Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Εικοστό πρώτο Κεφάλαιο]

                                                                        Κεφάλαιο 21



Η Ντόλη βγήκε από το δωμάτιο της για το τσάι των μεγάλων ανθρώπων. Ο Ομπλόνσκι δεν εμφανίστηκε. Αυτός πιθανών είχε αφήσει το δωμάτιο της συζύγου του από την άλλη πόρτα.
                "Φοβάμαι ότι εσύ θα κρυώσεις επάνω," επισήμανε η Ντόλη στην Άννα. "Εγώ θέλω να μετακομίσεις κάτω, και τότε εμείς θα μπορούμε να είμαστε η μια πιο κοντά στην άλλη."
                "Ω, σε παρακαλώ μην προβληματίζεσαι για εμένα," είπε η Άννα, διερευνώντας το πρόσωπο της Ντόλης και προσπαθώντας να ανακαλύψει αν είχε συμβεί μια επανασύνδεση.
                "Αυτό είναι πολύ ελαφρύ για εσένα κάτω," είπε η νύφη της.
                "Σου διαβεβαιώνω ότι εγώ κοιμάμαι πάντα και παντού σαν μυωξός"
                "Γιατί πράγμα μιλάτε?" ρώτησε ο Ομπλόνσκι στη σύζυγό του καθώς έμπαινε στο δωμάτιο από το γραφείο του.
                Από το τόνο του η Κίττη και η Άννα κατέληξαν ότι είχε συμβεί μια επανασύνδεση.
                "Θέλω η Άννα να μετακομίσει κάτω, μόνο οι κουρτίνες πρέπει να αλλάξουν. Εγώ πρέπει να το κάνω μόνη μου, κανείς άλλος δεν μπορεί να το κάνει," απάντησε η Ντόλη απευθυνόμενη σ' αυτόν.
                "Ένας Θεός ξέρει αν αυτοί έχουν συμφιλιωθεί αρκετά," σκέφτηκε η Άννα ακούγοντας το τόνο της, ο οποίος ήταν ψυχρός και ήρεμος.
                "Έλα τώρα, Ντόλη! πάντα δημιουργείς δυσκολίες," είπε ο σύζυγός της. "Εάν θέλεις θα τα κάνω όλα εγώ."
                "Ναι, αυτοί πρέπει να είναι ξανά μαζί," σκέφτηκε η Άννα.
                "Εγώ ξέρω πως θα τα κάνεις όλα εσύ," απάντησε η Ντόλη. "Εσύ θα πεις στον Μάθιου να κάνει κάτι που δεν μπορεί να γίνει και θα απομακρυνθείς, και αυτός θα τα μπερδέψει όλα," και καθώς αυτή μιλούσε με το συνηθισμένο ειρωνικό της χαμόγελο έκανε ρυτίδες στις γωνίες από το στόμα της Ντόλης.
                "Ναι, μια πλήρη, πλήρη επανασύνδεση, εντελώς ολοκληρωμένη. Δόξα τον Θεό!" σκέφτηκε η Άννα, και χαρούμενη που έχει τα μέσα για να τα καταφέρει, αυτή πήγε επάνω στη Ντόλη και την φίλησε.
                "Όχι καθόλου. Γιατί απεχθάνεσαι τόσο τον Μάθιου και εμένα?" είπε ο Ομπλόνσκι, γυρίζοντας στη σύζυγό του με ένα ελαφρύ χαμόγελο.
                Όλο το βράδυ η Ντόλη διατηρούσε το συνηθισμένο ελαφρώς ειρωνικό της τρόπο προς τον σύζυγό της, και ο Ομπλόνσκι ήταν ικανοποιημένος και εύφημος, αλλά όχι στο σημείο του προσποιητού για να ξεχάσει τη ενοχή του αφότου είχε πετύχει συγχώρηση.
                Στις εννιά και μισή μια ασυνήθιστη ευχάριστη και χαρούμενη οικογενειακή συζήτηση γύρω από τραπέζι του τσαγιού των Ομπλόνσκι ενοχλήθηκε από ένα φαινομενικά πολύ συνηθισμένο συμβάν το οποίο τους εντυπωσίασε όλους τόσο παράξενα. Ενώ αυτοί συζητούσαν για τις κοινές γνωριμίες τους από τη Πετρούπολη η Άννα ξαφνικά σηκώθηκε.
                "Εγώ έχω μια φωτογραφία της στο άλμπουμ μου," είπε αυτή, "και εγώ θα σου δείξω επίσης τον Σερέζα μου," πρόσθεσε αυτή με το περήφανο χαμόγελο της μητέρας.
                Προς στις 10 - η ώρα όταν αυτή λέει γενικά καληνύχτα στο γιο τής και συχνά τον βάζει στο  κρεβάτι η ίδια πριν πάει στο χορό - αυτή ένιωθε λυπημένη που ήταν τόσο μακρυά απ' αυτόν, και, για ο,τι αυτοί μιλούσαν οι σκέψεις της συνεχώς γυρίζανε γύρω από το σγουρομάλλικο Σερέζα της. Αυτή για πολύ ώρα κοίταζε στη φωτογραφία του και μιλούσε γι' αυτόν. Αρπάζοντας την πρώτη ευκαιρία αυτή σηκώθηκε και, βαδίζοντας σταθερά και ελαφριά, πήγε έξω για να φέρει το άλμπουμ της. Ανέβηκε τη σειρά των σκαλοπατιών μέχρι το δωμάτιο της από το κεφαλόσκαλο της ζεστής μπροστινής σκάλας. Καθώς έβγαινε από το σαλόνι υπήρξε ένα κουδούνισμα στη πόρτα.
                "Ποιος μπορεί να είναι?" ρώτησε η Ντόλη.
                "Είναι πολύ νωρίς για να με βγάλουν έξω, και πολύ αργά για κάποιον άλλον," είπε η Κίττη.
                "Χαρτιά από το γραφείο για εμένα, υποθέτω," είπε ο Ομπλόνσκι.
                Ένας υπηρέτης έτρεξε για να ανακοινώσει την νέα άφιξη, η οποία στεκόταν στο σκαλί της σκάλας κάτω από ένα φωτιστικό. Η Άννα κοίταξε κάτω από το κεφαλόσκαλο που αυτή στεκόταν και κάποια στιγμή αναγνώρισε τον Βρόνσκι και ένα αίσθημα χαράς αναμειγμένο με φόβο ξαφνικά αναδύθηκε στη καρδιά της.
                 Αυτός στεκόταν με το παλτό του, ψάχνοντας για κάτι στις τσέπες τους. Όταν η Άννα ήταν επάνω στο μέσω του διαδρόμου στην αρχή της σειράς των σκαλοπατιών, αυτός σήκωσε τα μάτια του και την είδε, και ένα βλέμμα κάτι σαν δυσχέρεια και φόβο εμφανίστηκε στο πρόσωπο του. Αυτή υποκλίθηκε ελαφριά και συνέχισε. Αυτή άκουσε την ηχηρή φωνή του Ομπλόνσκι κάτω ζητώντας τον να έρθει μέσα, και την χαμηλή, απαλή φωνή του Βρόνσκι να αρνείται.
                Όταν η Άννα επέστρεψε με το άλμπουμ της ενώ αυτός είχε ήδη φύγει, και ο Ομπλόνσκι είπε ότι ο Βρόνσκι είχε έρθει για να τον ενημερώσει για ένα δείπνο που αυτοί επρόκειτο να δώσουν την επόμενη ημέρα σε μια διασημότητα η οποία επισκεπτόταν την Μόσχα, αλλά πως αυτός δεν μπορούσε να τον παροτρύνει να έρθει μέσα. "Αυτός έδειχνε τόσο παράξενος," πρόσθεσε Ο Ομπλόνσκι.
                Η Κίττη κοκκίνισε. Αυτή σκέφτηκε ότι ήταν η μόνη που κατάλαβε γιατί αυτός είχε έρθει στο σπίτι και γιατί δεν ήρθε μέσα. "Αυτός πήγε στο σπίτι μας," σκέφτηκε αυτή, και δεν με βρήκε εκεί υπέθεσε ότι εγώ ήμουν εδώ. Και αυτός δεν μπορούσε να έρθει μέσα επειδή η Άννα είναι εδώ, και αυτός το σκέφτηκε πολύ αργά."
                Όλοι αυτοί κοίταζαν ο ένας τον άλλο και δεν είπαν τίποτα αλλά άρχισαν να εξετάζουν το άλμπουμ της Άννας.
                Δεν υπήρχε τίποτα το εξωπραγματικό ή το παράξενο στο γεγονός ότι ένας άνδρας είχε έρθει στις εννιά και μισή στο σπίτι ενός φίλου για να τον ενημερώσει για ένα δείπνο που αυτοί σχεδίαζαν και ότι αυτός δεν μπορούσε να έρθει μέσα' αλλά αυτό φαινόταν παράξενο σ' όλους. Για την Άννα συγκεκριμένα αυτό φαινόταν παράξενο και όχι σωστό.

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Εικοστό Κεφάλαιο]

                                                             Κεφάλαιο 20


Το υπόλοιπο εκείνης της ημέρας η Άννα παρέμεινε στο σπίτι, που είναι το σπίτι των Ομπλόνσκι, και δεν δέχτηκε κανένα, αν και αρκετοί από τους γνωστούς της οι οποίοι είχαν ακούσει για την άφιξη της ήρθαν για να την δουν. Αυτή πέρασε το πρωινό μέρος της ημέρας με την Ντόλη και τα παιδιά, και έστειλε ένα σημείωμα στον αδερφό της για να σιγουρευτεί και να έρθει σπίτι για το δείπνο. "Έλα," αυτή έγραψε. "Ο Θεός είναι ελεήμων."
                  Ο Ομπλόνσκι δείπνησε στο σπίτι, η συζήτηση ήταν γενική, και η σύζυγος του απευθυνόταν σ' αυτόν με οικειότητα σε δεύτερο ενικό πρόσωπο, το οποίο αυτή δεν είχε κάνει όλες αυτές τις ημέρες. Υπήρχε ακόμα η ίδια αποξένωση στους τρόπους τους ο ένας με τον άλλο, αλλά όχι για αρκετή ώρα έκανε μια ερώτηση για την απόσπαση, και ο Ομπλόνσκι είδε ότι η εξήγηση και η συμφιλίωση ήταν δυνατή.
                  Αμέσως μετά το δείπνο ήρθε η Κίττη. Αυτή γνώριζε την Άννα, αλλά μόνο λίγο, και ήρθε στη αδερφή της χωρίς φόβο για το πως αυτή θα γινόταν δεκτή από μια γυναίκα της Κοινωνίας της Πετρούπολης την οποία όλοι θαύμαζαν τόσο πολύ. Αλλά αυτή τώρα παρατήρησε ότι η Άννα την συμπαθούσε. Αυτό ήταν φανερό ότι η ομορφιά και η νεότητα της έδιναν στην Άννα την ευχαρίστηση και πριν η Κίττη είχε χρόνο για να αποκτήσει την αυτοκυριαρχία της που αυτή ένιωθε όχι ότι ήταν κάτω από την επίδραση της Άννας αλλά ότι ήταν ερωτευμένη μαζί της, όπως τα νεαρά κορίτσια που συνηθίζουν να είναι με παντρεμένες γυναίκες μεγαλύτερες από τις ίδιες. Η Άννα δεν ήταν όπως μια γυναίκα της Κοινωνίας ή η μητέρα ενός οκτάχρονου γιου. Η ευληγισεία της φιγούρας της, η φρεσκάδα της, και η φυσική ζωηρότητα του προσώπου της εμφανιζόταν τώρα στο χαμόγελο της, στα μάτια της, θα μπορούσαν να την έχουν κάνει να μοιάζει περισσότερο με ένα κορίτσι είκοσι ετών που αυτό δεν είχε μια σοβαρή και μερικές φορές λυπημένη έκφραση στα μάτια της τα οποία εντυπωσίασαν την Κίττη και την προσέλκυσαν. Η Κίττη ένιωθε ότι η Άννα ήταν εντελώς ειλικρηνής και ότι δεν προσπαθούσε να κρύψει τίποτα, αλλά ότι αυτή ζούσε σε ένα άλλο, πιο υψηλό κόσμο γεμάτο από περίπλοκα ποιητικά ενδιαφέροντα πέρα από το πεδίο επιρροής της Κίττης.
                  Μετά το δείπνο, όταν η Ντόλη είχε πάει στο δωμάτιο της, η Άννα σηκώθηκε γρήγορα και πήγε στον αδερφό της ο οποίος μόλις άναψε ένα τσιγάρο.
                  "Στιβ," είπε αυτή σ' αυτόν με ένα χαρούμενο λαμπύρισμα στο μάτι της και κάνοντας το σημάδι του σταυρού σ' αυτόν καθώς έδειχνε την πόρτα με ένα βλέμμα. "Πήγαινε και ίσως ο Θεός σε βοηθήσει." Αυτός κατάλαβε, έσβησε το τσιγάρο του, και εξαφανίστηκε μέσα στη πόρτα.
                  Όταν ο Ομπλόνσκι είχε φύγει, αυτή επέστρεψε στο καναπέ όπου καθόταν περικυκλωμένη από τα παιδιά.
                  Είτε επειδή αυτά έβλεπαν ότι η "Μαμά" αγαπούσε πολύ αυτή τη θεία, ή επειδή αυτά τα ίδια ένιωθαν την ασυνήθιστη γοητεία της, πρώτα τα δύο μεγαλύτερα παιδιά, και έπειτα το μικρότερο, όπως είναι συχνά ο τρόπος με τα παιδιά, ακόμα πριν το δείπνο είχαν αρχίσει να κολλάνε σ' αυτή, και τώρα δεν θα μπορούσαν να φύγουν από δίπλα της. Και αυτοί άρχισαν κάτι σαν ένα παιχνίδι το οποίο αποτελούταν από το να προσπαθήσουν να πάνε όσο το δυνατό πιο κοντά σ' αυτή, να την αγγίξουν, να της κρατήσουν το μικρό της χέρι, να την φιλήσουν, να παίξουν με το δακτυλίδι της, ή τέλος να αγγίξουν τα βολάν από το φόρεμα της.
                  "Τώρα πως καθόμασταν εμείς πριν?" είπε η Άννα, παίρνοντας ξανά τη θέση της.
                  Και ο Γκρίσα πίεσε ξανά το κεφάλι του κάτω από το χέρι της και γέρνοντας αντίθετα προς το φόρεμα της έλαμψε με υπερηφάνεια και χαρά.
                  "Και πότε πρόκειται να γίνει ο χορός?" είπε η Άννα, γυρίζοντας στη Κίττη.
                  "Την επόμενη εβδομάδα, και αυτός είναι ένας απολαυστικός χορός. Ένας από αυτούς τους χορούς οι οποίοι είναι πάντα διασκεδαστικοί."
                  "Υπάρχει πάντα αυτή η χαρά?" ρώτησε η Άννα με μια ευπαθή ειρωνία.
                  "Αυτό είναι παράξενο, αλλά υπάρχει! Πάντα είναι διασκεδαστικοί στους Μπορμπίστσεβς και επίσης στους Νικίτινς, ενώ πάντα βαρετοί στους Μέζκοβς, το έχεις παρατηρήσει?"
                  "Όχι, αγαπητή μου, δεν υπάρχουν πλέον χαρούμενοι χοροί για εμένα," είπε η Άννα, και η Κίττη είδε στα μάτια της αυτό το ασυνήθιστο κόσμο ο οποίος ακόμα δεν αποκαλύφθηκε σ' αυτή. "Υπάρχουν κάποιοι που δεν είναι τόσο δύσκολοι και βαρετοί όπως οι υπόλοιποι."
                  "Πως μπορείς να βαρεθείς εσύ σ' ένα χορό?"
                  "Γιατί δεν μπορώ να βαρεθώ σ' ένα χορό?"
                  Η Κίττη είδε ότι η Άννα ήξερε την απάντηση που ακολουθούσε.
                  "Επειδή εσύ πρέπει πάντα να είσαι η ωραία του χορού."
                  Η Άννα είδε την ικανότητα για να κοκκινίσει.Αυτή κοκκίνισε και απάντησε, "Αρχικά, εγώ ποτέ δεν είμαι' αλλά ακόμα και αν ήμουν, γιατί θα μπορούσε να είναι χρήσιμο για εμένα?"
                  "Εσύ, θα πας σ' αυτό το χορό?" ρώτησε η Κίττη.
                  Υποθέτω ότι θα πάω. Εδώ, πάρε αυτό," είπε αυτή, γυρνώντας στην Τάνια η οποία τραβούσε ένα δαχτυλίδι το οποίο εφαρμοζόταν χαλαρά στο μικρό μυτερό χέρι της θείας της.
                  "Εγώ θα είμαι πολύ χαρούμενη εάν εσύ πας. Θα μου άρεσε τόσο να σε δω στον χορό."
                  "Λοιπόν, τότε, εάν εγώ πρέπει να πάω, εγώ πρέπει να παρηγορήσω τον εαυτό μου με τη σκέψη ότι αυτό θα σε ευχαριστούσε... Γκρίσα, σε παρακαλώ μην τραβάς τόσο δυνατά, όλο αυτό είναι ήδη μπερδεμένο," είπε αυτή, τακτοποιώντας μια χαμένη μπούκλα από τα μαλλιά της με την οποία έπαιζε ο Γκρίσα.
                  "Σε φαντάζομαι σ' αυτό το χορό με λιλά!"
                  "Γιατί πρέπει να είναι λιλά?" ρώτησε η Άννα μισό γελώντας. "Τώρα παιδιά, φύγετε, φύγετε. Δεν ακούσατε? Εκεί είναι η δις Χιούλ που σας φωνάζει για το τσάι," συνέχισε αυτή, αποδεσμεύοντας τον εαυτό της από τα παιδιά στέλνοντας τα στη τραπεζαρία. "Αλλά ξέρω γιατί εσύ μου ζητάς να πάω σ' αυτό το χορό. Εσύ περιμένεις πολλά από αυτό, και θα ήταν ωραίο στο καθένα να είναι εκεί και να έχει μέρος σ' αυτό."
                  "Πώς το ξέρεις? Λοιπόν ναι!"
                  "Ω ναι, αυτό είναι καλό για την ηλικία σου," συνέχισε η Άννα. "Εγώ θυμάμαι και γνωρίζω αυτή τη μπλε ομίχλη στα Ελβετικά βουνά... αυτή η ομίχλη η οποία καλύπτει τα πάντα σ' αυτή τη ευλογημένη στιγμή όταν η παιδικότητα απλώς, απλώς έρχεται σ' ένα τέλος, και αυτός ο πελώριος, ευλογημένος κύκλος μετατρέπεται σε ένα παντοτινά - στενό μονοπάτι, και περνάς τη φήμη χαρούμενα ακόμα και με φόβο, αν και αυτό δείχνει λαμπερό και όμορφο... Ποιος δεν έχει περάσει από αυτό?"
                  Η Κίττη χαμογέλασε και παρέμεινε σιωπηλή. "Πως πέρασε από αυτό? Πόσο θα ήθελα να μάθω την ιστορία της!" σκέφτηκε αυτή, θυμήθηκε την ανέκφραστη εμφάνιση του συζύγου της Άννας Αλέξις Καρένιν.
                  "Κάτι ξέρω εγώ - ο Στίβ μου μίλησε και εγώ σε συγχαίρω. Μου άρεσε πάρα πολύ," συνέχισε η Άννα. "Εγώ συνάντησα τον Βρόνσκι στο σιδηροδρομικό σταθμό."
                  "Ω, ήταν αυτός εκεί?" ρώτησε η Κίττη, κοκκινίζοντας. "Τι σου είπε ο Στίβ?"
                  "Ο Στίβ μου τα αποκάλυψε όλα, και εγώ είμαι πολύ χαρούμενη... Εγώ ταξίδεψα χθες με τη μητέρα του Βρόνσκι," συνέχισε αυτή, "Και αυτή μιλούσε γι' αυτόν όλη την ώρα. Αυτός είναι ο αγαπημένος της γιος. Εγώ γνωρίζω πως είναι ο μονογονεϊκές μητέρες, αλλά..."
                  "Τι σου είπε η μητέρα του?"
                  "Ο πάρα πολλά! και ξέρω ότι αυτός είναι ο αγαπημένος της, αλλά ο οποιοσδήποτε μπορεί να δει ότι αυτός είναι γεμάτος από ιπποτισμό... Για παράδειγμα αυτή μου είπε ότι αυτός επιθυμεί να δώσει όλη τη περιουσία του στον αδερφό του, ότι ήδη ως ένα αγόρι αυτός είχε κάνει κάτι εξαιρετικό, έσωσε μια γυναίκα από πνιγμό. Με μια λέξη, αυτός είναι ήρωας," είπε η Άννα, χαμογελώντας και θυμήθηκε τις 200 ρούβλιες που αυτός είχε δώσει στο σταθμό.
                  Αλλά αυτή δεν ανέφερε τις 200 ρούβλιες. Για κάποιο λόγο δεν της άρεσε να σκέφτεται γι' αυτά. Αυτή ένιωθε ότι υπάρχει κάτι σ' αυτό που συνδέεται προσωπικά μαζί της που δεν θα έπρεπε να υπάρχει.
                  "Αυτή συγκεκριμένα θέλει να πάω να την δω," συνέχισε η Άννα. "Εγώ είμαι χαρούμενη για να δω την ηλικιωμένη κυρία ξανά, και θα πάω αύριο. Λοιπόν, ευτυχώς ο Στίβ σταμάτησε πολύ καιρό με την Ντόλη," πρόσθεσε αυτή αλλάζοντας το θέμα, και αυτή σηκώθηκε, δυσαρεστημένη με κάτι, σκέφτηκε η Κίττη.
                  "Εγώ ήμουν πρώτος! Όχι, εγώ!" φώναζαν τα παιδιά, τα οποία είχαν τελειώσει το τσάι τους έτρεξαν πίσω στη Θεία Άννα.
                  "Όλοι μαζί!" είπε η Άννα γελώντας και τρέχοντας για να τα συναντήσει, και βάζοντας τα χέρια της γύρω από αυτά αυτή έκανε τούμπες με όλο το πλήθος των παιδιών παλεύοντας και στριγκλίζοντας με χαρά - στο πάτωμα.