Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Δέκατοεκτο Κεφάλαιο]

                                                                       ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16


Ο Βρόνσκι ποτέ δεν είχε γνωρίσει οικογενειακή ζωή. Η μητέρα του στα νεανικά της χρόνια ήταν μια λαμπερή γυναίκα της Κοινωνίας, και κατά την διάρκεια τηε έγγαμης ζωής της και ειδικά στην χηρεία της είχε πολλές ερωτικές σχέσεις, γνωστές σ' όλους. Αυτός δύσκολα θυμόταν τον πατέρα του, και σπούδασε στην Στρατιωτική Ακαδημία.
          Αναχωρόντας από την Ακαδημία ως ένας πολύ νέος και λαμπερός αξιωματικός αυτός τώρα απολάμβανε το κολύμβι της πλούσιας στρατιωτικής τάξης της Πετρούπολης. Αν και αυτός περιστασιακά πήγαινε στην πιο υψηλή κοινωνία της Πετρούπολης, όλα τα αγαπημένα του ενδιαφέροντα βρισκόταν έξω από αυτό.
          Στην Μόσχα, μετά από το πολυτελές μάθημα ζωής στην Πετρούπολη, αυτός βίωσε για πρώτη φορά την απόλαυση της οικειότητας με ένα γλυκό, αθώο κορίτσι της Κοινωνίας το οποίο ερωτεύτηκε μαζί του. Αυτό ποτέ δεν μπήκε στο κεφάλι του ότι θα μπορούσε να υπάρχει κάτι λάθος στις σχέσεις του με την Κίττη. Στους χορούς αυτός χόρευε κυρίως μαζί της και την επισκεπτόταν στο σπίτι της. Αυτός μιλούσε μαζί της την συνηθισμένη συζήτηση της Κοινωνίας: όλα τα είδη κουταμάρας, αλλά η κουταμάρα μέσα στην οποία αθέλητα αυτός έβαζε μια ειδική έννοια γι' αυτή. Αν και αυτός ποτέ δεν είπε κάτι σ' αυτή το οποίο δεν θα μπορούσε να είχε πει αυτός κατάλαβε ότι αυτή γινόταν όλο και περισσότερο εξαρτώμενη απ' αυτόν, και όλο και περισσότερο ένιωθε ότι αυτό ήταν πιο ευχάριστο, και όλο και περισσότερο γινόταν πιο τρυφερά τα συναισθήματα προς αυτόν. Αυτός δεν ήξερε ότι η συμπεριφορά του προς την Κίττη είχε μια ονομασία από μόνη της, που αυτό ήταν ένα παγιδεμένο κορίτσι χωρίς προθέσεις για να την παντρευτεί, και είναι μια από τις κοινές διαβολικές πράξεις ανάμεσα στους λαμπερούς νεαρούς άνδρες όπως ο ίδιος. Αυτός σκέφτηκε ότι αυτός ήταν ο πρώτος για να ανακαλύψει αυτή την ευχαρίστηση και αυτός απολαύανε την ανακαλυψή του.
          Εαν αυτός μπορούσε να ακούσει αυτό που οι γονείς της έλεγαν αυτό το βράδυ, εαν αυτός ήξερε την άποψη της οικογενειάς της και μάθαινε ότι η Κίττη θα ήταν δυστυχισμένη, αν αυτός δεν την παντρευόταν, αυτός μπορούσε να είχε εκπληθεί περισσότερο και δεν θα το πίστευε.Αυτός δεν θα μπορούσε να πιστεύει ότι αυτό θα του έδινε τόσο μεγάλη και τέτοια υπέροχη ευχαρίστηση σ' αυτόν, και - ότι περισσότερο γι' αυτή, μπορούσε να είναι ένας λάθος. Ακόμα λιγότερο θα μπορούσε να είχε πιστέψει ότι αυτός πρέπει να παντρευτεί.
          Ο γάμος ποτέ δεν παρουσιαζόταν το ίδιο σ' αυτόν ως μια πιθανότητα. Όχι, πως αυτός απευχθανόταν την οικογενειακή ζωή, αλλά σύμφωνα με τις απόψεις που γενικά ισχύουν στον εργένικο κόσμο στον οποίο αυτός ζεί θεωρεί την οικογένεια και ειδικά ένα σύζηγο, ως κάτι το ξένο, το εχθρικό και πάνω απ' όλα γελοίο. Αλλά παρ' όλο που ο Βρόνκσι δεν είχε την υποψία από αυτά που έλεγαν οι γονείς της Κίττης αυτό το βράδυ αυτός ένιωθε, καθώς άφηνε το σπίτι των Σετσερμπάτσκι αυτό το βράδυ, ότι ο μυστικός πραγματικός δεσμός ο οποίος υπήρχε ανάμεσα σε αυτόν και την Κίττη είχε δυναμώσει τόσο κατά την διάρκεια του βραδιάς που έπρεπε να δράσει. Αλλά αυτό ήταν που δεν έπρεπε ή δεν μπορούσε να φανταστεί.
          "Αυτό είναι τόσο γοητευτικό," σκέφτηκε αυτός καθώς άφηνε το σπίτι των Σετσερμπάτσκι, φεύγοντας απ' εκεί, ως συνήθως, ένα ευχάριστο αίσθημα αθωότητας και φρεσκάδας (εν μέρει λόγω του γεγονότος ότι αυτός δεν είχε καπνήσει καθόλου αυτό το βράδυ) και βαθιά αγγιγμένος από μια νέα αίσθηση στοργικής χαράς στην συναίσθηση της αγάπης της γι' αυτόν. "Αυτό είναι που είναι τόσο γοητευτικό, που τίποτα δεν ειπώθηκε ούτε από εμένα ούτε από αυτή, ωστόσο εμείς καταλαβαίνουμε τόσο καλά ο ένας τον άλλο σ' αυτή τη διακριτική γλώσσα των βλεμμάτων και των τόνων που σήμερα ήταν ακόμα πιο καθαρή από ποτέ που αυτή μου έχει πει πως με αγαπάει. Και πόσο γλυκά, απλά και πάνω απ' όλα εμπιστευτικά. Εγω αισθάνομαι πιο καλά και πιο αγνός, νιώθω ότι έχω μια καρδιά... και ότι υπάρχει πολύ καλό σ' εμένα. Αυτά τα αξιαγάπητα μάτια! όταν αυτή είπε, 'και πάρα πολύ' "
          "Λοιπόν, και τι μ' αυτό? Τίποτα, φυσικά. αυτό είναι ευχάριστο για εμένα και για αυτή," και αυτός σκεφτόταν που θα μπορούσε να τελειώσει το βράδυ του.
          Αυτός πέρασε με κριτική (άποψη) τα μέρη που μπορεί να πάει. "Το Κλάμπ: ένα παιχνίδι μπεζίκ, ένα ποτήρι σαμπάνια με τον Ιγκνάτεβ? Όχι, δεν θέλω να πάω εκεί. Το "Chateau de Fleurs? Εκεί μπορώ να βρω τον Ομπλόνσκι, Γαλλικά κουπλέ, καν καν. Όχι δεν μου αρέσει αυτό. Απλώς "αυτό είναι που μου αρέσει στους Σετσερμπάτσκι, ότι γίνομαι καλύτερα εκεί. Εγω θα πάω σπίτι," Αυτός πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο του στο ξενοδοχείο Ντισό, δείπνησε, και αφότου ξεντύθηκε άπλωσε με δυσκολία το κεφάλι του στο μαξιλάρι πριν αποκοιμηθεί γρήγορα.

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2015

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Δέκατοπεμπτο κεφάλαιο]

                                                           ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15



Αφότου οι καλεσμένοι είχαν φύγει η Κίττη είπε στην μητέρα της για την συζήτησή της με τον Λεβάιν, και παρ' όλη την θλίψη της γι' αυτόν αυτή ήταν ευχαριστημένη από την σκέψη ότι αυτή είχε μια πρόταση. Αυτή δεν αμφέβαλε ότι είχε πράξει σωστά, ακόμα για πολύ ώρα αυτή ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι αδυναντώντας να κοιμηθεί. Μια εικόνα στοίχειωνε την ανυποχωρητικότητας της. Αυτή ήταν το πρόσωπο του Λεβάιν με τα ευγενικά του μάτια που κοίταζαν σ' αυτήν και στον Βρόνσκι, και αυτή ένιωθε τόσο λυπημένη γι' αυτόν που δάκρυα σηκώθηκαν στα μάτια της. Αλλά αυτή αμέδως θυμήθηκε για ποιόν τον είχε ανταλλάξει. Αυτή ζωηρά ζωγράφησε στον εαυτό της αυτό το δυνατό ανδρικό πρόσωπο, αυτό το καλοαναθρεμμένο ήρεμο και ευγενικό πρόσωπο που αυτός πάντα έδειχνε προς όλους: αυτή θυμήθηκε την αγάπη, τον άνδρα που πληκτικά την αγαπούσε και ξανά έγινε χαρούμενη και με ένα χαρούμενο χαμόγελο έβαλε το κεφάλι της στο μαξιλάρι της. "Αυτό είναι κρίμα, κρίμα, αλλά δεν φταίω," είπε στον εαυτό της, αλλά μια εσωτερική φωνή έλεγε κάτι διαφορετικό. Είτε αυτή μετάνιωσε έχοντας αμφιρροπήσει τον Λεβάιν είτε αυτή δεν ξέρει ότι έχει απορρίψει, αλλά η ευτυχία της ήταν προβληματισμένη από αμφιβολίες.
           "Ο Θεός έχει έλεος, ο Θεός έχει έλεος, ο Θεός έχει έλεος," αυτή επαναλάμβανε στον εαυτό της μέχρι που κοιμήθηκε.
           Εν τω μεταξύ κάτω στο μικρό γραφείο του Πρίγκηπα οι γονείς της είχαν μια από τις πιο συνηθισμένες σκηνές για την αγαπημένη τους κόρη.
           "Τι? Εγώ θα σου πω τι!" φώναξε ο Πρίγκηπας κουνώντας τα χέρια του και αμέσως ξανά έριξε την ρόμπα με τις σκιουρί γραμμές επάνω του. "Εσυ δεν έχεις υπερηφάνια, δεν έχεις αξιοπρέπεια, εσύ ντροπιάζεις και προσβάλεις την κόρη από αυτό το απαίσιο ηλίθιο προξενιό."
           "Για όνομα του Θεού, Πρίγκηπα, στο Όνομα του τι έχω κάνει?" είπε η Πριγκήπισσα σχεδόν με δάκρυα.
           Μετά την συζήτηση της με την κόρη της αυτή είχε έρθει μέσα, χαρούμενη και ικανοποιημένη για να πει καληνύχτα στον Πρίγκηπα ως συνήθως, αν και αυτή δεν σκόπευε να τον μιλήσει για την πρόταση του Λεβάιν και την άρνηση της Κίττης αυτή το έκριψε απ' αυτόν που θεωρούσε το θέμα με τον Βρόνσκι αρκετά τοποθετημένο και πιθανόν θα μπορούσε σίγουρα να είναι αποφασισμένο καθώς σύντομα θα έφτανε η μητέρα του. Και όταν αυτή το είπε ο Πρίγκηπας ξεφνικά φούντωσε, και άρχησε να πειροβολεί με αγένεια: "Τι έχεις κάνει? Γιατί αυτό: Πρώτα απ' όλα εσύ ξελόγιασες έναν μνηστήρα. Όλη η Μόσχα θα μιλάει γι' αυτό και με λόγο. Εαν δώσεις ένα πάρτι προσκαλεσέ τους όλους και όχι μόνο επιλεγμένους μνηστήρες. Προσκάλεσε όλα τα νεαρά κουταβάκια," ετσι ο Πρίγκηπας αποκαλούσε τους νεαρούς άνδρες της Μόσχας, "έχε ένα πιανίστα και άφησε τους να χορεύουν' αλλά να έχει αυτού του είδους το πράγμα που είχαμε απόψε- αυτούς τους μνηστήρες και αυτό το παντρολόγημα. Αυτό με κάνει άρρωστο για να το βλέπω, απλά άρρωστο και εσύ έχεις τον τρόπο και έχεις γυρίσει το κεφάλι του παιδιού. Ο Λεβάιν είναι χίλιες φορές καλύτερος άνδρας. Αυτός ο άλλος είναι ένας μικρός λιμοκοντόρος της Πετρούπολης. Αυτοί είναι μηχανοποιημένοι ανα δωδεκάδες όλοι σε μια πατέντα και όλοι κυρίως. Αλλά ακόμα και αν ήταν ένας Πρίγκηπας εξ' αίματος η κόρη μου δεν τον χρειάζεται."
          "Αλλά τι έχω κάνει?"
          "Απλώς αυτό..." φώναξε ο Πρίγκηπας θυμωμένα.
          "Το γνωρίζω αυτό περισσότερο," τον διέκοψε η Πριγκήπισσα, "ότι εαν εγώ επρόκειτο να ακούσω σ' αυτά που λες εμείς ποτέ δεν θα βλέπαμε τις κόρες μας παντρεμένες και εμείς πρέπει καλύτερα να πηγαίνουμε και να ζούσαμε στην εξοχή."
          "Έτσι πρέπει να κάνουμε!"
          "Περίμενε λίγο! Εγω τους ελκύω κοντά της? Όχι, σίγουρα όχι, αλλά ένας νεαρός άνδρας και ένας λαμπερός νεαρός άνδρας ερωτεύεται με την Κίττη, και αυτή φαίνεται επίσης..."
          "Φαίνεται πράγματι! Και υποθέτουμε ότι αυτή πραγματικά ερωτεύεται με αυτόν ένω αυτός σκοπεύει να την παντρευτεί τόσο πολύ όπως και εγώ θέλω... Ω! εύχομαι να το δούν ποτέ αυτό τα μάτια μου... Α τι πνευματισμός! Α πόσο ωραία! Α ο χορός" και ο Πρίγκηπας φαντάστηκε τον εαυτό του να ενσαρκώνει την σύζηγο του ψυχρά σε κάθε λέξη. "και τότε εαν εμείς πραγματικά προσβάλλουμε την ευτυχία της Κίττη, εαν αυτή πραγματικά το βάλει μέσα στο κεφάλι της..."
          "Αλλά γιατί εσυ υποθέτεις ένα τέτοιο πράγμα?"
          "Εγω δεν υποθέτω, εγώ ξέρω! Εμείς έχουμε μάτια γι' αυτά τα πράγματα, και οι γυναίκες δεν έχουν. Εγώ μπορώ να αναγνωρίσω έναν άνδρα ο οποίος έχει σοβαρές προθέσεις - όπως ο Λεβάιν - και εγω μπορώ να δω μέσα από ένα ανεμοδείκτη όπως αυτός ο χαρτοζοκορτάκιας ο οποίος θέλει μόνο να διασκεδάσει τον εαυτό του."
           "Ο λοιπόν, όταν ένα πράγμα μπεί μια φορά μέσα στο κεφάλι σου..."
           "Και εσύ θα το ανακαλύψεις, αλλά πολύ αργά όπως με τη καημένη την Ντόλη."
           "Εντάξει. Εντάξει, ας μην μιλήσουμε άλλο," είπε η Πριγκήπισσα διακόπτοντας τον και θυμήθηκε τη άτυχη την Ντόλη.
           "Πολύ καλά τότε, καλό-βράδυ."
           Και έχοντας κάνει το σημάδι του σταυρού ο ένας στον άλλο και φιλήθηκαν, νιώθοντας ότι ο καθ' ένας από αυτούς παρέμεινε στις προσωπικές απόψεις τους, το ζευγάρι χωρίστηκε για την νύχτα.
           Η Πριγκήπισσα αρχικά ήταν σταθερά πεποισμένη ότι αυτό το βράδυ καθορίστηκε η μοίρα της Κίττης και ότι δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία για τις προθέσεις του Βρόνσκι' αλλά τα λόγια του συζήγου της την ταρακούνησαν, και όταν έφτασε στο δωμάτιο της, με τον φόβο της αβεβαιότητας για το μέλλον αυτή επανέλαβε, όπως η Κίττη είχε κάνει: "ο Θεός έχει έλεος, ο Θεός έχει έλεος, ο Θεός έχει έλεος!"