντας ντροπιασμένος και πιεσμένος' αλλά ο Ομπλόνκσι άρχησε ένα θέμα το οποίο κάποια στιγμή απέσπασε τις σκέψεις του.
                       "Λοιπόν, εσύ πρόκειται να πας να δείς τους ανθρώπους μας σήμερα? Τους Σετσερμπάτσκι, εννοώ," είπε αυτός διώχνοντας μακριά τα κυματιστά και τώρα άδεια κελύφι από τα στρείδια και τραβώντας το τυρί προς σε αυτόν, ενώ τα μάτια του γυάλιζαν σημαντικά.
                       "Ναι, σίγουρα θα πάω. Αν και η Πριγκήπισσα εμφανίστηκε να μου το ζητάει πιο απρόθυμα."
                       "Όχι λίγο αυπό αυτό! Τι κοροιδία! Απλώς αυτός είναι ο τρόπος της... Έλα φέρε μας την σούπα, καλέ μου σύντροφε!... Αυτός είναι ο τρόπος της μεγάλης κυρίας," είπε ο Ομπλόνσκι. "Θα έρθω και εγώ επίσης, αλλά πρέπει πρώτα να πάω σε μια πρόβα για το μιούζικαλ στης Κόμισσας Μπονίν. Τι παράξενος σύντροφος που είσαι! Πως εξηγείς την ξαφνική σου αναχώρηση από την Μόσχα? Οι Σετσερμπάτσκι με ρωτούσαν ξανά και ξανά, απλά εγώ καθώς έπρεπε να ξέρω τα πάντα για εσένα. Ακόμα όλο αυτό που ξέρω είναι ότι εσύ ποτέ δεν κάνεις πράγματα όπως οποιοσδήποτε άλλος κάνει."
                       "Ναι," είπε ο Λεβάιν αργά και με μια ταραχή. "Έχεις δίκιο, είμαι ένας απολίτιστος. Μόνο που τα απολίτιστα ψέματα μου δεν είχαν απομακρυνθεί τότε, αλλά πιο πολύ έχουν επιστρέψει πίσω τώρα. Εγώ έχω έρθει τώρα..."
                       "Ω, τι τυχερός σύντροφος που είσαι!" τον διέκοψε ο Ομπλόνσκι, κοιτάζοντας απευθείας στα μάτια του.
                       "Γιατί?
                                                    Τα φλεγόμενα άλογα από "κάτι" στιγματίζονται
                                                                Εγώ μπορώ πιστά να αναγνωρίσω
                                                    Τους ερωτευμένους νέους που γνωρίζω,
                                                                Από το βλέμμα που λάμπει στα μάτια τους.
απήγγηλε ο Ομπλόνσκι. "Εσύ δεν έχεις τα πάντα πρίν από εσένα!"
                       "Και εσύ - έχεις τα πάντα πρίν από εσένα?"
                       "Όχι, όχι πρίν από εμένα, αλλά εσύ έχεις το μέλλον και εγω έχω το παρόν' ακόμα και αυτό μόνο μισό μισό!"
                       "Γιατί?"
                       "Ω, τα πράγματα είναι ακόμα άσχημα... Ωστόσο δεν θέλω να μιλήσω για τον εαυτό μου, άλλωστε αυτό είναι αδύνατο να εξηγήσω τα πάντα," είπε ο Ομπλόνσκι. "Λοιπόν, και γιατί έχεις έρθει στην Μόσχα?... Εδώ, πάρε αυτό!" φώναξε στον Βάρβαρο σεβιτόρο.
                       "Δεν μαντεύεις?" απάντησε ο Λεβάιν, ένα φως έλαμψε βαθιά στα μάτια του Ομπλόνσκι καθώς κοίταξε σταθερά στον Ομπλόνσκι.
                       "Μαντεύω, αλλά δεν μπορώ να μιλήσω γι' αυτό - από το οποίο εσύ μπορείς να κρίνεις αν η σκέψη μου είναι σωστή ή λάθος," είπε ο Ομπλόνσκι, κοιτάζοντας σ' αυτόν με ένα λεπτό χαμόγελο.
                       "Λοιπόν, και τι λες γι' αυτό?" ρώτησε ο Λεβάιν με μια τρεμουλιαστή φωνή, νιώθοντας ότι όλοι οι μυοίς του προσώπου του έτρεμαν. "Τι νομίζεις γι' αυτό?"
                       Ο Ομπλόνσκι ήπιε αργά το ποτήρι του από την Σαμπλίς, τα μάτια του εστίασαν στον Λεβάιν.
                       "Δεν υπάρχει τίποτα που θα μου άρεσε περισσότερο," είπε αυτός, "τίποτα! Αυτό είναι το καλύτερο που θα μπορούσε να συμβεί."
                       "Αλλά δεν κάνεις λάθος? Ξέρεις γιατί πράγμα μιλάμε?" είπε ο Λεβάιν, παρατηρώντας με προσοχή μέσα στο πρόσωπο του συνομιλητή του. "Εσύ νομίζεις ότι είναι πιθανό?"
                       "Νομίζω πως είναι πιθανό. Γιατί δεν θα μπορούσε να είναι?"
                       "Όχι νομίζεις πραγματικά ότι αυτό είναι πιθανό? Όχι, εσύ πρέπει να μου πείς όλα αυτά που σκέφτεσαι πραγματικά! Και υποθέτεις... υποθέτεις ότι μια άρνηση είναι στον χώρο για εμένα?... Είμαι ακόμα σίγουρος..."
                       "Γιατί το νομίζεις αυτό?" είπε ο Ομπλόνσκι, χαμογελώντας στην αναστάτωση του Λεβάιν.
                       "Λοιπόν, μερικές φορές αυτό φαίνεται έτσι σε εμένα. Ξέρεις, ότι αυτό θα μπορούσε να είναι τρομερό γι' αυτή και για εμένα."
                       "Ω όχι! Σε οποιαδήποτε περίπτωση δεν υπάρχει τίποτα το τρομερό σε αυτό. Κάθε κορίτσι είναι υπερήφανο για μια προσφορά."
                       "Ναι, κάθε κορίτσι, αλλά όχι αυτή."
                      Ο Ομπλόνσκι χαμογέλασε. Αυτός καταλάβενε ότι το αίσθημα του Λεβάιν είναι τόσο καλό, ήξερε ότι για τον Λεβάιν όλα τα κορίτσια στον κόσμο ήταν χωρισμένα σε δύο τάξεις: η μια τάξη περιελάμβανε όλα τα κορίτσι στον κόσμο εκτός από αυτή, και αυτά είχαν όλες τις συνηθησμένες ανθρώπινες ατέλειες και ήταν πολύ συνηθισμένα κορίτσια' ενώ η άλλη τάξη - μόνο η ίδια - δεν είχε αδυναμίες και ήταν πιο ανώτερη σε όλη την ανθρωπότητα.
                       "Περίμενε λίγο: εσύ πρέπει να πάρεις λίγη σάλτσα," είπε ο Ομπλόνσκι σταματώντας το χέρι του Λεβάιν που έσπρωχνε μακριά την κούπα της σάλτσας.
                       Ο Λεβάιν υπάκουα βοήθησε τον εαυτό του με την σάλτσα, αλλά δεν θα μπορούσε να αφήσει τον Ομπλόνσκι να φάει.
                        "Όχι, περίμενε, περίμενε!" είπε αυτός. "Καταλαβαίνεις ότι για εμένα αυτό είναι ένα ερώτημα ζωής και θανάτου. Εγώ δεν έχω μιλήσει ποτέ σε κανέναν για αυτό, και εσύ δεν μπορείς να μιλήσεις σε κανένα άλλον για αυτό. Τώρα εσύ και εγώ είμαστε διαφορετικοί σε όλα - στις γεύσεις και στις απόψεις και σε άλα - αλλά ξέρω ότι μου αρέσεις και με καταλαβαίνεις, και έτσι απαίσια σ' αγαπώ πολύ. Αλλά για χάρη του Θεού να είσαι αρκετά ειλικρηνής μαζί μου!"
                         "Εγώ σου λέω αυτό που σκέφτομαι," είπε ο Ομπλόνσκι χαμογελώντας. "Και εγώ θα σου πω κάτι περισσότερο. Η συζυγός μου είναι η πιο υπέροχη γυναίκα..." Αυτός αναστέναξε, θυμούμενος τις σχέσεις του με την συζυγό του' μετά από μια παύση ενός λεπτού αυτός συνέχησε: "Αυτή έχει το χάρισμα της διορατικότητας. Βλέπει ανθρώπους πέρα για πέρα! Αλλά πολύ περισσότερο από αυτό, αυτή ξέρει τι πρόκειται ειδικά να συμβεί σε σχέση με τους γάμους. Για παράδειγμα, αυτή προέβλεψε ότι η κοπέλα του Σαιόβσκαγια θα μπορούσε να παντρευτεί τον Μπρέντελυ. Κανένας δεν θα μπορούσε να το πιστέψει, αλλά όπως αυτό αποδείχθηκε αυτή ήταν σωστή. Και αυτή είναι με το μέρος σου."
                         "Πως το γνωρίζεις?"
                         "Με αυτό τον τρόπο - αυτή όχι μόνο σου αρέσει, αλλά λέει ότι η Κίττι είναι σίγουρη για να γίνει συζηγό σου."
                          Σε αυτά τα λόγια ένα ξαφνικό χαμόγελο έλαμψε στο πρόσωπο του Λεβάιν, και το είδος του χαμογέλου που δεν είναι μακριά από τα δάκρυα της ευτυχίας.
                          "Αυτή το λέει αυτό?" έκλαψε αυτός. "Εγώ πάντα την θεωρούσα ένα κόσμημα την συζηγό σου! Αλλά αρκετά - αρκετά με αυτό!" και αυτός σηκώθηκε επάνω.
                          "Εντάξει, αλλά κάθησε κάτω!"
                          Αλλά ο Λεβάιν δεν μπορούσε ακόμα να καθήσει. Αυτός προχωρούσε επάνω και κάτω με μεγάλο βηματισμό τον μικρό θάλαμο του δωματίου ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του για να επιστρέψουν τα δάκρυα του με δύναμη πίσω, και μόνο όταν το είχε πετύχει κάθησε κάτω ξανά.
                          "Προσπάθησε και συνηδητοποίησε ότι," είπε αυτός, "αυτό δεν είναι αγάπη. Εγώ έχω ερωτευθεί αλλά δεν είναι το ίδιο πράγμα. Αυτό δεν είναι το συναισθημά μου αλλά κάποια εξωτερική δύναμη που με έχει κατακλήσει. Εγώ έφυγα μακριά, ξέρεις, επειδή έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτό δεν είναι δυνατό - καταλαβαίνεις? Επειδή τέτοια ευτυχία δεν υπάρχει στην γη. Αλλάέχω παλέψει με τον εαυτό μου, και ανακάλυψα ότι χωρίς αυτό δεν υπάρχει ζωή για εμένα. Αλλά αυτό πρέπει να αποφασιστεί..."
                           "Τότε γιατί έφυγες μακρυά?"
                           "Περίμενε μια στιγμή! Ω, τι πλήθος ιδεών! Πόσα πολλά πράγματα εγώ πρέπει να ρωτήσω! Άκου. Εσύ δεν μπορείς να φανταστείς τι έχεις κάνει για εμένα λέγοντας αυτό που είπες! Είμαι τόσο χαρούμενος που δρω ασήμαντα. Έχω ξεχάσει τα πάντα. Εγώ άκουσα σήμερα για τον αδερφό μου τον Νίκολας... αυτός είναι εδώ, ξέρεις... και εγώ τα ξέχασα όλα για αυτόν. Αυτό φαίνεται σε εμένα σαν να ήταν και αυτός χαρούμενος. Αυτό είναι μια ωραία παραφροσύνη! Αλλά υπάρχει ένα απαίσιο πράγμα γι' αυτό. Εσύ, ο οποίος είσαι παντρεμένος ξέρεις το συναίσθημα... αυτό είναι απαίσιο που εμείς - οι οποίοι ήμαστε ανταγωνιστικά μεγάλοι και έχουμε παρελθόν... όχι από αγάπη αλλά από αμαρτία... ξαφνικά εμείς ερχόμαστε κοντά στην οικειότητα με ένα αγνό αθώο πλάσμα! Αυτό είναι αηδιαστικό, και γι' αυτό κανένας δεν μπορεί να βοηθήσει να νιώσει κανείς ανάξιος."
                           "Λοιπόν, δεν υπάρχουν πολλές αμαρτίες στο παρελθόν σου!"
                           "Α, όλα είναι το ίδιο," είπε ο Λεβάιν, "κοιτάζοντας πίσω στην ζωή μου, εγώ τρέμω και καταριέμαι και πικρά μετανιώνω... Ναι!"
                           "Τι πρέπει να γίνει? Αυτός είναι ο τρόπος που ο κόσμος είναι δημιουργημένος," είπε ο Ομπλόνσκι.
                           "Η μόνη μου παρηγοριά είναι ότι η προσευχή που μου αρέσεις τόσο πολύ είναι! "όχι σύμφωνα με τις επιθυμίες μου άλλα σύμφωνα με το Δικό του έλεος!" και αυτή μπορεί να επίσης να με συγχωρήσει μόνο με αυτό τον τρόπο."

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2015

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Έννατο Κεφάλαιο]

                                                           ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

                     Στις τέσσερις του απογεύματος αυτού ο Λεβάιν, συνειδητοποιημένος ότι η καρδιά του χτηπούσε γρήγορα, βγήκε έξω από το ενοικιαζόμενο έλκυθρο στους Ζωολογικούς Κήπους και κατέβηκε το μονοπάτι που οδηγούσε στος παγωμένους λόφους και στην πίστα του πατινάζ, σίγουρος ότι θα βρεί την Κίττι εκεί, γιατί αυτός είχε παρατηρήσει την άμαξα των Σετσερμπάτσκι στην είσοδο.
                     Ήταν μια καθαρή ψυχρή ημέρα. Άμαξες, ιδιωτικά έλκυθρα, έλκυθρα για ενοικίαση και έφιππη αστυνομία στεκόταν στην είσοδο. Καλοντυμένοι άνθρωποι, τα καπέλα τους έλαμπαν στο φώς του ήλιου, μαζεμένοι στις εισόδους και γεμάτα κόσμο τα καθαρά μονοπάτια ανάμεσα στα μικρά σπίτια χτισμένα με σκαλιστούς γεισούς σε Ρώσικο στίλ. Τα θαμνώδη δέντρα στον Κήπο με όλα τους τα κλαδιά λυγισμένα από το χιόνι φαινόταν στολισμένα με νέα γιορτινά ρούχα. Αυτός περπάτησε κατά μηκός του μονοπατιού που οδηγούσε στην πίστα του πατινάζ και επαναλάμβανε στον εαυτό του: "Εγώ δεν πρέπει να ενθουσιάζομαι. Εγώ πρέπει να είμαι ήρεμος!... Τι κάνεις? Ποιό είναι το πρόβλημα? Να είσαι ήρεμος, χαζέ!" είπε στην καρδιά του. Αλλά αυτός όλο και περισσότερο προσπαθούσε να είναι ήρεμος και όλο και περισσότερο εργαζόταν για να μεγαλώσει την αναπνοή του. Αυτός συνάντησε ένα γνωστό ο οποίος τον φώναζε, αλλά ο Λεβάιν δεν είχε παρατηρήσει ακόμα ποιός ήταν. Αυτός πλησίασε τους παγωμένους λόφους και άκουσε τον μεταλλικό θόρυβο των αλυσίδων από τις οποίες τα έλκυθρα σταματούσαν απότομα, ο ήχος τους καθώς αυτά κατέβαιναν τους λόφους, και τον ήχο από τις χαρούμενες φωνές. Μερικά βήματα ακόμα τον έφεραν στην πόρτα του πατινάζ, και ανάμεσα σ' όλους τους πατινέρ αυτός κάποια στιγμή την αναγνώρησε. Ήξερε ότι αυτή ήταν εκεί από χαρά και φόβο που πήραν θέση την καρδιά του. Αυτή στεκόταν μιλώντας με μια κυρία στην άλλη άκρη της λίμνης. Εκεί φαινόταν να μην υπάρχει τίποτα το εντυπωσιακό στο φορεμά της ή στην στάση της, αλλά ήταν τόσο εύκολο για τον Λεβάιν να την αναγνωρίσει σ' αυτό το πλήθος όσο και για να βρεί ένα τριαντάφυλλο ανάμεσα στις τσουκνίδες. Τα πάντα ήταν λαμπερά γύρω της. Αυτή ήταν που με το χαμογελό της έλαμπαν όλα γύρω της.
                      "Μπορώ εγώ πραγματικά να περπατήσω επάνω στον πάγο και να πάω σ' αυτή?" σκέφτηκε αυτός. Το μέρος οπού αυτή στεκόταν φαινόταν σ' αυτόν μια απροσέγγιστη εκκλησία, και υπήρχε μια στιγμή που όταν αυτός σχεδόν απομακρύνθηκε, ήταν γεμάτος με τόσο φόβο. Αυτός έπρεπε να κάνει μια προσπάθεια και πείσει με λογικά επιχειρήματα τον εαυτό του ότι όλων των ειδών οι άνθρωποι περνούσαν δίπλα της και αυτός ο ίδιος ίσως είχε έρθει μόνο για να κάνει πατινάζ. Αυτός ανέβηκε επάνω, αποφεύγοντας οποιοδήποτε μεγάλο βλέμμα σ΄αυτή όπως κάποιος που αποφεύγει μεγάλα βλέμματα στον ήλιο, αλλά βλέπωντας την όπως κάποιος βλέπει τον ήλιο, χωρίς να κοιτάξει.
                      Σε αυτή την ημέρα της εβδομάδας και σε αυτή την οι ώρα, οι άνθρωποι που ανήκουν στην ίδια σειρά και γνωρίζονται ο ένας με τον άλλο, συναντιούνται στον πάγο. Αναμεσά τους ήταν οι κορυφαίοι της τέχνης του πατινάζ δείχνωντας την δεξιότητα τους, και οι αρχάριοι με μαζεμένες και αδέξιες κινήσεις κρατώντας τις πλάτες των καρεκλών εφαρμοσμένες με ροδάκια αγόρια, και ηλικιωμένοι άνδρες κάνουν πατινάζ για λόγους υγείας' και όλοι αυτοί φαινόταν στον Λεβάιν να είναι οι αγαπημένοι της τύχης επειδή αυτοί ήταν εκεί κοντά της. Ακόμα οι πατινέρ εμφανιζόταν αρκετά ήρεμοι για να την πλησιάσουν, για να την προλάβουν, ακόμα και να μιλήσουν με αυτή, και αρκετά ανεξάρτητοι από αυτή για να διασκεδάσουν τους εαυτούς τους απολαμβάνοντας τον εξαιρετικό πάγο και τον τέλειο καιρό.
                      Ο Νίκολας Σετσερμπάτσκι, ο ξάδερφος της Κίττι, με ένα κοντό σακάκι, στενά παντελόνια, με παγοπέδιλα στα πόδια του, καθόταν σ' ένα παγκάκι, και κοιτάζοντας τον Λεβάιν, τον φώναξε σ' αυτόν.
                      "Γειά σου, Ρώσε πρωταθλητή του πατινάζ! Πότε ήρθες? Ο πάγος είναι υπέροχος - φόρεσε τα παγοπέδιλα σου!"
                      "Δεν έχω παγοπέδιλα πια," απάντησε ο Λεβάιν, απορημένος με τέτοια τόλμη και ελευθερία για το ζήτημα της παρουσίας της και δεν έχασε την θέα της ούτε για μια στιγμή αν και δεν κοίταζε σ΄αυτή. Αυτός ένιωθε τον ήλιο πλησιάζοντας τον. Αυτή άλλαξε γωνία, τα μικρά της πόδια, τοποθετημένα μέσα σε ψηλές μπότες, και τα δυο πόδια κοντά κλειστά, και αυτή συνεσταλμένα έκανε πατινάζ προς σε αυτόν. Ένα μικρό αγόρι ντυμένο με μια Ρώσικη φορεσιά, κουνούσε βίαια τα χέρια του και σκύβωντας πολύ χαμηλά, την προσπέρασε.
                      Αυτή δεν ήταν πολύ σταθερή στα πόδια της. Έχωντας τραβήξει τα χέρια της από την χειροθήκη που κρεμόταν από ένα κορδόνι από τον λαιμό της, αυτή τους έδωσε το χέρι και κοίταξε στον Λεβάιν, τον οποίον αυτή είχε αναγνωρίσει, χαμογέλασε σ' αυτόν και στους φόβους της. Έχωντας αλλάξει γωνία, αυτή έστριψε με το μικρό ελαστικό πόδι, γλύστρησε κατευθείαν επάνω στον Σετσερμπάτσκι, και πιάνωντας το στήριγμα από αυτόν με το χέρι της, έγνεψε χαμογελαστά στον Λεβάιν. Αυτή ήταν ακόμα πιο όμορφη από ότι αυτός την είχε φανταστεί.
                      Όταν αυτός σκέφτηκε γι' αυτό ότι θα μπορούσε ζωηρά να σχηματίσει στον εαυτό του το πλήρη άτομο της, και ειδικά τη γοητεία του μικρού, ξανθομάλλικου κεφαλιού της, τόσο ελαφριά κρατημένα στους ώμους, και η παιδική λαμπρότητα και ευγένεια του προσώπου της. Σε αυτή την παιδική εμφάνιση, συνδυασμένη με την αδύνατη ομορφιά της φιγούρας της, βρίσκετε η ειδική γοητεία της' και αυτό αυτός θεωρητικά το εκτιμούσε, αλλά αυτό που πάντα τον εντυπωσίαζε εκ νέου τόσο αναπάντεχα ήταν η έκφραση των ματιών της - ήπια, ήρεμα και αληθή - και πάνω απ' όλα το χαμόγελο της, το οποίο τον μετέφερε μέσα σε μια ουτοπία που αυτός ένιωθε μαλακός και γεμάτος με τρυφερότητα - όπως θυμάτε να νιώθει σε σπάνιες περιπτώσεις στην παιδική του ηλικία.
                      "Είσαι εδώ πολύ καιρό?" είπε αυτή, ανταλλάσωντας χειραψίες μ' αυτόν. "Σ' ευχαριστώ," πρόσθεσε αυτή καθώς μάζευε το μαντίλι της που αυτή είχε ρίξει από την χειροθήκη της.
                      "Εγώ? Όχι, όχι πολύ καιρό - από χθές... Εγώ εννοοώ σήμερα..." απάντησε ο Λεβάιν στον ενθουσιασμό του δεν απάντησε αρκετά στην ερώτηση της. "Εγώ ήθελα να έρθω για να σε δώ," συνέχησε ο Λεβάιν, στον ενθουσιασμό του δεν απάντησε αυτός, και τότε, θυμήθηκε τον λόγο που αυτός ήθελε να την δεί αυτός ντράπηκε, και κοκκίνησε. "Εγώ δεν ήξερα ότι έκανες πατινάζ, και τόσο καλά."
                      Αυτή κοίταξε προσεκτικά σ' αυτόν σαν να ευχόταν να καταλάβει το μπέρδεμά του.
                     "Ο έπαινός σου είναι πολύτιμος. Υπάρχει μια παράδοση εδώ ότι εσύ είσαι ο καλύτερος πατινέρ," είπε αυτή, τινάζοντας μακριά με το μικρό της χέρι ντυμένο με μαύρο γάντι κάποιους κρύσταλλους πάχνης που είχαν πέσει στην χειροθήκή της.
                     "Ναι, εγώ συνήθιζα να αγαπώ παθιασμένα το πατινάζ. Εγώ ήθελα να είμαι τέλειος σ' αυτό."
                     "Εσύ δείχνεις να κάνεις τα πάντα παθιασμένα," αυτή παρατήρησε με ένα χαμόγελο. "Έτσι θα ήθελα να δώ το πατινάζ σου. Φόρεσε ένα ζευγάρι παγοπέδιλα και ας κάνουμε μαζί πατινάζ."
                     "Να κάνουμε μαζί πατινάζ! Μπορεί να είναι δυνατό αυτό?" σκέφτηκε ο Λεβάιν κοιτάζοντας σ' αυτή.
                     "Εγώ θα πάω και θα τα βάλω τώρα" είπε αυτός, και πήγε για να νοικιάσει μερικά παγοπέδιλα.
                     "Εσείς δεν μας έχετε επισκεφθεί για πολύ καιρό, κύριε,"είπε ένας από τους βοηθούς καθώς κρατώντας επάνω το πόδι του Λεβάιν, αυτός έκανε μια τρύπα στο τακούνι της μπότας του. "Από τότε που φύγατε εμείς δεν έχουμε κανένα κύριο ο οποίος είναι τόσο κορυφαίος σ' αυτό όπως εσείς! Σωστά?" πρόσθεσε αυτός, τραβώντας το λουρί σφιχτά.
                     "Ναι, σωστά, σωστά! Παρακαλώ βιάσου!" απάντησε ο Λεβάιν,προσπαθώντας να συγκρατήσει ένα χαρούμενο χαμόγελο το οποίο εμφανίστηκε στο προσωπό του. "Ναι," σκέφτηκε αυτός, "αυτή είναι η ζωή - αυτή είναι η χαρά! Είπε αυτή, "Μαζί: ας κάνουμε πατινάζ!" Μπορώ να της το πω τώρα? Αλλά αυτό είναι γιατί απλώς φοβάμαι να μιλήσω. Τώρα είμαι χαρούμενος, εαν μόνο στις ελπίδες μου - αλλά τότε? Αλλά εγώ πρέπει... εγώ πρέπει... εγώ πρέπει...!" Να φύγω μακριά από αυτή την αδυναμία!"
                     Αυτός σηκώθηκε επάνω, έβγαλε το παλτό του, και έχωντας δώσει μια αρχή στον εαυτό του επάνω στον πάγο κοντά στο καταφύγιο, γλύστρησε κάτω στην λεία επιφάνεια της λίμνης, αυξάνοντας και μειώνοντας την ταχύτητα του και διαμορφώνοντας τον κύκλο του σαν να ήταν το μόνο θελημά του. Αυτός πλησίασε την Κίττι ντροπαλά, αλλά το χαμογελό της ξανά τον ηρέμησε.
                     Αυτή τον έδωσε το χέρι της και συνέχησαν μαζί, αυξάνοντας την ταχύτητα του, και πιο γρήγορα αυτοί πήγαν πιο κοντά που αυτή πίεσε τα χέρια του.
                     "Εγώ μπορώ να μάθω πιο γρήγορα μαζί σου, για κάποιο λόγο - νιώθω εμπιστοσύνη σ' εσένα," είπε αυτή.
                     "Και εγώ εμπιστεύομαι τον εαυτό μου όταν εσύ με στηρίζεις," απάντησε αυτός, και αμέσως τρόμαξε από αυτό που είχε πεί, και κοκκίνησε. Και στην πραγματικότητα, μόλις αυτός είχε ψιθηρήσει αυτές τις λέξεις το προσωπό της έχασε την ευγενική του έκφραση όπως - όταν ο ήλιος κρύβεται πίσω από ένα σύννεφο - και ο Λεβάιν παρατήρησε αυτό το οικείο παιχνίδι των χαρακτηριστικών της το οποίο αποδείκνυε μια επίδραση του: μια ρυτίδα εμφανίστηκε στο λείο μετωπό της.
                     "Έχει συμβεί κάτι δυσάρεστο...? Αλλά δεν έχω δικαίωμα να ρωτάω," είπε αυτός βιαστηκά.
                     "Γιατί?....Όχι, δεν έχει συμβεί τίποτα το δυσάρεστο," απάντησε αυτή ψυχρά, προσθέτωντας αμέσως: "Εσύ δεν έχεις δεί την Δεσποινίς Λινόν?"
                     "Όχι ακόμα."
                     "Πήγενε σ' αυτή τότε, αυτή είναι τόσο χαρούμενη για εσένα."
                     "Τι εννοεί αυτή? Εγώ την έχω πληγώσει, Βοηθησέ με, Θέε μου!" σκέφτηκε ο Λεβάιν, σπεύδοντας προς την ηλικιωμένη Γαλλίδα με τις γκρί μπούκλες της, η οποία καθόταν σε ένα από τα παγκάκια. Αυτή χαμογέλασε στον Λεβάιν σαν ένα παλιό φίλο, δείχνωντας μια σειρά από τα ψεύτικα δόντια με ένα χαμόγελο.
                     "Ναι, εσύ βλέπεις ότι εμείς μεγαλώσαμε," είπε αυτή, δείχνωντας την Κίττι με ένα βλέμμα, "και μεγαλώσαμε πολύ. "Η Λεπτή Αρκούδα" είναι ενήλικας!" συνέχησε η Γαλλίδα, γελώντας και θυμίζοντας τον το παλιό αστείο όταν αποκαλούσε τις τρείς νεαρές κυρίες Τρείς Αρκούδες από το αγγλικό παραμύθι. "Θυμάσε πότε συνήθηζες να την φωνάζεις έτσι?"
                     Αυτός δεν είχε ανάμνηση από αυτό, αλλά το αγαπούσε αυτό το αστείο και είχε γελάσει με αυτό τα δέκα τελευταία χρόνια.
                     "Λοιπόν, πήγενε - πήγενε και κάνε πατινάζ! Η Κίττι μας αρχήζει να κάνει ωραία πατινάζ, έτσι δεν είναι?"
                     Όταν ο Λεβάιν επέστρεψε στην Κίττι το προσωπό της δεν ήταν πια αυστηρό και τα μάτια της είχαν το προηγούμενο αληθινό ευγενικό βλέμμα τους αλλά σκέφτηκε ότι υπήρχε μια σκόπιμα ήρεμη συμπεριφορά στην καταδεκτικότητα της και αυτός ένιωσε λυπημένος. Έχωντας μιλήσει για την ηλικωμένη γκουβερνάντα της και τις ιδιαιτερότητες της, αυτή τον ρωτούσε για τον τρόπο ζωής του.
                     "Εσύ πραγματικά καταφέρνεις να μην νιώθεις πληκτικός στην εξοχή τον χειμώνα?" είπε αυτή.
                     "Εγώ δεν νιώθω καθόλου πληκτικός, είμαι πολύ απασχολήμενος," απάντησε, συνειδητοποιημένος ότι αυτή τον δάμαζε με τον ήρεμο τόνο της, από το οποίο - όπως είχε συμβεί στην αρχή του χειμώνα - αυτός δεν θα μπορούσε να απελευθερώσει τον εαυτό του.
                     "Έχεις έρθει για πολύ καιρό?" ρώτησε η Κίττι.
                     "Δεν ξέρω," απάντησε αυτός χωρίς να σκέφτετε τι λέει. Η ιδέα ότι εαν αυτός δεχόταν τον τόνο της ήρεμης φιλικότητας της αυτός θα μπορούσε να φύγει ξανά μακριά χωρίς να έχει θέσει κάτι που τον απασχολούσε, και αυτός αποφάσισε να επαναστατήσει.
                      "Δεν ξέρεις?"
                      "Εγώ δεν ξέρω. Όλο αυτό εξαρτάται από εσένα" είπε αυτός, και στην στιγμή τρόμαξε με τα λόγια του.
                      Είτε αυτή δεν είχε ακούσει τα λόγια του είτε δεν ευχόταν να τα ακούσει, κατά κάποιο τρόπο, αφού ελαφρώς παραπάτησε και χτήπησε το πόδι της δύο φορές αντίθετα προς τον πάγο, αυτή έκανε πατινάζ γρήγορα μακριά από αυτόν προς την Δεσποινίς Λινόν, είπε κάτι σ' αυτή, και πήγε προς το μικρό σπίτι όπου οι κυρίες έβγαζαν τα παγοπέδιλα τους.
                      "Θέε μου! Τι έχω κάνει? Ω Θεέ, βοηθησέ με και διδαξέ με!" προσευχήθηκε ο Λεβάιν, και νιώθοντας στην ίδια στιγμή την ανάγκη μιας βίαιης άσκησης, αυτός ανέβασε ταχύτητα και περιέγραψε εσωτερικούς και εξωτερικούς κύκλους.
                      Μόλις τότε ένας νεαρός άνδρας, ο καλύτερος από τους νέους πατινέρ, με ένα τσιγάρο στο στόμα του και φορεμένα τα παγοπέδιλα, βγήκε έξω από την καφετέρια, και κάνοντας μια βόλτα, κατέβηκε τα σκαλιά που οδηγούσαν στην λίμνη, κάνοντας θόρυβο με τα παγοπέδιλα του καθώς πηδούσε με τα παγοπέδιλα του από σκαλί σε σκαλί. Αυτός τότε κατηφόρισε την πλαγιά και γλύστρησε κατά μήκος του πάγου τόσο πολύ έτσι ώστε να μην αλλάξει την δύσκολη θέση των χεριών του.
                      "Ω! αυτό είναι ένα νέο κόλπο!" είπε ο Λεβάιν, και στην στιγμή έτρεξε επάνω για να δοκιμάσει το νέο κόλπο.
                      "Μην τραυματιστείς - αυτό χρειάζεται εξάσκηση!" φώναξε ο Νίκολας Σετσερμπάτσκι.
                      Ο Λεβάιν ανέβηκε το μονοπάτι όσο πιο πίσω αυτός μπορούσε για να αναπτύξει ταχύτητα, και τότε γλύστρησε προς τα κάτω, ισορροπώντας τον εαυτό του με τα χέρια του σε αυτή την ασυνήθηστη κίνηση. Αυτός έπιασε το πόδι του στο τελευταίο βήμα, αλλά αμέσως αγγίζοντας τον πάγο με το χέρι του, έκανε μια βίαιη προσπάθεια, ξαναεπανέκτησε την ισορροπία του, και έκανε πατινάζ μακριά γελώντας.
                      "Καλέ! Αγαπητέ άνδρα!" σκέφτηκε η Κίττι η οποία στη στιγμή μόλις έβγαινε από το μικρό σπίτι με την Δεσποινίς Λινόν, κοιτάζοντας σ' αυτόν με ένα χαμόγελο ευγενικής στοργικότητας όπως σε ένα αγαπητό αδερφό, "Μπορώ πραγματικά να είμαι ένοχη - έχω κάνει πραγματικά κάτι λάθος? Αυτοί το λένε φλερτάρισμα... Ξέρω ότι δεν τον αγαπώ, αλλά ακόμα νιώθω χαρούμενη μ' αυτόν, αυτός είναι τόσο γοητευτικός! Απλώς γιατί το είπε αυτό?" σκέφτηκε αυτή.
                       Όταν αυτός είδε την Κίττι η οποία έφευγε, και την μητέρα της την οποία είχε συναντήσει στα σκαλιά, ο Λεβάιν ζωήρεψε με μια βίαιη άσκηση, έμεινε όρθιος και σκέφτηκε. Αυτός τόε έβγαλε τα παγοπέδιλα του και πρόφτασε μητέρα και κόρη στις πύλες των Κήπων.
                       "Είμαι πολύ χαρούμενη που σε βλέπω," είπε η Πριγκίπισσα. "Εμείς ήμαστε σπίτι τις Πέμπτες, ως συνήθως."
                       "Και σήμερα είναι Πέμπτη!"
                       "Εμείς θα είμαστε χαρούμενοι για να σε δούμε," είπε η Πριγκήπισσα στεγνά.
                       Η Κίττι ήταν λυπημένη για να ακούσει αυτόν τον ξηρό τόνο και δεν μπορούσε να αντισταθεί στην επιθυμία να αντιδράσει στην ψυχρότητα της μητέρας της. Αυτή γύρισε το κεφάλι της και είπε χαμογελαστά: "Αντίο!"
                       Μόλις τότε ο Ομπλόνσκι, το καπέλο του γερμένο στην μια πλευρά, με λαμπερό το πρόσωπο και τα μάτια, περπάτησε στους Κήπους σαν ένας χαρούμενος κατακτητής. Αλλά πλησιάζοντας την πεθερά του αυτός απάντησε τις ερωτήσεις σχετικά με την υγεία της Ντόλης με ένα θλιμμένο και ένοχο αέρα. Μετά από λίγες κουβέντες μαζί της σε ένα υποταγμένο και θλιβερό τόνο, αυτός επέκτεινε το στήθος του και πήρε το χέρι του Λεβάιν.
                       "Λοιπόν, μπορούμε να φύγουμε?" ρώτησε αυτός. "Εγώ συνέχισα να σκέπτομαι για εσένα, και είμαι πολύ, πολύ χαρούμενος που έχεις έρθει," σκέφτηκε αυτός, κοιτάζωντας σπουδαία μέσα στα μάτια του Λεβάιν.
                       "Ναι, ναι! Ας πηγαίνουμε," απάντησε ο χαρούμενος Λεβάιν, ακούγωντας ακόμα την φωνή να λέει: "Αντίο!" και βλέπωντας ακόμα το χαμόγελο με το οποίο αυτό το είχε πεί.
                       "Στο Άνγκλετερ, ή στο Χερμιτέιτζ?"
                       "Δεν με νοιάζει."
                       "Λοιπόν τότε, στο Άγκλετερ," είπε ο Ομπλόνσκι, διαλέγοντας το Άνγκλετερ επειδή αυτός ήταν σε πιο βαθύτερη αμφιβολία για αυτό το εστιατόριο απ' ότι για το Χερμιτέιτζ, και για αυτό το θεώρησε λάθος για να το αποφύγει. "Έχεις ένα έλκυθρο?... Αυτό είναι ένα καλό πράγμα, εξαιτίας του έχω στήλει τον υπηρέτη μου σπίτι."
                       Οι δύο φίλοι ήταν σιωπηλοί σε όλο τον δρόμο. Ο Λεβάιν θεωρούσε αυτή την αλλαγή στο προσωπό της Κίττης σκόπιμη τώρα' πείθωντας τον εαυτό του ότι υπήρχε ελπίδα, τώρα μέσα στην απόγνωση, βλέπωντας ξεκάθαρα ότι τέτοια ελπίδα ήταν μια τρέλα' αλλά νιώθοντας ακόμα κάτι διαφορετικό από αυτό που αυτός είχε δεί πρίν το χαμόγελο της Κίττης και τις λέξεις "Αντίο!"
                       Ο Ομπλόνσκι κατά την διάρκεια της οδήγησης δημιουργούσε το μενού του δείπνου τους.
                       "Σου αρέσει το συάκι, έτσι δεν είναι?" ρώτησε αυτός, καθώς αυτοί οδηγούνταν επάνω στο εστιατόριο.
                       "Τι?" είπε ο Λεβάιν. "Συάκι? Ω ναι, εγώ απαίσια λατρεύω το συάκι!"