Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Δέκατοογδοω Κεφάλαιο]

                                                                  ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18



Ο Βρόνσκι ακολούθησε τον φύλακα στο βαγόνι και έπρεπε να σταματήσει στην είσοδο του κουπέ για να αφήσει μια κυρία να περάσει.
                 Η εκπαιδευμένη διορατικότητα ενός άνδρα της Κοινωνίας έδινε τη δυνατότητα στον Βρόνσκι με ένα μόνο βλέμμα να αποφασίσει ότι αυτή άνηκε στην καλύτερη Κοινωνία.
                 Αυτός ζήτησε συγνώμη που μπήκε στο δρόμο της και ήταν έτοιμος να μπει στο βαγόνι, αλλά ένιωθε υποχρεωμένος να έχει άλλο ένα βλέμμα σ' αυτή, όχι επειδή αυτή ήταν πολύ όμορφη ούτε επειδή ήταν κομψή και η σεμνή γοητεία όλης της φιγούρας της, αλλά επειδή αυτός είδε στο γλυκό της πρόσωπο καθώς αυτή περνούσε κάτι ειδικά τρυφερό και ευγενικό. Όταν αυτός κοίταξε γύρω αυτή επίσης γύρισε το κεφάλι της. Τα λαμπερά γκρι μάτια της, τα οποία φαινόταν σκοτεινά λόγω των μαύρων τους βλεφαρίδων γαλήνεψανε για μια στιγμή στο πρόσωπό του σαν να τον αναγνώρισαν, και μετά γύρισε στο πλήθος που περνούσε φανερά στη αναζήτηση κάποιου. Σ'αυτό το σύντομο βλέμμα ο Βρόνσκι είχε χρόνο να παρατηρήσει την απαλή ζωηρότητα που αναζωογόνησε το πρόσωπο της και έδειχνε να πηγαινοέρχεται ανάμεσα στα λαμπερά της μάτια και με ένα σχεδόν καθόλου ευδιάκριτο χαμόγελο το οποίο κάλυπτε τα ροζέ χείλη της. Αυτό ήταν σαν μια υπέρβαση ζωηρότητας τόσο γεμάτη σ' όλη της την ύπαρξη που αυτή η ίδια προδόθηκε ενάντια στη θέληση της, τώρα με το χαμόγελο της, τώρα με το φως των ματιών της. Αυτά προσεκτικά προσπάθησε να σβήσει αυτή τη λάμψη στα μάτια της, αλλά αυτή έλαμψε παρά την θέλησή της στο αδύναμο χαμόγελο της.
                Ο Βρόνσκι μπήκε στο βαγόνι. Η μητέρα του, μια αδύνατη ηλικιωμένη κυρία με μαύρα μάτια και σγουρά μαλλιά, γύρισε επάνω τα μάτια της καθώς αυτή αναγνώρισε τον γιο της και τα λεπτά της χείλη χαμογέλασαν ελαφριά. Αυτή σηκώθηκε από την θέση, και δίνοντας την τσάντας της στην υπηρέτρια της έδωσε το μικρό ξερό χέρι της στο γιο της, έπειτα σήκωσε το κεφάλι της το οποίο είχε λυγισμένο για να φιλήσει ο γιος το χέρι της φιλώντας τον στο πρόσωπό του.
                "Έχεις το τηλεγράφημα μου? Είσαι καλά? Αυτό είναι καλό πράγμα."
                "Είχες καλό ταξίδι?" ρώτησε τον γιο της, κάθισε κάτω στο κάθισμα δίπλα της και αθέλητα άκουσε την φωνή μιας γυναίκας έξω από την πόρτα. Αυτός ήξερε ότι αυτή ήταν η φωνή της κυρίας που αυτός είχε συναντήσει καθώς έμπαινε στο βαγόνι.
                "Όλο το ίδιο εγώ δεν συμφωνώ μαζί σου," είπε η κυρία.
                "Οι δικές σας Πετρουπολιακές απόψεις, μαντάμ."
                "Καθόλου απλώς είναι οι απόψεις μιας γυναίκας."
                "Λοιπόν, επιτρέψτε μου να σας φιλήσω το χέρι."
                "Αντίο, Ιβάν Πέτροβιτσ, και σε παρακαλώ αν δεις τον αδερφό μου στείλε τον σ' εμένα," είπε η κυρία, κλείνοντας την πόρτα και μπήκε ξανά στο κουπέ.
                "Λοιπόν, έχεις βρεί τον αδερφό σου?" ρώτησε η μητέρα του Βρόνσκι, απευθυνόμενη στην κυρία.
                Ο Βρόνσκι τώρα κατάλαβε ότι αυτή ήταν η κ. Καρένινα.
                "Ο αδερφός σας είναι εδώ," είπε αυτός ενώ σηκώθηκε. "Συγχωρέστε με που δεν σας αναγνώρισα πριν. Η γνωριμία μας ήταν τόσο λίγη," είπε αυτός με μια υπόκλιση, "που είμαι σίγουρος ότι δεν με θυμάστε."
                "Ο ναι, εγώ σας έχω γνωρίσει ειδικά καθώς πιστεύω ότι η μητέρας σας και εγώ δεν μιλούσαμε για τίποτα άλλο αλλά μόνο για εσάς σ' όλο τον δρόμο," είπε αυτή, επιτρέποντας στο τέλος την ζωηράδα που αυτή είχε προσπαθήσει να ξεπεράσει για να αποκαλυφθεί το ίδιο με ένα χαμόγελο. "Αλλά ο αδερφός μου δεν είναι ακόμα εδώ."
                "Πήγαινε και φώναξε τον, Αλέξις," είπε η ηλικιωμένη Κόμισσα.
                Ο Βρόνσκι βγήκε έξω στην αποβάθρα και φώναξε, "Ομπλόνκσι! Εδώ!"
                Η κ. Καρένινα δεν περίμενε να έρθει μέσα ο αδερφός της, αλλά, βλέποντας τον, κατέβηκε από το βαγόνι με ένα σταθερό βαρώ βήμα. Μόλις ο αδερφός της έφτασε σ' αυτή αυτή έριξε το αριστερό της χέρι γύρω από το λαιμό του με μια κίνηση που χτύπησε τον Βρόνσκι από τον σταθερότητα και την χάρη της, και τραβώντας τον προς αυτή του έδωσε ένα γενναιόδωρο φιλί. Ο Βρόνσκι δεν πήρε τα μάτια του από επάνω της, και συνέχισε να χαμογελάει, αυτός δεν ήξερε γιατί. Αλλά θυμήθηκε ότι η μητέρα του τον περίμενε αυτός πήγε πίσω στο βαγόνι.
                "Αυτή είναι πολύ γοητευτική, δεν είναι?" είπε η Κόμισσα, αναφερόμενη στην κ. Καρένινα. "Ο σύζυγός της την έβαλε μέσα στο κουπέ μαζί μου και εγώ ήμουν πολύ χαρούμενη. Εμείς μιλούσαμε σ' όλο τον δρόμο. Και εσύ ακούω... Εσείς πλέκεται την τέλεια αγάπη, τόσο το καλύτερο, αγαπητέ μου, τόσο το καλύτερο."
                "Εγώ δεν ξέρω τις εννοείς, μαμά," απάντησε ο γιος ψυχρά. "Λοιπόν, πηγαίνουμε?"
                Η κ. Καρένινα μπήκε ξανά στο βαγόνι για να πάρει την άδεια της Κόμισσας.
                "Εδώ, Κόμισσα, εσείς έχετε συναντήσει τον γιο σας και εγώ τον αδερφό μου," είπε αυτή, "και σας έχω εξαντλήσει με το απόθεμα των ιστοριών μου και δεν είχα τίποτα καλύτερο να σας πω."
                "Όχι, όχι," είπε η Κόμισσα κρατώντας το χέρι της, "εγώ θα μπορούσα να ταξιδέψω σ' όλο τον κόσμο με εσάς και να μην βαρεθώ. Εσύ είσαι μια από αυτές τις γοητευτικές γυναίκες με τις οποίες είναι ωραίο να μιλάς, και ωραίο είναι να είσαι σιωπηλός. Αλλά σε παρακαλώ μην ταράσσεσαι με τον γιο σου, εσύ ποτέ να μην περιμένεις πότε θα χωριστείται."
                Η κ. Καρένινα στεκόταν πολύ στητή και τα μάτια της χαμογελούσαν.
                "Η Άννα Αρκαντίεβνα Καρένινα έχει ένα γιο ο οποίος, νομίζω είναι οκτώ ετών," εξήγησε η Κόμισσα, "και αυτή ποτέ δεν έχει αποχωριστεί απ' αυτόν και έτσι αυτή ανησυχεί που τον άφησε."
                "Ναι, η Κόμισσα και εγώ μιλούσαμε όλη την ώρα - εγώ για τον δικό μου γιο και αυτή για τον δικό της," είπε η κ. Καρένινα, και ένα χαμόγελο έλαμψε στο πρόσωπο της, ένα ευγενικό χαμόγελο για λογαριασμό του.
                "Εγώ περίμενα ότι εσείς είστε πολύ κουρασμένη από αυτό," είπε αυτός καταλαβαίνοντας γρήγορα για να πετάξει το μπαλάκι της φιλαρέσκειας που αυτή είχε ρίξει σ' αυτόν. Αλλά αυτή ενδεδειγμένα δεν επιθυμούσε να συνεχίσει την συζήτηση σ' αυτό τον τόνο, και στράφηκε στην ηλικιωμένη Κόμισσα.
                "Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, δύσκολα παρατήρησα πως πέρασε η ώρα. Αντίο, Κόμισσα."
                "Αντίο, αγαπητή μου!" απάντησε η Κόμισσα. "Άφησε με να φιλήσω το όμορφο πρόσωπο σου. Είμαι μια ηλικιωμένη γυναίκα και εγώ εννοώ αυτό που λέω ειλικρινά ότι έχω χάσει την καρδιά μου για εσένα."
                Πειστική όπως ήταν αυτή η φράση, η κ. Καρένινα φανερά το πίστεψε και έμεινε ευχαριστημένη. Αυτή κοκκίνισε, έσκυψε λίγο, και έβγαλε έξω το πρόσωπό της για να την φιλήσει η Κόμισσα, τότε αυτή έσκυψε ξανά, και με το ίδιο χαμόγελο που αιωρούταν ανάμεσα στα χείλη της και στα μάτια της έβγαλε έξω το χέρι της στον Βρόνσκι. Αυτός πίεσε το μικρό χέρι και η σταθερή χειραψία με την οποία αυτή αντάλλαξε τον χαιρετισμό του τον έδωσε μια μικρή ασυνήθιστη ευχαρίστηση. Αυτή βγήκε έξω με αυτό το ζωηρό περπάτημα το οποίο κουβαλούσε μάλλον όλο της το σώμα με τέτοια υπέροχη ευκολία.
                "Πολύ γοητευτική," είπε η ηλικιωμένη κυρία.
                Ο γιος της σκέφτηκε το ίδιο επίσης. Αυτός την ακολούθησε με τα μάτια του όσο πιο μακριά μπορούσε να δει την υπέροχη φιγούρα της, και το πρόσωπο του παρέμενε να χαμογελάει. Μέσα από το παράθυρο του βαγονιού αυτός την είδε να πλησιάζει τον αδερφό της και να μιλάει σ' αυτόν με ζωηρότητα για κάτι που φανερά δεν είχε σχέσει μ' αυτόν, τον Βρόνσκι, και που φαινόταν σ' αυτόν προκλητική.
                "Λοιπόν, μαμά, είσαι αρκετά καλά?" ρώτησε αυτός, στρεφόμενος προς την μητέρα του.
                "Αρκετά καλά, όλα είναι εντάξει. Ο Αλεξάντερ ήταν πολύ ωραίος, και η Βάρια δείχνει πολύ όμορφη. Αυτή είναι πολύ ενδιαφέρουσα."
                Και αυτή άρχισε να λέει γι' αυτό που την ενδιαφέρει περισσότερο, την βάφτιση του εγγονού της, για την οποία αυτή είχε πάει στη Πετρούπολη, και την ειδική χάρη που ο Αυτοκράτορας είχε δείξει στον μεγαλύτερο της γιο.
                "Επιτέλους εδώ είναι ο Λαβρεντί," είπε ο Βρόνσκι κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο. "Εμείς μπορούμε να πάμε τώρα αν θέλεις,"
                Ο ηλικιωμένος μπάτλερ, που είχε συνοδεύσει την Κόμισσα στο ταξίδι της, ήρθε μέσα και ανακοίνωσε ότι όλα ήταν έτοιμα, και η Κόμισσα σηκώθηκε να φύγει.
                "Έλα, δεν υπάρχει πολύ πλήθος τώρα," είπε ο Βρόνσκι.
                "Η υπηρέτρια πήρε την μια τσάντα και το μικρό σκυλί, ο μπάτλερ και ο πορτιέρης πήραν τις άλλες τσάντες. Ο Βρόνσκι έδωσε το μπράτσο στη μητέρα του, αλλά, μόλις ήταν έτοιμοι να βγουν έξω από το βαγόνι, αρκετοί άνθρωποι έτρεξαν πίσω τους με τρομαγμένα πρόσωπα. Ο σταθμάρχης με το συνηθισμένο χρωματιστό καπέλο του έτρεξε επίσης πίσω τους.
                Προφανώς κάτι ασυνήθιστο είχε συμβεί. Οι άνθρωποι έτρεχαν πίσω από το τρένο.
                "Τι?... Τι?... Που?... Έπεσε κάτω... Τον χτύπησε το τρένο..." φώναξαν οι περαστικοί.
                Ο Ομπλόνσκι με την αδερφή του στο μπράτσο, επίσης γύρισε πίσω, και αποφεύγοντας το πλήθος, έμειναν με τρομαγμένα πρόσωπα πίσω από την άμαξα. Οι κυρίες ξαναμπήκαν στο βαγόνι, ενώ ο Βρόνσκι και ο Ομπλόνσκι ακολούθησαν το πλήθος, για να μάθουν για το ατύχημα.
                Ο φύλακας, είτε μεθυσμένος ή τόσο πολύ σκεπασμένος λόγω του αρκετού πάγου, δεν είχε ακούσει το τροχιοδρομικό όχημα που είχε εκτραπεί, και είχε χτυπήσει το τρένο.
                Πριν ο Βρόνσκι και ο Ομπλόνσκι επιστρέψουν οι κυρίες το είχαν ακούσει αυτό από τον μπάτλερ.
                Ο Ομπλόνσκι και ο Βρόνσκι είχαν δει το διαμελισμένο σώμα. Ο Ομπλόνσκι φανερά υπέφερε. Το πρόσωπό του ήταν ζαρωμένο και έδειχνε έτοιμος να κλάψει.
                "Α, πόσο τρομερό! Ο, Άννα, εάν εσύ το είχες δει! Α, πόσο τρομερό!"συνέχισε αυτός.
                Ο Βρόνσκι έμεινε σιωπηλός. Το όμορφο πρόσωπό του ήταν σοβαρό αλλά εντελώς ήρεμο.
                "Ο, εάν εσύ το είχε δει αυτό, Κόμισσα," είπε ο Ομπλόνσκι. "και η σύζυγός του ήταν εκεί... Αυτό ήταν τρομερό για να την βλέπεις. Αυτή η ίδια έπεσε επάνω στο πτώμα. Αυτοί λένε ότι αυτός ήταν το μόνο στήριγμα μια μεγάλης οικογένειας. Αυτό είναι τρομερό!"
                "Μπορεί να γίνει τίποτα γι' αυτή?" είπε η κ. Καρένινα με ένα ανήσυχο ψίθυρο.
                Ο Βρόνσκι κοίταξε σ' αυτή και μετά βγήκε έξω. "Εγώ θα επιστρέψω αμέσως, μαμά," πρόσθεσε αυτός, γυρνώντας στην πόρτα.
                Όταν επέστρεψε λίγα λεπτά αργότερα ο Ομπλόνσκι ήδη μιλούσε με την Κόμισσα για τη νέα τραγουδίστρια της όπερας, ενώ αυτή κοίταξε υπομονετικά στην πόρτα για τον γιο τής.
                "Ας πηγαίνουμε τώρα," είπε ο Βρόνσκι καθώς ήρθε μέσα.
                Αυτοί έφυγαν μαζί, ο Βρόνσκι περπατούσε μπροστά με τη μητέρα του, η κ. Καρένινα ακολουθούσε με τον αδερφό της. Στην έξοδο ο σταθμάρχης τον πρόλαβε, και είπε στον Βρόνσκι: "Εσύ έδωσες στον βοηθό μου 200 ρούβλιες. Ευχαρίστηση μου να είσαι τόσο ευγενικός ώστε να μου πεις για πιο λόγο το σκέφτηκες."
                "Για το παράθυρο," είπε ο Βρόνσκι, ανασηκώνοντας τους ώμους το. "Δεν καταλαβαίνω ότι υπάρχει ανάγκη να ρωτάς."
                "Εσύ το είχες δώσει!" φώναξε ο Ομπλόνσκι πίσω από τον Βρόνσκι, και πιέζοντας το χέρι της αδερφής του πρόσθεσε, "πολύ ευγενικός, πολύ ευγενικός! Δεν είναι ένας τέλειος σύντροφος? Τους σεβασμούς μου σ' εσάς Κόμισσα," και αυτός παρέμεινε πίσω με την αδερφή του, αναζητώντας την υπηρέτρια της.
                Όταν αυτοί βγήκαν έξω, η αμαξά του Βρόνσκι είχε ήδη ξεκινήσει. Οι άνθρωποι που έβγαιναν έξω από το σταθμό μιλούσαν ακόμα για το ατύχημα.
                "Τι τρομερός θάνατος!" είπε κάποιος κύριος καθώς τους περνούσε' "κόπηκε στη μέση άκουσα."
                "Αντιθέτως, νομίζω ότι είναι ένας πολύ εύκολος θάνατος, ακαριαίος," είπε ο άλλος.
                "Πως είναι αυτό που δεν έχει πάρει προφυλάξεις?" ρώτησε ένας τρίτος.
                Η κ. Καρένινα μπήκε στην άμαξα τους αδερφού της, και ο Ομπλόνσκι παρατήρησε με έκπληξη ότι τα χείλη της έτρεμαν και ότι αυτό ήταν με δυσκολία να κρατήσει πίσω τα δάκρυα της.
                "Τι συμβαίνει, Άννα?" ρώτησε αυτός όταν αυτοί είχαν φύγει μερικά χιλιόμετρα.
                "Αυτό είναι ένας κακός οιωνός," απάντησε αυτή.
                "Τι ανοησίες!" είπε ο Ομπλόνσκι. "Είσαι εδώ, και αυτό είναι το κύριο πράγμα. Εσύ δεν μπορείς να σκεφτείς πόσο σ' εσένα βασίζονται οι ελπίδες μου."
                "Και εσύ γνωρίζεις πολύ καιρό τον Βρόνσκι?" ρώτησε αυτή.
                "Ναι. Γνωρίζεις ότι εμείς ελπίζουμε ότι αυτός θα παντρευτεί την Κίττη?"
                "Ναι?" είπε η Άννα απαλά. "Αλλά ας μιλήσουμε για τις υποθέσεις σου," πρόσθεσε αυτή, κουνώντας το κεφάλι της σαν να επιθυμούσε ψυχικά να απομακρύνει κάτι περιττό που την εμπόδιζε. "Ας μιλήσουμε για τις υποθέσεις σου. Εγώ πήρα το γράμμα σου και έχω έρθει."
                "Ναι, όλες οι ελπίδες μου είναι επικεντρωμένες σ' εσένα," είπε ο αδερφός της.
                "Λοιπόν, πες μου τα όλα"
                Και ο Ομπλόνσκι άρχισε την ιστορία του.
                Φτάνοντας στο σπίτι του, αυτός βοήθησε την αδερφή του να βγει από την άμαξα, πίεσε το χέρι της, και κατευθύνθηκαν στο γραφείο του.

             

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Δέκατοεβδομο Κεφάλαιο]

                                                                Κεφάλαιο 17


Στις έντεκα το πρώι ο Βρόνσκι κατευθύνθηκε στο σιδηροδρομικό σταθμό της Πετρούπολης στην Μόσχα, για να συναντήσει την μητέρα του, και το πρώτο άτομο που αυτός είδε στα σκαλοπάτια της μεγάλης στοάς ήταν ο Ομπλόνσκι ο οποίος περίμενε την αδερφή του με το ίδιο τρένο.
           "Γεια την Εξεχότητα σας!" φώναξε ο Ομπλόνσκι, "Ποιόν περιμένεις?"
           "Την μητέρα μου," απάντησε ο Βρόνσκι, ανταλλάσοντας χειραψίες και χαμογελώντας (όπως όλοι κάνουν όταν συναντάνε τον Ομπλόνσκι) καθώς αυτοί αναίβεναν μαζί τα σκαλοπάτια. "Αυτή έρχεται σήμερα από την Πετρούπολη."
           "Εγώ σε περίμενα μέχρι της δύο χθές το βράδυ' που πήγες μετά τους Σετσερμπάτσκι?"
           "Σπίτι," απάντησε ο Βρόνσκι. "Για να σου πω την αλήθεια εγώ ένιωθα ένα ευχάριστο συναίσθημα όταν άφησα τους Σετσερμπάτσκι που δεν με ένοιαζε να πάω κάπου αλλού."
                             ' "Τα φλογερά άλογα από κάτι στιγματίζονται
                               Εγώ μπορώ πάντα να αναγνωρίσω'
                               Τους ερωτευμένους νέους..." '
απείγγηλε ο Ομπλόνσκι, όπως είχε κάνει στον Λεβάιν.
            Ο Βρόνσκι χαμογέλασε με ένα βλέμμα που έμοιαζε να μην αρνείται το υπονοούμενο αλλά αυτός αμέσως άλλαξε το θέμα.
            "Και εσύ ποιον έχεις έρθει να συναντήσεις?" ρώτησε αυτός.
            "Εγώ? Μια αγαπητή γυναίκα," απάντησε ο Ομπλόνσκι
            "Αγαπητέ μου!"
            "Καταγέλαστος να είναι όποιος βάζει κακό στο νου του- Η αδερφή μου Άννα!"
            "Ο! Η κ.Καρένινα!" είπε ο Βρόνσκι.
            "Υποθέτω πως την ξέρεις?"
            "Έτσι νομίζω. Αλλά ίσως να μην.... πραγματικά δεν μπορώ να θυμηθώ," απάντησε ο Βρόνσκι αφηρημένα, το όνομα Καρένινα τον έκανε να υποθέσει ότι είναι κάποια αυστηρή και βαρετή(γυναίκα).
             "Αλλά εσύ σίγουρα γνωρίζεις τον Αλέξις Αλεξάντροβιτσ Καρένιν, τον διάσημο γαμπρό μου. Όλος ο κόσμος τον γνωρίζει."
             "Ναι, εγώ τον ξέρω από το καλό όνομα και από την φυσιογνωμία. Εγώ ξέρω ότι αυτός είναι έξυπνος, μορφωμένος και κατά κάποιο τρόπο θρήσκιος, αλλά εσύ γνωρίζεις ότι αυτός δεν... δεν είναι στην σειρά μου," πρόσθεσε στα Αγγλικά.
             "Ο ναι, αυτός είναι ένας πολύ αξιωσημείωτος άνδρας, λίγο συντηριτικός, αλλά ένας λαμπρός σύντροφος," είπε ο Ομπλόνσκι, "ένας λαμπρός σύντροφος."
             "Λοιπόν, τόσο το καλύτερο γι' αυτόν," και ο Βρόνσκι χαμογέλασε. "Α, εδώ είσαι!" συνέχησε αυτός, γυρίζοντας στον ηλικιωμένο υπηρέτη της μητέρας του ο οποίος στεκόταν δίπλα στην πόρτα. "Έλα εδώ."
             "Παρ' όλη την προτίμησή του Ομπλόνσκι, όπως όλοι έκαναν, ο Βρόνσκι τον τελευταίο καιρό είχε νιώσει να έλκεται ακόμα περισσότερο μ' αυτόν επειδή αυτός ήταν συνδεδεμένος στο μυαλό του με την Κίττη.
             "Λοιπόν, θα δώσουμε εμείς μια χοροεσπερίδα στην ντίβα την επόμενη Κυριακή?" ρώτησε αυτός χαμογελαστά, παίρνοντας το χέρι του Ομπλόνσκι.
             "Σίγουρα εγώ θα μαζέψω τις υπογραφές. Εγώ λέω, γνώρισες εσύ χθες το βράδυ τον καλυτερό μου φίλο τον Λεβάιν?" ρώτησε ο Ομπλόνσκι.
             "Φυσικά, μόνο που αυτός έφυγε πολύ νωρίς."
             "Αυτός είναι ένας λαμπρός σύντροφος," συνέχισε ο Ομπλόνσκι. "Δεν νομίζεις?"
             "Δεν ξέρω πως είναι αυτό που όλοι οι Μοσχοβίτες, η τωρινή συντροφιά φυσικά αναμενόταν," τοποθετήθηκε χαριτολογώντας ο Βρόνσκι, "να είναι τόσο απότομη. Αυτοί πάντα στέκονται στα πισινά τους πόδια θυμώνουν και δείχνουν να θέλουν να δράσουν στα συναισθήματα σου..."
             "Ναι υπάρχει κάποια αλήθεια σ' αυτό," είπε ο Ομπλόνσκι, γελώντας χαρούμενα.
             "Εμείς πρέπει να περιμένουμε περισσότερο?" ρώτησε ο Βρόνσκι, γυρίζοντας σ' ένα υπηρέτη του τρένου.
             "Το τρένο σφυρίζει," είπε ο υπηρέτης του τρένου.
             Η άφιξη του τρένου έγινε όλο και περισσότερο φανερή από την αυξανόμενη αναστάτωση και την ετοιμασία στην αποβάθρα και τον ερχομό του κόσμου συναντήσουν το τρένο. Μέσα από μια ψυχρή καταχνιά κάποιος μπορούσε να δει εργαζόμενους με παλτά από δέρμα προβάτου, και να νιώσει τις μπότες να διασχίζουν τις καμπυλωτές γραμμές του σταθμού, και να ακούγεται το σφύριγμα του κινητήρα και οι θορυβώδεις κινήσεις ενός τεράστιου πλήθους.
             "Όχι," είπε ο Ομπλόνσκι ο οποίος ήταν αγχωμένος για να πει στον Βρόνσκι για τις προθέσεις του Λεβάιν που αφορούν την Κίττη, "όχι, εσύ δεν έχεις κρίνει σωστά τον Λεβάιν μου. Αυτός είναι πολύ νευρικός άνδρας, και μερικές φορές ο ίδιος γίνεται δυσάρεστος, αυτό είναι μια αρκετή αλήθεια΄ αλλά από την άλλη πλευρά αυτός μερικές φορές είναι πολύ γοητευτικός. Είναι τέτοια η ειληκρίνια του η ευθεία φύση του, και αυτός έχει καρδιά από χρυσό. Αλλά χθες υπήρχαν ειδικοί λόγοι," συνέχισε ο Ομπλόσνκι με ένα δηλωτικό χαμόγελο ξεχνώντας αρκετά την ειλικρινή συμπάθεια που ένιωθε για τον φίλο του μια μέρα πριν, και μόνο τώρα ένιωθε την ίδια συμπάθεια για τον Βρόνσκι. "Ναι, υπήρχε ένας λόγος γιατί αυτός έπρεπε να είναι είτε ειδικά χαρούμενος είτε ειδικά δυστηχισμένος."
              Ο Βρόνσκι σταμάτησε και τον ρώτησε ευθέως: "Τι εννοείς? Αυτός έκανε πρόταση στην όμορφη κουνιάδα σου χθες το βράδυ."
             "Ίσως," είπε ο Ομπλόνσκι. "Έδειχνα να παρατηρώ αυτού του είδους χθες. Ο ναι, εάν αυτός έφυγε νωρίς και ήταν σε κακή διάθεση αυτό πρέπει να είναι... Αυτός ήταν ερωτευμένος μαζί της για τόσο πολύ καιρό, και εγώ λυπάμαι πού γι' αυτόν."
             "Αγαπητέ μου!... Αλλά νομίζω ότι ίσως αυτή ίσως κάνει ένα καλό προξενιό," είπε ο Βρόνσκι, και εκτείνοντας το στήθος αυτός κινήθηκε ξανά μπροστά. "Ωστόσο, εγώ δεν τον ξέρω," πρόσθεσε αυτός. "Ναι, αυτή είναι μια πονεμένη θέση! Αυτό είναι γιατί τόσοι πολύ προτιμάνε γυναίκες του ημικόσμου. Εάν εσύ δεν πετύχεις σ' αυτή την περίπτωση αυτό μόνο δείχνει ότι εσύ δεν έχεις αρκετά χρήματα, αλλά στη περίπτωση αυτή η υπερηφάνεια κάποιου είναι σε ισορροπία. Αλλά εδώ είναι το τρένο."
             Στην πραγματικότητα η μηχανή ήδη σφύριζε σ' αυτό το διάστημα, και λίγες στιγμές αργότερα η αποβάθρα κουνιόταν καθώς το τρένο έβγαζε καπνό, ο ατμός σκορπιζόταν χαμηλά στο παγωμένο αέρα, οι συνδεδεμένες μεταλλικές ράβδοι έσπρωχναν και τραβούσαν αργά και ρυθμικά, η λυγισμένη φιγούρα του μηχανοδηγού, τυλίχτηκε ζεστά, που ήταν ορατά καλυμμένος με πάχνη. Η μηχανή με το ανθρακοφόρο βαγόνι πίσω του μετακινούταν αργά μέσα στο σταθμό, επιβραδύνοντας σταδιακά και κάνοντας την αποβάθρα να τρεμουλιάζει ακόμη περισσότερο. Έπειτα ήρθε το φορτηγάκι των αποσκευών στο οποίο ένας σκύλος κλαψούριζε και στο τέλος τα παλτά των επιβατών, που ταλαντευόταν πριν σταματήσουν.
             Ο σβέλτος φύλακας σφύριξε την σφυρίχτρα του και πήδηξε έξω ενώ το τρένο που ακόμα κινούταν και οι ανυπόμονοι επιβάτες άρχισαν να κατεβαίνουν ο ένας μετά τον άλλον: ένας αξιωματικός φρουράς, σηκώθηκε και κοίταζε αυστηρά γύρω, ένας ανήσυχος μικρός έμπορος με μια τσάντα, ένας χωριάτης με μια τσάντα πίσω στον ώμο του.
             Ο Βρόνσκι, καθώς στεκόταν δίπλα στον Ομπλόνσκι και παρακολουθούσε αυτός τους επιβάτες να βγαίνουν έξω από τα βαγόνια, ξέχασε αρκετά τη μητέρα του.
             Αυτό που μόλις είχε ακούσει για την Κίττη τον ενθουσίασε και τον ευχαρίστησε. Το στήθος του επεκτάθηκε αθέλητα και μάτια του έλαμψαν, αυτός ο ίδιος ένιωθε να είναι ένας κατακτητής.
            "Η Κόμισσα Βρόνσκαγια είναι σ' αυτό το κουπέ του τρένου," είπε ο γρήγορος φύλακας, απευθυνόμενος στον Βρόνσκι.
             Τα λόγια του ξύπνησαν τον Βρόνσκι από το ονειροπόλημα του και τον υπενθύμισαν τη μητέρα του και την ανερχόμενη συνάντηση.
             Στα βάθη της καρδιάς του αυτός δεν σεβόταν τη μητέρα του και (η σκέψη ότι αυτός ποτέ δεν το παραδεχόταν στον εαυτό του) δεν την αγαπούσε, αλλά σύμφωνα και ως αποτέλεσμα της μόρφωσής του, αυτός ο ίδιος δεν μπορούσε να φανταστεί να την μεταχειρίζεται καθημερινά αλλά με μια ολωσδιόλου υποχωρητικότητα και σεβασμό' αυτός ήταν εξωτερικός περισσότερο υπάκουος και σεβαστός, αυτός την τιμούσε και την αγαπούσε λιγότερο στην καρδιά του.