Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Έκτο κεφάλαιο]

                                                                     ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Όταν ο Ομπλόνσκι ρώτησε τον Λεβάιν τον λόγο για την επισκεψή του στην πόλη, ο Λεβάιν είχε κοκκινήσει και θύμωσε με τον εαυτό του για το κοκκίνισμα, επειδή αυτός δεν μπορούσε να απαντήσει. "Έχω έρθει για να κάνω πρόταση γάμου στην κουνιάδα σου," αν και αυτός ήρθε αποκλειστικά για αυτό τον λόγο.
                        Οι Λεβάιν και οι Σετσερμπάτσκι ήταν δύο παλιές αριστοκρατικές οικογένειες της Μόσχας που πάντα βρισκόταν σε προσωπικές και φιλικές σχέσεις. Οι δεσμοί τους έλκυονται ακόμα πιο κοντά από τις φοιτητικές ημέρες του Λεβάιν. Αυτός είχε προετοιμαστεί για το Πανεπιστήμιο και μπήκε μαζί με τον νεαρό Πρίγκηπα Σετσερμπάτσκι, τον αδερφό της Ντόλης και της Κίττης. Εκείνο τον καιρό ο Λεβάιν επισκεπτόταν συχνά τους Σετσερμπάτσκι και ερωτεύτηκε με την οικογένεια. Παρέξενο όπως αυτό ίσως δείχνει αυτή ήταν όλη η οικογένεια Σετσερμπάτσκι - ειδικά το μισό από αυτό που ήταν γυναίκες - που ο Λεβάιν ήταν ερωτευμένος. Αυτός δεν μπορούσε να θυμηθεί την μητέρα του, και η αδερφή του ήταν πιο μεγάλη απο αυτόν, έτσι λοιπόν στο σπίτι των Σετσερμπάτσκι αυτός έβλεπε για πρώτη φορά την οικογενειακή ζωή μια καλοεκπαιδευμένης και τίμιας οικογένειας της παλιάς αριστοκρατίας - μια ζωή τέτοια που αυτός είχε στερηθεί από τον θάνατο του δικού του πατέρα και της δικής του μητέρας. Όλα τα μέλη της οικογένειας, ειδικά οι γυναίκες, εμφανίζονταν σ' αυτόν σαν να ήταν καλυμένες μέσα σε κάποιο μυστικό ποιητικό πέπλο, και αυτός όχι μόνο δεν έβλεπε καμία ατέλεια σε αυτές, αλλά μάντευε πίσω από αυτό το ποιητικό πέπλο τα πιο υψηλά συναισθήματα και την κάθε δυνατή τελειότητα. Γιατί αυτές οι τρείς νεαρές κυρίες έπρεπε να μιλούν Γαλλικά και Αγγλικά σε διαφορετικές ημέρες; γιατί στον ελεύθερο χρόνο αυτές έπαιζαν, η κάθε μια την στροφή της, στο πιάνο (ο ήχος του οποίου έφτανε μέχρι το δωμάτιο του αδερφού τους όπου οι μαθητές ήταν για μελέτη); γιατί αυτοί οι δάσκαλοι της Γαλλικής λογοτεχνίας, μουσικής, ζωγραφικής, και χορού ερχόταν στο σπίτι; γιατί σε ορισμένες ώρες οι τρείς νεαρές κυρίες συνοδευόταν από την Δεσποινίδα Λινόν που κατευθυνόταν σε μια άμαξα στην Λεωφόρο Τβέρσκοι φορώντας σατέν κάπες (η Ντόλη μια μεγάλη' η Νάταλι μια κάπως πιο μικρή' και η Κίτι μια τόσο κοντή κάπα όπου τα καλοφτιαγμένα μικρά πόδια της μέσα στις σφιχτές κόκκινες κάλτσες τους ήταν αρκετά εκτεθειμένα); γιατί αυτοί έπρεπε να πηγαινοέρχονται στην Λεωφόρο Τβέρσκοι συνοδευμένες από ένα υπηρέτη με μια μια επιχρυσωμένη κονκάρδα στο καπέλο του - αλλά αυτά και πολλά περισσότερα από αυτά που συνέβαιναν σε αυτό το μαγικό κόσμο αυτός δεν καταλάβαινε; αλλά αυτός ήξερε ότι γινόταν εκεί ήταν όμορφο και αυτός ήταν ερωτευμένος με όλο από αυτό το μυστήριο.
                       Στις φοιτητικές του ημέρες αυτός ήταν σχεδόν πολύ ερωτευμένος με την μεγαλύτερη κόρη, την Ντόλη' αλλά ένας γάμος επρόκειτο σύντομα να συμβεί αφότου κανονίστηκε ανάμεσα σ' αυτή και τον Ομπλόνσκι. Έπειτα αυτός άρχησε να ερωτεύεται με την δεύτερη κόρη. Αυτός έδειχνε να νιώθει ότι πρέπει να ερωτευθεί με μια από τις αδερφές, αλλά δεν ήταν σίγουρος με ποιά. Αλλά επίσης η Νάταλι καθώς και αυτή σύντομα βγήκε εκτός, παντρέυτηκε τον διπλωμάτη, Λβόβ. Η Κίττι ήταν ακόμα ένα παιδί όταν ο Λεβάιν τελείωσε με το Πανεπιστήμιο. Ο νεαρός Σετσερμπάτσκι ο οποίος μπήκε στο ναυτικό μετατέθηκε την Βαλτική' και μετά από αυτό, παρ' όλη την φιλία του με τον Ομπλόνσκι, η επαφή του Λεβάιν με τους Σετσερμπάτσκι έγινε λιγότερο συχνή. Αλλά όταν αυτός ήρθε στην Μόσχα νωρίς τον χειμώνα αυτού του έτους και τους συνάντησε, αυτός ήξερε στο τέλος ποιά από τις τρείς αδερφές αυτός ήταν πραγματικά ερωτευμένος.
                         Αυτό θα μπορούσε να δείχνει ότι τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο απλό για αυτόν, έναν άνδρα μιας πλούσιας οικογένειας, πλούσιο παρά φτωχό, και τριάντα δύο ετών για να κάνει πρόταση γάμου στην Πριγκήπισσα Σετσερμπάσκαγια. Κατά πάσα πιθανότητα αυτός θα μπορούσε να το είχε θεωρήσει ένα αρκετά κατάλληλο προξενιό. Αλλά ο Λεβάιν ήταν ερωτευμένος, και γι' αυτό η Κίττι φαινόταν σ' αυτόν τόσο τέλεια από κάθε άποψη, όσο το να υπερβαίνει όλα τα επίγεια, και αυτός φαινόταν στον εαυτό του ένα τόσο επίγειο και ασύμαντο πλάσμα, που η πιθανότητα της ύπαρξης του θεωρήθηκε άξια γι' αυτή από άλλους ή από τον εαυτό της ήταν γι' αυτόν αδιανόητη.
                         Έχωντας ξοδέψει δύο μήνες στην Μόσχα, ζώντας σαν μέσα σε μια ομίχλη, συναντούσε σχεδόν κάθε μέρα στην Κοινωνία, την οποία αυτός άρχησε να βγάινει συχνά για να την συναντά, αυτός ξαφνικά επινόησε στο νου του ότι αυτό ήταν άδυνατο, και επέστρεψε στην ύπαιθρο.
                         Η πεποίθηση του Λεβάιν ότι αυτό ήταν αδύνατο βρισκόταν στην ιδέα ότι από την άποψη των συγγενών της αυτός δεν ήταν ένα καλό ή κατάλληλο προξενιό για την γοητευτική Κίττι, και ότι η ίδια η Κίττι δεν θα μπορούσε να τον αγαπήσει. Από την άποψη των γονιών της (αυτό φαινόταν σ' αυτόν) αυτός δεν είχε κανονική απασχόληση ή κανονική θέση στον κόσμο. Αυτός ήταν τριάντα δύο ετών, και ενώ οι συντροφοί του ήταν ήδη συνταγματάρχες, υπασπιστές, Διευθυντές Τραπεζών και Σιδηροδρόμων ή Επικεφαλείς Κυβερνητικών Σωμάτων όπως ο Ομπλόνσκι, αυτός (αυτός ήξερε πολύ καλά ότι οι άλλοι πρέπει να τον θυμούνται) ήταν κυρίως ένας επαρχιώτης τσιφλικάς, σπαταλώντας την ώρα του ταίζοντας αγελάδες, πυροβολώντας βαλτομπεκάτσες, και χτίζοντας κτήρια - αυτό να λέγεται, ένας σύντροφος χωρίς ταλέντο, ο οποίος δεν πρέπει να έρχεται για καλό και κάνει μόνο αυτό που κατά την άποψη της Κοινωνίας οι άνθρωποι που δεν έχουν καλό σκοπό πάντα κάνουν. Φυσικά η μυστηριώδης και γοητευτική Κίττι δεν μπορούσε να αγαπήσει ένα απλό σύντροφο, όπως αυτός θεωρούσε τον εαυτό του, ένα άνδρα τόσο απλό και ασήμαντο. Ωστόσο, η προηγούμενη σχέση του με την Κίττι που είχε ένας ώριμος άνδρας προς ένα παιδί ο οποίος ήταν φίλος του αδερφού της, και αυτό φαινόταν ένα επιπλέον εμπόδιο στο μονοπάτι της αγάπης. Αυτός σκέφτηκε ένα τίμιο ευγενή σύντροφο όπως τον εαυτό του που θα μπορούσε να αγαπήσει όπως ένα φίλο, αλλά για να αγαπηθεί με το είδος της αγάπης που αυτός ένιωθε για την Κίττι, ένας άνδρας πρέπει να είναι όμορφος και πάνω από όλα αξιοπρεπείς.
                          Αυτός είχε ακούσει ότι οι γυναίκες συχνά ερωτεύονται τίμιους συνηθισμένους άνδρες αλλά αυτός δεν το πιστεύει, λόγω το ότι αυτός έκρινε από τον εαυτό του και αυτός θα μπορούσε να αγαπήσει μόνο όμορφες μυστηριώδης ασυνήθιστες γυναίκες.
                          Αλλά αφού ξόδεψε δύο μήνες μόνος στην εξοχή αυτός έγινε πεποισμένος ότι αυτή τη στιγμή αυτός δεν ήταν ερωτευμένος όπως αυτός ήταν όταν ήταν αρκετά νέος - τα τωρινά του αισθήματα δεν τον έδωσαν καμία ηρεμία προς τον παρόν - και ότι αυτός δεν θα μπορούσε να ζήσει εκτός και εαν το ερώτημα ήταν μήπως αυτή ήταν αποφασισμένη να γίνει συζυγός του ή όχι' επίσης ότι η απογνωσή του ήταν το αποτέλεσμα της δικής του φαντασίας, και ότι αυτός δεν είχε αποδείξη ότι αυτός θα μπορούσε να απορριφθεί. Έτσι αυτός είχε έρθει τώρα στην Μόσχα αποφασισμένος να κάνει πρόταση γάμου σ' αυτή, και να την παντρευτεί εαν αυτός γινόταν δεκτός. Ή.... αλλά αυτός δεν τολμούσε να σκεφτεί τι θα μπορούσε να συμβεί αν αυτή δεν τον δεχόταν.

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Πεμπτό κεφάλαιο]

                                                             ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

                                Η φυσική ικανότητα του Ομπλόνσκι τον είχε βοηθήσει να πάει καλά στο σχολείο, αλλά η αταξία και η τεμπελιά του είχαν προκαλέσει να τελειώσει την τάξη της χρονιάς με πολύ χαμηλό βαθμό. Παρ' όλο ακόμη την σπατάλη της ζωής του, την ασήμαντη υπηρεσιακή του θέση, και την σχετική νεότητα του, αυτός απασχολούσε μια διακεκριμένη θέση και καλοπληρωμένη θέση ως Επικεφαλής ένα από τα Κυβερνητικά Σώματα στην Μόσχα. Αυτή τη θέση αυτός την είχε αποκτήσει μέσα από τον Αλέξης Αλεξάντροβιτσ Καρένιν, τον σύζυγο της αδερφής του Άννας, ο οποίος κρατούσε μια από τις πιο σημαντικές θέσεις στο Υπουργείο στο οποίο άνηκε αυτό το Σώμα της Μόσχας. Αλλά ακόμη και αν ο Καρένιν δεν είχε προτείνει για υποψήφιο τον κουνιάδο του γι' αυτή τη θέση, ο Στέφεν Ομπλόνσκι μέσα από τους ένα χιλιάδες άλλους ανθρώπους - αδέρφια, αδερφές, συγγενείς, ξαδέρφια, θείοι ή θείες - θα μπορούσε να είχε αποκτήσει αυτή ή μια παρόμοια θθέση με ένα μισθό γύρω στις 6,000 ρούβλιες τον χρόνο, το οποίο αυτός χρειαζόταν επειδή παρ' όλο οι ουσιώδης ανάγκες της συζύγου του και οι υποθέσεις του βρισκόταν σε άσχημο δρόμο.
                                Η μισή Μόσχα και η μισή Αγία Πετρούπολη ήταν συγγενείς του ή φίλοι του. Αυτός γεννήθηκε ανάμεσα σ' αυτούς που ήταν ή που έγιναν ένας από τους μεγάλους αυτού του κόσμου. Το ένα τρίτο του κόσμου ήταν οι ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, οι ηλικιωμένοι άνδρες, που ήταν φίλοι του πατέρα του και τον είχαν γνωρίσει με μεσοφόρια, αυτός είχε στενές προσωπικές σχέσεις με το άλλο τρίτο. Και ήταν καλά γνωστός με το τελευταίο τρίτο. Με αποτέλεσμα οι διανομείς των επίγειων ευλογιών, όπως Κυβερνητικές θέσεις, χορηγίες, παραχωρήσεις, και το ωραίο, ήταν όλοι φίλοι του. Αυτοί δεν μπορούσαν να αγνοοήσουν έναν που άνηκε σ' αυτούς, έτσι ώστε ο Ομπλόνσκι δεν είχε ιδιαίτερη δυσκολία στο να αποκτήσει μια προσοδοφόρα θέση' όχι μόνο αυτός δεν είχε σηκώσει αντιρρήσεις, να μην είναι ζηλιάρης, να μην καβγαδίσει, και να μην προσβληθεί - όλα αυτά τα πράγματα τα οποία, τον έκαναν φυσικά ευδιάθετο. Αυτό θα μπορούσε να μην έχει φανεί σ' αυτόν γελοίο που αυτός  είχε πει ότι δεν θα μπορούσε να πάρει μια θέση με ένα μισθό που ήθελε ειδικά αυτός δεν απαιτούσε κάτι το υπερβολικό. Αυτός ήθελε μόνο αυτό που ήθελαν οι άλλοι άνδρες της ηλικίας του και της σειράς του να παίρνουν' και αυτός μπορούσε να γεμίσει ένα τέτοιο γραφείο όπως και ο οποιοσδήποτε άλλος.
                                Ο Ομπλόνσκι δεν ήταν μόνο αρεστός από οποιοδήπτε τον ήξερε για την παιδική και χαρούμενη φύση του και την αναμφισβήτητη ειλικρίνια του, αλλά υπήρχε κάτι σ' αυτόν - στην όμορφη και λαμπερή του εμφάνιση, τα ακτινοβόλα του μάτια, τα μαύρα μαλλιά του και τα φρύδια του, και η ροζέ επιδερμίδα του, που είχαν μια φυσική επίδραση σ' αυτούς που συναντούσε. κάνοντάς τους να νιώθουν φιλικοί και χαρούμενοι. "Α! Ο Στίβ Ομπλόνσκι! Εδώ είναι!" έλεγε σχεδόν ο καθένας που αυτός συναντούσε, χαμογελαστά. Ακόμα και αν η συζήτηση μ' αυτόν μερικές φορές δεν προκαλούσε ιδιαίτερη απόλαυση, άκομη και την επομένη ημέρα, και την μεθεπόμενη, ο καθένας ήταν τόσο ευχαριστημένος όπως πάντα για να τον συναντήσει.
                                Ήταν ο τρίτος χρόνος που ο Ομπλόνσκι ήταν Επικεφαλής αυτού του Κυβερνητικού Σώματος στην Μόσχα, και αυτός όχι μόνο είχε κερδίσει την αγάπη αλλά επίσης και τον σεβασμό των συναδέλφων του ανωτέρων κρατικών υπαλλήλων, των κατωτέρων του, των προισταμένων του, και όλοι οι οποίοι είχαν κάτι να κάνουν μ' αυτόν. Τα προσόντα του προισταμένου που είχε κερδίσει αυτός για τον γενικό σεβασμό στο Γραφείο του ήταν, πρώτον η υπερβολική επιείκια του, βασιζόμενη σε μια συνείδηση των δικών του ελαττωμάτων' δεύτερον, ο αληθινός Φιλελευθερισμός του - όχι αυτό το οποίο διαβάζει στην εφημερίδα του, αλλά αυτό το οποίο ήταν στο αίμα και τον έκανε να μεταχειρίζεται όλους τους άνδρες όμοια με οποιοδήποτε βαθμό ή την ανώτερη κρατική θέση τους' τρίτον και κυριότερον, η πλήρη αδιαφορία του για την επιχείρηση που αυτός ήταν δεσμευμένος, με αποτέλεσμα αυτού αυτός ποτέ δεν παρασύρθηκε από ενθουσιασμό και ποτέ δεν έκανε λάθοι.
                                Έχοντας φτάσει στον προορισμό του ο Ομπλόνσκι, με σεβασμό, ακολουθούμενος από τον πορτιέρη κρατώντας τον χαρτοφύλακα του, μπήκε στο μικρό ιδιωτικό του δωμάτιο, φόρεσε την στολή του και βγήκε έξω στο Γραφείο. Οι γραμματείς και οι βοηθοί σηκώθηκαν όλοι και υποκλήθηκαν χαρούμενα και με σεβασμό. Ο Ομπλόνσκι περπάτησε γρήγορα, όπως ήταν η συνηθειά του, στο μέρος του, αντάλλαξε χειραψίες με τα Μέλη, και κάθησε κάτω. Αυτός συνομίλησε και αστειεύτηκε απλώς τόσο πολύ όσο ήταν πρέπων και έπειτα γύρισε στη δουλειά. Κανένας δεν μπορούσε να καθορίσει καλύτερα απ' ότι αυτός τα όρια της ελευθερίας, της απλότητας, και της τυπικότητας, απαραίτητη για την ευχάριστη διεκπαιρέωση της δουλειάς. Ο Γραμματέας ήρθε με τα έγγραφα χαρούμενα και με σεβασμό όπως όλοι στο Γραφείο του Ομπλόνσκι, και ξαναεξετάζοντας με τον οικείο Φιλελεύθερο τόνο παρουσιάστηκε από τον Ομπλόνσκι. "Μετά από όλα αυτά, εμείς έχουμε καταφέρει να πάρουμε αυτή την πληροφορία από το Επαρχειακό Γραφείο της Πένζας. Εδώ - θα σε ευχαριστούσε..."
                                 "Το πήρες τελικά?" είπε ο Ομπλόνσκι, κρατώντας το έγγραφο κάτω με το δάχτυλο του. "Λοιπόν, Κύριοι..." και η συνεδρίαση ξεκίνησε.
                                 "Εαν αυτοί ήξεραν μόνο," σκέφτηκε αυτός, σκύβωντας το κεφάλι του δυσάρεστα καθώς αυτός άκουγε στην Αναφορά, "πως ήταν ήταν μισή ώρα πρίν ο Προεδρός τους σαν ένα μικρό ένοχο μικρό αγόρι!..." και τα μάτια του έλαμψαν άνω διαβαζόταν η Αναφορά. Μέχρι τις δύο το μεσημέρι η δουλειά επρόκειτο να συνεχιστεί αδιάκοπτα, αλλά στις δύο υπήρχε μια διακοπή για δείπνο.
                                  Δεν ήταν ακριβώς δύο η ώρα όταν οι μεγάλες γυάλινες πόρτες ξαφνικά άνοιξαν αιωρούμενες και κάποιος μπήκε μέσα. Όλα τα μέλη κάτω από το πορτρέτο του Αυτοκράτορα και πίσω από τον Καθρέπτη της Δικαιοσύνης, χαρούμενος από κάποια αναστάτωση κοίταξε προς την πόρτα' αλλά ο πορτιέρης κάποια στιγμή έβγαλε έξω τον απρόσκλητο επισκέπτη και έκλεισε τις γυάλινες πόρτες πίσω του.
                                   Όταν η Αναφορά είχε διαβαστεί, ο Ομπλόνσκι σηκώθηκε, τεντώνοντας το σώμα του, και, πληρώνοντας φόρο υποτελείας στον Φιλελευθερισμό για πολλοστή φορά, έβγαλε έξω ένα τσιγάρο πρίν αφήσει το Γραφείο για να πάει στο ιδιωτικό του δωμάτιο. Δύο από τους συναδέλφους του - ο Νικίτιν, ένας ηλικιωμένος εργασιωμάνης ανώτερος κρατικός υπάλληλος και ο Γκρινέβιτσ, ένας Κύριος του Κοιτώνα - τον ακολούθησαν έξω.
                                    "Εμείς θα έχουμε χρόνο για να τελειώσουμε μετά το δείπνο," είπε ο Ομπλόνσκι,
                                    "Αρκετό χρόνο" είπε ο Νικίτιν.
                                    "Αυτός πρέπει να είναι ένας σπουδαίος απατεώνας, αυτός ο Φομίν" είπε ο Γκρινέβιτσ, αναφερόμενος σ' έναν από αυτούς που έχει σχέση για μια υπόθεση υπό εξέταση.
                                    Ο Ομπλόνσκι έκανε μια έκφραση σ' αυτές τις λέξεις, δείχνωντας έτσι ότι δεν είναι σωστό να διαμορφώνεις μια άποψη πρόωρα και δεν απάντησε.
                                    "Ποιός ήταν να έρθει μέσα?" ρώτησε τον πορτιέρη.
                                    "Κάποιος άνδρας μπήκε μέσα χωρίς άδεια, Εξωχότατε, όταν εγώ δεν έβλεπα. Αυτό σας ζήτησε. Εγώ του είπα, "Όταν τα Μέλη βγούν έξω τότε..."
                                    "Πού είναι αυτός?"
                                    "Ίσως αυτός έχει βγεί έξω στο χόλ' αυτός περπατούσε εδώ γύρω μόλις τώρα. Αυτός είναι" ο πορτιέρης έδειξε σε ένα γεροδεμένο με σφιχτούς ώμους άνδρα με σγουρά γένια, ο οποίος χωρίς να βγάλει το καπέλο του από δέρμα προβάτου, έτρεξε ελαφριά και ανέβηκε γρήγορα τα φθαρμένα σκαλοπάτια της πέτρινης σκάλας. Ένας αδύνατος κρατικός υπάλληλος, κατεβαίνοντας κάτω με ένα χαρτοφύλακα, σταμάτησε, με ένα αποδοκιμαστικό βλέμμα στα πόδια του άνδρα τρέχωντας προς τα επάνω, και τότε' κοίταξε περίεργα στον Ομπλόνσκι, ο οποίος παρέμενε στην κορυφή των σκαλιών. Το ευγενικό του πρόσωπο έλαμψε πάνω από το κεντημένο με χρυσό κολλάρο της στολής του, μεγάλωσε ακόμα περισσότερο την λάμψη όταν αυτός αναγνώρησε τον άνδρα που ερχόταν επάνω.
                                    "Ναι αυτός είναι! Τελικά ο Λεβάιν είναι" είπε αυτός, περιεργάζοντας το πλησίασμα του Λεβάιν με ένα φιλικό προσποιητό χαμόγελο. "Πως είναι αυτό να καταδέχεσαι να με επισκεφθείς σ' αυτή την κρύψωνα?" ρώτησε αυτός' και χωρίς προθυμία να χαιρετίσει το χέρι του φίλου του, αυτός τον φίλησε. "Είσαι εδώ πολύ ώρα?"
                                    "Μόλις έχω φτάσει και είμαι πολύ αγχωμένος για να σε δω," απάντησε ο Λεβάιν, κοιτάζοντας γύρω με πίεση, και ακόμα σταυρωτά και άβολα.
                                    "Λοιπόν τότε, έλα στο δωματιό μου" είπε ο Ομπλόνσκι, ο οποίος ήξερε την ευσυνηδεισία και την ευερέθιστη ντροπαλότητα του φίλου του' και πιάνωντας τον από το χέρι αυτός τον οδήγησε κατά μήκος σαν κάποιος παλιός κίνδυνος.
                                    Ο Ομπλόνσκι ήταν σε στενές φιλικές σχέσεις σχεδόν με όλους του γνωστούς του, άνδρες ηλικίας εξήντα ετών, παιδιά είκοσι ετών, ηθοπιοί, Μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, έμποροι, και Αυλικοί, έτσι πολλοί υπέροχοι άνθρωποι που βρισκόταν σε στενές προσωπικές σχέσεις μ' αυτόν στεκόταν στα δύο άκρα της κοινωνικής κλίμακας και θα μπορούσαν να έχουν ξαφνιαστεί περισσότερο για να ξέρουν ότι αυτοί έχουν κάτι κοινό μέσω του Ομπλόνσκι. Αυτός ήταν σε οικίες προσωπικές σχέσεις με τον καθένα που αυτός έπινε σαμπάνια, και αυτός έπινε σαμπάνια με όλους. Αλλά όταν με την παρουσία των κατώτερων του που αυτός τύχαινε να συναντήσει κάποιον από τους "κακόφημους φίλους" του, όπως αυτός χαρούμενα τους αποκαλούσε, αυτό ήταν δυνατόν, με την έμφυτη λεπτότητα του, να ελαχιστοποιεί την εντύπωση μιας τέτοιας συνάντησης που ίσως αυτός να είχε αφήσει στο νου τους. Ο Λεβάιν, δεν ήταν ένας "κακόφημος φίλος" αλλά ο Ομπλόνσκι ένιωθε ότι ο Λεβάιν εικαζόταν ότι αυτός δεν νοιαζόταν να δείξει την οικειότητα τους ενώπιον των κατωτέρων του, και αυτό ήταν γιατί αυτός βιάστηκε να τον βάλει στο ιδιωτικό του δωμάτιο.
                                    Ο Λεβάιν και ο Ομπλόνσκι ήταν σχεδόν στην ίδια ηλικία' και με τον Λεβάιν, ο Ομπλόνσκι ήταν σε οικίες φιλικές σχέσεις όχι μόνο μέσα από την σαμπάνια. Ο Λεβάιν είχε γίνει συντροφός και φίλος του στα νεώτερα χρόνια, και αυτοί ήταν η χαρά του ενός με τον άλλο σαν φίλοι οι οποίοι είχαν βρεθεί μαζί στα νεώτερα χρόνια, παρ' όλη την διαφορά σους χαρακτήρες και στις προτιμήσεις τους. Ακόμη, όπως σύχνα συμβαίνει ανάμεσα σε δύο άνδρες οι οποίοι είχαν διαλέξει διαφορετικές καταδιώξεις, ο καθένας, ενώ δικαιολογούσε με επιχείρημα την δραστηριότητα του άλλου, περιφρόνησε αυτό στα βάθη της καρδιάς του. Η κάθε σκέψη ότι ο δικός του τρόπος ζωής ήταν η πραγματική ζωή, και ότι η ζωή του φίλου του ήταν - αυταπάτη. Ο Ομπλόνσκι δεν μπορούσε να συγκρατήσει ένα ελαφρύ σαρκαστικό χαμόγελο στην θέα του Λεβάιν, πόσες πολλές φορές αυτός είχε έρθει για να τον δεί φτάνοντας στην Μόσχα από την εξοχή, που αυτός έκανε κάτι, αν και αυτό ο Ομπλόνσκι δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει καλά ή και να αισθανθεί κάτι το ενδιαφέρον. Ο Λεβάιν ερχόταν στην Μόσχα πάντα αναστατωμένος, πάντα με βιασύνη, απ' ότι ντροπαλός και ευέξαπτος από την δική του ντροπαλότητα, και συνήθως με εντελώς νέες και αναπάντεχες απόψεις για τα πράγματα. Ο Ομπλόνσκι γέλασε μ' όλα αυτά και ακόμη του άρεσε αυτό. Παρομοίως, ο Λεβάιν με την καρδιά του περιφρόνησε την αστική ζωή του φίλου του που ήταν εξέχουσα, και τα καθήκοντα του ως ανώτερου κρατικού υπαλλήλου τα οποία αυτός θεωρούσε μάταια και γελοία. Αλλά η διαφορά ήταν ότι ο Ομπλόνσκι κάνει όπως ο κάθε άλλος έκανε γελούσε με σιγουριά και καλό χιούμορ, ενώ ο Λεβάιν γελούσε αβέβαια και μερικές φορές θυμωμένα.
                                    "Εμείς έχουμε πολύ καιρό που σε περιμένουμε," είπε ο Ομπλόνσκι μπαίνοντας στο ιδιωτικό του δωμάτιο και απελευθερώνοντας το μπράτσο του Λεβάιν, σαν να έδειχνε ότι όλος ο κίνδυνος ήταν παρελθόν. "Είμαι πολύ, πολύ χαρούμενος που σε βλέπω!" συνέχισε αυτός. "Λοιπόν, πως είσαι, ε? Πότε έφτασες?"
                                    Ο Λεβάιν κοίταζε σιωπηλά στα πρόσωπα των δύο ξένων, συναδέλφων του Ομπλόνσκι, και ειδικά στα χέρια του κομψού Γκρινέβιτσ, ο οποίος είχε τέτοια μακριά λευκά δάχτυλα και τέτοια μακριά κιτρινωπά γαμψά νύχια στις άκρες, και τέτοια μεγάλα γυαλιστερά μανικετόκουμπα, που ολοφάνερα τα χέρια του απασχολούσαν όλη την προσοχή του και τον αποσπούσε από την ελευθεριά της σκέψης. Ο Ομπλόνσκι κάποια στιγμή παρατήρησε το βλέμμα του Λεβάιν και χαμογέλασε.
                                    "Ω φυσικά! Αφησέ με να σε συστήσω," είπε αυτός. "Οι συναδελφοί μου: Φίλιπ Ιβάνιτσ Νικίτιν' Μίκαελ Στρανισλάβιτσ Γκρινέβιτσ." Τότε στράφηκε στον Λεβάιν "Κωνσταντίν Ντμίτριχ Λεβάιν, ένα ενεργό μέλος του Ζέμτσβο, ένας από την νέα τάξη - ένας αθλητής ο οποίος σήκωσε βάρος εκατό και μισό κιλό με ένα χέρι, ένας κτηνοτρόφος, ένας φίλος των σπόρ - φίλος μου, και αδερφός του Σέργιου Ιβάνιτσ Κοζνίσεβ."
                                    "Πολύ χαρούμενος..." είπε ο ηλικιωμένος υπάλληλος.
                                    "Έχω την τιμή να γνωρίζω τον αδερφό σας, Σέργιο Ιβάνιτσ," είπε ο Γκρινέβιτσ, κρατώντας το στενό του χέρι με τα μακριά νύχια του χεριού του.
                                    Ο Λεβάιν συνοφριώθηκε, αντάλλαξε ψυχρά χειραψίες, και αμέσως στράφηκε στον Ομπλόνσκι. Ο Λεβάιν σκέφτηκε ότι αυτος είχε μεγάλο σεβασμό για τον ετεροθαλή αδερφό του, ένα συγγραφέα γνωστό σ' όλη την Ρωσία, αυτός μισούσε να μην εκτιμάται ως Κωνσταντίν Λεβάιν, αλλά ως αδερφός του διάσημου Κοζνίσεβ
                                     "Όχι, δεν είμαι πια στο Ζέμτσβο - Εγώ έχω μαλώσει με πολλούς από αυτούς, και δεν παρακολουθώ τις συναντήσεις του πια," είπε αυτός, απευθυνόμενος στον φίλο του.
                                     "Γρήγορη δουλειά!" είπε ο Ομπλόνσκι με ένα χαμόγελο. "Τι συνέβει?"
                                     "Είναι μεγάλη ιστορία - Εγώ θα σου πω κάποια άλλη στιγμή," είπε ο Λεβάιν, αλλά στην στιγμή άρχησε να την διηγήτε. Για να το τοποθετήσω αυτό με λίγα λόγια, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει, και δεν μπορεί να υπάρξει, τέτοιο πράγμα όπως η δουλειά στο Ζέμτσβο," είπε αυτός, μιλώντας σαν κάποιος να τον είχε μόλις προσβάλλει. "Από την μια πλευρά αυτό είναι απλά ένα παιχνίδι! Αυτοί παίζουν στο γίνουν μια βουλή, και εγώ δεν είμαι ούτε αρκετά νέος ούτε ηλικιωμένος για να διασκεδάζω τον εαυτό μου με παιχνίδια. Από την άλλη πλευρά..." αυτός δίστασε, "είναι τα μέσα για να πάρουν λεφτά για την επαρχιωτική συντεχνία! Εμείς συνηθίζουμε να έχουμε επιμέλειες και δικαστικά αξιώματα ως απλές δουλειές, και τώρα εμείς έχουμε τους Ζέμτσβος - όχι δωροδοκίες, αλλά μη δεδουλεμένος μισθούς!" συνέχισε τόσο θερμά όπως αυτός μόλις είχε αντιμιλήσει.
                                     "Αχα! Βλέπω ότι έχεις φτάσει σε μια άλλη νέα φάση - μια Μετριοπαθή αυτή τη φορά !" είπε ο Ομπλόνσκι. "Ωστόσο, εμείς θα μιλήσουμε σχετικά μ' αυτό αργότερα."
                                     "Ναι, αργότερα!... Αλλά αγώ θέλω να σε δώ," είπε ο Λεβάιν, ατενίζωντας με απέχθεια στο χέρι του Γκρινέβιτσ.
                                     Το χαμόγελο του Ομπλόνσκι ήταν δύσκολο αντιληπτό.
                                     "Εσύ δεν μου είπες ότι εσύ δεν θα ξαναφορέσεις ρούχα της Δυτικής Ευρώπης?" ρώτησε αυτός, εξετάζοντας το νέο κουστούμι του Λεβάιν, ενδεδειγμένα φτιαγμένο από ένα γάλλο ράφτη. "Αυτός είναι! Είσαι σε μια νέα φάση."
                                     Ο Λεβάιν ξαφνικά κοκκίνησε, όχι άπως οι ώριμοι άνθρωποι κοκκινίζουν οι οποίοι δύσκολα το παρατηρούν στους εαυτούς τους, αλλά ως αγόρια που κοκκινίζουν οι οποίοι ξέρουν ότι η ντροπαλότητα τους είναι γελοία και γι' αυτό νιώθουν ντροπή γι' αυτό και κοκκινίζουν άκομη περισσότερο, σχεδόν μέχρι δακρύων. Αυτό ήταν παράξενο να βλέπεις αυτό το ευφυές ανδρικό πρόσωπο σε μια τέτοια παιδική κατάσταση που ο Ομπλόνσκι κοίταζε σ' αυτόν.
                                      "Που μπορούμε να δούμε ο ένας τον άλλο? Εσύ ξέρεις ότι είναι πολύ, πολύ σημαντικό για εμένα, μια συζήτηση μαζί σου," είπε ο Λεβάιν.
                                      Ο Ομπλόνσκι φαινόταν να σκέφτεται: "Λοιπόν - προτείνω εμείς να πάμε για μεσημεριανό στο Γκιούριν και να έχουμε μια συζήτηση εκεί? Είμαι ελεύθερος μέχρι της τρείς."
                                      "Όχι," είπε ο Λεβάιν, μετά από μια στιγμιαία σκέψη' "Εγώ πρέπει να πάω κάπου αλλού."
                                      "Λοιπόν τότε, ας δειπνήσουμε μαζί."
                                      "Δείπνο? Αλλά εγώ δεν έχω τίποτα συγκεκριμένο για να πώ - μόνο μια ή δύο κουβέντες... για να σου ζητήσω κάτι! Εμείς μπορούμε να έχουμε μια συζήτηση για άλλη μια φορά."
                                      "Λοιπόν, πες μου τις μία ή δύο κουβέντες τώρα, και εμείς θα μιλήσουμε στο δείπνο."
                                      "Οι δύο κουβέντες είναι... ωστόσο, αυτό δεν είναι τίποτα το συγκεκριμένο," είπε ο Λεβάιν, και το προσωπό του έγινε σχεδόν στρυφνό στις προσπαθειές του να ξεπεράσει την ντροπαλότητά του.
                                      "Τι κάνουν οι Σετσερμπάτσκι? Όλα πηγαίνουν όπως συνήθως."
                                      Ο Ομπλόνσκι, ο οποίος ήξερε για πολύ καιρό ότι ο Λεβάιν ήταν ερωτευμένος με την κουνιάδα του Ομπλόνσκι, την Κίτι, χαμογέλασε πολύ περιφρονητικά και τα μάτια του έλαμψαν χαρούμενα.
                                      "Εσύ μίλησες για δύο κουβέντες, αλλά εγώ δεν μπορώ να απαντήσω σε δύο επειδή... Με συγχωρείς μια στιγμή..."
                                      Ο Γραμματέας μπήκε μέσα, με ένα οικείο σεβασμό, αν και με μια σίγουρη σεμνή συναίσθηση (κοινή σ' όλους τους γραμματείς) της ανωτερότητας του για την ηγεσία του σε γνώση των θεμάτων της επιχείρησης, πλησίασε τον Ομπλόνσκι με κάποια έγγραφα και με την πρόφαση για να του κάνει μια ερώτηση άρχησε να του εξηγεί κάποια δυσκολία. Ο Ομπλόνσκι, χωρίς να τον ακούσει μέχρι τέλος, έβαλε το χέρι του με ένα ευγενικό τρόπο στο μανίκι του Γραμματέα και, μαλακώνοντας το σημάδι του με ένα χαμόγελο, είπε: "Όχι' σε παρακαλώ κάντο όπως εγώ είπα," και έχωντας εξηγήσει με λίγες λέξεις την άποψη του για το θέμα, αυτός έσπρωξε μακριά το χαρτί και τελικά είπε: "Ναι, σε παρακαλώ κάντο με αυτό τον τρόπο, Ζάκαρι Νικίτιτσ!"
                                       Ο Γραμματέας βγήκε έξω, ντροπιασμένος. Ο Λεβάιν, ο οποίος κατά την διάρκεια της συζήτησης του Ομπλόνσκι με τον Γραμματέα είχε ξεπεράσει αρκετά την ντροπαλότητα του, καθόταν στηρίζοντας τα δυό του χέρια στην πλάτη της καρέκλας και άκουγε με ειρωνική προσοχή.
                                        "Εγώ δεν το καταλαβαίνω καθόλου!" παρατήρησε αυτός.
                                        "Τι δεν καταλαβαίνεις?" ρώτησε ο Ομπλόνσκι με το συνηθισμένος χαρούμενο γέλιο του καθώς αυτός έβγαλε έξω ένα τσιγάρο. Αυτός περίμενε τον Λεβάιν να πεί κάτι εκκεντρικό.
                                        "Εγώ δεν καταλαβαίνω αυτό που κάνεις," είπε ο Λεβάιν ανασηκώνοντας τους ώμους του. "Πως μπορείς εσύ σοβαρά να το κάνεις αυτό?"
                                        "Γιατί όχι?"
                                        "Επειδή δεν υπάρχει τίποτα να κάνεις!"
                                        "Αυτό είναι πως αυτό φαίνεται σ' εσένα, αλλά πραγματικά εμείς καταβαλλόμαστε με την δουλειά."
                                        "- Στο χαρτί! Α καλά! Εσύ έχεις το χάρισμα για αυτού του είδους του πράγματος," πρόσθεσε ο Λεβάιν.
                                        "Εννοείς ότι είμαι ελλιπής σε κάτι?"
                                        "Ίσως!" είπε ο Λεβάιν. "Αλλά εν τούτοις εγώ θαυμάζω την αξιοπρέπεια σου και είμαι περίφανος που ο φίλος μου είναι ένας τέτοιος άνδρας! Αλλά εν τούτοις εσύ δεν έχεις απαντήσει στην ερωτησή μου, " πρόσθεσε αυτός, κάνοντας μια απεγνωσμένη προσπάθεια να κοιτάξει τον Ομπλόνσκι απευθείας στο πρόσωπο.
                                        "Εντάξει! Εντάξει! Μισό λεπτό, και εσύ θα μπορούσες να ήσουν στην ίδια θέση. Όλα είναι πολύ καλά για εσένα, που έχεις τα τρία δέκατα στην οδό Καραζίν, και τέτοιους μύς, και είναι τόσο φρέσκοι όπως ένα δεκάχρονο κορίτσι! Αλλά ακόμα, εσύ θα προσαρτήστείς σε εμάς κάποια ημέρα!... Όχι, σχετικά με το τι ήθελες να με ρωτήσεις: τίποτα δεν έχει αλλάξει, αλλά είναι κρίμα που εσύ απουσίαζες τόσο πολύ καιρό."
                                        "Γιατί?" ρώτησε ο Λεβάιν με ανησυχία.
                                        "Ω, τίποτα- " απάντησε ο Ομπλόνσκι. "Εμείς θα συζητήσουμε γι' αυτό το θέμα αργότερα. Αλλά τι σε έχει φέρει εσένα ειδικά εδώ?"
                                        "Θα μιλήσουμε γι' αυτό πολύ αργότερα," είπε ο Λεβάιν και ξανά κοκκίνησε μέχρι τα μεγάλα του αυτιά.
                                        "Εντάξει, αυτό είναι αρκετά φυσικό!" είπε ο Ομπλόνσκι. "Λοιπόν ξέρεις, εγώ ήθελα να σου ζητήσω να έρθεις σ' εμάς, αλλά η συζυγός μου δεν είναι πολύ καλά. Για να δούμε- εαν εσύ θέλεις να τους συναντήσεις, σίγουρα θα τους βρείς στους Ζωολογικούς Κήπους από τις τέσσερις μέχρι τις πέντε. Η Κίτι κάνει πατινάζ εκεί. Πήγαινε εκεί, και εγώ θα σε καλέσω και θα πάμε κάπου να δειπνήσουμε μαζί."
                                        "Λαμπρά! Τότε λοιπόν, αντίο!"
                                        "Το νου σου μην ξεχαστείς! Εγώ σε ξέρω - ίσως εσύ τρέξεις πίσω στην εξοχή!" φώναξε ο Ομπλόνσκι πίσω του.
                                        "Όλα θα είναι εντάξει!" είπε ο Λεβάιν και έφυγε από το δωμάτιο, φέρνωντας ξανά στο μυαλό του μόνο όταν ήταν ήδη στην πόρτα που αυτός δεν είχε χαιρετήσει τους συναδέλφους του Ομπλόνσκι.
                                        "Αυτός φαίνεται ένας πολύ ενεργητικός άνδρας," είπε ο Γρινέβιτσ όταν έφυγε ο Λεβάιν.
                                        "Ναι, αγαπητέ μου σύντροφε," είπε ο Ομπλόνσκι, κουνώντας το κεφάλι του, "και αυτός είναι ένας πολύ τυχερός άνδρας! Τα τρία δέκατα στην οδό Καραζίν, η ζωή του πρίν από αυτόν, και τέτοια φρεσκάδα! Όχι όπως εμείς!"
                                        "Γιατί πρέπει να παραπονεθείς, Στέφεν Αρκαντίεβιτσ?"
                                        "Ω, τα πράγματα είναι αξιοθρήνητα, άθλια!" είπε ο Ομπλόνσκι και αναστέναξε βαριά.
                                     

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Τρίτο και Τέταρτο Κεφάλαιο]

                                                              ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Όταν αυτός ήταν καλά ντυμένος ο Ομπλόνσκι έριξε κάποιο άρωμα στον εαυτό του, κατέβασε κάτω τις μανσέτες του, και ως συνήθως μοιράζοντας σε διαφορετικές τσέπες την θήκη των τσιγάρων του, τα σπίρτα, το σημειωματάρειο τσέπης και ορολόι με την διπλή αλυσίδα και μια δεσμίδα από φυλαχτά, τίναξε έξω το μαντίλι του και νιώθοντας καθαρός, γλυκός, υγιής και σωματικά λαμπερός παρ' όλη την ατυχία του, πήγε με ένα βιαστικό άλμα σε κάθε βήμα μέσα στην τραπεζαρία όπου ο καφές του περίμενε έτοιμος. Δίπλα από τον καφέ βρισκόταν γράμματα και έγγραφα από το Γραφείο.
                              Αυτός διάβασε τα γράμματα, ένα από τα οποία τον εξέπληξε δυσάρεστα. Αυτό αφορούσε την πώληση ενός δάσους στην περιουσία της συζύγου του, και ήρθε από ένα αγοραστή ο οποίος ήθελε να αγοράσει αυτό το δάσος. Αυτό το δάσος έπρεπε να πωληθεί' αλλά μέχρι αυτός να συμφιλιωθεί με την συζυγό του η πώληση ήταν εκτός θέματος. Αυτό που ήταν πιο δυσάρεστο ήταν ότι μια οικονομική μελέτη θα μπορούσε τώρα να ανακατευθεί με την επικείμενη επανασύνδεση. Η ιδέα ότι αυτός θα μπορούσε να προκαταβάλλεται από την μελέτη, ότι ίσως αναζητήσει μια επανασύνδεση για να πωλήσει το δάσος, τον προσέβαλε. Έχωντας κοιτάξει μέσα από τα γραμματά του, ο Ομπλόνσκι τράβηξε τα χαρτιά του Τμήματος προς αυτόν, και γυρίζοντας τις σελίδες των δυο φακέλων έγραψε μερικές σημειώσεις σ' αυτά με την μεγάλη πένα' έπειτα βάζοντας τα κάτω, άρχησε να πείνει τον καφέ του.
                              Την ίδια στιγμή αυτός ξεδίπλωσε την ακόμη υγρή πρωινή εφημερίδα, και άρχησε την ανάγνωση. Ο Ομπλόνσκι είναι συνδρομητής σ' αυτή και διαβάζει μια Φιλελεύθερη εφημερίδα - όχι μια εξτρεμιστική Φιλελεύθερη εφημερίδα αλλά μια που εξέφραζε τις απόψεις της πλειοψηφίας. Και παρ' όλο που ούτε η επιστήμη, η τέχνη, ούτε η πολιτική τον ενδιέφεραν ιδιαίτερα, αυτός σταθερά ενέμενε στις απόψεις της πλειοψηφίας και για την εφημερίδα του σ' αυτά τα θέματα, αλλάζοντας τις απόψεις του όταν η πλειοψηφία άλλαζε τις δικές της - ή μάλλον χωρίς να τις αλλάζουν- αυτές άλλαζαν ανεπαίσθητα σύμφωνα με τις δικές τους.
                              Η τάση και οι απόψεις του Ομπλόνσκι δεν ήταν από προσεκτική επιλογή: αυτές δεν ήρθαν μόνες τους, καθώς αυτός διάλεξε την μόδα των καπέλων του ή των παλτών του αλλά φορούσε αυτά σύμφωνα με την τελευταία τάση της μόδας. Ζώντας σε μια βασική κοινωνική ομάδα, και έχοντας μια επιθυμία, καθώς γενικά αναπτύσσεται με μια ωριμότητα, για κάποιο είδος πνευματικής δραστηριότητας, αυτός ήταν υποχρεωμένος να κρατάει τις απόψει του, όπως ήταν υποχρεωμένος να έχει ένα καπέλο. Εάν αυτός είχε ένα λόγο για να προτιμά τον Φιλελευθερισμό από τους Μετριοπαθής από μερικούς στην σειρά του, δεν ήταν αυτό που θεωρούσε τον Φιλελευθερισμό πιο λογικό, αλλά επειδή αυτό ταίριαζε καλύτερα με τον τρόπο ζωής του. Το κόμμα των Φιλελευθέρων ισχυριζόταν ότι τα πάντα στην Ρωσία ήταν άσχημα, αλλά αυτό ήταν ένα γεγονός που ο Ομπλόνσκι είχε πολλές αμφιβολίες και τελικά με τόσα λίγα χρήματα. Το κόμμα των Φιλελευθέρων έλεγε ότι ο γάμος ήταν ένας απαρχαιωμένος θεσμός ο οποίος θα έπρεπε να διορθωθει και η οικογενειακή ζωή πράγματι έδινε στον Ομπλόνσκι μια πολύ μικρή ευχαρίστηση, αναγκάζοντας τον να λέει ψέματα και να υπκρίνεται, το οποίο ήταν αρκετά αντίθετο στην φύση του. Το κόμμα των Φιλελευθέρων έλεγε, ή μάλλον υπονοούσε, ότι η θρησκεία ήταν μόνο κάλη ως ένας έλεγχος στην πιο βάρβαρη μερίδα του πληθυσμού' και ο Ομπλόνσκι πράγματι δεν μπορούσε να είναι όρθιος μέσα από ακόμα μια μεγαλή θεία λειτουργία χωρίς πόνο στα πόδια του, ούτε να καταλάβει γιατί κάποιος θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει όλη αυτή την τρομερή ουρανοκατέβατη γλώσσα για έναν άλλο κόσμο ένω ένας μπορεί να ζεί τόσο ευτυχισμένα σ' αυτόν τον κόσμο. Επιπλέον, τον Ομπλόνσκι του άρεσε πολύ το ευχάριστο αστείο, μερικές φορές του άρεσε να μπερδεύει ένα απλά σκεπτόμενο άνδρα παρατηρόντας ότι εαν εσύ πρόκειται να υπερηφανευτείς για την καταγωγή σου, γιατί σύντομα σταματά στον Πρίγκηπα Ρούρικ και απαρνηθείς τον πιο παλιό προγονό σου - τον πήθικο?
                            Έτσι ο Φιλελευθερισμός έγινε συνήθεια στον Ομπλόνσκι, και αυτός αγαπούσε την εφημερίδα του όπως αγαπούσε το τσιγάρο του μέτα το δείπνο, για την ελαφριά θολούρα που αυτό παράγει στον εγκεφαλό του. Αυτός διάβασε το κύριο άρθρο, στο οποίο εξηγούσε ότι στην εποχή μας αυτό είναι ανώφελο να υψώνεις την φωνή σου ότι ο Ριζοσπαστισμός είναι απειλητικός για να καταβροχθίζει όλα τα στοιχεία του Συντηριτισμού και να ισχυρίζεται ότι η Κυβέρνηση θα μπορούσε να πάρει μέτρα για να συγκρούσει την ύδρα της επανάστασης' από την άλλη πλευρά, "κατά την αποψή μας ο κίνδυνος δεν βρισκόταν σε μια υποθετική ύδρα της επανάστασης αλλά σε ένα επίμονο προσκόλλημα στην παράδοση το οποίο παρεμποδίζει την προόδο," κλπ. Αυτός επίσης διάβασε την οικονομική στήλη στο οποίο η Μπένθαμ και Μίλ ανέφεραν και ευστοχούσαν ότι ήταν δημιουργημένες από το Υπουργείο. Με την φυσική του ταχύτητα της αντίληψης αυτός κατάλαβε την έννοια της κάθε ευστοχίας, από που ήρθε αυτή, για ποιόν εννοούσε αυτή και τι το είχε προκαλέσει, και αυτό ως συνήθως τον έδινε μια βέβαια ικανοποίηση. Αλλά σήμερα η ικανοποίηση ήταν συνδεδεμένη από την μνήμη της συμβουλης της Μάτρενα Φιλιμόνοβνα, και από το γεγονός ότι υπήρχε όλο αυτό το πρόβλημα στο σπίτι. Αυτός συνέχισε να διαβάζει ότι υπήρχε μια φήμη για το ταξίδι του Κόμη Μπέουστ στο Βισμπάντεν' ότι εκεί δεν θα μπορούσε να έχει περισσότερα γκρί μαλλιά' ότι μια ελεφριά κλειστή τετράχρονη άμαξα ήταν για πώληση, και ένα νεαρό άτομο του πρόσφερε τις υπηρεσίες της' αλλά όλη αυτή η πληροφόρηση δεν τον δίνει την ήσυχη, ειρωνική ευχάριστηση όπως συνήθως συμβαίνει.
                              Έχωντας τελειώσει την εφημερίδα, την δεύτερη κούπα του καφέ του και ένα βουτυρωμένο ψωμάκι, αυτός σηκώθηκε επάνω, σκούπησε μερικά ψύχουλα από το παλτό του και φουσκώνοντας το πλατύ στήθος του, χαμογέλασε χαρούμενα, όχι επειδή δεν υπήρχε κάτι ειδικά ευχάριστο στο νου του - όχι, αλλά το χαμόγελο ήταν το αποτέλεσμα μια υγιειούς αφομίωσης, Αλλά αυτό το χαρούμενο χαμόγελο κάποια στιγμή έφερε τα πάντα πίσω στο μυαλό του και αυτός έγινε σκεπτόμενος.
                               Έπειτα αυτός άκουσε τον ήχο των δύο παιδικών φωνών έξω από την πόρτα, και τους αναγνώρησε καθώς οι φωνές των παιδιών ήταν από την μεγαλύτερη κόρη του Τάνια, και από τον μικρό του γιό Γκρίσα.
                               "Εγώ σου είπα να μην βάλεις τους επιβάτες στην οροφή" φώναξε το κορίτσι στα Αγγλικά. "Τώρα μάζεψέ τους!"
                               "Τα πάντα είναι ανοργάνωτα," σκέφτηκε ο Ομπλόνσκι' "εδώ τα παιδιά τρέχουν άγρια-" και πηγαίνοντας στην πόρτα αυτός τα φώναξε μέσα. Αυτά άφησαν το κουτί, το οποίο αντιπροσώπευε το τρένο, και ήρθαν στον πατέρα τους.
                               Το κορίτσι, το κατοικίδιο του πατέρα, έτρεξε άφοβα μέσα, τον αγκάλιασε, και κρεμάστηκε από τον λαιμό του γελώντας, ευχάριστη όπως αυτή ήταν πάντα, για να μυρίσει την οικεία μυρωδιά από τα μουστάκια του. Έχωντας φιλήσει το προσωπό του, κοκκινισμένη από το σκύψιμο και μεθυσμένη από στοργικότητα, το κορίτσι έλυσε τα χέρια της και πήγε να τρέξει μακριά, αλλά αυτός κράτησε την πλάτη της.
                               "Πώς είναι η Μάμα?" ρώτησε αυτός, παιρνώντας το χέρι του επάνω από το απαλό κομψό μικρό λαιμό της κόρης του, καθώς αυτός χαμογελαστά είπε "Καλή-Ημέρα" σε απάντηση για τον χαιρετισμό του μικρού του γιού.
                                Αυτός ήταν συνειδητοποιημένος που δεν φρόντιζε τόσο πολύ για το αγόρι όσο και για το κορίτσι αλλά έκανε το καλύτερό του για να τα απολαμβάνει και τα δύο μαζί το ίδιο. Το αγόρι το αισθάνθηκε αυτό και δεν ανταποκρίθηκε στο ψυχρό χαμογελό του πατέρα του.
                                "Η Μαμά? Αυτή είναι ξυπνητή," είπε το κορίτσι.
                                Ο Ομπλόνσκι έγνεψε.
                                "Αυτό σημαίνει ότι αυτή δεν έχει ξανά κοιμηθεί όλη νύχτα," σκέφτηκε αυτός.
                                "Ναι, αλλά είναι αυτή χαρούμενη?" πρόσθεσε.
                                Το κορίτσι ήξερε ότι ο πατέρας και η μητέρας της είχαν μαλώσει, και ότι η μητέρα της δεν θα μπορούσε να είναι χαρούμενη, και επίσης ότι ο πατέρας πρέπει να το ξέρει αυτό, έτσι ώστε θέτωντας του το ερώτημα γι' αυτή τόσο διακριτικά ήταν όλο προσποίηση, και αυτή ντράπηκε γι' αυτόν. Αυτός το παρατήρησε και ντράπηκε επίσης.
                                "Δεν ξέρω," είπε αυτή. "Αυτή είπε ότι εμείς δεν θα κάνουμε καθόλου τα μαθήματα, αλλά πρέπει να περπατήσουμε με την Δεσποινίς Χιούλ στο σπίτι της Γιαγιάς.'
                                "Λοιπόν εσύ ίσως πας, μικρή μου Τανιάκιν... Ω περίμενε!" είπε αυτός, κρατώντας την ακόμα και άγγιξε απαλά το κομψό μικρό της χέρι.
                                Παίρνωντας το κουτί το γλυκών από τη διακοσμητική θήκη που αυτός το είχε βάλει μια μέρα πρίν, διάλεξε δύο γλυκά τα οποία ήξερε ότι της αρέσαν καλύτερα, μια σοκολάτα και μια χρωματιστή κρέμα.
                                "Για τον Γκρίσα?" ρώτησε αυτή, κρατώντας την σοκολάτα.
                                "Ναι, ναι," και αγγίζοντας απαλά τον ώμο της αυτός της φίλησε στα μαλλιά της της στις ρίζες και στον λαιμό της και την άφησε να φύγει.
                                "Η άμαξα είναι έτοιμη," είπε ο Μάθιου, "αλλά υπάρχει μια γυναίκα για δουλειά περιμένωντας εσάς."
                                "Είναι εδώ πολύ ώρα?"
                                "Σχεδόν μισή ώρα"
                                "Πόσο συχνά πρέπει να σου λέω να με αφήνεις να ξέρω κάποια στιγμή όταν κάποιος είναι εδώ?"
                                "Αλλά πρέπει να δου δίνω χρόνο για να τελειώσεις τον καφέ σου," απάντησε ο Μάθιου με τον φιλικό του αναιδή τόνο, με το οποίο ήταν αδύνατο να είναι θυμωμένο.
                                "Λοιπόν, πες της να έρθει μέσα τώρα," είπε ο Ομπλόνσκι, το προσωπό του ρυτίδιασε με εκνευρισμό.
                                Η γυναίκα, χήρα ενός όμορφου αξιωματικού ονόματι Καλίνιν παρακαλούσε για κάτι αδύνατο και προσβλητικό, αλλά παρ' όλα αυτά ο Ομπλόνσκι, με την συνηθισμένη του ευγένεια, της ζήτησε να καθήσει κάτω και να την ακούσει προσεκτικά μέχρι το τέλος, της έδωσε πλήρη οδηγίες πως και σε ποιόν να υποβάλλει αίτηση και ακόμα έγραψε ζωηρά και άνετα με το μεγάλο, κομψό ευανάγνωστο χέρι του ένα μικρό σημείωμα σε ένα πρόσωπο ο οποίος ίσως να είναι χρήσημος γι' αυτή. Έχωντάς την αποχαιρετήσει, αυτός πήρε το καπέλο του και σταμάτησε να σκεφτεί αν αυτός είχε ξεχάσει κάτι άλλο. Αυτός βρήκε ότι δεν είχε ξεχάσει τίποτα άλλα αυτό που ήθελε αυτός να ξεχάσει: την σύζυγό του.
                                "Ω ναι!" κατέβασε το κεφάλι του, και το όμορφο προσωπό του έγινε ανήσυχο.
                                "Να πάω, ή να μην πάω?" ρώτησε αυτό τον εαυτό του' και η εσωτερική του συνείδηση απάντησε ότι αυτός δεν θα έπρεπε να πάει: ότι αυτό θα μπορούσε να είναι το μόνο αποτέλεσμα με υποκρισία' ότι αυτό ήταν αδύνατο να αποκαθιστούν οι σχέσεις τους επειδή αυτό ήταν αδύνατο να της δώσει προσοχή και να γίνει επιδεκτικός προς την υπάρχουσα αγάπη, ή να τον μετατρέψει σε ένα ηλικιωμένο άνδρα ανεπίδεκτο για την αγάπη. Τίποτα εκτός από την υποκρισία και την ψευτιά θα μπορούσαν τώρα να είναι αποτελεσματικά - και υπήρχε μια απέχθεια στην φύση του.
                                 "Ωστόσο αυτό θα μπορούσε να γίνει πιο γρήγορα ή πιο ύστερα," είπε αυτός, προσπαθώντας να υποστηρίξει τον εαυτό του. Αυτός φούσκωσε το στήθος του έβγαλε ένα τσιγάρο, το άναψε, πήρε δύο ρουφηξιές, έπειτα το έριξε μέσα στο μαργαριταρένιο σε σχήμα κοχυλιού τασάκι και διασχίζοντας το καθυστικό με γρήγορα βήματα, αυτός άνοιξε την πόρτα η οποία οδηγούσε μέσα στο υπνοδωμάτιο της συζύγου του.

                                                                ΕΝΟΤΗΤΑ 4

                                        Η Ντάρια Αλεξάντροβνα ήταν εκεί με μια ρόμπα, με τα μεγάλα φοβισμένα της μάτια, πλασμένα πιο πεταχτά προς τα έξω από το αδυνάτισμα του προσώπου της, και ο κόμπος από τις λεπτές πλεξούδες της άλλωτε πολυτελούς και όμορφης τρίχας της. Το δωμάτιο ήταν καλυμμένο με σκορπισμένα άρθρα, και αυτή στεκόταν ανάμεσα τους μπροστά από την ανοιχτή ντουλάπα, όπου αυτή ήταν υποχρεωμένη στο να διαλέγει κάτι. Ακούγωντας το βήμα του συζύγου της αυτή σταμάτησε και κοίταξε την πόρτα, προσπαθώντας μάταια να υιοθετήσει μια σοβαρή και περιφρανητική έκφραση. Αυτή ένιωθε ότι τον φοβόταν και φοβόταν για την αναμενώμενη συνάντηση. Αυτή προσπαθούσε να κάνει αυτό που ήδη είχε προσπαθήσει δέκα φορές κατά την διάρκεια αυτών των τριών ημερών, να τακτοποιήσει τα δικά της ρούχα και των παιδιών της για να πάει στην μητέρα της' αλλά αυτή δεν προσπαθούσε να επιτρέψει τον εαυτό της να κάνει αυτό, και έλεγε ξανά όπως - αυτή έκανε ύστερα από κάθε προηγούμενη προσπάθεια, ότι τα πράγματα δεν μπορούσαν να παραμείνουν όπως αυτά ήταν - ότι αυτή πρέπει να κάνει κάτι για να τον τιμωρήσει και για να τον ταπεινώσει, και να τιμωρήσει τον εαυτό της μόνο για ένα μικρό κομμάτι πόνου που αυτός της είχε προκαλέσει. Αυτή ακόμη συνέχισε λέγωντας ότι αυτή θα μπορούσε να τον αφήσει αλλά ένιωθε ότι αυτό ήταν αδύνατο. Αυτό ήταν αδύνατο επειδή δεν μπορούσε να βγεί από την συνήθεια το να τον σέβεται ως συζυγό της και να τον αγαπά. Αντίθετα, αυτή ένιωθε ότι εαν εδώ, στο δικό της σπίτι ήταν όλο αυτό που αυτή μπορούσε να προσέχει σωστά τα πέντε της παιδιά, αυτό μπορούσε να είναι ακόμα χειρότερο που αυτή σκεφτόταν να τα πάρει. Όπως ήταν αυτό, κατά την διάρκεια αυτών των τρειών ημερών το μικρότερο παιδί είχε αρρωστήσει επειδή αυτοί τον είχαν δώσει ένα ξινό κρεατόζωμο, και τα άλλα δύσκολα έφαγαν χθές κάποιο δείπνο. Αυτή ένιωθε ότι ήταν αδύνατο γι' αυτή να φύγει' αλλά ακόμη ξεγελώντας τον εαυτό της, αυτή πήγε να τακτοποιήσει τα πράγματα και προσποιήθηκε ότι πράγματι θα μπορούσε να φύγει.
                                        Βλέπωντας τον συζυγό της αυτή έχωσε τα χέρια της μέσα στο συρτάρι της ντουλάπας σαν να έψαχνε για κάτι, και μόνο όταν αυτός είχε έρθει κοντά σ' αυτήν αυτή γύρισε το προσωπό της προς σε αυτόν. Αλλά το προσωπό της, το οποίο αυτή ήθελε να δείχνει αυστηρό και αποφασισμένο, εξέφραζε μόνο σύγχηση και πόνο.
                                        "Ντόλι!" είπε αυτός με μια απαλή και συνασταλμένη φωνή. Αυτός τράβηξε το κεφάλι του προς τα κάτω, ευχόμενος να φαίνεται παθητικός και πειθήνιος, αλλά δεν είχε σημασία αυτός έλαμπε με φρεσκάδα και υγεία. Με ένα γρήγορο βλέμμα αυτή εξέτασε την φρέσκια και υγιεί φιγρούρα του από το κεφάλι του μέχρι τα πόδια. "Ναι, αυτός είναι ευτυχισμένος και ικανοποιημένος," σκέφτηκε αυτή, "αλλά τι γίνεται με εμένα?... και αυτή η τρομερή καλοσύνη του την οποία οι άνθρωποι αγαπούν και επαινούν τόσο πόσο την μισώ!" Αυτή πίεσε τα χείλη της μαζί και ο μύς από το μαγουλό της τραβήχτηκε απότομα στην δεξιά πλευρά του χλωμού νευρικού προσώπου της.
                                        "Τί θέλεις?" είπε αυτή γρήγορα με μια φωνή ασυνήθηστη για τους συνηθησμένους βαθείς τόνους της.
                                        "Ντόλι" επανέλαβε αυτός με αστάθεια, "η Άννα έρχεται σήμερα."
                                        "Τι θα γίνει μ' εμένα? Εγώ δεν μπορώ να την δεχτώ!" φώναξε αυτή.
                                        "Αλλά μετά από όλα αυτά, Ντόλι, εσύ πραγματικά πρέπει να την δεχτείς," είπε αυτός.
                                        "Φύγε, φύγε, φύγε μακριά!" ούρλιαξε αυτή σαν να βρισκόταν σε ένα σωματικό πόνο, χωρίς να κοιτάξει σ΄αυτόν.
                                        Ο Ομπλόνσκι μπορούσε να σκεφτεί ψύχραιμα για την συζυγό του, μπορούσε να ελπίζει ότι " τα πράγματα θα φτιάξουν μόνα τους." όπως είχε πει ο Μάθιου, και ότι μπορούσε να διαβάσει την εφημερίδα και πιεί τον καφέ του, αλλά όταν είδε το ανήσυχο, πονεμένο προσωπό της, και άκουσε τον τόνο της, μοιρολατρική και απεγνωσμένη, αυτός ένιωσε μια πνιγμένη αίσθηση. Ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό του και τα δάκρυα γυάλισαν στα μάτια του.
                                        "Ω, Θεε μου! Τι έχω κάνει? Ντόλι - για όνομα του Θεού!... Εσυ ξέρεις..." Αυτός δεν μπορούσε να συνεχίσει ο λαιμός του ήταν πνηγμένος με λιγμούς.
                                        Αυτή έκλεισε με πάταγο τις πόρτες της ντουλάπας και κοίταξε σ' αυτόν.
                                        "Ντόλι, τι μπορώ να πω?... Μόνο συγχωρεσέ με! Σκέψου, εννιά χρόνια.... Δεν μπορούν αυτά να εξιλεωθούν για ένα στιγμιαίο - ένα στιγμιαίο..."
                                        Έγηρε τα μάτια της μπρος τα εμπρός και αυτή περίμενε να ακούσει τι θα μπορούσε να πεί αυτός, σαν να τον ικέτευε για να την πείσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ότι αυτή είχε κάνει λάθος.
                                        "Ένα στιγμιαίο ξεμυάλισμα..." είπε αυτός, και συνέχησε, αλλά σ' αυτές τις λέξεις τα χείλη της σφίχτηκαν ξανά σαν ένα πόνο, και ξανά ο μυς στο δεξί της μάγουλο άρχησε να συσπάτε.
                                        "Φύγε - φύγε μακριά από εδώ!" φώναξε αυτή με μια διαπεραστική φωνή, " και μην μιλάς σε εμένα για τα ξεμυαλίσματά σου και για όλα αυτά τα τρομερά!"
                                        Αυτή ευχόταν να φύγει μακριά, αλλά ζαλίστηκε και κρατήθηκε στην πλάτη της καρέκλας για να στηρίξει τον εαυτό της. Το προσωπό του άνοξε, έγλυψε τα χείλη του, και τα μάτια του γέμισαν με δάκρυα.
                                        "Ντόλι!" είπε αυτός, τώρα κλαίγοντας πραγματικά με λιγμούς, "για όνομα του θεού σκέψου τα παιδιά- αυτά δεν έχουν κάνει τίποτα! Τιμώρησέ με - κάνε με να υποφέρω για το αμαρτημά μου! Πες μού τι να κάνω - Είμαι έτοιμος για το οτιδήποτε. Εγώ είμαι ο μοναδικός ένοχος. Δεν έχω λόγια για να εκφράσω την ενοχή μου... Αλλά Ντόλι, συγχωρεσέ με!"
                                        Αυτή κάθησε κάτω και αυτός μπορούσε να ακούει την χαμηλή, βαριά αναπνοή της. Αυτός ένιωθε ανέκφραστα λυπημένος γι' αυτή. Αυτή προσπάθησε ξανά και ξανά να μιλήσει και δεν μπόρεσε. Αυτός περίμενε.
                                        "Εσύ νοιάζεσαι για τα παιδιά μας όταν θέλεις να παίξεις τους, αλλά εγώ πάντα νοιάζομαι γι' αυτά, και ξέρεις ότι αυτά είναι καταστρεμένα τώρα," είπε αυτή, επαναλαμβάνοντας φανερά μια από τις φράσεις που αυτή είχε χρησιμοποιήσει για την ίδια ξανά και ξανά κατά την διάρκεια αυτών των τριών ημερών.
                                        Αλλά αυτή είχε προφέρει "τα παιδιά μας", και κοιτάζοντας ευχάριστα σ' αυτή αυτός μετακινήθηκε για να πάρει το χέρι της' αλλά αυτή παραμέρησε με ένα βλέμμα απέχθειας.
                                        "Εγώ νοιάζομαι για τα παιδιά, και θα μπορούσα να κάνω τα πάντα στον κόσμο για να τα προστατεύσω αλλά δεν ξέρω πως να τα προστατεύσω- είτε παίρνοντας τα μακριά από τον πατέρα του, είτε αφηνοντάς τα με ένα άσωτο- ναι, έναν άσωτο πατέρα... Πες μου νομίζεις ότι είναι δυνατόν για εμάς να ζήσουμε μαζί μετά από αυτό που έχει συμβεί? Είναι δυνατόν? Πες, μου είναι δυνατόν?" επανέλαβε αυτή, υψώνοντας την φωνή της. "Όταν ο συζυγός μου, ο πατέρας των παιδιών μου, έχει ερωτικές περιπτήξεις με την γκουβερνάντα των παιδιών του?"
                                        "Αλλά τι πρέπει να γίνει? τι πρέπει να γίνει?" είπε αυτός, με ένα ικετευτικό τόνο, γνωρίζοντας δύσκολα τι έλεγε αυτός, και κουνούσε το κεφάλι του όλο και πιο κάτω.
                                        "Είσαι τρομερός και αηδιαστικός σε εμένα!"φώναξε αυτή, γίνοντας όλο και περισσότερο αναστατωμένη. "Τα δακρυά σου είναι νερό! Εσύ ποτέ δεν με αγάπησες' δεν έχεις καρδιά, δεν έχεις τιμή! Για εμένα είσαι σιχαμερός, αηδιαστικός- ένας ξένος, ναι, ένας τέλειος ξένος!"Αυτή πρόφερε αυτή τη λέξη ξένος τόσο τρομερά στον εαυτό της, με σπαραγμό και απέχθεια.
                                        Αυτός την κοίταξε και η απέχθεια που αυτός είδε στο προσωπό της τον κοίταξε και τον εξέπληξε. Αυτός δεν κατάλαβε ότι η λύπη του την εξόργηζε. Αυτή είδε σ' αυτόν λύπη για την ίδια αλλά όχι αγάπη. "Όχι, αυτή με μισεί' αυτή δεν θα με συγχωρέσει," σκέφηκε αυτός. "Αυτό είναι απαίσιο, απαίσιο!" μουρμούρησε.
                                       Τη στιγμή εκείνη ένα παιδί άρχησε να κλέει στο άλλο δωμάτιο, πιθανώς έχωντας σκοντάψει κάτω. Η Ντάρια Αλεξάντροβνα άκουσε άκουσε και το προσωπό της μαλάκωσε ξαφνικά.
                                       Αυτή φαινόταν να προσπαθεί να ξαναβρεί τον εαυτό της, σαν να μην ήξερε που ήταν ή τι έπρεπε να κάνει. Τότε αυτή σηκώθηκε γρήγορα και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
                                        "Ύστερα απ' όλα αυτά, αυτή αγαπάει το παιδί μου," σκέφτηκε αυτός, παρατηρώντας την αλλαγή στο προσωπό της όταν έκλαψε το μωρό' "Το παιδί μου - πως αυτή μπορεί να με μισεί?"
                                       "Ντόλι, μόνο μια κουβέντα!" είπε αυτός, ακολουθόντας την.
                                       "Εαν με ακολουθήσεις, εγώ θα φωνάξω τους υπηρέτες και τα παιδιά! Εγώ θα αφήσω να μάθουν όλοι ότι είσαι ένας παλιάνθρωπος! Εγώ πρόκειται να φύγω σήμερα, και εσύ ίσως ζήσεις εδώ με την ερωμένη σου!"
                                       Αυτή βγήκε έξω, βροντώντας την πόρτα.
                                       Ο Ομπλόνσκι αναστέναξε, σκούπησε το προσωπό του, και με απαλά βήματα άφησε το δωμάτιο. Ο Μάθιου λέει ότι "τα πράγματα θα φτιάξουν μόνα τους - αλλά πως? Εγώ ακόμα δεν το βλέπω πιθανόν... Ω αγαπητέ, τι φόβος απ' αυτό! Και το χτύπημα της - αυτό ήταν τόσο βίαιο" σκέφτηκε αυτός, ανακαλώντας στην μνήμη του τις φωνές της και τις λέξεις παλιάνθρωπος και ερωμένη. "Και οι υπηρέτες ίσως να τα έχουν ακούσει! Αυτό είναι τρομερά κοινότυπο, τρομερά!" Για λίγα λεπτά ο Ομπλόνσκι έμεινε μόνος' έπειτα αυτός σκούπησε τα μάτια του, αναστέναξε, και φουσκώνοντας το στήθος του βγήκε έξω από το δωμάτιο.
                                       Ήταν Παρασκευή, την ημέρα στην οποία ένας Γερμανός ορολογοποιός έρχεται πάντα για να κουρδίσει τα ορολόγια. Βλέποντας τον στην τραπεζαρία, ο Ομπλόνσκι θυμήθηκε ένα αστείο που αυτός είχε κάνει κάποτε για την δαπάνη από αυτή την συντήρηση στον ακριβό φαλακρό ορολογοποιό και αυτός χαμογέλασε."Ο Γερμανός," είχε πεί, "έχει κουρδιθεί για την ζωή για να κουρδίζει τα ορολόγια." "Λοιπόν, ίσως τα πράγματα θα φτιάξουν μόνα τους! Αυτή είναι μια καλή φράση," σκέφτηκε αυτός. "Εγώ πρέπει να την χρησιμοποιώ αυτή."
                                       "Μάθιου!" φώναξε αυτός, "θα κανονίσεις τα πάντα εσύ και η Μαίρη για την Άννα Αρκαντίεβνα στο μικρό σαλόνι?"πρόσθεσε αυτός όταν εμφανίστηκε ο Μάθιου.
                                       "Ναί, κύριε."
                                       Ο Ομπλόνσκι φόρεσε το γούνινο παλτό του, και βγήκε έξω στην βεράντα.
                                       "Θα είστε σπίτι για δείπνο, κύριε?" είπε ο Μάθιουκαθώς τον συνόδευε έξω.
                                       "Θα δώ... Α!, και εδώ υπάρχουν μερικά χρήματα," είπε αυτός, βγάζοντας ένα χαρτονόμισμα των δέκα ρουβλιών από το σημειωματάριο οτυ. "Θα είναι αρκετό αυτός?"
                                       "Αρκετό ή όχι εμείς πρέπει να το διαχειρηστούμε, αυτό είναι ξεκάθαρο," είπε ο Μάθιου, κλείνωντας την πόρτα της άμαξας και γύρισε πίσω στην βεράντα.
                                       Εν το μεταξύ η Ντάρια Αλεξάντροβνα αφού ηρέμησε το παιδί, γνωρίζοντας τον ήχο από τις ρόδες της άμαξας ότι ο συζυγός της είχε φύγει, επέστρεψε στο δωματιό της. Αυτό ήταν το μοναδικό της καταφύγιο από τις φροντίδες του νοικοκυριού. Ακόμα και τώρα, κατά τη διάρκεια αυτών των λίγων λεπτών που αυτή είχε περάσει στο παιδικό δωμάτιο η Αγγλίδα γκουβερνάντα και η Μάτρενα Φιλιμόνοβνα είχαν βρεί χρόνο για να κάνουν μερικές ερωτήσεις που δεν μπορούσαν να αναβάλλουν, και τις οποίες μόνο αυτή μπορούσε να απαντήσει. "Τι πρέπει να φορέσουν τα παιδιά όταν βγούν έξω? Πρέπει αυτά να πιούν γάλα? Δεν πρέπει να σταλεί νέος μάγειρας?"
                                       "Ω, αφήστε με μόνη μου!" έκλαψε αυτή' και επιστρέφοντας στο δωμάτιο της αυτή κάθησε κάτω όπου αυτή είχε καθήσει όταν μιλούσε με τον συζυγό της. Διπλώνοντας μαζί τα λεπτά της δάχτυλα, στα οποία τα δαχτυλίδια της κρεμόταν χαλαρά, αυτή εξέτασε με προσοχή στο μυαλό της την όλη συζήτηση τους.
                                       "Έφυγε! Αλλά πως αυτός τελείωσε μ' αυτή?" σκέφτηκε αυτή. "Είναι δυνατόν αυτό να συνεχίζει να την βλέπει? Γιάτι δεν τον ρώτησα? Ωχ, όχι! Αυτό είναι δυνατόν να επανασυνδέθηκαν... Ακόμα και αν συνεχίζουμε να ζούμε κάτω από την ίδια στέγη, είμαστε ξένοι - ξένοι για πάντα!" επανέλαβε, δίνοντας ειδικά έμφαση στη λέξη που ηταν τρομερή γι' αυτή. "Και πόσο τον αγαπούσα! Ω Θεέ μου, πόσο τον αγαπούσα!... Πόσο εγώ τον αγαπούσα - και τώρα δεν τον αγαπάω? Δεν τον αγαπάω περισσότερο από ποτέ? Το πιο τρομερό πράγμα..." Αυτή δεν ολοκήρωσε την σκέψη της, επειδή η Μάτρενα Φιλιμόνοβνα έχωσε το κεφάλι της μέσα στην πόρτα.
                                       "Δεν έχω κάνει καλύτερα που έστειλα για τον αδερφό μου?" είπε αυτή. "Μετά από όλα αυτά, αυτός μπορεί να μαγειρέψει ένα δείπνο - ή αλλιώς τα παιδιά θα φύγουν χωρίς φαγητό μέχρι τις έξι η ώρα, όπως αυτά έκαναν χθές."
                                       "Εντάξει! Εγώ θα έρθω και θα δώ γι' αυτό σε ένα λεπτό. Έχει σταλθεί το γάλα?" και η Ντάρια Αλεξάντροβνα βυθίστηκε στις καθημερινές της φροντίδες, και για την ώρα έστρεψε την βαθιά της θλίψη σ' αυτούς.
                                       

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ του Λεο Τόλστοι [Μέρος Πρώτο: Πρώτο και Δεύτερο κεφάλαιο]

                                                             ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

                                                               
                                                              ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν η μια με την άλλη, αλλά η κάθε δυστηχισμένη οικογενεια είναι δυστηχισμένη με τον δικό της τρόπο.
                            Όλα ήταν αναστατωμένα στο σπίτι των Ομπλόνσκι. Η σύζυγος είχε ανακαλύψει μια κρυφή ερωτική σχέση ανάμεσα στον συζυγό της και την πρώην Γαλλίδα γκουβέρναντα, και δήλωσε ότι αυτή δεν μπορούσε να συνεχίσει να ζει κάτω από την ίδια στέγη μ' αυτόν. Αυτή η κατάσταση των πραγμάτων είχε που διαρκούσε τώρα τελευταία για τρείς ημέρες, και όχι μόνο ο σύζυγος και η σύζυγος αλλά όλη η υπόλοιπη οικογένεια και όλο το υπηρετικό προσωπικό υπέφεραν από αυτό. Όλοι αυτοί ένιωθαν ότι δεν υπήρχε νόημα στο να ζουν μαζί, και ότι οποιαδήποτε ομάδα ανθρώπων που είχαν συναντηθεί μαζί κατά τύχη σ' ένα πανδοχείο θα μπορούσαν να έχουν περισσότερα κοινά απ' ότι αυτοί. Η σύζυγος κράτησε γι' αυτή τα δικά της δωμάτια ο σύζυγος απουσίαζε από το σπίτι όλη μέρα' τα παιδιά έτρεχαν σχεδόν σε όλο το σπίτι ανενόχλητα, η Αγγλίδα γκουβερνάντα μάλωσε με τον οικονόμο του σπιτιού και έγραψε σε μια φίλη της ζητώντας αν αυτή μπορούσε να της βρεί μια άλλη θέση εργασίας' ο μάγειρας είχε φύγει ακριβώς στην ώρα του δείπνου μια μέρα πρίν και δεν είχε επιστρέψει' η υπηρέτρια της κουζίνα και ο αμαξάς είχαν δώσει την παραιτησή τους.
                          Την τρίτη ημέρα μετά τον καβγά του με την συζυγό του, ο Πρίγκηπας Στέφαν Αρκαντίεβιτσ Ομπλόνσκι-Στιβ όπως το αποκαλούν στη σειρά του στην κοινωνία- ξύπνησε στη συνηθισμένη του ώρα, οχτώ το πρωί, όχι στο υπνοδωμάτιο της συζύγου του, αλλά στον καλυμμένο με μαροκινό δέρμα καναπέ στο γραφείο του. Αυτός γύρισε το πλαδαρό, καλοκρατημένο του σώμα επάνω στον ελαστικό καναπέ σαν αυτός να επιθυμούσε να έχει άλλο έναν μεγαλό ύπνο, και γερά πίεσε ένα από τα μαξιλάρια ακούμπησε το μάγουλο του απέναντι σ' αυτό' αλλά τότε ξαφνικά άνοιξε τα μάτια του και ανακάθησε. 
                           "Με αφήνεις να δω τι ήταν αυτό?" σκέφτηκε αυτός, προσπαθώντας να θυμηθεί το όνειρο του. "Τί ήταν αυτό? Ω ναι- ο Αλαμπίν έδωσε ένα δείπνο-πάρτι στο Ντάρμασταντ- όχι, όχι στο Νταρμασταντ αλλά κάπου στην Αμερική. Ω ναι, το Ντάρμασταν ήταν στην Αμερική- αλλά ο Αλαμπίν έδινε το πάρτι. Το δείπνο ήταν σερβιρισμένο σε γυάλινα τραπέζια- ναι και τα τραπέζια τραγουδούσαν "Il mio tesoro"... όχι, όχι ακριβώς "Il mio tesoro", αλλά κάτι καλύτερο από αυτό' και έπειτα υπήρχαν κάποια είδη από μικρές καράφες όπου στην πραγματικότητα ήταν γυναίκες." Τα μάτια του έλαμψαν χαρούμενα και αυτός χαμογέλασε καθώς καθόταν σκεπτόμενος. "Ναι, αυτό ήταν πάρα πολύ ωραίο. Υπήρχαν πολλά άλλα απολαυστικά πράγματα τα οποία εγώ απλώς δεν μπορώ να αγγίξω με τα χέρια- δεν μπορώ να τα πιάσω γιατί είμαι ξυπνητός." Έπειτα παρατήρησε μια ακτίνα από το φως που είχε κάνει πέρασμα μέσα σε μια σκοτεινή πλευρά, αυτός εύθυμα άπλωσε κάτω τα πόδια του και την αισθάνθηκε με τα πόδια του που βρισκόταν στις παντόφλες τελειωμένες, με ένα είδος χάλκινου χρώματος' (περσινό δώρο γενεθλίων, κεντημένες από την συζυγό του)' και από τη συνήθεια των εννιά χρόνων αυτός τέντωσε προς τα έξω τα χέρια του, χωρίς να τα σηκώσει, προς τα εκεί όπου συνήθως κρέμεται η ρόμπα του στο υπνοδωμάτιο τους. Και τότε ξαφνικά θυμήθηκε αυτό, και γιατί, αυτός δεν κοιμόταν εκεί αλλά στο γραφείο του. Το χαμόγελο εξαφανίστηκε από το πρόσωπο του και αυτός συνωφρυώθηκε.
                          "Ω αγαπητέ, αγαπητέ, αγαπητέ!" αυτός αναστέναξε θυμούμενος τι είχε συμβεί. Και οι λεπτομέρειες του καβγά του με την συζυγό του, η περίπλοκη στάση του και το χειρότερο από όλα, η ενοχή του ζωντάνεψαν στην μνήμη του.
                           "Όχι, αυτή ποτέ δεν θα με συγχωρέσει' αυτή δεν μπορεί να με συγχωρέσει! και το χειρότερο πράγμα γι'αυτό είναι, ότι όλο αυτό είναι δικό μου λάθος- δικό μου λάθος' και ακόμη δεν είμαι ένοχος." Αυτή είναι η τραγικότητα απ' αυτό!" σκέφτηκε αυτός. "Ω αγαπητέ, ω αγαπητέ!" αυτός μουρμούρησε απεγνωσμένα, καθώς θυμήθηκε τις πιο θλιβερές λεπτομέρειες του καβγά. Η πιο χειρότερη στιγμή συνέβει τότε, επιστρέφοντας στο σπίτι από το θέατρο χαρούμενος και ικανοποιημένος με ένα πελώριο αχλάδι στα χέρια του για την συζυγό του, αυτός δεν την βρήκε στο σαλόνι της ούτε, προς μεγάλη του έκπληξη, στο γραφείο, αλλά τελικά την είδε στο δωματιό της με το άτυχο σημείωμα στο χέρι της το οποίο τον είχε προδώσει.
                              Αυτή καθόταν εκεί: καταβεβλημένη από τις στεναχώριες, διαρκώς σε κίνηση και (όπως αυτός σκέφτηκε) περισσότερο απλά η Ντόλι- με το σημείωμα στο χέρι της και ένα βλέμμα φόβου, απόγνωσης και θυμού στο προσωπό της.
                             "Τί είναι αυτό? Αυτό?" ρώτησε αυτή, δείχνωντας στο σημείωμα. Και όπως συνήθως συμβαίνει, αυτό δεν ήταν τόσο πολύ η μνήμη του γεγονότος που τον βασάνιζε, καθώς ο τρόπος που είχε απαντήσει σ' αυτήν.
                               Η στιγμή εκείνη που είχε συμβεί σ' αυτόν αυτή συνέβαινε στος περισσότερους ανθρώπους που τους έπιανες ανπάντεχα με την ιδια αισχρή πράξη: αυτός δεν είχε χρόνο για να προσποιηθεί μια έκφραση κατάλληλη για τη θέση στην οποία αυτός βρισκόταν προς στην συζυγό του τώρα που ανακαλύφθηκε η ενοχή του. Αντί να δυσαρεστηθεί, να αρνηθεί, να δημιουργήσει δικαιολογίες, να ζητήσει συγχώρεση ή ακόμα να πραμείνει αδιάφορος (κάτι που θα μπορούσε να κάνει καλύτερα από αυτό που ήδη έκανε), αυτός αθέλητα("η αντανακλαστική αντίδραση του εγκεφάλου" σκέφτηκε ο Ομπλόνσκι, ο οποίος ήταν αφοσιωμένος στην ψυχολογία) χαμογέλασε με τη συνήθη ευγένειά του και ως εκ τούτου με ένα ανόητο χαμόγελο.
                               Αυτός δεν θα μπορούσε να συγχωρήσει τον εαυτό του για αυτό το ανόητο χαμόγελο. Η Ντόλι, βλέποντας το, ρίγησε σαν ένα σωματικός πόνος, και με τη συνηθισμένη της ορμητικότητα ξέσπασε μέσα σ' ένα χείμαρρο από σκληρές λέξεις και τον έδιωξε από το δωμάτιο. Από τότε αυτή αρνήθηκε να τον δεί. 
                                "Όλο αυτό είναι δικό μου λάθος από αυτό το ανόητο χαμόγελο," σκέφτηκε ο Ομπλόνσκι. "Αλλά τι να κάνω? Τι μπορώ να κάνω?" ρώτησε αυτός τον εαυτό του με απόγνωση και δεν μπορούσε να βρεί απάντηση.

                                                                   ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Ο Ομπλόνσκι ήταν ειληκρινής με τον εαυτό του. Αυτός ήταν αναίτιος αυτής της αυταπάτης και δεν θα μπορούσε να πείσει τον εαυτό του ότι μετανόησε για την συμπεριφορά του. Αυτός δεν θα μπορούσε να νιώσει μετανιωμένος που ο ίδιος ένας ωραίος, ερωτικός άνδρας τριαντατεσσάρων ετών, δεν ήταν ερωτευμένος με την συζυγό του, την μητέρα των πέντε ζωντανών και δύο νεκρών παιδιών και μόλις ένα χρόνο μικρότερη από τον ίδιο. Αυτός μετανόησε όχι μόνο έχοντας καταφέρει να κρατήσει μυστική τη συμπεριφορά του από αυτή. Εν τούτοις αυτός αισθάνθηκε την δυσάρεστη θέση του και λυπήθηκε την συζυγό του, τα παιδιά του και τουν εαυτό του. Αυτός ίσως μπορεί να είχε τη δυνατότητα να κρύψει πράγματα από αυτή που αυτός ήξερε ότι η αλήθεια θα μπορούσε να την πληγώσει. Αυτός ποτέ δεν είχε σκεφτεί καθαρά το θέμα, αλλά είχε μια ασαφή άποψη ότι η συζυγός του τον είχε υποπτευφθεί για πολύ και καιρό που έγινε αναξιόπιστος και έκανε τα στραβά μάτια σ' αυτό. Αυτός ακόμη σκέφτηκε ότι αυτή, η οποία δεν ήταν τίποτε άλλο εκτός από μια υπέροχη μητέρα οικογένειας, κατακουρασμένη, ήδη σε μεγάλη ηλικία, όχι πλέον όμορφη, και με κανένα τρόπο αξιοπρόσεκτη- στην πραγματικότητα, μια αρκετά συνηθησμένη γυναίκα- πρέπει να είναι επιεικής προς αυτόν, εάν είναι μόνο από την αίσθηση δικαιοσύνης. Κατέληξε ότι ήταν πολύ αντίθετη αυτή η περίπτωση. 
                          "Πόσο απαίσιο! Ω αγαπητέ, ω αγαπητέ, ω αγαπητέ, πόσο απαίσιο!", συνέχησε ο Ομπλόνσκι επαναλαμβάνοντας στον εαυτό του και δεν μπορούσε να καταλήξει σ' ένα συμπέρασμα και πόσο καλά πήγαιναν όλα μέχρι τώρα- πόσο ευτυχησμένοι εμείς ζούσαμε! Αυτή ήταν ευχαριστημένη, χαρούμενη με τα παιδιά της' Εγώ ποτέ δεν διαφώνησα μαζί της αλλά την άφησα να ασχολείται με αυτούς και με το νοικοκυριό όπως αυτή την ευχαριστεί. Φυσικά αυτό δεν είναι αρκετά ωραίο που αυτή είχε μια γκουβερνάντα στο σπίτι μας. Αυτό ήταν άσχημο! Υπήρχε κάτι κοινότοπο, μια επιθυμία διακριτικότητας στο να ερωτοτροπείς με την γκουβερνάντα κάποιου, αλλά έπειτα, τι γκουβερνάντα!" (Αυτός ζωηρά έπλασε στο μυαλό του τα πονηρά μαύρα μάτια της Δεσποινίδας Ρόλαντ, και το χαμόγελο της"). Αντιθέτως, όσο πιο πολύ καιρό ήταν αυτή στο σπίτι εγώ ποτέ δεν πήρα οποιοδήποτε δικαίωμα. Το χειρότερο της υπόθεσης είναι, ότι αυτή είναι ήδη... Γιατί χρειάστηκε να γίνουν όλα αυτά αμέσως? Ω αγαπητέ, αγαπητέ, αγαπητέ! Τι να κάνω?" 
                            Αυτός δεν μπορούσε να βρει μια απάντηση, εκτός από τη συνηθισμένη απάντηση για την ζωή σε πιο περίπλοκα και πιο άλυτα προβλήματα. Αυτή η απάντηση είναι: ζήσε στις ανάγκες της ημέρας, που είναι, να βρείς τη λησμονιά. Αυτός δεν θα μπορούσε να για πολύ καιρό να βρεί ξεγνιασιά στον ύπνο, οπωσδήποτε πρίν την χθεσινή νύχτα, δεν θα μπορούσε να πάει πίσω στη μουσική και στα τραγούδια των γυναικών που ήταν ντυμένες σαν μικρές καράφες, συνεπώς αυτός πρέπει να αναζητήσει λησμονιά στο όνειρο της ζωής.
                            "Εμείς θα δούμε όταν έρθει ο καιρός" σκέφτηκε ο Ομπλόνσκι, και σηκώθηκε επάνω, φόρεσε την γκρί ριγέ με μπλέ μετάξι ρόμπατου, έδεσε τα κορδόνια και τράβηξε μια γεμάτη πνοή αέρα μέσα στο πλατύ στήθος του και πήγε με το συνηθησμένο σταθερό περπάτημά του προς το παράθυρο, στρέφωντας το πόδι του που κουβαλούσε τόσο ελαφρά το ευτραφή σώμα του, σήκωσε το κρυφό μέρος που βρισκόταν το κουδούνι και το χτήπησε ηχηρά. Το κουδούνι απάντησε αμέσως ο παλιός του φίλος και βαλές του, Μάθιου, ο οποίος έφερε μέσα τα ρούχα, τις μπότες του και ένα τηλεγράφημα. Αυτός ακολουθήθηκε από τον κουρέα με την ξυριστική μηχανή.
                               "Τίποτα έγγραφα από το Γραφείο?" ρώτησε ο Ομπλόνσκι, καθώς πήρε το τηλεγράφημα και κάθησε κάτω μπροστά στον καθρέπτη.
                               "Αυτά είναι στο γραφείο σας" απάντησε ο Μάθιου με ένα ερωτηματικό και συμπαθητικό βλέμμα στον κυριό του- προσθέτωντας μετά από μια παύση με ένα ντροπαλό χαμόγελο:"κάποιος έχει καλέσει από τον εκμησθωτή αμάξεων."
                               "Ο Ομπλόνσκι δεν απάντησε αλλά κοίταξε στο πρόσωπο του Μάθιου μέσα από τον καθρέφτη. Από τα βλεμματά τους, όπως αυτά συναντήθηκαν στο γυαλί, αυτό ήταν φανερό ότι καταλάβαιναν ο ένας τον άλλο. Το βλέμμα του Ομπλόνσκι έδειχνε να λέει: "Γιατί το λές αυτό σ'εμένα? Σαν να μην ξέρεις!"
                                  Ο Μάθιου έβαλε τα χέρια του μέσα στη τσέπη του σακακιού του, άπλωσε το πόδι του, και κοίταξε στον κύριο του με ένα λεπτό και χιουμοριστικό χαμόγελο.
                                  "Εγώ του παρείγγηλα να έρθει την επόμενη Κυριακή, και για να μην σας δημιουργήσω πρόβλημα ή να γίνω περιττός μέχρι τότε," είπε αυτός, επαναλαμβάνοντας φανερά μια πρόταση που αυτός είχε ετοιμάσει.
                                  Ο Ομπλόνσκι κατάλαβε ότι ο Μάθιου εννούσε να έχει ένα αστείο και τράβηξε την προσοχή στον εαυτό του. Αυτός έσχησε το ανοιχτό τηλεγράφημα και το διάβασε, μαντεύοντας τις λέξεις, οι οποίες (όπως τόσο συχνά συμβαίνει με τα τηλεγραφήματα) ήταν λάθος γραμμένες, και το πρόσωπό του έλαμψε.
                                  "Μάθιου, η αδερφή μου Άννα Αρκαντίεβνα έρχεται αύριο," είπε αυτός, μετακινώντας μακριά για μια στιγμή το γυαλιστερό πλαδαρό χέρι του κουρέα, το οποίο ξύριζε ένα ροδοκόκκινο μονοπάτι ανάμεσα στα μακρυά σγουρά μουστάκια του.
                                  "Δόξα τον Θεό!" είπε ο Μάθιου, αποδεικνύοντας από την απάντηση ότι αυτός ήξερε απλώς τόσο καλά όσο και ο κύριος τη σημαντικότητα αυτής της επίσκεψης: δηλαδή, ότι η Άννα Αρκαντίεβνα, η αγαπημένη αδερφή του Στέφεν Αρκαντίεβιτσ, ίσως βοηθούσε να συμφιλιώσει τον σύζυγο και την σύζυγο.
                                   "Αυτή έρχεται μόνη της ή με τον κ.Καρένιν?"
                                  Ο Ομπλόνσκι δεν μπορούσε να απαντήσει καθώς ο κουρέας ήταν απασχολημένος με το επάνω χείλι του' αλλά αυτός σήκωσε το ένα του δάχτυλο, ακι ο Μάθιου έγνεψε σ'αυτόν μέσα στο καθρέπτι.
                                  "Μόνη. Θα σας άρεσε να ετοιμαστούν ένα από τα δωμάτια του επάνω ορόφου?" 
                                  "Ρώτησε την Ντάρια Αλεξάντροβνα?" επανέλαβε ο Μάθιου, σαν να βρισκόταν σε αμφιβολία.
                                  "Ναι, μιλησέ την. Δωσ' της το τηλεγράφημα, και δες ότι αυτή πεί."
                                  "Θέλετε εσείς να έχετε μια προσπάθεια μ' αυτήν?" ήταν αυτό που εννοούσε ο Μάθιου, αλλά αυτός είπε μόνο: "Ναι, κύριε." 
                                  Ο Ομπλόνσκι ήταν πλυμένος, τα μαλλιά του βουρτσισμένα, και αυτός ήταν έτοιμος να ντηθεί, όταν ο Μάθιου, βαδύζοντας αργά με τις μπότες του να τρίζουν, ξαναμπήκε στο δωμάτιο με το τηλεγράφημα στο χέρι του. Ο κουρέας δεν ήταν πια εκεί. 
                                   "Η Ντάρια Αλεξάντροβνα μου είπε να σας πω ότι αυτή πρόκειται να φύγει. Αυτός μπορεί να κάνει όπως αυτός ευχαριστεί"- αυτό είναι, όπως εσείς ευχαριστείτε κύριε," είπε αυτός, γελώντας μόνο με τα μάτια του' και βάζοντας τα χέρια του στις τσέπες του με το κεφάλι του στη μια πλευρά, αυτός κοίταξε στον κύριό του. Ο Ομπλόνσκι παρέμεινε σιωπηλός, έπειτα ένα ευγενικό και πιο παθητικό χαμόγελο εμφανίστηκε στο όμοεφο προσωπό του.
                                   "Αχ, Μάθιου!" είπε αυτός, κουνώντας το κεφάλι του.
                                   "Δεν πειράζει, κύριε - τα πράγματα θα φτιάξουν μόνα τους."
                                   "Μόνα τους θα φτιάξουν, ε?"
                                   "Έτσι ακριβώς, κύριε"
                                   "Έτσι πιστεύεις?- Ποιός είναι εκεί?" ρώτησε ο Ομπλόνσκι, ακούγωντας το θρόισμα του γυναικείου φορέματος έξω από την πόρτα.
                                   "Εγώ είμαι, κύριε," απάντησε η σταθερή και ευχάριστη φωνή της γυναίκας, και η Μάτρενα Φιλιμόνοβνα, η παραμάνα των παιδιών έβαλε το αυστηρό σημαδεμένο από την ευλογιά πρόσωπό της μέσα στην πόρτα.
                                   "Τι συμβαίνει, Μάτρενα?" ρώτησε ο Ομπλόνσκι, βαδίζωντας έξω μ' αυτή.
                                   Παρ' όλο που αυτός ήταν εντελώς ένοχος και ήταν συνειδηποιημένος γι' αυτό, σχεδόν όλοι στο σπίτι - ακόμα και η παραμάνα, η καλύτερη φίλη της Ντάρια Αλεξάντροβνα- πήγαν με το μέρος του.
                                   "Τι συμβαίνει?"είπε αυτός θλιμμένα. "Εσείς πρέπει να σκεφτείτε τα παιδιά! Εξαρτάται από εσάς, κύριε - αυτό δεν μπορεί να βοηθήσει! Δεν υπάρχει χαρά χωρίς...'
                                   "Κάνετε το από την δική σας πλευρά - ο Θεός είναι ελεήμων. Προσευχηθήτε σ' Αυτόν, κύριε, προσευχηθήτε σ' Αυτόν." 
                                   "Εντάξει - πήγαινε τώρα," είπε ο Ομπλόνσκι, ξαφνικά κοκκινίζοντας.
                                   "Εγώ πρεπεί να ντυθώ," είπε αυτός, στρεφόμενος στον Μάθιου, και αυτός αποφασιστικά έβγαλε την ρόμπα του.
                                   Ο Μάθιου φύσηξε κάποιο ορατό στίγμα από το πουκάμισο το οποίο αυτός κρατούσε έτοιμο σουρωμένο επάνω σαν το κολλάρο του αλόγου, και με φανερή ευχαρίστηση έντυσε με αυτό το προσεκτικά περιποιημένο σώμα του κυρίου του.