Τρίτη 29 Αυγούστου 2017

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Εικοστό τρίτο Κεφάλαιο]

                                                              Κεφάλαιο 23


Ο Βρόνσκι και η Κίττη χόρεψαν αρκετές φορές γύρω από το δωμάτιο και όταν η Κίττη πήγε στη μητέρα της, αλλά δύσκολα αυτή είχε ανταλλάξει μερικές κουβέντες με την Κόμισσα Νόρντστον πριν ο Βρόνκσι επιστρέψει για να την πάρει για τη πρώτη καντρίλια. Τίποτα συγκεκριμένο δεν είπαν κατά τη διάρκεια της καντρίλιας: αυτοί μιλούσαν σε σύντομα διαστήματα για τους Κορσούνσκι, τον σύζυγο και τη σύζυγο, τους οποίους ο Βρόνσκι πολύ εύθυμα τους περιέγραψε ως αγαπητά σαραντάχρονα παιδιά, και για το προτεινόμενο Κοινωνικό Σκηνικό, και μόνο όταν η συζήτηση την άγγιξε στο ευαίσθητο σημείο - όταν αυτός την ρώτησε για τον Λεβάιν που αυτός ήταν ακόμα στη Μόσχα, και πρόσθεσε ότι αυτός τον είχε συμπαθήσει πάρα πολύ. Αλλά η Κίττη δεν περίμενε περισσότερα από μια καντρίλια, αυτή περίμενε με ένα πιάσιμο στη καρδιά της για τη μαζούρκα. Αυτό της φαινόταν ότι η μαζούρκα θα μπορούσε να ρυθμίσει τα πάντα. Αυτό που δεν την ζήτησε για τη μαζούρκα ενώ αυτοί χόρευαν την καντρίλια δεν την ενόχλησε. Αυτή ήταν σίγουρη ότι θα μπορούσε να χορέψει τη μαζούρκα μαζί τους όπως στους προηγούμενους χορούς, και αρνήθηκε άλλους πέντε παρτενέρ για αυτό το χορό, λέγοντας ότι αυτή ήταν ήδη δεσμευμένη. Ο υπόλοιπος χορός μέχρι την καντρίλια ήταν για την Κίττη ένα μαγικό όνειρο χαριτωμένων λουλουδιών, ήχων και κινήσεων. Αυτή σταμάτησε να χορεύει μόνο όταν ένιωσε πολύ κουρασμένη και έπρεπε να ζητήσει για να της επιτραπεί ένα διάλειμμα. Αλλά ενώ χόρευε την τελευταία με έναν από τους ανιαρούς νέους ο οποίος δεν θα μπορούσε να αρνηθεί, αυτή συνέβη να είναι απέναντι στη Άννα. Αυτή δεν είχε έρθει απέναντι με την Άννα από την αρχή του χορού, και τώρα αυτή ξαφνικά την έβλεπε ξανά με ένα διαφορετικό και απρόσμενο φως. Παρατήρησε ότι η Άννα ήταν πανευτυχής με την επιτυχία, ένα συναίσθημα που η Κίττη γνώριζε τόσο καλά. Αυτή είδε ότι η Άννα ήταν μεθυσμένη από την έκταση που αυτή είχε προκαλέσει. Αυτή γνώριζε το συναίσθημα και ήξερε τα συμπτώματα του, και τα αναγνώριζε στην Άννα - αυτή είδε το τρεμουλιαστό φως να λάμπει στα μάτια της, το χαμόγελο της χαράς και της ευτυχίας που αθέλητα σούφρωναν τα χείλη της, και η σωστά χαριτωμένη, ακρίβεια και η ελαφρότητα των κινήσεων της.
                 "Ποιος είναι η αιτία?" ρώτησε τον εαυτό της. "Όλοι ή μόνο ένας?" Και χωρίς να προσπαθήσει να βοηθήσει τον νεαρό παρτενέρ της ο οποίος θλιβερά αγωνιζόταν να συνεχίσει τον ειρμό της συζήτησης τον οποίο αυτός έχασε, καθώς αυτή μηχανικά υπάκουε τις χαρούμενες, ηχηρές, και αυταρχικές οδηγίες του Κορσούνσκι, ο οποίος έδινε εντολή στον καθένα να σχηματίσουν τώρα ένα μεγάλο κύκλο, τώρα μια αλυσίδα, αυτή παρακολουθούσε και η καρδιά της λύγιζε όλο και περισσότερο.
                 "Όχι, αυτό δεν είναι ο θαυμασμός του πλήθους που την μεθάει, αλλά η έκσταση κάποιου και αυτός ο κάποιος είναι... μπορεί να είναι αυτός?"
                 Κάθε φορά που αυτός μιλούσε στην Άννα ένα χαρούμενο φως άναβε στα μάτια της και ένα χαμόγελο ευχαρίστησης κάλυπτε τα ροδαλά χείλη της. Έδειχνε να κάνει προσπάθειες για να συγκρατήσει τα σημάδια χαράς, αλλά αυτά φαινόταν στο πρόσωπο της σύμφωνα με τα δικά τους. "Αλλά γιατί μ' αυτόν?" η Κίττη τον κοίταξε και γέμισε με φόβο. Αυτό που έβλεπε τόσο καθαρά στον καθρέπτη του προσώπου της Άννας, αυτή έβλεπε σ' αυτόν. Τι είχε γίνει ο συνηθισμένος ήρεμος και σταθερός του τρόπος και η προσεκτικά ήρεμη έκφραση του προσώπου του? Κάθε φορά που αυτός γύριζε προς την Άννα αυτός ελαφρώς έσκυβε το κεφάλι του σαν να ήθελε να πέσει μπροστά της, και στα μάτια του υπήρχε μια έκφραση υποταγής και φόβου. "Εγώ δεν επιθυμώ να προσβάλλω," έδειχνε να λέει το κάθε του βλέμμα, "Εγώ μόνο επιθυμώ να σώσω τον εαυτό μου, αλλά δεν ξέρω πως." Το πρόσωπο του είχε μια έκφραση την οποία αυτή δεν είχε δει ποτέ πριν.
                  Αυτοί μιλούσαν για τους κοινούς τους φίλους, συνεχίζοντας μια πιο ασήμαντη συζήτηση, αλλά αυτό φαινόταν στην Κίττη ότι κάθε λέξη που έλεγαν αποφάσιζαν την δική τους και την δική της τύχη. Και, παράξενο να λέγεται, αν και αυτοί μιλούσαν για τον Ιβάν Ιβάνιτσ, οποίος γινόταν τόσο γελοίος με τα Γαλλικά του, και πως η δις Ελέτσκαγια μπορούσε να κάνει ένα καλύτερο προξενιό, έτσι αυτά τα λόγια ήταν σημαντικά γι' αυτούς και τα αισθανόταν όπως η Κίττη. Μια ομίχλη κάλυψε τον χορό και όλο τον κόσμο στην ψυχή της Κίττης. Μόνο η πλήρη εκπαίδευση που αυτή είχε λάβει και την υποχρέωνε να κάνει κάτι που περίμενε απ' αυτή, είναι, να χορεύει, να απαντάει σε ερωτήσεις που της τίθενται, να μιλάει, ακόμα και να χαμογελάει. Αλλά πριν αρχίσει η μαζούρκα, όταν οι καρέκλες ήταν ήδη τοποθετημένες γι' αυτό, και αρκετά ζευγάρια μετακινήθηκαν από την μικρή στην μεγάλη αίθουσα, η Κίττη κυριεύτηκε κάποια στιγμή με απόγνωση. Αυτή είχε αρνηθεί πέντε άνδρες οι οποίοι την ζήτησαν για την μαζούρκα και τώρα δεν είχε παρτενέρ γι' αυτή. Αυτή δεν είχε ακόμα την ελπίδα να την ξανά ζητήσουν απλώς επειδή αυτή είχε τόση επιτυχία στην Κοινωνία για οποιονδήποτε νομίζει ότι αυτή ήδη δεσμευμένη για τον χορό. Αυτή πρέπει να πει στην μητέρα της ότι ένιωθε άρρωστη και ότι πρέπει να πάει σπίτι, αλλά δεν είχε την δύναμη για να το κάνει. Αυτή ένιωθε αρκετά αρκετά συντετριμμένη.
                   Πήγε στην άλλη άκρη του μικρού σαλονιού και βυθίστηκε σε μια άνετη καρέκλα. Η ελαφριά φούστα της βγήκε έξω σαν ένα σύννεφο γύρω από το αδύναμο δώμα της' το λεπτό γυμνό κοριτσίστικο χέρι έπεσε αδιάφορα και βυθίστηκε στις ροζ πιέτες από την μπλούζα της, το άλλο χέρι κρατούσε μια βεντάλια με την οποία αυτή γρήγορα έκανε αέρα το κοκκινισμένο της πρόσωπο. Αλλά αν και αυτή έμοιαζε σαν μια πεταλούδα που καθόταν στο χορτάρι του γρασιδιού και έτοιμη σε οποιαδήποτε στιγμή να φτερουγίσει και να απλώσει τα φτερά της στα χρώματα του ουράνιου τόξου, η καρδιά της ήταν συντετριμμένη με τεράστια απόγνωση.
                  "Αλλά ίσως εγώ να κάνω λάθος, ίσως αυτό δεν ήταν τίποτα τέτοιο?" και αυτή ξανά θυμήθηκε όλο αυτό που είχε γίνει μάρτυρας.
                  "Κίττη, τι σημαίνει αυτό?" ρώτησε η Κόμισσα Νόρντστον, πατώντας χωρίς να ακούσει επάνω στο χαλί. "Δεν καταλαβαίνω."
                  Κανένα χείλη της Κίττη δεν έτρεμε, και αυτή σηκώθηκε γρήγορα.
                 "Κίττη, δεν χόρεψες την μαζούρκα?"
                 "Όχι, όχι," είπε η Κίττη με μια τρεμουλιαστή φωνή με δάκρυα.
                 "Αυτός την ζήτησε για την μαζούρκα εν παρουσία μου." είπε η Κόμισσα, γνωρίζοντας ότι η Κίττη θα μπορούσε να καταλάβει ποιους εννοεί με το "αυτόν" και "αυτή" "Αυτή ρώτησε, 'δεν θα χορέψετε με την Πριγκίπισσα Σετσερμπάτσκακι?"
                 "Ω! Όλο αυτό είναι το ίδιο για εμένα!" απάντησε η Κίττη. Κανένας άλλα μόνο η ίδια καταλάβαινε την θέση της, επειδή κανείς δεν γνώριζε ότι αυτή μόλις πριν λίγες ημέρες αρνήθηκε έναν άνδρα τον οποίο ίσως αυτή αγαπούσε και τον αρνήθηκε επειδή εμπιστεύτηκε κάποιον άλλον.
                 Η Κόμισσα Νόρντστον, η οποία ήταν υποχρεωμένη στον Κορσούνκσι για την μαζούρκα, τον είπε να ζητήσει την Κίττη αντί γι' αυτή.
                 Η Κίττη χόρεψε το πρώτο μέρος, και ευτυχώς γι'αυτή δεν ήταν υποχρεωμένη να μιλάει, επειδή ο Κορσούνσκι έτρεχε όλη την ώρα δίνοντας εντολές για τον τομέα του. Ο Βρόνσκι και η Άννα κάθισαν σχεδόν απέναντι της. Και αυτή τους είδε με τα διορατικά της μάτια, τους είδε πολύ κοντά, όπως, όταν αυτοί συναντήθηκαν στο χορό, και επιπλέον αυτή τους είδε με περισσότερη σιγουριά ότι το πλήγμα είχε συμβεί. Αυτή είδε ότι ένιωθαν σαν ήταν μόνοι τους σ' αυτή τη γεμάτη με κόσμο αίθουσα του χορού. Στο πρόσωπο του Βρόνσκι, συνήθως το τόσο σταθερό και με αυτοπεποίθηση αυτή παρατήρησε αυτή την έκφραση αμηχανίας και υποταγής η οποία την είχε τόσο εκπλήξει- μια έκφραση όπως αυτή ενός έξυπνου σκυλιού όταν νιώθει ένοχο.
                 Η Άννα χαμογέλασε- και το χαμόγελο πήγε σ' αυτόν' αυτή έγινε σκεπτική και αυτός σοβαρός. Κάποια υπερφυσική δύναμη έλκυε τα μάτια της Κίττης στο πρόσωπό της Άννας. Αυτή φαινόταν γοητευτική με το απλό μαύρο φόρεμα της' τα χέρια της γεμάτα με τα βραχιόλια, ο σφιχτός λαιμός της με την σειρά από μαργαριτάρια γύρω από αυτόν, τα σγουρά μαλλιά της τώρα ήταν ανακατεμένα, κάθε υπέροχη κίνηση των μικρών της ποδιών και χεριών, το όμορφο, ζωηρό της πρόσωπο- όλα σ' αυτή ήταν μαγευτικά, αλλά υπήρχε κάτι τρομερό και οδυνηρό στην γοητεία της.
                 Η Κίττη την θαύμαζε ακόμα πιο πολύ από πριν, και υπέφερε ακόμα περισσότερο. Αυτή η ίδια ένιωθε συντετριμμένη και το πρόσωπο της το εξέφραζε αυτό.
                 Όταν ο Βρόνσκι συνέβαινε να την γυροφέρνει καθώς αυτοί χόρευαν, αυτός κάποια στιγμή δεν την αναγνώρισε, τόσο αλλαγμένη ήταν.
                 "Ένας υπέροχος χορός," παρατήρησε αυτός για να πει κάτι.
                 "Ναι," απάντησε αυτή.
                 Στη μέση της μαζούρκας, εκτελώντας μια περίπλοκη φιγούρα επινοημένη από τον Κορσούνσκι, η Άννα βάδισε στη μέση του δωματίου και διάλεξε δύο άνδρες και δύο γυναίκες, μια από τις οποίες ήταν η Κίττη, για να χορέψει μαζί της. Η Κίττη, όπως αυτή πήγαινε προς την Άννα, κοίταξε σ' αυτή με φόβο. Η Άννα με μισόκλειστα τα μάτια της να κοιτάζει στην Κίττη, χαμογέλασε και πίεσε το χέρι της, αλλά παρατηρώντας ότι η Κίττη ανταποκρίθηκε μόνο στο χαμόγελο της από ένα βλέμμα έκπληξης και απόγνωσης, γύρισε το πρόσωπό της από αυτή και μιλούσε εύθυμα με μια άλλη κυρία.
                 "Ναι, υπάρχει κάτι παράξενο, σατανικό και μαγικό, μ' αυτή," σκέφτηκε η Κίττη.
                 Η Άννα δεν επιθυμούσε να μείνει στο δείπνο, αλλά ο κύριος του σπιτιού προσπάθησε να την πείσει να μείνει.
                 "Έλα, Άννα Αρκαντίεβνα," άρχισε ο Κορσούνσκι, τραβώντας το γυμνό της μπράτσο κάτω από το δικό του, "Εγώ έχω μια τόσο καλή ιδέα για ένα κοτιγιόν - Ένα κόσμημα." Και αυτός κινήθηκε αργά προσπαθώντας να την πάρει μαζί του. Ο οικοδεσπότης τους χαμογέλασε επιδοκιμαστικά.
                 "Όχι δεν θα μείνω," απάντησε η Άννα, χαμογελώντας, και παρά το χαμόγελο της ο Κορσούνσκι και ο οικοδεσπότης κατάλαβαν από το σταθερό τόνο της φωνής της πως αυτή δεν μπορούσε να μείνει.
                 "Όχι, καθώς αυτό είναι που έχω χορέψει περισσότερο στην Μόσχα για τον δικό σας χορό απ' ότι έχω χορέψει όλο τον χειμώνα στην Πετρούπολη," είπε η Άννα ψάχνοντας για τον Βρόνσκι ο οποίος στεκόταν δίπλα της. "Εγώ πρέπει να ξεκουραστώ πριν από το ταξίδι."
                 "Λοιπόν πράγματι φεύγεις αύριο?" ρώτησε ο Βρόνσκι.
                 "Ναι, έτσι νομίζω," απάντησε η Άννα, καθώς εξεπλάγην από την αυθάδεια της ερώτησης του αλλά η ανεξέλεγκτη λάμψη των ματιών της και το χαμόγελο της τον έκαψαν καθώς αυτή πρόφερε τις λέξεις.
                 Η Άννα δεν έμεινε για το δείπνο, αλλά έφυγε.

Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Εικοστό δεύτερο Κεφάλαιο]

                                                            Κεφάλαιο 22


Ο χορός μόλις είχε αρχίσει όταν η Κίττη και η μητέρα της κατέβαιναν τη φαρδιά σκάλα η οποία ήταν πλημμυρισμένη με φως, διακοσμημένη με ανθισμένα φυτά, και απασχολημένη από πουδραρισμένους λακέδες με κόκκινες λιβρέες. Από τη αίθουσα χορού σαν ένα μελίσσι ήρθε από τον φυσιολογικό ήχο της κίνησης, και ενώ αυτές κανόνιζαν τα μαλλιά και τα φορέματα τους μπροστά από ένα καθρέπτη στο κεφαλόσκαλο ανάμεσα στα λουλούδια αυτές άκουσαν τους σωστούς μετρημένους ήχους των βιολιών της ορχήστρας που μόλις ξεκινούσαν το πρώτο βαλς. Ένας κοντός ηλικιωμένος άνδρας, οποίος είχε ισιώσει τα γκρι μαλλιά στους κροτάφους του μπροστά από ένα καθρέπτη και οποίος μύριζε έντονα ένα άρωμα, συνέβη να τις σκουντήξει στα σκαλοπάτια και έκανε στην άκρη με προφανή θαυμασμό για τη Κίττη, την οποία αυτός δεν ήξερε. Ένας νέος χωρίς γένια, ένας από αυτούς τους οποίους ο ηλικιωμένος Πρίγκηπας Σετσερμπάτσκι αποκαλούσε κουτάβια, με ένα πολύ χαμηλό γιλέκο, με τη σφιχτοδεμένη άσπρη γραβάτα του καθώς αυτός πήγαινε από την μια άκρη στη άλλη, υποκλίθηκε σ' αυτές και έτρεξε πίσω αλλά επέστρεψε για να ζητήσει τη Κίττη να χορέψουν μαι καντρίλια. Αυτή είχε χορέψει την πρώτη καντρίλια με τον Βρόνσκι και έπρεπε να δώσει τη δεύτερη σ' αυτό τον νεαρό. Ένας αξιωματικός, φορώντας το γάντι του, στεκόταν δίπλα στη πόρτα για να κάνει χώρο σ' αυτούς και ισιώνοντας το μουστάκι του κοίταξε με εμφανή ευχαρίστηση στη ροδαλή Κίττη.
              Αν και το φόρεμα και το χτένισμά της Κίττης και όλοι οι άλλοι καλλωπισμοί της έδιναν περισσότερο προβληματισμό και σκέψη, αυτή τώρα μπήκε στην αίθουσα του χορού με το περίπλοκο φόρεμα της από λευκό τούλι πάνω από ένα ροζ φουρό, τόσο εύκολα και απλά σαν αυτοί οι φιόγκοι και οι δαντέλες και όλες οι λεπτομέρειες της τουαλέτας της δεν της άξιζαν ή δεν άξιζαν τη προσοχή του κόσμου εκείνη τη στιγμή, σαν αυτή να είχε γεννηθεί σ' αυτό το τούλι και τη δαντέλα και με αυτό το υψηλό χτένισμα και με το τριαντάφυλλο και με τα δύο φίλα στη κορυφή.
              Τότε μόλις πριν μπει στην αίθουσα του χορού, η μητέρα της επιθυμούσε να βάλει αμέσως ένα στρεβλό τελείωμα στη λουρίδα του υφάσματος της, η Κίττη τραβήχτηκε ελαφριά πίσω: αυτή ένιωθε ότι τα πάντα σ' αυτή έπρεπε να είναι φυσιολογικά σωστά και υπέροχα και ότι δεν υπάρχει ανάγκη για να τακτοποιήσει τίποτα.
              Ήταν μια από τις ευτυχισμένες ημέρες της Κίττης. Το φόρεμα της δεν το ένιωθε πουθενά σφιχτό, η δαντέλα γύρω από το στήθος της δεν γλιστρούσε, οι φιόγκοι δεν τσαλακώνονταν ή δεν έβγαιναν τα ροζ παπούτσια της με τα ψηλά κυρτά τους τακούνια δεν χτυπούσαν το πόδι αλλά έδειχναν να κάνουν το πόδι τους ελαφρύτερο. Οι χονδρές μπούκλες από το ξανθό μαλλί τους κρατούνταν επάνω καθώς αυτά είχαν μεγαλώσει τόσο φυσικά στο μικρό κεφάλι. Τα τρία κουμπιά στο καθένα από τα μακριά της γάντια, το οποίο ταίριαζε χωρίς να αλλάξει το σχήμα του χεριού της στερεώθηκαν χωρίς να βγαίνουν. Η μαύρη βελούδινη κορδέλα από το μενταγιόν της αγκάλιαζε τον λαιμό της με ασυνήθιστη απαλότητα. Αυτή η κορδέλα ήταν γοητευτική,και όταν η Κίττη κοίταξε στο λαιμό της στο καθρέπτη στο σπίτι, αυτή ένιωθε ότι αυτή η κορδέλα ήταν πειστική. Ίσως να υπήρχε μια κάποια πιθανή αμφιβολία για ο,τι άλλο, αλλά αυτή η κορδέλα ήταν γοητευτική. Η Κίττη χαμογέλασε, εδώ στο χορό, όταν το πήρε το πήρε το μάτι της ξανά στο καθρέπτη. Οι γυμνοί της ώμοι και τα χέρια της έδιναν μια αίσθηση σαν ψυχρό μάρμαρο, ένα αίσθημα που της άρεσε πάρα πολύ. Τα μάτια της έλαμπαν και αυτή δεν μπορούσε να κρατήσει τα ροζέ χείλη της από το να χαμογελάει στη συναίσθηση της ελκυστικής της εμφάνισης. Πριν αυτή φτάσει το ανοιχτόχρωμο πλήθος των γυναικών με το τούλι, τις κορδέλες, και τη δαντέλα, οι οποίες, περίμεναν τους παρτενέρ (Η Κίττη ποτέ δεν μπήκε σ' ένα από το πλήθος), αυτή ζητήθηκε ήδη για ένα βαλς και ζητήθηκε από το καλύτερο χορευτή, τον αρχηγό της χορευτικής Ιεραρχίας, τον διάσημο αρχηγό της υψηλής κοινωνίας και τελετάρχη, ένας όμορφος και εντυπωσιακός παντρεμένος άνδρας, τον Τζορτζ Κορσύνσκι. Αυτός μόλις είχε αφήσει την Κόμισσα Μπουίν, με την οποία είχε χορέψει τον πρώτο γύρο του βαλς, και κοιτούσε γύρω από τη σφαίρα επιρροής του - αυτό να λέγεται, λίγα ζευγάρια τα οποία είχαν αρχίσει να χορεύουν - αυτός παρατήρησε την Κίττη μόλις μπήκε μέσα. Αυτός την πλησίασε μ' αυτή τη παράξενη ελευθερία και εύκολα κινήθηκε φυσικά αργά μόνο για τους τελετάρχες, υποκλίθηκε, χωρίς ακόμα να ζητήσει τη συναίνεση της έβαλε το χέρι του γύρω από τη αδύνατη μέση της. Αυτή έψαξε για κάποιον να μοιραστεί την χαρά της και η οικοδέσποινα του σπιτιού το έλαβε απ' αυτή με ένα χαμόγελο.
               "Πόσο τέλειο που έχεις έρθει στη σωστή ώρα," είπε αυτός με το χέρι του γύρω από τη μέση της. "Αυτό είναι λάθος των ανθρώπων να έρχονται τόσο αργά."
              Λυγίζοντας το αριστερό της χέρι αυτή έβαλε το χέρι της στο ώμο του, και το μικρό της πόδι μέσα στα ροζ παπούτσια άρχισαν να κινούνται γρήγορα, ελαφριά, και ρυθμικά ταυτόχρονα με τη μουσική, επάνω στο λείο παρκέ πάτωμα.
              "Αυτό είναι μια ξεκούραση για να χορεύω βαλς μαζί σου," είπε αυτός καθώς πήρε τα πρώτα αργά βήματα του χορού. "Τι ελαφρότητα και ακρίβεια! είναι γοητευτικό!" παρατήρησε αυτός, λέγοντας της αυτό που έλεγε σχεδόν σ' όλες τις παρτενέρ τις οποίες αυτός πραγματικά άρεσε.
              Αυτή χαμογέλασε στο έπαινο του, και πάνω από τον ώμο του συνέχισε να ερευνά την αίθουσα του χορού. Αυτή δεν ήταν ένα κορίτσι που μόλις βγήκε έξω, για την οποία όλα τα πρόσωπα στο χορό ήταν αναμειγμένα σ' ένα παραμυθένιο όραμα' ούτε ήταν ένα κορίτσι το οποίο έσερναν από χορό σε χορό μέχρι όλα τα πρόσωπα που ήταν οικεία στη πλήξη. Αυτή ήταν ανάμεσα σ' αυτά τα δύο άκρα, αν και χαρούμενη μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό της αρκετά για να είναι παρατηρητική. Αυτή είδε πως η ελίτ της παρέας ήταν μαζεμένη στη δεξιά γωνία του δωματίου. Εκεί ήταν η όμορφη Λίντα, σύζυγος του Κορσούνσκι, μ' ένα απίθανα χαμηλό φόρεμα, και η οικοδέσποινα, και εκεί έλαμπε το φαλακρό κεφάλι του Κρίβιν ο οποίος ήταν εκεί όπου πάντα ήταν η ελίτ' οι νέοι που δεν είχαν το θάρρος να πλησιάσουν σ' αυτή κοίταζαν σ' αυτή τη κατεύθυνση, και εκεί τα μάτια της Κίττης εντόπισαν τον Στέφεν, και έπειτα το αγαπητό κεφάλι και τη όμορφη φιγούρα της Άννας, με ένα μαύρο βελούδινο φόρεμα. Και αυτός ήταν εκεί. Η Κίττη δεν τον είχε δει από την ημέρα που αρνήθηκε τον Λεβάιν. Με τα διορατικά μάτια αυτή τον αναγνώρισε στη στιγμή και έτσι παρατήρησε ότι αυτός κοίταζε σ' αυτή.
               "Θέλεις να έχουμε άλλη μια στροφή? Δεν κουράστηκες?" ρώτησε ο Κορσούνσκι ο οποίος ήταν λίγο ξέπνοος.
               "Όχι άλλες στροφές, ευχαριστώ."
               "Που μπορώ να σε πάω?"
               "Πιστεύω πως η Άννα Αρκαντίεβνα Καρένινα είναι εδώ, πήγαινε σ' αυτή."
               "Ότι σ' ευχαριστεί."
               Και ο Κορσούνσκι χόρευε βαλς προς τα αριστερά του δωματίου, σιγά-σιγά ελαττώνοντας το βήμα του και επαναλαμβάνοντας, "Με συγχωρείτε, κυρίες, με συγχωρείτε, με συγχωρείτε, κυρίες," καθώς αυτός κατευθυνόταν μέσα από τη θάλασσα δαντέλας, τούλι και κορδελών χωρίς να αγγίζει τόσο πολύ όπως ένα φτερό, και έπειτα γύρισε στη παρτενέρ του τόσο γρήγορα που οι λεπτοί αγκώνες στις διχτυωτές μακριές κάλτσες εμφανίστηκαν καθώς η ουρά της απλώθηκε σαν μια βεντάλια και κάλυψε τα γόνατα του Κρίβιν. Ο Κορσούνσκι υποκλίθηκε, ίσιωσε το φαρδύ του πουκάμισο μπροστά, και προσέφερε στη Κίττη το χέρι του για να συνδεθεί το δικό της με της Άννας. Η Κίττη κοκκίνισε και μια μικρή ζαλάδα, πήρε την ουρά της από τα γόνατα του Κριβίν και κοίταξε γύρω από την Άννα.
               Η Άννα δεν ήταν στα λιλά, το χρώμα που η Κίττη ήταν τόσο σίγουρη ότι αυτή θα μπορούσε να είχε φορέσει, αλλά με ένα βαθύ ντεκολτέ μαύρο φόρεμα, το οποίο αποκάλυπτε όλο τον ώμο και το στήθος της που φαινόταν κομμένο από το παλιό φίλντισι, και οι στρόγγυλοι βραχίονες της με τα πολύ μικρά χέρια. Το φόρεμα της ήταν πλούσια διακοσμημένο με Βενετσιάνικη δαντέλα. Στα μαύρα μαλλιά της, όλα δικά της, αυτή φορούσε μια γιρλάντα από πανσέδες, και στην ζώνη της, ανάμεσα με τη δαντέλα, ένα μπουκέτο από ίδια λουλούδια. Το χτένισμα της ήταν πολύ διακριτικό. Τα μόνα αξιοπρόσεκτα πράγματα σ' αυτό ήταν οι προμελετημένες μπούκλες που πάντα ξεπεταγόταν στους κροτάφους και στον σβέρκο του λαιμού της και πρόσθετε σ' αυτή ομορφιά. Γύρω από τον τέλεια σμιλευμένο λαιμό της αυτή φορούσε μια σειρά από πέρλες.
               Η Κίττη έβλεπε την Άννα κάθε μέρα και ήταν ερωτευμένη μαζί της και πάντα την φανταζόταν με λιλά, αλλά βλέποντας την τώρα με μαύρο αυτή ένιωθε πως ποτέ πριν δεν συνειδητοποίησε την πλήρη γοητεία της. Αυτή τώρα την είδε με ένα νέο και αρκετά αναπάντεχο φως. Αυτή τώρα συνειδητοποίησε ότι η Άννα δεν θα μπορούσε να είχε φορέσει λιλά, και ότι η γοητεία της βρισκόταν ακριβώς στο γεγονός ότι η προσωπικότητα της πάντα βρίσκεται έξω από το φόρεμα της, που το φόρεμα της ποτέ δεν ήταν αξιοπρόσεκτο γι' αυτή. Και το μαύρο βελούδινο φόρεμα με την πλούσια δαντέλα δεν ήταν καθόλου αξιοπρόσεκτο, αλλά εξυπηρετούσε μόνο ως μια μορφή' αυτή μόνη της ήταν αξιοπρόσεκτη - απλή, φυσική, κομψή και την ίδια στιγμή χαρούμενη και ζωντανή. Αυτή βρισκόταν ανάμεσα σ' αυτή την παρέα, πολύ στητή ως συνήθως και μιλούσε με το κύριο του σπιτιού με το κεφάλι της ελαφρώς λυγισμένο προς αυτόν, όταν πλησίασε η Κίττη.
               "Όχι, δεν πρόκειται να ρίξω την πρώτη πέτρα," έλεγε αυτή σε απάντηση για κάποια ερώτηση, προσθέτοντας με ένα ανασήκωμα των ώμων, "αν και εγώ δεν μπορώ να το καταλάβω"' και κάποια στιγμή γύρισε στη Κίττη με ένα τρυφερό προστατευτικό χαμόγελο. Αυτή εξέτασε το φόρεμα της Κίττης με ένα γρήγορο γυναικείο βλέμμα και με μια κίνηση του κεφαλιού της σχεδόν καθόλου αντιληπτό και κατανοητό από την Κίττη, αυτή εξέφρασε την συναίνεση της για το φόρεμα και την ομορφιά της Κίττης.
               "Εσύ όμως ήρθες στο δωμάτιο χορεύοντας" είπε αυτή.
               "Αυτή είναι όμως μια από τις πιο πιστές βοηθούς μου," είπε ο Κορσούνσκι, γυρίζοντας στην Άννα την οποία δεν είχε δει ακόμη. "Η Πριγκίπισσα βοηθά να δημιουργηθεί ένας εύθυμος και ζωηρός χορός. Άννα Αρκαντίεβνα μπορούμε να έχουμε ένα γύρο?" πρόσθεσε αυτός, σκύβοντας προς αυτή.
               "Ο, ξέρεις εσύ κάποιον άλλον?" ρώτησε ο οικοδεσπότης.
               "Ποιόν δεν ξέρουμε? Η σύζυγος μου και εγώ ήμαστε από τους άσπρους λύκους, όλοι μας ξέρουν," απάντησε ο Κορσούνσκι. "Άννα Αρκαντίεβνα μόνο ένα γύρο?"
               "Εγώ δεν χορεύω εάν είναι πιθανό να μην γίνει," είπε αυτή.
               "Άλλα απόψε αυτό δεν είναι πιθανό," αστειεύτηκε αυτός.
               Εκείνη τη στιγμή πλησίαζε ο Βρόνσκι.
               "Λοιπόν, αφού αυτό είναι πιθανό να μην χορέψουμε απόψε, ας χορέψουμε," είπε αυτή χωρίς να δώσει σημασία στην υπόκλιση του Βρόνσκι και γρήγορα έβαλε το χέρι της στον ώμο του Κορσούνσκι.
               "Γιατί αυτή είναι δυσαρεστημένη μαζί του?" σκέφτηκε η Κίττη, παρατηρώντας ότι η Άννα σκόπιμα δεν έδωσε σημασία στην υπόκλιση του Βρόνσκι. Αυτός ήρθε στην Κίττη, υπενθυμίζοντας την τη πρώτη καντρίλια, και μετάνιωσε που αυτός δεν την είχε δει για πολύ ώρα. Η Κίττη, ενώ κοίταζε με θαυμασμό στην Άννα που χόρευε, άκουγε σ' αυτόν, περιμένοντας να της ζητήσει να χορέψουν βαλς, αλλά αυτός δεν αυτός δεν το έκανε έτσι και αυτή κοίταξε σ' αυτόν με έκπληξη. Αυτός κοκκίνισε και βιαστικά την ζήτησε να χορέψουν, αλλά μόλις και μετά βίας αυτός έβαλε το χέρι τους γύρω από την αδύνατη μέση της και ξεκίνησε ένα βήμα όταν σταμάτησε η μουσική. Η Κίττη κοίταξε μέσα στο πρόσωπο του το οποίο ήταν τόσο κοντά στο δικό της, αλλά για χρόνια μετά - αυτό το τόσο ερωτευμένο βλέμμα το οποίο τότε τον έδωσε, και το οποίο συνάντησε χωρίς απάντηση από αυτόν, της ράγισε την καρδιά με αβάσταχτη ντροπή.
               "Συγνώμη, συγνώμη, ένα βαλς - ένα βαλς," φώναξε ο Κορσούνσκι από την άλλη άκρη του δωματίου, και πιάνοντας το πρώτο κορίτσι μέσα στο πλήθος αυτός άρχισε να χορεύει.
               

Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Εικοστό πρώτο Κεφάλαιο]

                                                                        Κεφάλαιο 21



Η Ντόλη βγήκε από το δωμάτιο της για το τσάι των μεγάλων ανθρώπων. Ο Ομπλόνσκι δεν εμφανίστηκε. Αυτός πιθανών είχε αφήσει το δωμάτιο της συζύγου του από την άλλη πόρτα.
                "Φοβάμαι ότι εσύ θα κρυώσεις επάνω," επισήμανε η Ντόλη στην Άννα. "Εγώ θέλω να μετακομίσεις κάτω, και τότε εμείς θα μπορούμε να είμαστε η μια πιο κοντά στην άλλη."
                "Ω, σε παρακαλώ μην προβληματίζεσαι για εμένα," είπε η Άννα, διερευνώντας το πρόσωπο της Ντόλης και προσπαθώντας να ανακαλύψει αν είχε συμβεί μια επανασύνδεση.
                "Αυτό είναι πολύ ελαφρύ για εσένα κάτω," είπε η νύφη της.
                "Σου διαβεβαιώνω ότι εγώ κοιμάμαι πάντα και παντού σαν μυωξός"
                "Γιατί πράγμα μιλάτε?" ρώτησε ο Ομπλόνσκι στη σύζυγό του καθώς έμπαινε στο δωμάτιο από το γραφείο του.
                Από το τόνο του η Κίττη και η Άννα κατέληξαν ότι είχε συμβεί μια επανασύνδεση.
                "Θέλω η Άννα να μετακομίσει κάτω, μόνο οι κουρτίνες πρέπει να αλλάξουν. Εγώ πρέπει να το κάνω μόνη μου, κανείς άλλος δεν μπορεί να το κάνει," απάντησε η Ντόλη απευθυνόμενη σ' αυτόν.
                "Ένας Θεός ξέρει αν αυτοί έχουν συμφιλιωθεί αρκετά," σκέφτηκε η Άννα ακούγοντας το τόνο της, ο οποίος ήταν ψυχρός και ήρεμος.
                "Έλα τώρα, Ντόλη! πάντα δημιουργείς δυσκολίες," είπε ο σύζυγός της. "Εάν θέλεις θα τα κάνω όλα εγώ."
                "Ναι, αυτοί πρέπει να είναι ξανά μαζί," σκέφτηκε η Άννα.
                "Εγώ ξέρω πως θα τα κάνεις όλα εσύ," απάντησε η Ντόλη. "Εσύ θα πεις στον Μάθιου να κάνει κάτι που δεν μπορεί να γίνει και θα απομακρυνθείς, και αυτός θα τα μπερδέψει όλα," και καθώς αυτή μιλούσε με το συνηθισμένο ειρωνικό της χαμόγελο έκανε ρυτίδες στις γωνίες από το στόμα της Ντόλης.
                "Ναι, μια πλήρη, πλήρη επανασύνδεση, εντελώς ολοκληρωμένη. Δόξα τον Θεό!" σκέφτηκε η Άννα, και χαρούμενη που έχει τα μέσα για να τα καταφέρει, αυτή πήγε επάνω στη Ντόλη και την φίλησε.
                "Όχι καθόλου. Γιατί απεχθάνεσαι τόσο τον Μάθιου και εμένα?" είπε ο Ομπλόνσκι, γυρίζοντας στη σύζυγό του με ένα ελαφρύ χαμόγελο.
                Όλο το βράδυ η Ντόλη διατηρούσε το συνηθισμένο ελαφρώς ειρωνικό της τρόπο προς τον σύζυγό της, και ο Ομπλόνσκι ήταν ικανοποιημένος και εύφημος, αλλά όχι στο σημείο του προσποιητού για να ξεχάσει τη ενοχή του αφότου είχε πετύχει συγχώρηση.
                Στις εννιά και μισή μια ασυνήθιστη ευχάριστη και χαρούμενη οικογενειακή συζήτηση γύρω από τραπέζι του τσαγιού των Ομπλόνσκι ενοχλήθηκε από ένα φαινομενικά πολύ συνηθισμένο συμβάν το οποίο τους εντυπωσίασε όλους τόσο παράξενα. Ενώ αυτοί συζητούσαν για τις κοινές γνωριμίες τους από τη Πετρούπολη η Άννα ξαφνικά σηκώθηκε.
                "Εγώ έχω μια φωτογραφία της στο άλμπουμ μου," είπε αυτή, "και εγώ θα σου δείξω επίσης τον Σερέζα μου," πρόσθεσε αυτή με το περήφανο χαμόγελο της μητέρας.
                Προς στις 10 - η ώρα όταν αυτή λέει γενικά καληνύχτα στο γιο τής και συχνά τον βάζει στο  κρεβάτι η ίδια πριν πάει στο χορό - αυτή ένιωθε λυπημένη που ήταν τόσο μακρυά απ' αυτόν, και, για ο,τι αυτοί μιλούσαν οι σκέψεις της συνεχώς γυρίζανε γύρω από το σγουρομάλλικο Σερέζα της. Αυτή για πολύ ώρα κοίταζε στη φωτογραφία του και μιλούσε γι' αυτόν. Αρπάζοντας την πρώτη ευκαιρία αυτή σηκώθηκε και, βαδίζοντας σταθερά και ελαφριά, πήγε έξω για να φέρει το άλμπουμ της. Ανέβηκε τη σειρά των σκαλοπατιών μέχρι το δωμάτιο της από το κεφαλόσκαλο της ζεστής μπροστινής σκάλας. Καθώς έβγαινε από το σαλόνι υπήρξε ένα κουδούνισμα στη πόρτα.
                "Ποιος μπορεί να είναι?" ρώτησε η Ντόλη.
                "Είναι πολύ νωρίς για να με βγάλουν έξω, και πολύ αργά για κάποιον άλλον," είπε η Κίττη.
                "Χαρτιά από το γραφείο για εμένα, υποθέτω," είπε ο Ομπλόνσκι.
                Ένας υπηρέτης έτρεξε για να ανακοινώσει την νέα άφιξη, η οποία στεκόταν στο σκαλί της σκάλας κάτω από ένα φωτιστικό. Η Άννα κοίταξε κάτω από το κεφαλόσκαλο που αυτή στεκόταν και κάποια στιγμή αναγνώρισε τον Βρόνσκι και ένα αίσθημα χαράς αναμειγμένο με φόβο ξαφνικά αναδύθηκε στη καρδιά της.
                 Αυτός στεκόταν με το παλτό του, ψάχνοντας για κάτι στις τσέπες τους. Όταν η Άννα ήταν επάνω στο μέσω του διαδρόμου στην αρχή της σειράς των σκαλοπατιών, αυτός σήκωσε τα μάτια του και την είδε, και ένα βλέμμα κάτι σαν δυσχέρεια και φόβο εμφανίστηκε στο πρόσωπο του. Αυτή υποκλίθηκε ελαφριά και συνέχισε. Αυτή άκουσε την ηχηρή φωνή του Ομπλόνσκι κάτω ζητώντας τον να έρθει μέσα, και την χαμηλή, απαλή φωνή του Βρόνσκι να αρνείται.
                Όταν η Άννα επέστρεψε με το άλμπουμ της ενώ αυτός είχε ήδη φύγει, και ο Ομπλόνσκι είπε ότι ο Βρόνσκι είχε έρθει για να τον ενημερώσει για ένα δείπνο που αυτοί επρόκειτο να δώσουν την επόμενη ημέρα σε μια διασημότητα η οποία επισκεπτόταν την Μόσχα, αλλά πως αυτός δεν μπορούσε να τον παροτρύνει να έρθει μέσα. "Αυτός έδειχνε τόσο παράξενος," πρόσθεσε Ο Ομπλόνσκι.
                Η Κίττη κοκκίνισε. Αυτή σκέφτηκε ότι ήταν η μόνη που κατάλαβε γιατί αυτός είχε έρθει στο σπίτι και γιατί δεν ήρθε μέσα. "Αυτός πήγε στο σπίτι μας," σκέφτηκε αυτή, και δεν με βρήκε εκεί υπέθεσε ότι εγώ ήμουν εδώ. Και αυτός δεν μπορούσε να έρθει μέσα επειδή η Άννα είναι εδώ, και αυτός το σκέφτηκε πολύ αργά."
                Όλοι αυτοί κοίταζαν ο ένας τον άλλο και δεν είπαν τίποτα αλλά άρχισαν να εξετάζουν το άλμπουμ της Άννας.
                Δεν υπήρχε τίποτα το εξωπραγματικό ή το παράξενο στο γεγονός ότι ένας άνδρας είχε έρθει στις εννιά και μισή στο σπίτι ενός φίλου για να τον ενημερώσει για ένα δείπνο που αυτοί σχεδίαζαν και ότι αυτός δεν μπορούσε να έρθει μέσα' αλλά αυτό φαινόταν παράξενο σ' όλους. Για την Άννα συγκεκριμένα αυτό φαινόταν παράξενο και όχι σωστό.

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Εικοστό Κεφάλαιο]

                                                             Κεφάλαιο 20


Το υπόλοιπο εκείνης της ημέρας η Άννα παρέμεινε στο σπίτι, που είναι το σπίτι των Ομπλόνσκι, και δεν δέχτηκε κανένα, αν και αρκετοί από τους γνωστούς της οι οποίοι είχαν ακούσει για την άφιξη της ήρθαν για να την δουν. Αυτή πέρασε το πρωινό μέρος της ημέρας με την Ντόλη και τα παιδιά, και έστειλε ένα σημείωμα στον αδερφό της για να σιγουρευτεί και να έρθει σπίτι για το δείπνο. "Έλα," αυτή έγραψε. "Ο Θεός είναι ελεήμων."
                  Ο Ομπλόνσκι δείπνησε στο σπίτι, η συζήτηση ήταν γενική, και η σύζυγος του απευθυνόταν σ' αυτόν με οικειότητα σε δεύτερο ενικό πρόσωπο, το οποίο αυτή δεν είχε κάνει όλες αυτές τις ημέρες. Υπήρχε ακόμα η ίδια αποξένωση στους τρόπους τους ο ένας με τον άλλο, αλλά όχι για αρκετή ώρα έκανε μια ερώτηση για την απόσπαση, και ο Ομπλόνσκι είδε ότι η εξήγηση και η συμφιλίωση ήταν δυνατή.
                  Αμέσως μετά το δείπνο ήρθε η Κίττη. Αυτή γνώριζε την Άννα, αλλά μόνο λίγο, και ήρθε στη αδερφή της χωρίς φόβο για το πως αυτή θα γινόταν δεκτή από μια γυναίκα της Κοινωνίας της Πετρούπολης την οποία όλοι θαύμαζαν τόσο πολύ. Αλλά αυτή τώρα παρατήρησε ότι η Άννα την συμπαθούσε. Αυτό ήταν φανερό ότι η ομορφιά και η νεότητα της έδιναν στην Άννα την ευχαρίστηση και πριν η Κίττη είχε χρόνο για να αποκτήσει την αυτοκυριαρχία της που αυτή ένιωθε όχι ότι ήταν κάτω από την επίδραση της Άννας αλλά ότι ήταν ερωτευμένη μαζί της, όπως τα νεαρά κορίτσια που συνηθίζουν να είναι με παντρεμένες γυναίκες μεγαλύτερες από τις ίδιες. Η Άννα δεν ήταν όπως μια γυναίκα της Κοινωνίας ή η μητέρα ενός οκτάχρονου γιου. Η ευληγισεία της φιγούρας της, η φρεσκάδα της, και η φυσική ζωηρότητα του προσώπου της εμφανιζόταν τώρα στο χαμόγελο της, στα μάτια της, θα μπορούσαν να την έχουν κάνει να μοιάζει περισσότερο με ένα κορίτσι είκοσι ετών που αυτό δεν είχε μια σοβαρή και μερικές φορές λυπημένη έκφραση στα μάτια της τα οποία εντυπωσίασαν την Κίττη και την προσέλκυσαν. Η Κίττη ένιωθε ότι η Άννα ήταν εντελώς ειλικρηνής και ότι δεν προσπαθούσε να κρύψει τίποτα, αλλά ότι αυτή ζούσε σε ένα άλλο, πιο υψηλό κόσμο γεμάτο από περίπλοκα ποιητικά ενδιαφέροντα πέρα από το πεδίο επιρροής της Κίττης.
                  Μετά το δείπνο, όταν η Ντόλη είχε πάει στο δωμάτιο της, η Άννα σηκώθηκε γρήγορα και πήγε στον αδερφό της ο οποίος μόλις άναψε ένα τσιγάρο.
                  "Στιβ," είπε αυτή σ' αυτόν με ένα χαρούμενο λαμπύρισμα στο μάτι της και κάνοντας το σημάδι του σταυρού σ' αυτόν καθώς έδειχνε την πόρτα με ένα βλέμμα. "Πήγαινε και ίσως ο Θεός σε βοηθήσει." Αυτός κατάλαβε, έσβησε το τσιγάρο του, και εξαφανίστηκε μέσα στη πόρτα.
                  Όταν ο Ομπλόνσκι είχε φύγει, αυτή επέστρεψε στο καναπέ όπου καθόταν περικυκλωμένη από τα παιδιά.
                  Είτε επειδή αυτά έβλεπαν ότι η "Μαμά" αγαπούσε πολύ αυτή τη θεία, ή επειδή αυτά τα ίδια ένιωθαν την ασυνήθιστη γοητεία της, πρώτα τα δύο μεγαλύτερα παιδιά, και έπειτα το μικρότερο, όπως είναι συχνά ο τρόπος με τα παιδιά, ακόμα πριν το δείπνο είχαν αρχίσει να κολλάνε σ' αυτή, και τώρα δεν θα μπορούσαν να φύγουν από δίπλα της. Και αυτοί άρχισαν κάτι σαν ένα παιχνίδι το οποίο αποτελούταν από το να προσπαθήσουν να πάνε όσο το δυνατό πιο κοντά σ' αυτή, να την αγγίξουν, να της κρατήσουν το μικρό της χέρι, να την φιλήσουν, να παίξουν με το δακτυλίδι της, ή τέλος να αγγίξουν τα βολάν από το φόρεμα της.
                  "Τώρα πως καθόμασταν εμείς πριν?" είπε η Άννα, παίρνοντας ξανά τη θέση της.
                  Και ο Γκρίσα πίεσε ξανά το κεφάλι του κάτω από το χέρι της και γέρνοντας αντίθετα προς το φόρεμα της έλαμψε με υπερηφάνεια και χαρά.
                  "Και πότε πρόκειται να γίνει ο χορός?" είπε η Άννα, γυρίζοντας στη Κίττη.
                  "Την επόμενη εβδομάδα, και αυτός είναι ένας απολαυστικός χορός. Ένας από αυτούς τους χορούς οι οποίοι είναι πάντα διασκεδαστικοί."
                  "Υπάρχει πάντα αυτή η χαρά?" ρώτησε η Άννα με μια ευπαθή ειρωνία.
                  "Αυτό είναι παράξενο, αλλά υπάρχει! Πάντα είναι διασκεδαστικοί στους Μπορμπίστσεβς και επίσης στους Νικίτινς, ενώ πάντα βαρετοί στους Μέζκοβς, το έχεις παρατηρήσει?"
                  "Όχι, αγαπητή μου, δεν υπάρχουν πλέον χαρούμενοι χοροί για εμένα," είπε η Άννα, και η Κίττη είδε στα μάτια της αυτό το ασυνήθιστο κόσμο ο οποίος ακόμα δεν αποκαλύφθηκε σ' αυτή. "Υπάρχουν κάποιοι που δεν είναι τόσο δύσκολοι και βαρετοί όπως οι υπόλοιποι."
                  "Πως μπορείς να βαρεθείς εσύ σ' ένα χορό?"
                  "Γιατί δεν μπορώ να βαρεθώ σ' ένα χορό?"
                  Η Κίττη είδε ότι η Άννα ήξερε την απάντηση που ακολουθούσε.
                  "Επειδή εσύ πρέπει πάντα να είσαι η ωραία του χορού."
                  Η Άννα είδε την ικανότητα για να κοκκινίσει.Αυτή κοκκίνισε και απάντησε, "Αρχικά, εγώ ποτέ δεν είμαι' αλλά ακόμα και αν ήμουν, γιατί θα μπορούσε να είναι χρήσιμο για εμένα?"
                  "Εσύ, θα πας σ' αυτό το χορό?" ρώτησε η Κίττη.
                  Υποθέτω ότι θα πάω. Εδώ, πάρε αυτό," είπε αυτή, γυρνώντας στην Τάνια η οποία τραβούσε ένα δαχτυλίδι το οποίο εφαρμοζόταν χαλαρά στο μικρό μυτερό χέρι της θείας της.
                  "Εγώ θα είμαι πολύ χαρούμενη εάν εσύ πας. Θα μου άρεσε τόσο να σε δω στον χορό."
                  "Λοιπόν, τότε, εάν εγώ πρέπει να πάω, εγώ πρέπει να παρηγορήσω τον εαυτό μου με τη σκέψη ότι αυτό θα σε ευχαριστούσε... Γκρίσα, σε παρακαλώ μην τραβάς τόσο δυνατά, όλο αυτό είναι ήδη μπερδεμένο," είπε αυτή, τακτοποιώντας μια χαμένη μπούκλα από τα μαλλιά της με την οποία έπαιζε ο Γκρίσα.
                  "Σε φαντάζομαι σ' αυτό το χορό με λιλά!"
                  "Γιατί πρέπει να είναι λιλά?" ρώτησε η Άννα μισό γελώντας. "Τώρα παιδιά, φύγετε, φύγετε. Δεν ακούσατε? Εκεί είναι η δις Χιούλ που σας φωνάζει για το τσάι," συνέχισε αυτή, αποδεσμεύοντας τον εαυτό της από τα παιδιά στέλνοντας τα στη τραπεζαρία. "Αλλά ξέρω γιατί εσύ μου ζητάς να πάω σ' αυτό το χορό. Εσύ περιμένεις πολλά από αυτό, και θα ήταν ωραίο στο καθένα να είναι εκεί και να έχει μέρος σ' αυτό."
                  "Πώς το ξέρεις? Λοιπόν ναι!"
                  "Ω ναι, αυτό είναι καλό για την ηλικία σου," συνέχισε η Άννα. "Εγώ θυμάμαι και γνωρίζω αυτή τη μπλε ομίχλη στα Ελβετικά βουνά... αυτή η ομίχλη η οποία καλύπτει τα πάντα σ' αυτή τη ευλογημένη στιγμή όταν η παιδικότητα απλώς, απλώς έρχεται σ' ένα τέλος, και αυτός ο πελώριος, ευλογημένος κύκλος μετατρέπεται σε ένα παντοτινά - στενό μονοπάτι, και περνάς τη φήμη χαρούμενα ακόμα και με φόβο, αν και αυτό δείχνει λαμπερό και όμορφο... Ποιος δεν έχει περάσει από αυτό?"
                  Η Κίττη χαμογέλασε και παρέμεινε σιωπηλή. "Πως πέρασε από αυτό? Πόσο θα ήθελα να μάθω την ιστορία της!" σκέφτηκε αυτή, θυμήθηκε την ανέκφραστη εμφάνιση του συζύγου της Άννας Αλέξις Καρένιν.
                  "Κάτι ξέρω εγώ - ο Στίβ μου μίλησε και εγώ σε συγχαίρω. Μου άρεσε πάρα πολύ," συνέχισε η Άννα. "Εγώ συνάντησα τον Βρόνσκι στο σιδηροδρομικό σταθμό."
                  "Ω, ήταν αυτός εκεί?" ρώτησε η Κίττη, κοκκινίζοντας. "Τι σου είπε ο Στίβ?"
                  "Ο Στίβ μου τα αποκάλυψε όλα, και εγώ είμαι πολύ χαρούμενη... Εγώ ταξίδεψα χθες με τη μητέρα του Βρόνσκι," συνέχισε αυτή, "Και αυτή μιλούσε γι' αυτόν όλη την ώρα. Αυτός είναι ο αγαπημένος της γιος. Εγώ γνωρίζω πως είναι ο μονογονεϊκές μητέρες, αλλά..."
                  "Τι σου είπε η μητέρα του?"
                  "Ο πάρα πολλά! και ξέρω ότι αυτός είναι ο αγαπημένος της, αλλά ο οποιοσδήποτε μπορεί να δει ότι αυτός είναι γεμάτος από ιπποτισμό... Για παράδειγμα αυτή μου είπε ότι αυτός επιθυμεί να δώσει όλη τη περιουσία του στον αδερφό του, ότι ήδη ως ένα αγόρι αυτός είχε κάνει κάτι εξαιρετικό, έσωσε μια γυναίκα από πνιγμό. Με μια λέξη, αυτός είναι ήρωας," είπε η Άννα, χαμογελώντας και θυμήθηκε τις 200 ρούβλιες που αυτός είχε δώσει στο σταθμό.
                  Αλλά αυτή δεν ανέφερε τις 200 ρούβλιες. Για κάποιο λόγο δεν της άρεσε να σκέφτεται γι' αυτά. Αυτή ένιωθε ότι υπάρχει κάτι σ' αυτό που συνδέεται προσωπικά μαζί της που δεν θα έπρεπε να υπάρχει.
                  "Αυτή συγκεκριμένα θέλει να πάω να την δω," συνέχισε η Άννα. "Εγώ είμαι χαρούμενη για να δω την ηλικιωμένη κυρία ξανά, και θα πάω αύριο. Λοιπόν, ευτυχώς ο Στίβ σταμάτησε πολύ καιρό με την Ντόλη," πρόσθεσε αυτή αλλάζοντας το θέμα, και αυτή σηκώθηκε, δυσαρεστημένη με κάτι, σκέφτηκε η Κίττη.
                  "Εγώ ήμουν πρώτος! Όχι, εγώ!" φώναζαν τα παιδιά, τα οποία είχαν τελειώσει το τσάι τους έτρεξαν πίσω στη Θεία Άννα.
                  "Όλοι μαζί!" είπε η Άννα γελώντας και τρέχοντας για να τα συναντήσει, και βάζοντας τα χέρια της γύρω από αυτά αυτή έκανε τούμπες με όλο το πλήθος των παιδιών παλεύοντας και στριγκλίζοντας με χαρά - στο πάτωμα.

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2017

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Δέκατοεννατο Κεφάλαιο]

                                                                 Κεφάλαιο 19



Όταν η Άννα έφτασε η Ντόλλι καθόταν στο μικρό της σαλόνι δίνοντας στο μικρό ξανθομάλλικο πλαδαρό αγόρι (ο οποίος έμοιαζε τον πατέρα του) ένα κείμενο των Γαλλικών. Το αγόρι, όπως αυτό διάβαζε, συνέχισε να στριφογυρίζει και προσπάθησε να βγάλει ένα χαμένο κουμπί που κρεμιόταν από την ζακέτα του. Η μητέρα του μετακίνησε το μικρό πλαδαρό του χέρι μακριά αρκετές φορές, αλλά αυτό πάντα γύριζε στο κουμπί. Στο τέλος αυτή έβγαλε το κουμπί και το έβαλε στην τσέπη της.
                        "Κράτησε ήσυχα τα χέρια σου, Γκρίσα," είπε αυτή, και ξανά πήρε την κουβέρτα που έπλεκε, ένα κομμάτι δουλειάς που άρχισε πολύ καιρό πριν, στο οποίο αυτή πάντα επέστρεφε σε καιρούς προβλημάτων, και το οποίο αυτή τώρα έπλεκε, νευρικά πετώντας τις βελονιές επάνω με τα δάκτυλά της και μετρώντας τες. Αν και αυτή είχε στείλει ένα σημείωμα στον σύζυγό της μια μέρα πριν ότι δεν νοιαζόταν είτε έρθει η αδερφή του είτε όχι, αυτή είχε ετοιμάσει τα πάντα για την άφιξη της και την περίμενε με ταραχή.
                        Η Ντόλλι ήταν υπερισχυμένη από το περιβάλλον της και αρκετά εξαρτώμενη από αυτό. Παρ' όλα αυτά, αυτή θυμήθηκε ότι η κουνιάδα της, η Άννα, ήταν η σύζυγος ενός από τους πιο σημαντικότερους άνδρες στην Πετρούπολη, και μια μεγάλη κυρία. Χάρη σ' αυτή την περίπτωση δεν πραγματοποίησε την απειλή της στον σύζυγό της, και δεν ξέχασε ότι ερχόταν η κουνιάδα της.
                        "Μέτα από όλα αυτά τουλάχιστον αυτό δεν είναι λάθος της Άννας," σκέφτηκε. "Εγώ δεν γνωρίζω τίποτα αλλά μόνο καλό γι' αυτή, και ποτέ δεν μου έχει δείξει οτιδήποτε αλλά ευγένεια και φιλία."
                        Αυτό ήταν αλήθεια πως, απ' όσο αυτή μπορούσε να θυμηθεί την επίσκεψη της στους Καρένιν στην Πετρούπολη, δεν την είχε αρέσει το σπίτι τους: εκεί φαινόταν να είναι κάτι λάθος στον τόνο της οικογενειακής τους ζωής. "Αλλά γιατί δεν θα έπρεπε να την υποδεχθώ? Μόνο εάν αυτή δεν προσπαθήσει να με περηγορήσει!" σκέφτηκε η Ντόλλη. "Όλες αυτές οι παρηγοριές και οι ενθαρρύνσεις και οι Χριστιανικές συγχωρήσεις, εγώ τα έχω σκεφτεί χιλιάδες φορές, και όλα αυτά δεν είναι καλά."
                        Όλες αυτές τις τελευταίες ημέρες η Ντόλη είχε μείνει μόνη μαζί με τα παιδιά της. Αυτή δεν ήθελε να μιλήσει στο περιβάλλον της ακόμα και με αυτό στο μυαλό της δεν μπορούσε να μιλήσει για διαφορετικά θέματα. Αυτή γνώριζε ότι με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, αυτή μπορούσε να πει τα πάντα στην Άννα, και τώρα αυτό την ικανοποιούσε να σκεφτεί πως θα μπορούσε να το πει, και μετά ένιωσε ενοχλημένη που πρέπει να μιλήσει για την ταπείνωση της με αυτή - την αδερφή του - και να ακούσει μια σειρά φράσεων ενθάρρυνσης και παρηγοριάς.
                        Όπως αυτό συμβαίνει συχνά, αν και αυτή κοίταζε συνέχεια στο ορολόι, περιμένοντας για την Άννα, άφησε αυτή την στιγμή όταν έφτασε η επισκέπτρια της χωρίς ακόμα να ακούσει το κουδούνι.
                        Και όταν αυτή άκουσε απαλά βήματα και το θρόισμα από τα μεσοφόρια ήδη, στην πόρτα, αυτή κοίταξε γύρω όχι με μια έκφραση ευχαρίστησης αλλά έκπληξης στο καταβεβλημένο πρόσωπό της. Αυτή σηκώθηκε και αγκάλιασε την κουνιάδα της.
                        "Λοιπόν είσαι ήδη εδώ?" είπε αυτή, φιλώντας την.
                        "Ντόλη, είμαι τόσο χαρούμενη που σε βλέπω!"
                        "Και εγώ επίσης χαίρομαι," είπε η Ντόλη με ένα αδύναμο χαμόγελο προσπαθώντας να μαντέψει από την έκφραση της Άννας πόσα πολλά γνώριζε. "Αυτή πρέπει να ξέρει," σκέφτηκε, παρατηρώντας το βλέμμα συμπάθειας στο πρόσωπο της Άννας.
                        "Έλα, άφησε με να σε πάω στο δωμάτιο σου," συνέχισε, προσπαθώντας να απομακρύνει όσο γινόταν την πιθανή στιγμή για ενθάρρυνση.
                        "Αυτός είναι ο Γκρίσα? Αγαπητή μου πόσο έχει μεγαλώσει!" είπε η Άννα, και έχοντας τον φιλήσει, αυτή στεκόταν με τα μάτια της επικεντρωμένα στη Ντόλη και κοκκίνισε. "Όχι, μην μας αφήνεις να πάμε κάπου αλλού."
                        Αυτή έβγαλε το σάλι της και το καπέλο της και, έχοντας το πιάσει με τα μαύρα και πολύ σγουρά μαλλιά της, κούνησε το κεφάλι της για να το ελευθερώσει.
                        "Και εσύ είσαι λαμπερή με χαρά και υγεία!" είπε η Ντόλη σχεδόν με ζήλια.
                        "Εγώ?... ναι," είπε η Άννα. "Γιατί, αγαπητή μου, εδώ είναι η Τάνια! Εσύ είσαι ακριβώς στην ίδια ηλικία όπως ο μικρός μου, Σερέζα," πρόσθεσε, στρεφόμενη στο μικρό κορίτσι το οποίο έτρεχε μέσα στο δωμάτιο, και παίρνοντάς την από τα μπράτσα, η Άννα την φίλησε. "Γλυκό κοριτσάκι! αγαπητό! Άφησε με να τα δω όλα."
                        Αυτή όχι μόνο τα θυμόταν όλα με τα ονόματά τους, αλλά θυμόταν τις ηλικίες ακόμα και τους μήνες των γενεθλίων τους, τα χαρακτηριστικά τους, και τις αρρώστιες που αυτά είχαν: Και η Ντόλη δεν μπορούσε παρά να το εκτιμήσει αυτό.
                        "Μπορούμε να πάμε και να τα δούμε?" είπε αυτή. "Είναι κρίμα που η Βάσια κοιμάται."
                        Έχοντας κοιτάξει στα παιδιά αυτές επέστρεφαν στο σαλόνι και, μένοντας τώρα μόνες, κάθισαν κάτω για τον καφέ στο τραπέζι. Η Άννα κράτησε τον δίσκο αλλά μετά τον έβαλε δίπλα.
                        "Ντόλη" είπε "αυτός μου έχει μιλήσει!"
                        Η Ντόλη κοίταξε ψυχρά στην Άννα. Αυτή περίμενε να ακούσει λέξεις προσποιητής συμπάθειας αλλά η Άννα δεν είπε τίποτα τέτοιο.
                        "Ντόλη καλή μου!" άρχισε αυτή, "Εγώ δεν θέλω να πάρω το μέρος του ή να σε παρηγορήσω' αυτό θα ήταν αδύνατο, εγώ απλώς λυπάμαι για εσένα, λυπάμαι από τα βάθη της καρδιάς μου!"
                        Τα λαμπερά της μάτια κάτω από τις χονδρές βλεφαρίδες της ξαφνικά γέμισαν με δάκρυα. Αυτή πήγε πιο κοντά στη κουνιάδα της με το μικρό ευεργετικό της χέρι κράτησε αυτό της Ντόλης. Η δεύτερη δεν τράβηξε πίσω το δικό της αλλά το πρόσωπό της διατηρούσε αυτή την σκληρή έκφραση. Είπε αυτή, "Αυτό ήταν αδύνατο να με παρηγορήσεις. Τα πάντα είναι χαμένα μετά από αυτό που έχει συμβεί. τα πάντα καταστράφηκαν!"
                         Μόλις το είχε πει το πρόσωπό της μαλάκωσε. Η Άννα σήκωσε το ξερό λεπτό χέρι της Ντόλης, το φίλησε και είπε: "Αλλά τι πρέπει να γίνει, Ντόλη, τι πρέπει να γίνει? Είναι αυτός ο καλύτερος τρόπος δράσης σε αυτή τη τρομερή θέση? Αυτό είναι που κάποιος μπορεί να σκεφθεί."
                         "Τα πάντα είναι σ' ένα τέλος, και αυτό είναι όλο," είπε η Ντόλη. "Και το χειρότερο είναι, καταλαβαίνεις, ότι δεν μπορώ να τον αφήσω: υπάρχουν τα παιδιά, και εγώ είμαι περιορισμένη. Αλλά δεν μπορώ να ζήσω μαζί του' αυτό είναι αβάστακτο για εμένα να τον βλέπω."
                         "Ντόλη, καλή μου, αυτός μου έχει μιλήσει, αλλά θέλω να το ακούσω από εσένα. Πες μου τα όλα."
                         Η Ντόλη κοίταξε σ' αυτή εξεταστικά.
                         Η ειλικρινής συμπάθεια και η στοργή ήταν ορατά στο πρόσωπο της Άννας.
                         "Εάν σου αρέσει," είπε η Ντόλη ξαφνικά, "αλλά θα αρχίσω από την αρχή. Γνωρίζεις πως παντρεύτηκα. Με τη μόρφωση που μου έδωσε η Μαμά, εγώ δεν ήμουν απλώς αφελής, αλλά ανόητη! Εγώ δεν ήξερα τίποτα. Ξέρω πως αυτοί λένε ότι οι σύζυγοι μιλούνε στις συζύγους τους πως αυτοί ζούσαν, αλλά ο Στίβ..." Αυτή διόρθωσε τον εαυτό της. "Αλλά ο Στέφαν Αρκαντίεβιτσ δεν μου είπε τίποτα. Εσύ δύσκολα θα το πιστέψεις, αλλά μέχρι τώρα νόμιζα ότι ήμουν η μόνη γυναίκα που αυτός είχε γνωρίσει ποτέ. Σκέψου μόνο, ότι όχι μόνο δεν υποπτευόμουν την απιστία του, αλλά το θεωρούσα αδύνατο. Εγώ έπειτα... απλώς φανταζόμουν τέτοιες ιδέες ξαφνικά να' ανακαλύψω όλα αυτά τα τρομερά, όλη αυτή την αποστροφή... Προσπάθησε να με καταλάβεις. "Να είσαι εντελώς σίγουρη για την ευτυχία κάποιου και ξαφνικά..." συνέχισε η Ντόλη, καταπνήγοντας τους λυγμούς της, "να διαβάζεις ένα γράμμα, το γράμμα του, στην ερωμένη του, τη γκουβερνάντα των παιδιών μου. Όχι αυτό είναι τόσο τρομερό!" Αυτή ξαφνικά έβγαλε έξω το μαντήλι της και έκρυψε το πρόσωπό της σ' αυτό.
                         "Εγώ ίσως θα μπορούσα να καταλάβω' ένα στιγμιαίο λάθος," αυτή συνέχισε μετά από μια παύση, "αλλά προσεκτικά, έξυπνα για να με κοροϊδέψει... και με ποιόν? Για να συνεχίσει μαζί μου ως σύζυγός μου, και μαζί της την ίδια στιγμή... αυτό είναι απαίσιο' εσύ δεν μπορείς να συνειδητοποιήσεις..."
                         "Ο ναι, εγώ μπορώ, εγώ μπορώ να καταλάβω, Ντόλη καλή μου, εγώ μπορώ να καταλάβω," είπε η Άννα πιέζοντας το χέρι της.
                         "Και νομίζεις ότι αυτός συνειδητοποιεί τον τρόμο της κατάστασης μου?" συνέχισε η Ντόλη. "Καθόλου! Αυτός είναι χαρούμενος και ικανοποιημένος."
                         "Ο όχι," η Άννα διέκοψε γρήγορα. "Αυτός είναι αξιοθρήνητος, αυτός είναι κατακλυσμένος με συμπόνια..."
                         "Είναι ικανός για συμπόνια?" διέκοψε η Ντόλη, κοιτάζοντας εξεταστικά στο πρόσωπο της κουνιάδας της.
                         "Ο ναι, εγώ τον ξέρω. Εγώ δεν θα μπορούσα να κοιτάξω σ' αυτόν χωρίς οίκτο. Και οι δύο τον ξέρουμε. Αυτός είναι καλόκαρδος, αλλά επίσης είναι υπερήφανος, και τώρα είναι τόσο ταπεινωμένος. Αυτό που με παρακίνησε περισσότερο είναι... (και εδώ η Άννα μάντεψε αυτό που θα μπορούσε να αγγίξει περισσότερο την Ντόλη) ότι δύο πράγματα τον βασανίζουν. Αυτός ντράπηκε για τα παιδιά, και αυτό, ότι σε αγαπάει... ναι, ναι σε αγαπάει από οποιαδήποτε άλλη στον κόσμο," αυτή συνέχισε βιαστικά, χωρίς να ακούσει στην Ντόλη η οποία ήταν έτοιμη να απαντήσει, "αυτός σε έχει πληγώσει, σε χτύπησε τόσο σκληρά. Αυτός συνέχεια έλεγε, ' "Όχι, όχι αυτή ποτέ δεν θα με συγχωρήσει!" '
                         Η Ντόλη, κοίταξε πέρα από την κουνιάδα της, ακούγοντας σκεπτικά.
                         "Ναι, καταλαβαίνω ότι η θέση του είναι τρομερή' αυτό είναι χειρότερο για την ενοχή από την αθώοση κάποιου," είπε αυτή, "εάν αισθάνεται ότι όλη η ατυχία έρχεται από λάθος του. Αλλά πως μπορώ να τον συγχωρήσω, πως μπορώ να είμαι μια σύζυγος γι' αυτόν μετά από αυτή?... Η ζωή μαζί του τώρα θα είναι μια οδύνη για εμένα, απλώς επειδή αγαπώ την παλιά μου αγάπη για αυτόν..." Λυγμοί έκοψαν τα σύντομα λόγια της.
                         Αλλά σαν να μαλάκωνε σκόπιμα κάθε φορά αυτή, άρχιζε να μιλάει ξανά για το πράγμα που την ενοχλούσε.
                         "Γνωρίζεις ότι αυτή είναι νέα, είναι όμορφη," είπε αυτή. "Βλέπεις, Άννα, η νεότητα μου και τα καλά μου χαρακτηριστικά έχουν θυσιαστεί και για ποιόν? Για αυτόν και τα παιδιά του. Έχω εξυπηρετήσει τον σκοπό του και τα έχασα όλα στην εξυπηρέτηση, και φυσικά ένα φρέσκο, ανάξιο πλάσμα τώρα τον ευχαριστεί καλύτερα. Αυτοί πιθανών να μιλούν για εμένα, ή ακόμα χειρότερα, να αποφεύγουν το θέμα... καταλαβαίνεις?"
                         Και η απέχθεια άναψε ξανά στα μάτια της.
                         "Και ύστερα από αυτό αυτός θα μου πει... Πρόκειται εγώ να τον πιστέψω? Ποτέ... Όχι, όλα τελείωσαν, όλα για τους κόπους μου, τις ταλαιπορίες μου... Εσύ θα με πιστέψεις, έχω μόλις διδάξει ένα μάθημα στον Γκρίσα: αυτό συνήθιζε να είναι ευχάριστο και τώρα αυτό είναι μια οδύνη. Γιατί είναι καλό να φύγω από τους πόνους μου, δουλεύοντας τόσο σκληρά? Γιατί χρησιμοποιώ τα παιδιά? Αυτό είναι τρομερό, η ψυχή μου έχει τόσο ξεσηκωθεί που αντί για αγάπη και τρυφερότητα σ' αυτόν δεν έχει μείνει τίποτα αλλά θυμός, ναι, θυμός. Εγώ θα μπορούσα να τον σκοτώσω..."
                         "Ντόλη αγαπητή μου! Καταλαβαίνω, αλλά μην βασανίζεις τον εαυτό σου. Είσαι τόσο βαθιά πληγωμένη, τόσο αναστατωμένη, που εσύ βλέπεις πολλά πράγματα από λάθος πλευρά."
                         Η Ντόλη ήταν σιωπηλή, και για ένα ή δυο λεπτά δεν μίλησε.
                         "Τι να κάνω? Σκέψου το, Άννα, βοήθησε με! Εγώ έχω φέρει στο μυαλό μου τα πάντα που μπορούσα να σκεφτώ, και δεν βρήκα τίποτα."
                         Η Άννα δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο, αλλά η καρδιά της ανταποκρινόταν σε κάθε λέξη και κάθε βλέμμα της Ντόλης.
                         "Όλο αυτό που μπορώ να πω είναι ότι," άρχισε η Άννα, "Εγώ είμαι αδερφή του, και ξέρω τον χαρακτήρα του, την ικανότητα να ξεχνάει τα πάντα," αυτή έκανε ένα νεύμα με το χέρι της μπροστά στο μέτωπό της, "αυτή η ικανότητα να επιτρέπει τον εαυτό του να είναι εντελώς συνεπαρμένος, αλλά από την πλευρά εντελώς μετανιωμένος. Αυτός δύσκολα, μπορεί να το πιστέψει τώρα - δύσκολα μπορεί να το καταλάβει - πως αυτός μπορεί να το κάνει."
                         "Όχι, αυτός καταλαβαίνει και κατάλαβε" διέκοψε η Ντόλη. "Και εγώ... εσύ με ξέχασες... Γίνεται αυτό πιο εύκολο για εμένα?"
                         "Περίμενε λίγο. Όταν αυτός μου μίλησε, ομολογώ πως δεν συνειδητοποίησα αρκετά την αθλιότητα της θέσης σου. Εγώ είδα μόνο την πλευρά του, και ότι η οικογένεια ήταν αναστατωμένη, και ήμουν λυπημένη γι' αυτόν, αλλά τώρα έχοντας μιλήσει μαζί σου εγώ ως μια γυναίκα βλέπω κάτι άλλο. Βλέπω ότι εσύ υποφέρεις και δεν μπορώ να σου πω πόσο λυπάμαι για εσένα. Αλλά, αγαπητή Ντόλη, εγώ καταλαβαίνω πλήρως τα βάσανα σου, ακόμα όμως υπάρχει ένα πράγμα που δεν ξέρω. Δεν ξέρω... δεν ξέρω πόση πολύ αγάπη υπάρχει ακόμα στη ψυχή σου - μόνο εσύ το ξέρεις αυτό. Υπάρχει αρκετή για συγχώρεση? Εάν υπάρχει - τότε συγχώρεσε τον."
                          "Όχι," άρχισε η Ντόλη, αλλά η Άννα την σταμάτησε και φίλησε ξανά το χέρι της.
                          "Εγώ ξέρω τον κόσμο καλύτερα από εσένα," είπε αυτή. "Εγώ γνωρίζω άνδρες σαν τον Στίβ και πως αυτοί βλέπουν αυτά τα πράγματα. Εσύ νομίζεις ότι αυτός μιλάει σ' αυτή για εσένα. Αυτό ποτέ δεν συμβαίνει. Αυτοί οι άνδρες μπορεί να είναι άπιστοι, αλλά τα σπίτια τους, οι σύζυγοι τους, είναι τα ιερά τους μέρη. Αυτοί κανονίζουν κατά κάποιο τρόπο να κρατούν αυτές τις γυναίκες σε περιφρόνηση και δεν τις αφήνουν να αναμειγνύονται με την οικογένεια. Αυτοί φαίνεται να τραβάνε κάποιο είδος γραμμής ανάμεσα στη οικογένεια και σ' αυτές τις άλλες. Εγώ δεν το καταλαβαίνω, αλλά αυτό έτσι είναι.
                          "Ναι, αλλά αυτός την φίλησε..."
                          "Ντόλη, για περίμενε λίγο. Εγώ έχω δει τον Στίβ όταν ήταν ερωτευμένος μαζί σου. Εγώ θυμάμαι ότι αυτός ερχόταν σ' εμένα και έκλαιγε (τι ποιοτικά και υψηλά ιδανικά που είσαι στενά συνδεδεμένη μέσα στο μυαλό του!), και εγώ ξέρω ότι εσύ όσο περισσότερο καιρό αυτός ζούσε μαζί σου όλο και περισσότερο εσύ ανέβαινες στη εκτίμηση του. Εσύ ξέρεις ότι εμείς συνηθίζαμε να γελάμε μ' αυτόν επειδή η κάθε τελευταία κουβέντα του ήταν, "Η Ντόλη είναι μια υπέροχη γυναίκα," Εσύ ήσουν και ακόμα είσαι στην θεότητα του, και αυτό το ξεμυάλισμα ποτέ δεν έφτασε στην ψυχή του..."
                          "Αλλά υποθέτεις ότι το ξεμυάλισμα είναι επαναλαμβανόμενο?"
                          "Αυτό δεν μπορεί να είναι, όπως καταλαβαίνω..."
                          "Και εσύ μπορείς να συγχωρέσεις?"
                          "Εγώ δεν ξέρω, δεν μπορώ να κρίνω... Ναι, εγώ μπορώ," είπε η Άννα, μετά από ένα λεπτό σκέψης. Ο νους της το είχε καταλάβει και ζύγισε την κατάσταση, και αυτή πρόσθεσε, "Ναι, εγώ μπορώ, μπορώ. Ναι, θα μπορούσα να συγχωρήσω. Εγώ δεν θα μπορούσα να παραμείνω η ίδια γυναίκα - όχι, αλλά εγώ μπορώ να συγχωρήσω και να το συγχωρήσω τελείως σαν να μην είχε συμβεί ποτέ."
                          "Λοιπόν, φυσικά..." παρενέβη γρήγορα η Ντόλη σαν να έλεγε αυτό που συχνά λέει στον εαυτό της, "ή αλλιώς αυτό δεν θα μπορούσε να είναι συγχώρεση. Εάν κάποιος είναι να συγχωρέσει, αυτή πρέπει να είναι μια πλήρη συγχώρεση. Λοιπόν τώρα θα σου δείξω το δωμάτιο σου." Αυτή σηκώθηκε και στον δρόμο αγκάλιασε την Άννα. "Αγαπητή μου, πόσο χαίρομαι που ήρθες! Νιώθω καλύτερα τώρα, πολύ καλύτερα."
             
                       
                     

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Δέκατοογδοω Κεφάλαιο]

                                                                  ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18



Ο Βρόνσκι ακολούθησε τον φύλακα στο βαγόνι και έπρεπε να σταματήσει στην είσοδο του κουπέ για να αφήσει μια κυρία να περάσει.
                 Η εκπαιδευμένη διορατικότητα ενός άνδρα της Κοινωνίας έδινε τη δυνατότητα στον Βρόνσκι με ένα μόνο βλέμμα να αποφασίσει ότι αυτή άνηκε στην καλύτερη Κοινωνία.
                 Αυτός ζήτησε συγνώμη που μπήκε στο δρόμο της και ήταν έτοιμος να μπει στο βαγόνι, αλλά ένιωθε υποχρεωμένος να έχει άλλο ένα βλέμμα σ' αυτή, όχι επειδή αυτή ήταν πολύ όμορφη ούτε επειδή ήταν κομψή και η σεμνή γοητεία όλης της φιγούρας της, αλλά επειδή αυτός είδε στο γλυκό της πρόσωπο καθώς αυτή περνούσε κάτι ειδικά τρυφερό και ευγενικό. Όταν αυτός κοίταξε γύρω αυτή επίσης γύρισε το κεφάλι της. Τα λαμπερά γκρι μάτια της, τα οποία φαινόταν σκοτεινά λόγω των μαύρων τους βλεφαρίδων γαλήνεψανε για μια στιγμή στο πρόσωπό του σαν να τον αναγνώρισαν, και μετά γύρισε στο πλήθος που περνούσε φανερά στη αναζήτηση κάποιου. Σ'αυτό το σύντομο βλέμμα ο Βρόνσκι είχε χρόνο να παρατηρήσει την απαλή ζωηρότητα που αναζωογόνησε το πρόσωπο της και έδειχνε να πηγαινοέρχεται ανάμεσα στα λαμπερά της μάτια και με ένα σχεδόν καθόλου ευδιάκριτο χαμόγελο το οποίο κάλυπτε τα ροζέ χείλη της. Αυτό ήταν σαν μια υπέρβαση ζωηρότητας τόσο γεμάτη σ' όλη της την ύπαρξη που αυτή η ίδια προδόθηκε ενάντια στη θέληση της, τώρα με το χαμόγελο της, τώρα με το φως των ματιών της. Αυτά προσεκτικά προσπάθησε να σβήσει αυτή τη λάμψη στα μάτια της, αλλά αυτή έλαμψε παρά την θέλησή της στο αδύναμο χαμόγελο της.
                Ο Βρόνσκι μπήκε στο βαγόνι. Η μητέρα του, μια αδύνατη ηλικιωμένη κυρία με μαύρα μάτια και σγουρά μαλλιά, γύρισε επάνω τα μάτια της καθώς αυτή αναγνώρισε τον γιο της και τα λεπτά της χείλη χαμογέλασαν ελαφριά. Αυτή σηκώθηκε από την θέση, και δίνοντας την τσάντας της στην υπηρέτρια της έδωσε το μικρό ξερό χέρι της στο γιο της, έπειτα σήκωσε το κεφάλι της το οποίο είχε λυγισμένο για να φιλήσει ο γιος το χέρι της φιλώντας τον στο πρόσωπό του.
                "Έχεις το τηλεγράφημα μου? Είσαι καλά? Αυτό είναι καλό πράγμα."
                "Είχες καλό ταξίδι?" ρώτησε τον γιο της, κάθισε κάτω στο κάθισμα δίπλα της και αθέλητα άκουσε την φωνή μιας γυναίκας έξω από την πόρτα. Αυτός ήξερε ότι αυτή ήταν η φωνή της κυρίας που αυτός είχε συναντήσει καθώς έμπαινε στο βαγόνι.
                "Όλο το ίδιο εγώ δεν συμφωνώ μαζί σου," είπε η κυρία.
                "Οι δικές σας Πετρουπολιακές απόψεις, μαντάμ."
                "Καθόλου απλώς είναι οι απόψεις μιας γυναίκας."
                "Λοιπόν, επιτρέψτε μου να σας φιλήσω το χέρι."
                "Αντίο, Ιβάν Πέτροβιτσ, και σε παρακαλώ αν δεις τον αδερφό μου στείλε τον σ' εμένα," είπε η κυρία, κλείνοντας την πόρτα και μπήκε ξανά στο κουπέ.
                "Λοιπόν, έχεις βρεί τον αδερφό σου?" ρώτησε η μητέρα του Βρόνσκι, απευθυνόμενη στην κυρία.
                Ο Βρόνσκι τώρα κατάλαβε ότι αυτή ήταν η κ. Καρένινα.
                "Ο αδερφός σας είναι εδώ," είπε αυτός ενώ σηκώθηκε. "Συγχωρέστε με που δεν σας αναγνώρισα πριν. Η γνωριμία μας ήταν τόσο λίγη," είπε αυτός με μια υπόκλιση, "που είμαι σίγουρος ότι δεν με θυμάστε."
                "Ο ναι, εγώ σας έχω γνωρίσει ειδικά καθώς πιστεύω ότι η μητέρας σας και εγώ δεν μιλούσαμε για τίποτα άλλο αλλά μόνο για εσάς σ' όλο τον δρόμο," είπε αυτή, επιτρέποντας στο τέλος την ζωηράδα που αυτή είχε προσπαθήσει να ξεπεράσει για να αποκαλυφθεί το ίδιο με ένα χαμόγελο. "Αλλά ο αδερφός μου δεν είναι ακόμα εδώ."
                "Πήγαινε και φώναξε τον, Αλέξις," είπε η ηλικιωμένη Κόμισσα.
                Ο Βρόνσκι βγήκε έξω στην αποβάθρα και φώναξε, "Ομπλόνκσι! Εδώ!"
                Η κ. Καρένινα δεν περίμενε να έρθει μέσα ο αδερφός της, αλλά, βλέποντας τον, κατέβηκε από το βαγόνι με ένα σταθερό βαρώ βήμα. Μόλις ο αδερφός της έφτασε σ' αυτή αυτή έριξε το αριστερό της χέρι γύρω από το λαιμό του με μια κίνηση που χτύπησε τον Βρόνσκι από τον σταθερότητα και την χάρη της, και τραβώντας τον προς αυτή του έδωσε ένα γενναιόδωρο φιλί. Ο Βρόνσκι δεν πήρε τα μάτια του από επάνω της, και συνέχισε να χαμογελάει, αυτός δεν ήξερε γιατί. Αλλά θυμήθηκε ότι η μητέρα του τον περίμενε αυτός πήγε πίσω στο βαγόνι.
                "Αυτή είναι πολύ γοητευτική, δεν είναι?" είπε η Κόμισσα, αναφερόμενη στην κ. Καρένινα. "Ο σύζυγός της την έβαλε μέσα στο κουπέ μαζί μου και εγώ ήμουν πολύ χαρούμενη. Εμείς μιλούσαμε σ' όλο τον δρόμο. Και εσύ ακούω... Εσείς πλέκεται την τέλεια αγάπη, τόσο το καλύτερο, αγαπητέ μου, τόσο το καλύτερο."
                "Εγώ δεν ξέρω τις εννοείς, μαμά," απάντησε ο γιος ψυχρά. "Λοιπόν, πηγαίνουμε?"
                Η κ. Καρένινα μπήκε ξανά στο βαγόνι για να πάρει την άδεια της Κόμισσας.
                "Εδώ, Κόμισσα, εσείς έχετε συναντήσει τον γιο σας και εγώ τον αδερφό μου," είπε αυτή, "και σας έχω εξαντλήσει με το απόθεμα των ιστοριών μου και δεν είχα τίποτα καλύτερο να σας πω."
                "Όχι, όχι," είπε η Κόμισσα κρατώντας το χέρι της, "εγώ θα μπορούσα να ταξιδέψω σ' όλο τον κόσμο με εσάς και να μην βαρεθώ. Εσύ είσαι μια από αυτές τις γοητευτικές γυναίκες με τις οποίες είναι ωραίο να μιλάς, και ωραίο είναι να είσαι σιωπηλός. Αλλά σε παρακαλώ μην ταράσσεσαι με τον γιο σου, εσύ ποτέ να μην περιμένεις πότε θα χωριστείται."
                Η κ. Καρένινα στεκόταν πολύ στητή και τα μάτια της χαμογελούσαν.
                "Η Άννα Αρκαντίεβνα Καρένινα έχει ένα γιο ο οποίος, νομίζω είναι οκτώ ετών," εξήγησε η Κόμισσα, "και αυτή ποτέ δεν έχει αποχωριστεί απ' αυτόν και έτσι αυτή ανησυχεί που τον άφησε."
                "Ναι, η Κόμισσα και εγώ μιλούσαμε όλη την ώρα - εγώ για τον δικό μου γιο και αυτή για τον δικό της," είπε η κ. Καρένινα, και ένα χαμόγελο έλαμψε στο πρόσωπο της, ένα ευγενικό χαμόγελο για λογαριασμό του.
                "Εγώ περίμενα ότι εσείς είστε πολύ κουρασμένη από αυτό," είπε αυτός καταλαβαίνοντας γρήγορα για να πετάξει το μπαλάκι της φιλαρέσκειας που αυτή είχε ρίξει σ' αυτόν. Αλλά αυτή ενδεδειγμένα δεν επιθυμούσε να συνεχίσει την συζήτηση σ' αυτό τον τόνο, και στράφηκε στην ηλικιωμένη Κόμισσα.
                "Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, δύσκολα παρατήρησα πως πέρασε η ώρα. Αντίο, Κόμισσα."
                "Αντίο, αγαπητή μου!" απάντησε η Κόμισσα. "Άφησε με να φιλήσω το όμορφο πρόσωπο σου. Είμαι μια ηλικιωμένη γυναίκα και εγώ εννοώ αυτό που λέω ειλικρινά ότι έχω χάσει την καρδιά μου για εσένα."
                Πειστική όπως ήταν αυτή η φράση, η κ. Καρένινα φανερά το πίστεψε και έμεινε ευχαριστημένη. Αυτή κοκκίνισε, έσκυψε λίγο, και έβγαλε έξω το πρόσωπό της για να την φιλήσει η Κόμισσα, τότε αυτή έσκυψε ξανά, και με το ίδιο χαμόγελο που αιωρούταν ανάμεσα στα χείλη της και στα μάτια της έβγαλε έξω το χέρι της στον Βρόνσκι. Αυτός πίεσε το μικρό χέρι και η σταθερή χειραψία με την οποία αυτή αντάλλαξε τον χαιρετισμό του τον έδωσε μια μικρή ασυνήθιστη ευχαρίστηση. Αυτή βγήκε έξω με αυτό το ζωηρό περπάτημα το οποίο κουβαλούσε μάλλον όλο της το σώμα με τέτοια υπέροχη ευκολία.
                "Πολύ γοητευτική," είπε η ηλικιωμένη κυρία.
                Ο γιος της σκέφτηκε το ίδιο επίσης. Αυτός την ακολούθησε με τα μάτια του όσο πιο μακριά μπορούσε να δει την υπέροχη φιγούρα της, και το πρόσωπο του παρέμενε να χαμογελάει. Μέσα από το παράθυρο του βαγονιού αυτός την είδε να πλησιάζει τον αδερφό της και να μιλάει σ' αυτόν με ζωηρότητα για κάτι που φανερά δεν είχε σχέσει μ' αυτόν, τον Βρόνσκι, και που φαινόταν σ' αυτόν προκλητική.
                "Λοιπόν, μαμά, είσαι αρκετά καλά?" ρώτησε αυτός, στρεφόμενος προς την μητέρα του.
                "Αρκετά καλά, όλα είναι εντάξει. Ο Αλεξάντερ ήταν πολύ ωραίος, και η Βάρια δείχνει πολύ όμορφη. Αυτή είναι πολύ ενδιαφέρουσα."
                Και αυτή άρχισε να λέει γι' αυτό που την ενδιαφέρει περισσότερο, την βάφτιση του εγγονού της, για την οποία αυτή είχε πάει στη Πετρούπολη, και την ειδική χάρη που ο Αυτοκράτορας είχε δείξει στον μεγαλύτερο της γιο.
                "Επιτέλους εδώ είναι ο Λαβρεντί," είπε ο Βρόνσκι κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο. "Εμείς μπορούμε να πάμε τώρα αν θέλεις,"
                Ο ηλικιωμένος μπάτλερ, που είχε συνοδεύσει την Κόμισσα στο ταξίδι της, ήρθε μέσα και ανακοίνωσε ότι όλα ήταν έτοιμα, και η Κόμισσα σηκώθηκε να φύγει.
                "Έλα, δεν υπάρχει πολύ πλήθος τώρα," είπε ο Βρόνσκι.
                "Η υπηρέτρια πήρε την μια τσάντα και το μικρό σκυλί, ο μπάτλερ και ο πορτιέρης πήραν τις άλλες τσάντες. Ο Βρόνσκι έδωσε το μπράτσο στη μητέρα του, αλλά, μόλις ήταν έτοιμοι να βγουν έξω από το βαγόνι, αρκετοί άνθρωποι έτρεξαν πίσω τους με τρομαγμένα πρόσωπα. Ο σταθμάρχης με το συνηθισμένο χρωματιστό καπέλο του έτρεξε επίσης πίσω τους.
                Προφανώς κάτι ασυνήθιστο είχε συμβεί. Οι άνθρωποι έτρεχαν πίσω από το τρένο.
                "Τι?... Τι?... Που?... Έπεσε κάτω... Τον χτύπησε το τρένο..." φώναξαν οι περαστικοί.
                Ο Ομπλόνσκι με την αδερφή του στο μπράτσο, επίσης γύρισε πίσω, και αποφεύγοντας το πλήθος, έμειναν με τρομαγμένα πρόσωπα πίσω από την άμαξα. Οι κυρίες ξαναμπήκαν στο βαγόνι, ενώ ο Βρόνσκι και ο Ομπλόνσκι ακολούθησαν το πλήθος, για να μάθουν για το ατύχημα.
                Ο φύλακας, είτε μεθυσμένος ή τόσο πολύ σκεπασμένος λόγω του αρκετού πάγου, δεν είχε ακούσει το τροχιοδρομικό όχημα που είχε εκτραπεί, και είχε χτυπήσει το τρένο.
                Πριν ο Βρόνσκι και ο Ομπλόνσκι επιστρέψουν οι κυρίες το είχαν ακούσει αυτό από τον μπάτλερ.
                Ο Ομπλόνσκι και ο Βρόνσκι είχαν δει το διαμελισμένο σώμα. Ο Ομπλόνσκι φανερά υπέφερε. Το πρόσωπό του ήταν ζαρωμένο και έδειχνε έτοιμος να κλάψει.
                "Α, πόσο τρομερό! Ο, Άννα, εάν εσύ το είχες δει! Α, πόσο τρομερό!"συνέχισε αυτός.
                Ο Βρόνσκι έμεινε σιωπηλός. Το όμορφο πρόσωπό του ήταν σοβαρό αλλά εντελώς ήρεμο.
                "Ο, εάν εσύ το είχε δει αυτό, Κόμισσα," είπε ο Ομπλόνσκι. "και η σύζυγός του ήταν εκεί... Αυτό ήταν τρομερό για να την βλέπεις. Αυτή η ίδια έπεσε επάνω στο πτώμα. Αυτοί λένε ότι αυτός ήταν το μόνο στήριγμα μια μεγάλης οικογένειας. Αυτό είναι τρομερό!"
                "Μπορεί να γίνει τίποτα γι' αυτή?" είπε η κ. Καρένινα με ένα ανήσυχο ψίθυρο.
                Ο Βρόνσκι κοίταξε σ' αυτή και μετά βγήκε έξω. "Εγώ θα επιστρέψω αμέσως, μαμά," πρόσθεσε αυτός, γυρνώντας στην πόρτα.
                Όταν επέστρεψε λίγα λεπτά αργότερα ο Ομπλόνσκι ήδη μιλούσε με την Κόμισσα για τη νέα τραγουδίστρια της όπερας, ενώ αυτή κοίταξε υπομονετικά στην πόρτα για τον γιο τής.
                "Ας πηγαίνουμε τώρα," είπε ο Βρόνσκι καθώς ήρθε μέσα.
                Αυτοί έφυγαν μαζί, ο Βρόνσκι περπατούσε μπροστά με τη μητέρα του, η κ. Καρένινα ακολουθούσε με τον αδερφό της. Στην έξοδο ο σταθμάρχης τον πρόλαβε, και είπε στον Βρόνσκι: "Εσύ έδωσες στον βοηθό μου 200 ρούβλιες. Ευχαρίστηση μου να είσαι τόσο ευγενικός ώστε να μου πεις για πιο λόγο το σκέφτηκες."
                "Για το παράθυρο," είπε ο Βρόνσκι, ανασηκώνοντας τους ώμους το. "Δεν καταλαβαίνω ότι υπάρχει ανάγκη να ρωτάς."
                "Εσύ το είχες δώσει!" φώναξε ο Ομπλόνσκι πίσω από τον Βρόνσκι, και πιέζοντας το χέρι της αδερφής του πρόσθεσε, "πολύ ευγενικός, πολύ ευγενικός! Δεν είναι ένας τέλειος σύντροφος? Τους σεβασμούς μου σ' εσάς Κόμισσα," και αυτός παρέμεινε πίσω με την αδερφή του, αναζητώντας την υπηρέτρια της.
                Όταν αυτοί βγήκαν έξω, η αμαξά του Βρόνσκι είχε ήδη ξεκινήσει. Οι άνθρωποι που έβγαιναν έξω από το σταθμό μιλούσαν ακόμα για το ατύχημα.
                "Τι τρομερός θάνατος!" είπε κάποιος κύριος καθώς τους περνούσε' "κόπηκε στη μέση άκουσα."
                "Αντιθέτως, νομίζω ότι είναι ένας πολύ εύκολος θάνατος, ακαριαίος," είπε ο άλλος.
                "Πως είναι αυτό που δεν έχει πάρει προφυλάξεις?" ρώτησε ένας τρίτος.
                Η κ. Καρένινα μπήκε στην άμαξα τους αδερφού της, και ο Ομπλόνσκι παρατήρησε με έκπληξη ότι τα χείλη της έτρεμαν και ότι αυτό ήταν με δυσκολία να κρατήσει πίσω τα δάκρυα της.
                "Τι συμβαίνει, Άννα?" ρώτησε αυτός όταν αυτοί είχαν φύγει μερικά χιλιόμετρα.
                "Αυτό είναι ένας κακός οιωνός," απάντησε αυτή.
                "Τι ανοησίες!" είπε ο Ομπλόνσκι. "Είσαι εδώ, και αυτό είναι το κύριο πράγμα. Εσύ δεν μπορείς να σκεφτείς πόσο σ' εσένα βασίζονται οι ελπίδες μου."
                "Και εσύ γνωρίζεις πολύ καιρό τον Βρόνσκι?" ρώτησε αυτή.
                "Ναι. Γνωρίζεις ότι εμείς ελπίζουμε ότι αυτός θα παντρευτεί την Κίττη?"
                "Ναι?" είπε η Άννα απαλά. "Αλλά ας μιλήσουμε για τις υποθέσεις σου," πρόσθεσε αυτή, κουνώντας το κεφάλι της σαν να επιθυμούσε ψυχικά να απομακρύνει κάτι περιττό που την εμπόδιζε. "Ας μιλήσουμε για τις υποθέσεις σου. Εγώ πήρα το γράμμα σου και έχω έρθει."
                "Ναι, όλες οι ελπίδες μου είναι επικεντρωμένες σ' εσένα," είπε ο αδερφός της.
                "Λοιπόν, πες μου τα όλα"
                Και ο Ομπλόνσκι άρχισε την ιστορία του.
                Φτάνοντας στο σπίτι του, αυτός βοήθησε την αδερφή του να βγει από την άμαξα, πίεσε το χέρι της, και κατευθύνθηκαν στο γραφείο του.

             

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Δέκατοεβδομο Κεφάλαιο]

                                                                Κεφάλαιο 17


Στις έντεκα το πρώι ο Βρόνσκι κατευθύνθηκε στο σιδηροδρομικό σταθμό της Πετρούπολης στην Μόσχα, για να συναντήσει την μητέρα του, και το πρώτο άτομο που αυτός είδε στα σκαλοπάτια της μεγάλης στοάς ήταν ο Ομπλόνσκι ο οποίος περίμενε την αδερφή του με το ίδιο τρένο.
           "Γεια την Εξεχότητα σας!" φώναξε ο Ομπλόνσκι, "Ποιόν περιμένεις?"
           "Την μητέρα μου," απάντησε ο Βρόνσκι, ανταλλάσοντας χειραψίες και χαμογελώντας (όπως όλοι κάνουν όταν συναντάνε τον Ομπλόνσκι) καθώς αυτοί αναίβεναν μαζί τα σκαλοπάτια. "Αυτή έρχεται σήμερα από την Πετρούπολη."
           "Εγώ σε περίμενα μέχρι της δύο χθές το βράδυ' που πήγες μετά τους Σετσερμπάτσκι?"
           "Σπίτι," απάντησε ο Βρόνσκι. "Για να σου πω την αλήθεια εγώ ένιωθα ένα ευχάριστο συναίσθημα όταν άφησα τους Σετσερμπάτσκι που δεν με ένοιαζε να πάω κάπου αλλού."
                             ' "Τα φλογερά άλογα από κάτι στιγματίζονται
                               Εγώ μπορώ πάντα να αναγνωρίσω'
                               Τους ερωτευμένους νέους..." '
απείγγηλε ο Ομπλόνσκι, όπως είχε κάνει στον Λεβάιν.
            Ο Βρόνσκι χαμογέλασε με ένα βλέμμα που έμοιαζε να μην αρνείται το υπονοούμενο αλλά αυτός αμέσως άλλαξε το θέμα.
            "Και εσύ ποιον έχεις έρθει να συναντήσεις?" ρώτησε αυτός.
            "Εγώ? Μια αγαπητή γυναίκα," απάντησε ο Ομπλόνσκι
            "Αγαπητέ μου!"
            "Καταγέλαστος να είναι όποιος βάζει κακό στο νου του- Η αδερφή μου Άννα!"
            "Ο! Η κ.Καρένινα!" είπε ο Βρόνσκι.
            "Υποθέτω πως την ξέρεις?"
            "Έτσι νομίζω. Αλλά ίσως να μην.... πραγματικά δεν μπορώ να θυμηθώ," απάντησε ο Βρόνσκι αφηρημένα, το όνομα Καρένινα τον έκανε να υποθέσει ότι είναι κάποια αυστηρή και βαρετή(γυναίκα).
             "Αλλά εσύ σίγουρα γνωρίζεις τον Αλέξις Αλεξάντροβιτσ Καρένιν, τον διάσημο γαμπρό μου. Όλος ο κόσμος τον γνωρίζει."
             "Ναι, εγώ τον ξέρω από το καλό όνομα και από την φυσιογνωμία. Εγώ ξέρω ότι αυτός είναι έξυπνος, μορφωμένος και κατά κάποιο τρόπο θρήσκιος, αλλά εσύ γνωρίζεις ότι αυτός δεν... δεν είναι στην σειρά μου," πρόσθεσε στα Αγγλικά.
             "Ο ναι, αυτός είναι ένας πολύ αξιωσημείωτος άνδρας, λίγο συντηριτικός, αλλά ένας λαμπρός σύντροφος," είπε ο Ομπλόνσκι, "ένας λαμπρός σύντροφος."
             "Λοιπόν, τόσο το καλύτερο γι' αυτόν," και ο Βρόνσκι χαμογέλασε. "Α, εδώ είσαι!" συνέχησε αυτός, γυρίζοντας στον ηλικιωμένο υπηρέτη της μητέρας του ο οποίος στεκόταν δίπλα στην πόρτα. "Έλα εδώ."
             "Παρ' όλη την προτίμησή του Ομπλόνσκι, όπως όλοι έκαναν, ο Βρόνσκι τον τελευταίο καιρό είχε νιώσει να έλκεται ακόμα περισσότερο μ' αυτόν επειδή αυτός ήταν συνδεδεμένος στο μυαλό του με την Κίττη.
             "Λοιπόν, θα δώσουμε εμείς μια χοροεσπερίδα στην ντίβα την επόμενη Κυριακή?" ρώτησε αυτός χαμογελαστά, παίρνοντας το χέρι του Ομπλόνσκι.
             "Σίγουρα εγώ θα μαζέψω τις υπογραφές. Εγώ λέω, γνώρισες εσύ χθες το βράδυ τον καλυτερό μου φίλο τον Λεβάιν?" ρώτησε ο Ομπλόνσκι.
             "Φυσικά, μόνο που αυτός έφυγε πολύ νωρίς."
             "Αυτός είναι ένας λαμπρός σύντροφος," συνέχισε ο Ομπλόνσκι. "Δεν νομίζεις?"
             "Δεν ξέρω πως είναι αυτό που όλοι οι Μοσχοβίτες, η τωρινή συντροφιά φυσικά αναμενόταν," τοποθετήθηκε χαριτολογώντας ο Βρόνσκι, "να είναι τόσο απότομη. Αυτοί πάντα στέκονται στα πισινά τους πόδια θυμώνουν και δείχνουν να θέλουν να δράσουν στα συναισθήματα σου..."
             "Ναι υπάρχει κάποια αλήθεια σ' αυτό," είπε ο Ομπλόνσκι, γελώντας χαρούμενα.
             "Εμείς πρέπει να περιμένουμε περισσότερο?" ρώτησε ο Βρόνσκι, γυρίζοντας σ' ένα υπηρέτη του τρένου.
             "Το τρένο σφυρίζει," είπε ο υπηρέτης του τρένου.
             Η άφιξη του τρένου έγινε όλο και περισσότερο φανερή από την αυξανόμενη αναστάτωση και την ετοιμασία στην αποβάθρα και τον ερχομό του κόσμου συναντήσουν το τρένο. Μέσα από μια ψυχρή καταχνιά κάποιος μπορούσε να δει εργαζόμενους με παλτά από δέρμα προβάτου, και να νιώσει τις μπότες να διασχίζουν τις καμπυλωτές γραμμές του σταθμού, και να ακούγεται το σφύριγμα του κινητήρα και οι θορυβώδεις κινήσεις ενός τεράστιου πλήθους.
             "Όχι," είπε ο Ομπλόνσκι ο οποίος ήταν αγχωμένος για να πει στον Βρόνσκι για τις προθέσεις του Λεβάιν που αφορούν την Κίττη, "όχι, εσύ δεν έχεις κρίνει σωστά τον Λεβάιν μου. Αυτός είναι πολύ νευρικός άνδρας, και μερικές φορές ο ίδιος γίνεται δυσάρεστος, αυτό είναι μια αρκετή αλήθεια΄ αλλά από την άλλη πλευρά αυτός μερικές φορές είναι πολύ γοητευτικός. Είναι τέτοια η ειληκρίνια του η ευθεία φύση του, και αυτός έχει καρδιά από χρυσό. Αλλά χθες υπήρχαν ειδικοί λόγοι," συνέχισε ο Ομπλόσνκι με ένα δηλωτικό χαμόγελο ξεχνώντας αρκετά την ειλικρινή συμπάθεια που ένιωθε για τον φίλο του μια μέρα πριν, και μόνο τώρα ένιωθε την ίδια συμπάθεια για τον Βρόνσκι. "Ναι, υπήρχε ένας λόγος γιατί αυτός έπρεπε να είναι είτε ειδικά χαρούμενος είτε ειδικά δυστηχισμένος."
              Ο Βρόνσκι σταμάτησε και τον ρώτησε ευθέως: "Τι εννοείς? Αυτός έκανε πρόταση στην όμορφη κουνιάδα σου χθες το βράδυ."
             "Ίσως," είπε ο Ομπλόνσκι. "Έδειχνα να παρατηρώ αυτού του είδους χθες. Ο ναι, εάν αυτός έφυγε νωρίς και ήταν σε κακή διάθεση αυτό πρέπει να είναι... Αυτός ήταν ερωτευμένος μαζί της για τόσο πολύ καιρό, και εγώ λυπάμαι πού γι' αυτόν."
             "Αγαπητέ μου!... Αλλά νομίζω ότι ίσως αυτή ίσως κάνει ένα καλό προξενιό," είπε ο Βρόνσκι, και εκτείνοντας το στήθος αυτός κινήθηκε ξανά μπροστά. "Ωστόσο, εγώ δεν τον ξέρω," πρόσθεσε αυτός. "Ναι, αυτή είναι μια πονεμένη θέση! Αυτό είναι γιατί τόσοι πολύ προτιμάνε γυναίκες του ημικόσμου. Εάν εσύ δεν πετύχεις σ' αυτή την περίπτωση αυτό μόνο δείχνει ότι εσύ δεν έχεις αρκετά χρήματα, αλλά στη περίπτωση αυτή η υπερηφάνεια κάποιου είναι σε ισορροπία. Αλλά εδώ είναι το τρένο."
             Στην πραγματικότητα η μηχανή ήδη σφύριζε σ' αυτό το διάστημα, και λίγες στιγμές αργότερα η αποβάθρα κουνιόταν καθώς το τρένο έβγαζε καπνό, ο ατμός σκορπιζόταν χαμηλά στο παγωμένο αέρα, οι συνδεδεμένες μεταλλικές ράβδοι έσπρωχναν και τραβούσαν αργά και ρυθμικά, η λυγισμένη φιγούρα του μηχανοδηγού, τυλίχτηκε ζεστά, που ήταν ορατά καλυμμένος με πάχνη. Η μηχανή με το ανθρακοφόρο βαγόνι πίσω του μετακινούταν αργά μέσα στο σταθμό, επιβραδύνοντας σταδιακά και κάνοντας την αποβάθρα να τρεμουλιάζει ακόμη περισσότερο. Έπειτα ήρθε το φορτηγάκι των αποσκευών στο οποίο ένας σκύλος κλαψούριζε και στο τέλος τα παλτά των επιβατών, που ταλαντευόταν πριν σταματήσουν.
             Ο σβέλτος φύλακας σφύριξε την σφυρίχτρα του και πήδηξε έξω ενώ το τρένο που ακόμα κινούταν και οι ανυπόμονοι επιβάτες άρχισαν να κατεβαίνουν ο ένας μετά τον άλλον: ένας αξιωματικός φρουράς, σηκώθηκε και κοίταζε αυστηρά γύρω, ένας ανήσυχος μικρός έμπορος με μια τσάντα, ένας χωριάτης με μια τσάντα πίσω στον ώμο του.
             Ο Βρόνσκι, καθώς στεκόταν δίπλα στον Ομπλόνσκι και παρακολουθούσε αυτός τους επιβάτες να βγαίνουν έξω από τα βαγόνια, ξέχασε αρκετά τη μητέρα του.
             Αυτό που μόλις είχε ακούσει για την Κίττη τον ενθουσίασε και τον ευχαρίστησε. Το στήθος του επεκτάθηκε αθέλητα και μάτια του έλαμψαν, αυτός ο ίδιος ένιωθε να είναι ένας κατακτητής.
            "Η Κόμισσα Βρόνσκαγια είναι σ' αυτό το κουπέ του τρένου," είπε ο γρήγορος φύλακας, απευθυνόμενος στον Βρόνσκι.
             Τα λόγια του ξύπνησαν τον Βρόνσκι από το ονειροπόλημα του και τον υπενθύμισαν τη μητέρα του και την ανερχόμενη συνάντηση.
             Στα βάθη της καρδιάς του αυτός δεν σεβόταν τη μητέρα του και (η σκέψη ότι αυτός ποτέ δεν το παραδεχόταν στον εαυτό του) δεν την αγαπούσε, αλλά σύμφωνα και ως αποτέλεσμα της μόρφωσής του, αυτός ο ίδιος δεν μπορούσε να φανταστεί να την μεταχειρίζεται καθημερινά αλλά με μια ολωσδιόλου υποχωρητικότητα και σεβασμό' αυτός ήταν εξωτερικός περισσότερο υπάκουος και σεβαστός, αυτός την τιμούσε και την αγαπούσε λιγότερο στην καρδιά του.