Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Έβδομο και Όγδοο Κεφάλαιο]

                                                               ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

                          Έχωντας φτάσει στην Μόσχα με το πρωινό τρένο, ο Λεβάιν πήγε να μείνει στο σπίτι του αδερφού του Κοζνίσεβ, ο οποίος ήταν μεγαλύτερος από αυτόν, και αφού άλλαξε τα ρούχα του μπήκε στο γραφείο του αδερφού του σκοπεύοντας να τον μιλήσει γιατί αυτός είχε έρθει και να ζητήσει την συμβουλή του. Αλλά ο αδερφός του δεν ήταν μόνος. Ένας πολύ γνωστός καθηγητής φιλοσοφίας ήταν με αυτόν, ο οποίος είχε έρθει ειδικά από το Κάρκοβ για να ρυθμίσει μια λογομαχία που είχε ξεκινήσει ανάμεσα σε αυτούς για ένα σημαντικό φιλοσοφικό ζήτημα. Ο καθηγητής ήταν δεσμευμένος με μια σκληρή εχθρική στάση απέναντι στους υλιστές, και ο Σέργιος Κοζνίσεβ, ο οποίος ακολουθούσε αυτή την εχθρική στάση με ενδιαφέρον, διαβάζοντας το τελευταίο άρθρο του καθηγητή που είχε γράψει για αυτόν επαναπροσεγγίζοντας τον με το να έχει πραχωρήσει τόσα πολλά στους υλιστές' και ο καθηγητής είχε έρθει τώρα για να σταματήσει αυτή την συζήτηση. Το ερώτημα ήταν ένα από τα πιο σύγχρονα, εαν υπάρχει μια καθορισμένη γραμμή ανάμεσα στο ψυχολογικό και σωματικό φαινόμενο στην ανθρώπινη δραστηριότητα; και αν ναι που αυτό βρίσκεται?"
                           Όταν ο Λεβάιν μπήκε, ο Σέργιος Ιβάνιτσ τον χαιρέτησε με το ψυχρό καταδεκτικό χαμόγελο που αυτός έδινε σ' όλους, και έχωντας τον γνωρίσει στον καθηγητή, συνέχισε με την συζήτηση.
                           Ο μικρός διοπτροφόρος άνδρας με το στενό μέτωπο διέκοψε την σύζητηση για μια στιγμή για να πεί, "πως είστε" στον Λεβάιν, και χωρίς να δώσει περισσότερη προσοχή σ' αυτόν, συνέχησε την συζήτηση. Ο Λεβάιν κάθησε κάτω για να περιμένει μέχρι να φύγει ο καθηγητής, αλλά σύντομα ενδιαφέρθηκε για το θέμα της συζήτησης τους.
                           Αυτός είχε διαβάσει στις εφημερίδες τα άρθρα που αυτοί συζητούσαν, και τα είχε διαβάσει επειδή αυτά τον ενδιέφεραν ως μια εξέλιξη των βάσεων της φυσικής επιστήμης - όμοια σε εκείνον όπως αυτός είχε σπουδάσει σ' αυτή τη Σχολή στο Πανεπιστήμιο αλλά αυτός ποτέ δεν είχε συνδέσει αυτά τα επιστημονικά συμπεράσματα όπως για την ζωική καταγωγή, τις αντανακλαστικές πράξεις, την βιολογία και την κοινωνιολογία του ανθρώπου με αυτά τα ερώτηματα που ενδιαφέρουν τον ίδιο για το νόημα της ζωής και του θανάτου, τα οποία τον απασχολούσαν όλο και πιο συχνά τελευταία.
                           Ακούγοντας τη συζήτηση του αδερφού του με τον καθηγητή, αυτός παρατήρησε ότι αυτό συνδεόταν το επιστημονικό ζήτημα με το πνευματικό και σχεδόν αρκετές φορές κατέληγαν στο τελευταίο αλλά κάθε φορά που αυτοί πλησίαζαν αυτό, το οποίο φαινόταν σ' αυτόν το πιο σημαντικό ζήτημα, αυτοί κάποια στιγμή γρήγορα υποχώρησαν και ξανά βυθίστηκαν στην σφαίρα επιρροής των τέλειων υποδιαιρέσεων επιφυλάξεων, αποσπασματικών συστάσεων και σε διαφορές για τις εξουσίες' και αυτός το βρήκε δύσκολο για να καταλάβει γιατι πράγμα αυτοί μηλούσαν.
                           "Εγώ δεν μπορώ να το δεχτώ," είπε ο Κοζνίσεβ με την συνηθισμένη ξεκάθαρη και συγκεκριμένη εκφρασή του και με το ευγενικό του στίλ, "Εγώ δεν μπορώ σε οποιοδήποτε βαθμό να λογοδοτήσω με τον Κέις που όλη μου η εκδοχή για τον εξωτερικό κόσμο είναι το αποτέλεσμα όλων αυτών των εντυπώσεων. Η πιο θεμελειώδης αντίληψη - αυτή της ύπαρξης - δεν εκλαμβάνεται μέσω των αισθήσεων, γιατί δεν υπάρχει ειδικό όργανο για να μεταφέρει αυτή την αντίληψη."
                            "Ναι, αλλά αυτοί (ο Γουόρστ και ο Κνόστ και ο Πριπάσοβ) θα σε πούνε ότι η εκδοχή σου για την ύπαρξη οφείλεται από συλλογικές επιδράσεις όλων των αισθήσεων σου και ότι για αυτό είναι ένα αποτέλεσμα των αισθήσεων. Ο Γουόρστ κανονικά λέει ότι χωρίς τις αισθήσεις δεν μπορεί να υπάρχει η αντίληψη της ύπαρξης."
                            "Εγώ θα μπορούσα να υποστηρίξω την αντίθετη..." άρχησε ο Κοζνίσεβ.
                            Αλλά εδώ αυτό ξαναφαινόταν στον Λεβάιν ότι αυτοί είχαν φτάσει στο πιο σημαντικό θέμα που αυτοί απέφευγαν' και αυτός δημιούργησε στο μυαλό του μια ερώτηση για να ρωτήσει τον καθηγητή.
                             "Με αποτέλεσμα, αν οι αισθήσεις μου είναι κατεστραμένες, εαν το σώμα μου πεθαίνει, καμία επιπλέον υπαρξή μου δεν είναι πιθανή?" ρώτησε αυτός.
                             Ο καθηγητής, ενοχλήθηκε και προφανώς πνευματικά ταραγμένος από την διακοπή, γύρισε για να κοιτάξει σ' αυτόν τον ξένο που έκανε την ερώτηση ο οποίος θύμηζε ένα εργάτη μεταφοράς μαούνας παρά ένα φιλόσοφο, και έπειτα κοίταξε στον Κοζνίσεβ, σαν να ρωτούσε: "Τι μπορεί να απαντήσει κανείς γι' αυτό?"
                             Αλλά ο Κοζνίσεβ, ο οποίος δεν μιλούσε για οτιδήποτε άλλο όπως την ίδια επιρροή, ή ως ένας μονόπλευρος άνρωπος, ή ένας καθηγητής, και ο οποίος είχε χώρο στο κεφάλι του για να κάνει μια ερώτηση στον αντιπαλό του καθώς και για κατανόηση αυτής της απλής και φυσικής άποψης από την οποία δημιουργήθηκε η ερώτηση, χαμογέλασε και είπε: "Αυτή την ερώτηση εμείς έχουμε κάνει μέχρι τώρα όχι ακριβώς για να αποφασίσουμε...."
                             "Εμείς δεν έχουμε την βάση..." πρόσθεσε ο καθηγητής και επέστρεψε πίσω στα επιχειρήματά του. "Όχι," είπε αυτός' "Εγώ επισημαίνω ότι αν, όπως ο Πριπάσοβ δηλώσει οριστικά, ότι η αίσθηση είναι βασισμένη στις εντυπώσεις, εμείς ακόμα πρέπει προσεκτικά να τις ξεχωρίζουμε ανάμεσα σ' αυτές τις δύο αντιλήψεις.
                             Ο Λεβάιν δεν άκουγε πια αλλά καθόταν περιμένοντας για να φύγει ο καθηγητής.


                                                                     ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Όταν ο καθηγητής είχε φύγει, ο Κοζνίσεβ γύρισε στον ετεροθαλή αδερφό του.
                          "Εγώ είμαι πολύ χαρούμενος που εσύ έχεις έρθει. Είσαι εδώ πολύ καιρό? Πως τα πας με την γεωργεία σου?"
                          Ο Λεβάιν ήξερε ότι η γεωργεία δεν ενδιέφερε τον μεγαλύτερο αδερφό του και ότι η ερώτηση ήταν κυρίως μια παραχώρηση, γι' αυτό αυτός απάντησε γενικά σχετικά με την πώληση του σιταριού και για οικονομικά θέματα. Αυτός ήθελε να μιλήσει στον αδερφό του για τον επικείμενο γάμο του και να ζητήσει την συμβουλή του. Αυτός το είχε δημιουργήσει ακόμα πιο σταθερά στο μυαλό του για να το κάνει έτσι, αλλά όταν είδε τον αδερφό του και άκουσε την συζήτηση του με τον καθηγητή, και αφότου παρατήρησε τον απρομελέτητο προστατευτικό τόνο στον οποίο αυτός τον ρώτησε για την διαχείρηση της περιουσίας (αυτή την περιουσία την οποία αυτοί είχαν κληρονομίσει μαζί από την μητέρα τους δεν την είχαν χωρήσει, και ο Λεβάιν την διαχειρηζόταν όλη αυτή), αυτός ένιωσε ότι κάτι τον εμπόδιζε από το να αρχήσει να μιλάει στον αδερφό του για την προθεσή του να παντρευτεί. Αυτός ένιωθε ότι ο αδερφός του δεν θα μπορούσε να κοιτάξει σε αυτό το ζήτημα όπως αυτός τον ήθελε να κάνει.
                         "Λοιπόν, πως πηγαίνει το Ζέμτσβο σου?" ρώτησε ο Κοζνίσεβ, οποίος πήρε ένα ζωηρό ενδιαφέρον για την γεωργική διοίκηση και έδωσε μεγάλη προσοχή σε αυτό.
                         "Εγώ πραγματικά δεν ξέρω."
                         "Τί? Αλλά είσαι ένα Μέλος?"
                         "Όχι εγώ δεν είμαι πολύ καιρό σ' αυτό. Εγώ παραιτήθηκα," είπε ο Λεβάιν, "και δεν παρακολουθώ τις Συναντήσεις πια."
                         "Κρίμα!" είπε ο Κοζνίσεβ, και συνοφρυώθηκε. Για να δικαιολογήσει τον εαυτό του ο Λεβάιν άρχησε να συνδέει αυτό που συνήθηζε να συμβαίνει στις Συναντήσεις με την περιφερειά του.
                         "Έλα τώρα! Αυτό είναι πάντα το ίδιο," διέκοψε ο Κοζνίσεβ. "Εμείς οι Ρώσοι ήμαστε πάντα κάπως έτσι. Αυτό ίσως να είναι ένα καλό χαρακτηριστικό για εμάς αυτή η ικανότητα να βλέπουμε τα δικά μας λάθη - αλλά εμείς το παρακάνουμε, και ενθαρρύνουμε τους εαυτούς μας με σαρκασμό, ο οποίος είναι πάντα έτοιμος στις γλώσσες μας. Εγώ μπορώ μόνο να σου πώ, ότι με τέτοια δικαιώματα όπως εμείς έχουμε στους αγροτικούς μας θεσμούς, όποιο άλλο Ευρωπαικό έθνος - οι Άγγλοι ή οι Γερμανοί θα μπορούσανε να έχουνε εξασφαλίσει την ελευθερία τους, ενώ εμείς χλευάζουμε μόνο το Ζέμτσβο μας!"
                         "Αλλά τι πρέπει να γίνει?" είπε ο Λεβάιν ένοχα. "Αυτή ήταν η τελευταία μου συνεδρίαση. Και εγώ προσπάθησα με όλη μου την ψυχή. Αλλά δεν μπορώ να το κάνω! Εγώ είμαι ανίκανος."
                         "Ανίκανος!" είπε ο Κοζνίσεβ. "Όχι, εσύ δεν κοιτάς σε αυτό από την σωστή πλευρά του θέματος."
                         "Ίσως είναι αυτό," είπε ο Λεβάιν θλιμμένα.
                         "Ξέρεις ότι ο αδερφός μας Νίκολας είναι εδώ ξανά?"
                         Ο Νίκολας ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός του Κωνσταντίν Λεβάιν και ετεροθαλής αδερφός του Κοζνίσεβ. Αυτός ήταν ένας κατεστραμένος άνδρας ο οποίος είχε κατασπαταλήσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας, αναμείχθηκε με την πιο παράξενη και την πιο χειρότερη κοινωνία, και μάλωσε με τα αδέρφια του.
                         "Εσύ δεν μπορεί να το εννοοείς για να το λές έτσι," φώναξε ο Λεβάιν, έντρομος. "Πως το ξέρεις?"
                         "Ο Προκόφι τον συνάντησε στον δρόμο."
                         "Εδώ. στην Μόσχα? Που είναι αυτός? Ξέρεις?" ο Λεβάιν σηκώθηκε από την καρέκλα του σαν να ήθελε να φύγει στην στιγμή.
                         "Λυπάμαι που σου το είπα," είπε ο Κοζνίσεβ, κουνώντας το κεφάλι του στην αναστάτωση του αδερφού του. "Εγώ έστειλα για να βρώ που αυτός μένει, και τον έδωσα ένα σημείωμα στο χέρι που αυτός το είχε δώσει στο Τουρμπίν, το οποίο εγώ είχα πληρώσει. Και αυτή είναι η απάντηση που πήρα."
                         Ο Κοζνίσεβ πήρε ένα σημείωμα κάτω από το βάρος των χαρτιών και το έδωσε στον αδερφό του.
                         Ο Λεβάιν διάβασε το σημείωμα, γραμμένο με ένα περίεργο αλλά οικείο χέρι: "Εγώ ταπεινά σας ικετεύω να με αφήσετε ήσυχο. Αυτό είναι όλο που ζητάω από τα αγαπημένα μου αδέρφια. - Νίκολας Λεβάιν."
                         Όταν ο Λεβάιν είχε διαβάσει το σημείωμα, κρατώντας στο χέρι του, αυτός παρέμεινε όρθιος μπροστά στον Κοζνίσεβ χωρίς να κουνήσει το κεφάλι του.
                         Ένας αγώνας παλόταν μέσα σ' αυτόν ανάμεσα στην επιθυμία να ξεχάσει τον άτυχο αδερφό του προς το παρόν, και η συναίσθηση ότι αυτό θα μπορούσε να είναι λάθος.
                         "Αυτός ενδεδειγμένα θέλει να με προσβάλλει," συνέχησε ο Κοζνίσεβ, "αλλά δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Εύχομαι με όλη μου την καρδιά να μπορούσα να τον βοηθήσω, αλλά ξέρω ότι δεν μπορεί να γίνει αυτό."
                         "Ναι, ναι," είπε ο Λεβάιν, "Εγώ καταλαβαίνω, και εκτιμώ την στάση του απεναντί του' αλλά προσωπικά πρέπει να πάω να τον δώ."
                         "Εαν θέλεις πήγαινε, αλλά εγώ δεν σου το συμβουλεύω," είπε ο Κοζνίσεβ. "Αυτό να λέγεται, δεν φοβάμαι αυτό για δικό μου λογαριασμό, αυτός δεν θα δημιουργήσει παρεξηγήσεις αναμεσά μας, αλλά για δικό σου λογαριασμό δεν το συμβουλεύω. Εσύ καλύτερα να μην πας. Αυτό είναι αδύνατο για να τον βοηθήσεις. Ωστόσο, κάνε όπως σε ευχαριστεί!"
                         "Αυτό ίσως είναι αδύνατο για να τον βοηθήσω, αλλά νιώθω - ειδικά αυτή την στιγμή... αλλά αυτό είναι ένα διαφορετικό θέμα - νιώθω ότι δεν μπορώ να είμαι σε ηρεμία..."
                         "Λοιπόν, εγώ δεν το καταλαβαίνω αυτό," είπε ο Κοζνίσεβ. "Αλλά αυτό που εγώ καταλαβαίνω είναι ένα μάθημα στην ταπεινοσύνη. Εγώ άρχησα να κοιτάζω διαφορετικά, με περισσότερη επιείκια, σ' αυτό που λέγεται αχρειότητα από τότε που ο αδερφός Νίκολας έγινε αυτό που είναι. Γνωρίζεις τι έχει κάνει?"
                         "Αχ, είναι τρομερό, τρομερό!" επανέλαβε ο Λεβάιν.
                         Έχωντας την διεύθυνση από τον υπηρέτη του Κοζνίσεβ ο Λεβάιν σκέφτηκε κάποια στιγμή να πάει να δεί τον αδερφό του' αλλά, μετά από σκέψη, αποφάσισε να αναβάλλει την επίσκεψη μέχρι το βράδυ. Για να αποκτήσει ηρεμία στο νου ήταν απαραίτητο πρώτα απ' όλα να ρυθμίσει την υπόθεση που τον είχε φέρει στην Μόσχα. Γι' αυτό αυτός πήγε στο γραφείο του Ομπλόνσκι, και έχωντας πάρει νέα από τους Σετσερμπάτσκι αυτός κατευθύνθηκε στο μέρος που αυτός του είπε που μπορούσε να δεί την Κίττι.