Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Δέκατοεκτο Κεφάλαιο]

                                                                       ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16


Ο Βρόνσκι ποτέ δεν είχε γνωρίσει οικογενειακή ζωή. Η μητέρα του στα νεανικά της χρόνια ήταν μια λαμπερή γυναίκα της Κοινωνίας, και κατά την διάρκεια τηε έγγαμης ζωής της και ειδικά στην χηρεία της είχε πολλές ερωτικές σχέσεις, γνωστές σ' όλους. Αυτός δύσκολα θυμόταν τον πατέρα του, και σπούδασε στην Στρατιωτική Ακαδημία.
          Αναχωρόντας από την Ακαδημία ως ένας πολύ νέος και λαμπερός αξιωματικός αυτός τώρα απολάμβανε το κολύμβι της πλούσιας στρατιωτικής τάξης της Πετρούπολης. Αν και αυτός περιστασιακά πήγαινε στην πιο υψηλή κοινωνία της Πετρούπολης, όλα τα αγαπημένα του ενδιαφέροντα βρισκόταν έξω από αυτό.
          Στην Μόσχα, μετά από το πολυτελές μάθημα ζωής στην Πετρούπολη, αυτός βίωσε για πρώτη φορά την απόλαυση της οικειότητας με ένα γλυκό, αθώο κορίτσι της Κοινωνίας το οποίο ερωτεύτηκε μαζί του. Αυτό ποτέ δεν μπήκε στο κεφάλι του ότι θα μπορούσε να υπάρχει κάτι λάθος στις σχέσεις του με την Κίττη. Στους χορούς αυτός χόρευε κυρίως μαζί της και την επισκεπτόταν στο σπίτι της. Αυτός μιλούσε μαζί της την συνηθισμένη συζήτηση της Κοινωνίας: όλα τα είδη κουταμάρας, αλλά η κουταμάρα μέσα στην οποία αθέλητα αυτός έβαζε μια ειδική έννοια γι' αυτή. Αν και αυτός ποτέ δεν είπε κάτι σ' αυτή το οποίο δεν θα μπορούσε να είχε πει αυτός κατάλαβε ότι αυτή γινόταν όλο και περισσότερο εξαρτώμενη απ' αυτόν, και όλο και περισσότερο ένιωθε ότι αυτό ήταν πιο ευχάριστο, και όλο και περισσότερο γινόταν πιο τρυφερά τα συναισθήματα προς αυτόν. Αυτός δεν ήξερε ότι η συμπεριφορά του προς την Κίττη είχε μια ονομασία από μόνη της, που αυτό ήταν ένα παγιδεμένο κορίτσι χωρίς προθέσεις για να την παντρευτεί, και είναι μια από τις κοινές διαβολικές πράξεις ανάμεσα στους λαμπερούς νεαρούς άνδρες όπως ο ίδιος. Αυτός σκέφτηκε ότι αυτός ήταν ο πρώτος για να ανακαλύψει αυτή την ευχαρίστηση και αυτός απολαύανε την ανακαλυψή του.
          Εαν αυτός μπορούσε να ακούσει αυτό που οι γονείς της έλεγαν αυτό το βράδυ, εαν αυτός ήξερε την άποψη της οικογενειάς της και μάθαινε ότι η Κίττη θα ήταν δυστυχισμένη, αν αυτός δεν την παντρευόταν, αυτός μπορούσε να είχε εκπληθεί περισσότερο και δεν θα το πίστευε.Αυτός δεν θα μπορούσε να πιστεύει ότι αυτό θα του έδινε τόσο μεγάλη και τέτοια υπέροχη ευχαρίστηση σ' αυτόν, και - ότι περισσότερο γι' αυτή, μπορούσε να είναι ένας λάθος. Ακόμα λιγότερο θα μπορούσε να είχε πιστέψει ότι αυτός πρέπει να παντρευτεί.
          Ο γάμος ποτέ δεν παρουσιαζόταν το ίδιο σ' αυτόν ως μια πιθανότητα. Όχι, πως αυτός απευχθανόταν την οικογενειακή ζωή, αλλά σύμφωνα με τις απόψεις που γενικά ισχύουν στον εργένικο κόσμο στον οποίο αυτός ζεί θεωρεί την οικογένεια και ειδικά ένα σύζηγο, ως κάτι το ξένο, το εχθρικό και πάνω απ' όλα γελοίο. Αλλά παρ' όλο που ο Βρόνκσι δεν είχε την υποψία από αυτά που έλεγαν οι γονείς της Κίττης αυτό το βράδυ αυτός ένιωθε, καθώς άφηνε το σπίτι των Σετσερμπάτσκι αυτό το βράδυ, ότι ο μυστικός πραγματικός δεσμός ο οποίος υπήρχε ανάμεσα σε αυτόν και την Κίττη είχε δυναμώσει τόσο κατά την διάρκεια του βραδιάς που έπρεπε να δράσει. Αλλά αυτό ήταν που δεν έπρεπε ή δεν μπορούσε να φανταστεί.
          "Αυτό είναι τόσο γοητευτικό," σκέφτηκε αυτός καθώς άφηνε το σπίτι των Σετσερμπάτσκι, φεύγοντας απ' εκεί, ως συνήθως, ένα ευχάριστο αίσθημα αθωότητας και φρεσκάδας (εν μέρει λόγω του γεγονότος ότι αυτός δεν είχε καπνήσει καθόλου αυτό το βράδυ) και βαθιά αγγιγμένος από μια νέα αίσθηση στοργικής χαράς στην συναίσθηση της αγάπης της γι' αυτόν. "Αυτό είναι που είναι τόσο γοητευτικό, που τίποτα δεν ειπώθηκε ούτε από εμένα ούτε από αυτή, ωστόσο εμείς καταλαβαίνουμε τόσο καλά ο ένας τον άλλο σ' αυτή τη διακριτική γλώσσα των βλεμμάτων και των τόνων που σήμερα ήταν ακόμα πιο καθαρή από ποτέ που αυτή μου έχει πει πως με αγαπάει. Και πόσο γλυκά, απλά και πάνω απ' όλα εμπιστευτικά. Εγω αισθάνομαι πιο καλά και πιο αγνός, νιώθω ότι έχω μια καρδιά... και ότι υπάρχει πολύ καλό σ' εμένα. Αυτά τα αξιαγάπητα μάτια! όταν αυτή είπε, 'και πάρα πολύ' "
          "Λοιπόν, και τι μ' αυτό? Τίποτα, φυσικά. αυτό είναι ευχάριστο για εμένα και για αυτή," και αυτός σκεφτόταν που θα μπορούσε να τελειώσει το βράδυ του.
          Αυτός πέρασε με κριτική (άποψη) τα μέρη που μπορεί να πάει. "Το Κλάμπ: ένα παιχνίδι μπεζίκ, ένα ποτήρι σαμπάνια με τον Ιγκνάτεβ? Όχι, δεν θέλω να πάω εκεί. Το "Chateau de Fleurs? Εκεί μπορώ να βρω τον Ομπλόνσκι, Γαλλικά κουπλέ, καν καν. Όχι δεν μου αρέσει αυτό. Απλώς "αυτό είναι που μου αρέσει στους Σετσερμπάτσκι, ότι γίνομαι καλύτερα εκεί. Εγω θα πάω σπίτι," Αυτός πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο του στο ξενοδοχείο Ντισό, δείπνησε, και αφότου ξεντύθηκε άπλωσε με δυσκολία το κεφάλι του στο μαξιλάρι πριν αποκοιμηθεί γρήγορα.

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2015

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Δέκατοπεμπτο κεφάλαιο]

                                                           ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15



Αφότου οι καλεσμένοι είχαν φύγει η Κίττη είπε στην μητέρα της για την συζήτησή της με τον Λεβάιν, και παρ' όλη την θλίψη της γι' αυτόν αυτή ήταν ευχαριστημένη από την σκέψη ότι αυτή είχε μια πρόταση. Αυτή δεν αμφέβαλε ότι είχε πράξει σωστά, ακόμα για πολύ ώρα αυτή ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι αδυναντώντας να κοιμηθεί. Μια εικόνα στοίχειωνε την ανυποχωρητικότητας της. Αυτή ήταν το πρόσωπο του Λεβάιν με τα ευγενικά του μάτια που κοίταζαν σ' αυτήν και στον Βρόνσκι, και αυτή ένιωθε τόσο λυπημένη γι' αυτόν που δάκρυα σηκώθηκαν στα μάτια της. Αλλά αυτή αμέδως θυμήθηκε για ποιόν τον είχε ανταλλάξει. Αυτή ζωηρά ζωγράφησε στον εαυτό της αυτό το δυνατό ανδρικό πρόσωπο, αυτό το καλοαναθρεμμένο ήρεμο και ευγενικό πρόσωπο που αυτός πάντα έδειχνε προς όλους: αυτή θυμήθηκε την αγάπη, τον άνδρα που πληκτικά την αγαπούσε και ξανά έγινε χαρούμενη και με ένα χαρούμενο χαμόγελο έβαλε το κεφάλι της στο μαξιλάρι της. "Αυτό είναι κρίμα, κρίμα, αλλά δεν φταίω," είπε στον εαυτό της, αλλά μια εσωτερική φωνή έλεγε κάτι διαφορετικό. Είτε αυτή μετάνιωσε έχοντας αμφιρροπήσει τον Λεβάιν είτε αυτή δεν ξέρει ότι έχει απορρίψει, αλλά η ευτυχία της ήταν προβληματισμένη από αμφιβολίες.
           "Ο Θεός έχει έλεος, ο Θεός έχει έλεος, ο Θεός έχει έλεος," αυτή επαναλάμβανε στον εαυτό της μέχρι που κοιμήθηκε.
           Εν τω μεταξύ κάτω στο μικρό γραφείο του Πρίγκηπα οι γονείς της είχαν μια από τις πιο συνηθισμένες σκηνές για την αγαπημένη τους κόρη.
           "Τι? Εγώ θα σου πω τι!" φώναξε ο Πρίγκηπας κουνώντας τα χέρια του και αμέσως ξανά έριξε την ρόμπα με τις σκιουρί γραμμές επάνω του. "Εσυ δεν έχεις υπερηφάνια, δεν έχεις αξιοπρέπεια, εσύ ντροπιάζεις και προσβάλεις την κόρη από αυτό το απαίσιο ηλίθιο προξενιό."
           "Για όνομα του Θεού, Πρίγκηπα, στο Όνομα του τι έχω κάνει?" είπε η Πριγκήπισσα σχεδόν με δάκρυα.
           Μετά την συζήτηση της με την κόρη της αυτή είχε έρθει μέσα, χαρούμενη και ικανοποιημένη για να πει καληνύχτα στον Πρίγκηπα ως συνήθως, αν και αυτή δεν σκόπευε να τον μιλήσει για την πρόταση του Λεβάιν και την άρνηση της Κίττης αυτή το έκριψε απ' αυτόν που θεωρούσε το θέμα με τον Βρόνσκι αρκετά τοποθετημένο και πιθανόν θα μπορούσε σίγουρα να είναι αποφασισμένο καθώς σύντομα θα έφτανε η μητέρα του. Και όταν αυτή το είπε ο Πρίγκηπας ξεφνικά φούντωσε, και άρχησε να πειροβολεί με αγένεια: "Τι έχεις κάνει? Γιατί αυτό: Πρώτα απ' όλα εσύ ξελόγιασες έναν μνηστήρα. Όλη η Μόσχα θα μιλάει γι' αυτό και με λόγο. Εαν δώσεις ένα πάρτι προσκαλεσέ τους όλους και όχι μόνο επιλεγμένους μνηστήρες. Προσκάλεσε όλα τα νεαρά κουταβάκια," ετσι ο Πρίγκηπας αποκαλούσε τους νεαρούς άνδρες της Μόσχας, "έχε ένα πιανίστα και άφησε τους να χορεύουν' αλλά να έχει αυτού του είδους το πράγμα που είχαμε απόψε- αυτούς τους μνηστήρες και αυτό το παντρολόγημα. Αυτό με κάνει άρρωστο για να το βλέπω, απλά άρρωστο και εσύ έχεις τον τρόπο και έχεις γυρίσει το κεφάλι του παιδιού. Ο Λεβάιν είναι χίλιες φορές καλύτερος άνδρας. Αυτός ο άλλος είναι ένας μικρός λιμοκοντόρος της Πετρούπολης. Αυτοί είναι μηχανοποιημένοι ανα δωδεκάδες όλοι σε μια πατέντα και όλοι κυρίως. Αλλά ακόμα και αν ήταν ένας Πρίγκηπας εξ' αίματος η κόρη μου δεν τον χρειάζεται."
          "Αλλά τι έχω κάνει?"
          "Απλώς αυτό..." φώναξε ο Πρίγκηπας θυμωμένα.
          "Το γνωρίζω αυτό περισσότερο," τον διέκοψε η Πριγκήπισσα, "ότι εαν εγώ επρόκειτο να ακούσω σ' αυτά που λες εμείς ποτέ δεν θα βλέπαμε τις κόρες μας παντρεμένες και εμείς πρέπει καλύτερα να πηγαίνουμε και να ζούσαμε στην εξοχή."
          "Έτσι πρέπει να κάνουμε!"
          "Περίμενε λίγο! Εγω τους ελκύω κοντά της? Όχι, σίγουρα όχι, αλλά ένας νεαρός άνδρας και ένας λαμπερός νεαρός άνδρας ερωτεύεται με την Κίττη, και αυτή φαίνεται επίσης..."
          "Φαίνεται πράγματι! Και υποθέτουμε ότι αυτή πραγματικά ερωτεύεται με αυτόν ένω αυτός σκοπεύει να την παντρευτεί τόσο πολύ όπως και εγώ θέλω... Ω! εύχομαι να το δούν ποτέ αυτό τα μάτια μου... Α τι πνευματισμός! Α πόσο ωραία! Α ο χορός" και ο Πρίγκηπας φαντάστηκε τον εαυτό του να ενσαρκώνει την σύζηγο του ψυχρά σε κάθε λέξη. "και τότε εαν εμείς πραγματικά προσβάλλουμε την ευτυχία της Κίττη, εαν αυτή πραγματικά το βάλει μέσα στο κεφάλι της..."
          "Αλλά γιατί εσυ υποθέτεις ένα τέτοιο πράγμα?"
          "Εγω δεν υποθέτω, εγώ ξέρω! Εμείς έχουμε μάτια γι' αυτά τα πράγματα, και οι γυναίκες δεν έχουν. Εγώ μπορώ να αναγνωρίσω έναν άνδρα ο οποίος έχει σοβαρές προθέσεις - όπως ο Λεβάιν - και εγω μπορώ να δω μέσα από ένα ανεμοδείκτη όπως αυτός ο χαρτοζοκορτάκιας ο οποίος θέλει μόνο να διασκεδάσει τον εαυτό του."
           "Ο λοιπόν, όταν ένα πράγμα μπεί μια φορά μέσα στο κεφάλι σου..."
           "Και εσύ θα το ανακαλύψεις, αλλά πολύ αργά όπως με τη καημένη την Ντόλη."
           "Εντάξει. Εντάξει, ας μην μιλήσουμε άλλο," είπε η Πριγκήπισσα διακόπτοντας τον και θυμήθηκε τη άτυχη την Ντόλη.
           "Πολύ καλά τότε, καλό-βράδυ."
           Και έχοντας κάνει το σημάδι του σταυρού ο ένας στον άλλο και φιλήθηκαν, νιώθοντας ότι ο καθ' ένας από αυτούς παρέμεινε στις προσωπικές απόψεις τους, το ζευγάρι χωρίστηκε για την νύχτα.
           Η Πριγκήπισσα αρχικά ήταν σταθερά πεποισμένη ότι αυτό το βράδυ καθορίστηκε η μοίρα της Κίττης και ότι δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία για τις προθέσεις του Βρόνσκι' αλλά τα λόγια του συζήγου της την ταρακούνησαν, και όταν έφτασε στο δωμάτιο της, με τον φόβο της αβεβαιότητας για το μέλλον αυτή επανέλαβε, όπως η Κίττη είχε κάνει: "ο Θεός έχει έλεος, ο Θεός έχει έλεος, ο Θεός έχει έλεος!" 

Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Δέκατοτεταρτο Κεφάλαιο]

                                                           ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14


Αλλά μόλις εκείνη την στιγμή η Πριγκήπισσα ήρθε μέσα. Μια έκφραση φόβου εμφανίστηκε στο προσωπό της βλέπωντας τους μαζί μόνους και παρατηρώντας τα προβληματικά τους βλέμματα. Ο Λεβάιν υποκλήθηκε σ' αυτή και δεν είπε τίποτα. Η Κίττη καθόταν με κατεβασμένα τα μάτια.
        "Ευτυχώς αυτή τον έχει αρνηθεί,"σκέφτηκε η μητέρα, και το προσωπό της έλαμψε μέσα στο συνηθυσμένο χαμόγελο με το οποίο αυτή χαιρετούσε τους επισκέπτες της τα βράδια της Πέμπτης. Αυτός επίσης κάθησε κάτω μέχρι την άφιξη των καλεσμένων που θα μπορούσαν να του δώσουν την δυνατότητα να φύγει απαρατήρητος.
        Πέντε λεπτά αργότερα η φίλη της Κίττης η Κόμισσα Νόρντστον, η οποία είχε παντρευτεί ένα χρόνο πρίν, ήρθε μέσα.
        Αυτή ήταν μια λεπτή, χλωμή, νευρική, θλημμένη γυναίκα με λαμπερά μαύρα μάτια. Αυτή αγαπούσε την Κίττη, και η στοργή της η ίδια έδειχνε ως την στοργή μιας παντρεμένης γυναίκας όπως γενικά γίνεται για μια ανήπαντρη, σε μια επιθυμία να παντρευτεί η Κίττη σύμφωνα με την δική της- της Κόμισσας- ιδανικής συζηγικής ευλογίας' και αυτή ευχόταν να την δεί παντρεμένη με τον Βρόνκσι. Αυτή πάντα αντιπαθούσε τον Λεβάιν, η οποία στην αρχή του χειμώνα συχνά επισκεπτόταν τους Σετσερμπάτσκι. Η επιμονή και αγαπημένης της διασκέδαση ήταν να κάνει αστεία μαζί του.
        "Το λατρεύω όταν αυτός κοιτάζει κάτω σ' εμένα από το ύψος της αξιοπρέπειας του ή όταν σταματάει την έξυπνη συζήτηση του επειδή είμαι τόσο ανόητη ή όταν αυτός δείχνει την καταδεκτικότητα του προς εμένα. Εγώ το λατρεύω. Την καταδεκτικότητα του! Εγώ είμαι πολύ χαρούμενη που αυτός με μισεί," αυτή συνηθίζει να λέει αναφερόμενη σ' αυτόν.
        Αυτή είχε δίκιο, επειδή ο Λεβάιν πραγματικά δεν μπορούσε να την ανεχτεί και την απεχθανόταν  για ένα κύριο πράγμα που αυτή ήταν υπερήφανη και την σεβόταν ως ένα προσόν, αυτό είναι, η νευρικότητα της και η εξευγενισμένη περιφρόνηση και αδιαφορία της για όλα τα δύσκολα και κοινά πράγματα της ζωής.
        Ανάμεσα στην Κόμισσα Νόρντστον και στον Λεβάιν οι σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί δεν ήταν τόσο σπάνιες που συναντιούνταν στην Κοινωνία, όταν οι δύο άνθρωποι επιφανειακά παραμένουν σε φιλικές σχέσεις που ο ένας περιφρονεί τον άλλο σε τέτοιο βαθμό που αυτοί δεν μπορούν να φερθούν με σοβαρότητα ο ένας στον άλλο, ή μπορούν να φερθούν με σοβαρότητα ο ένας στον άλλο, ή ακόμα και να προσβάλει ο ένας τον άλλο.
        Η Κόμισσα κάποια στιγμή επιτέθηκε στον Λεβάιν.
        "Α, κ.Λεβάιν! Εσείς έχετε επιστρέψει στην διεφθαρμένη μας Βαβυλωνία!" είπε αυτή, βγάζωντας έξω το λεπτό κίτρινο χέρι της και επαναλαμβάνοντας τις λέξεις που αυτός είχε χρησιμποποιήσει νωρίτερα τον χειμώνα όταν αυτός αποκάλεσε την Μόσχα "Βαβυλωνία" - "Έχει βελτιωθεί η Βαβυλωνία ή σε έχει χειροτερέψει?" Πρόσθεσε αυτή, και στράφηκε στην Κίττη με ένα σαρκαστικό χαμόγελο.
        "Είμαι πολύ κολακευμένος που εσύ θυμάσαι τα λόγια μου τόσο καλά, Κόμισσα," απάντησε ο Λεβάιν ο οποίος αμέσως από την δύναμη της συνήθειας του χαριτολόγησε την εχθρική σχέση μαζί της. "Αυτά προφανώς δημιουργούν μια παράξενη εντύπωση σ' εσένα."
        "Γιατί, φυσικά, εγω πάντα τα σημειώνω. Λοιπόν, Κίττη, έχεις ξανακάνει πατινάζ?"
        Αυτή άρχησε να μιλάει με την Κίττη. Αδέξιο όπως αυτό θα μπορούσε να ήταν για τον Λεβάιν να φύγει μόλις τότε, αυτός μπορούσε να προτιμήσει να κάνει κάτι ώστε να παραμείνει στο σπίτι για το υπόλοιπο της βραδυάς στην θέα της Κίττης, η οποία τώρα και πρίν κοίταζε σ' αυτόν αλλά απέφευγε να πιάσει το βλέμμα του. Αυτός ήταν έτοιμος να σηκωθεί, όταν η Πριγκίπησσα παρατηρώντας την σιωπή του γύρησε προς αυτόν και είπε: "Έχεις έρθει στην Μόσχα για πολύ καιρό? Αλλά εγώ πιστεύω ότι είσαι στο Ζέμτσβο και δεν μπορείς να μείνεις πολύ?"
        "Όχι, Πριγκίπησσα, δεν είμαι πια στο Ζέμτσβο,"απάντησε αυτός, "Εγω έχω στην Μόσχα για λίγες ημέρες."
        "Κάτι πέρα από το συνηθισμένο έχει συμβεί σ' αυτόν," σκέφτηκε η Κόμισσα Νόρντστον, διερευνόντας το αυστηρό και σοβαρό του πρόσωπο' "γιατί δεν αρχήζει μια από τις διαλέξεις του? Αλλά εγώ θα τον βγάλω, μου αρέσει να τον γελοιοποιώ όταν είναι εκεί κοντά η Κίττη, και εγώ θα το κάνω."
         "κ.Λεβάιν," άρχησε αυτή, "εξηγήστε μου, σας παρακαλώ, εσείς ο οποίος ξέρετε τα πάντα, πως είναι αυτό όπου στην περιουσία μας στην Καλούγκα οι χωριάτες άνδρες και γυναίκες εκεί έχουν τα πάντα που αυτοί είχαν, και ποτέ δεν πλήρωσαν τίποτα γι' αυτά που μας ανήκουν. Ποια είναι η εξήγηση? Εσείς πάντα επαινείται τους χωριάτες τόσο πολύ?"
         Εκείνη τη στιγμή άλλη μια κυρία μπήκε στο στο δωμάτιο και ο Λεβάιν σηκώθηκε.
         "Συγχωρέστε με, Κόμισσα, αλλά πραγματικά δεν ξέρω τίποτα γι' αυτό, και δεν μπορώ να σας πω τίποτα," είπε αυτός και καθώς γύρησε είδε έναν αξιωματικό ο οποίος είχε έρθει μέσα στο δωμάτιο μπροστά από την κυρία.
         "Αυτός πρέπει να είναι ο Βρόνσκι," σκέφτηκε αυτός, και κοίταξε στην Κίττη για να σιγουρευτεί. Αυτή είχε ήδη κοιτάξει στον Βρόνσκι και έπειτα γύρησε προς τον Λεβάιν. Και από το βλέμμα των ματιών της τα οποία είχαν λάμψει αθέλητα ο Λεβάιν συνειδητοποιήσε ότι αυτή αγαπούσε αυτόν τον άνδρα, το συνειδητοποιήσε τόσο σίγουρα όπως αυτή το είχε πεί με τόσες πολλές λέξεις. Αλλά τι είδους άνδρας ήταν αυτός?
         Τώρα, σωστά ή λάθος, ο Λεβάιν δεν μπορούσε αλλά παρέμεινε. Αυτός έπρεπε να ανακαλύψει τι είδους άνδρας ήταν αυτός που αυτή αγαπούσε.
         Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι όταν συναντούν ένα αντίπαλο, χωρίς σημασία γι' αυτό κάποια στιγμή πυροβολούν με το βλέμμα τους σε οτιδήποτε καλό γ' αυτόν και βλέπουν μόνο το κακό. Υπάρχουν άλλοι οι οποίοι από την άλλη πλευρά προσπαθούν να διακρίνουν σ' ένα τυχερό αντίπαλο τα προσόντα τα οποία του δίνουν την δυνατότητα για να πετυχεί, και με πονεμένες καρδιές αναζητούν μόνο το καλό σ' αυτόν. Ο Λεβάιν άνηκε στο τελευταίο είδος. Αλλά αυτό δεν ήταν δύσκολο γι' αυτόν για να δεί τι ήταν καλό και ελκυστικό στον Βρόνσκι. Αυτό τον χτύπησε αμέσως. Ο Βρόνσκι ήταν ένας σκούρος γεροδεμένος άνδρας μετρίου αναστήματος, με ένα καλοσυνάτο, όμορφο, υπερβολικά ήσυχο και αυστηρό πρόσωπο. Τα πάντα στο προσωπό του και στην φιγούρα του- από τα μαύρα κοντοκουρεμένα μαλλιά του και το φρεσκοξυρισμένο του μάγουλο μέχρι την φαρδιά, ολοκαίνουργια στολή του- ήταν την ίδια στιγμή απλά και κομψά. Έχωντας πάει δίπλα για να αφήσει μα κυρία να περάσει, ο Βρόνσκι πλησίασε πρώτα την Πριγκίπησσα και μετά την Κίττη. Όταν αυτός μετακινήθηκε δίπλα της τα τέλεια μάτια του έλαμψαν με μια ειδική τρυφερότητα και με προσοχή και με σεβασμό έσκυψε μπροστά της με μια σχεδόν καθόλου ευδιάκριτη χαρά, και με ένα (όπως αυτό φαινόταν στον Λεβάιν) συνεσταλμένα θριαμβευτικό χαμόγελο, αυτός την κράτησε στο μικρό πλατύ χέρι του.
           Έχοντας χαιρετήσει και πει μερικά λόγια με τον καθένα αυτός κάθησε κάτω χωρίς να έχει κοιτάξει στον Λεβάιν, οποίος δεν είχε πάρει τα μάτια του από αυτόν.
           "Αφήστε με να σας γνωρίσω," είπε η Πριγκίπησσα δείχνωτας τον Λεβάιν. "Κωνσταντίν Ντμίτριχ Λεβάιν, Κόμης Αλέξις Κυριλόβιτσ Βρόνσκι."
           Ο Βρόνσκι σηκώθηκε και κοιτάζοντας εγκάρδια μέσα στα μάτια του Λεβάιν έσφιξε το χέρι του.
           "Εγω ήμουν έτοιμος να έχω ένα δείπνο μαζί σας αυτό τον χειμώνα," είπε αυτός με ένα απλό ειληκρινής χαμόγελο, "αλλά εσείς αναπάντεχα φύγατε στην ύπαιθρο."
           "Ο κ.Λεβάιν απεχθάνεται και μισεί την πόλη και εμάς τους ανθρώπους της πόλης," είπε η Κόμισσα Νόρντστον.
           "Τα λόγια μου, πρέπει να σου κάνουν μια βαθιά εντύπωση για εσένα που τα θυμάσαι τόσο πολύ," είπε ο Λεβάιν' αφότου θυμήθηκε ότι αυτός το είχε πει αυτό πριν κοκκινήσει.
           Ο Βρόνσκι κοίταξε σ' αυτόν και στην κοπέλα, και χαμογέλασε.
           "Και εσείς πάντα ζείτε στην ύπαιθρο?" ρώτησε αυτός. "Δεν είναι βαρετό τον χειμώνα?"
           "Όχι ,όχι όταν κάποιος δεν είναι απασχολημένος: ούτε χρειάζεται κάποιος να βαριέται στην επιχειρησή του," απάντησε απότομα ο Λεβάιν.
           "Εγώ αγαπώ την ύπαιθρο," είπε ο Βρόνσκι, παρατηρώντας, αλλά προσποιούμενος χωρίς να παρατηρήσει τον τόνο του Λεβάιν.
           "Αλλά ελπίζω, Κόμη, εσείς δεν θα συναινούσατε να ζείται πάντα στην εξοχή," είπε η Κόμισσα Νόρντστον.
           "Δεν ξέρω, εγώ ποτέ δεν το προσπάθησα για πολύ καιρό. Έχω βιώσει ένα περίεργο συναίσθημα," συνέχησε αυτός. "Πουθενά, δεν έχω νιώσει τόση νοσταλγία για την χώρα, την Ρώσικη μας χώρα, με τους χωρικούς με τα ξεφλουδισμένα παπούτσια τους, όπως όταν εγώ πέρασα το καλοκαίρι με την μητέρα μου στην Νίκαια. Η Νίκαια η ίδια είναι βαρετή, ξέρεις. Και η Νάπολη και το Σορέντο είναι ευχάριστα μόνο για μια σύντομη διαμονή, και αυτό είναι εκεί που κάποιος σκέφτεται την Ρωσία, και περισσότερο ειδικά για την Ρώσικη εξοχή. Αυτά φαίνονται να..."
           Αυτός απευθυνόταν και στην Κίττη και στον Λεβάιν, το ήρεμο και φιλικό του βλέμμα περνούσε από τον ένα στον άλλο. Αυτός ενδεδειγμένα μιλούσε αρκετά τίμια και ειλικρινά.
           Η συζήτηση δεν προχώρησε για λίγο, έτσι ώστε η ηλικιωμένη Πριγκήπισσα η οποία πάντα είχε ως απόθεμα, σε περίπτωση ανάγκης, δύο βαριά όπλα (την κλασσική εναντίον της μοντέρνας εκπαίδευσης και την στρατιωτική θητεία), δεν χρειαζόταν να τα φέρει μπροστά, και η Κόμισσα Νόρντστον δεν είχε την ευκαιρεία να ενοχλήσει τον Λεβάιν.
           Ο Λεβάιν ήθελε να συμμετέχει στην γενική συζήτηση, αλλά το βρήκε αδύνατο, και έλεγε συνέχεια στον εαυτό του, "Τώρα θα φύγω," αλλά αυτός ακόμα δεν έφευγε, αλλά περίμενε για κάτι αόριστο.
           Η συζήτηση άγγηξε την κίνηση του τραπεζιού [πνευματικές συζητήσεις], και η Κόμισσα Νόρντστον, η οποία πίστευε στον πνευματισμό άρχησε να εξιστορεί τα σχετικά θαύματα που αυτή είχε γίνει μάρτυρας.
           "Α, Κόμισσα, εσύ πρέπει πραγματικά να με πάρεις εκεί. Για όνομα του Θεού, πάρε με σ' αυτά! Εγω ποτέ δεν είδα κάτι υπερφυσικό αν και εγώ πάντα ψάχνω για αυτό." είπε ο Βρόνσκι χαμογελώντας.
           "Πολύ καλά, το επόμενο Σάββατο," απάντησε η Κόμισσα Νόρντστον. "Και εσείς κ.Λεβάιν, πιστεύεται σ' αυτό?" ρώτησε, στρεφόμενη σ' αυτόν.
           "Γιατί με ρωτάτε? Εσύ ξέρεις πολύ καλά τι θα πω."
           "Αλλά θέλω να ακούσω την αποψή σας."
           "Η αποψή μου είναι ότι αυτές οι συζητήσεις της κίνησης του τραπεζιού δείχνουν ότι οι καλούμενη τάξη μας είναι στο ίδιο επίπεδο όπως, οι χωριάτες. Αυτοί πιστεύουν στο διαβολικό μάτι και στα ξόρκια και στην μαγεία, ενω εμείς..."
           "Λοιπόν τότε, εσύ δεν πιστεύεις?"
           "Δεν μπορώ να πιστέψω, Κόμισσα!"
           "Αλλά αν το έχω δει η ίδια?"
           "Οι χωριάτισσες λένε πως αυτές έχουν δει τους καλικάντζαρους με τα ίδια τους τα μάτια."
           "Τότε εσύ νομίζεις ότι δεν λέω την αλήθεια?" και αυτή γέλασε άκεφα.
           "Ο όχι, Μάσα, ο κ.Λεβάιν λέει μόνο ότι αυτός δεν μπορεί να πιστέψει..." είπε η Κίττη, κοκκινίζοντας για τον Λεβάιν, και ο Λεβάιν αντιλαμβανόμενος ότι αυτή έγινε ακόμα περισσότερο ενοχλητική και ήθελε να απαντήσει, αλλά ο Βρόνσκι, με το λαμπερό και ειλικρινή του χαμόγελο, ήρθε τώρα να σώσει την συζήτηση, η οποία απειλούταν να γίνει δυσάρεστη,
           "Εσύ δεν αποδέχεσαι ότι αυτό είναι ακόμα πιθανό?" ρώτησε αυτός. "Αλλά γιατί όχι? Εμείς αποδεχόμαστε την ύπαρξη του ηλεκτρισμού την οποία εμείς δεν καταλαβαίνουμε, γιατί δεν μπορεί να υπάρχουν άλλες δυνάμεις τις οποίες εμείς ακόμα δεν γνωρίζουμε, αλλά τις οποίες..."
           "Όταν πρώτα ανακαλύφθηκε ο ηλεκτρισμός," δίεκοψε βιαστικά ο Λεβάιν, "μόνο τα φαινόμενα ήταν παρατηρημένα, οι αιτίες τους και οι επιδράσεις τους ήταν άγνωστες. Αιώνες πέρασαν πριν κάποιος σκεφτεί για να το εφαρμόσει. Αλλά αντίθετα οι Πνευματιστές άρχησαν από το να γράφουν για αυτά και τα πνεύματα που ερχόταν σ' αυτούς, και μόνο αυτοί έπειτα άρχησαν να λένε ότι δεν ήταν μια άγνωστη δύναμη."
            Ο Βρόνσκι άκουγε προσεκτικά στον Λεβάιν όπως πάντα αυτός άκουγε, φανερά ενδιαφερόμενος για αυτό που έλεγε.
            "Ναι, αλλά οι Πνευματιστές λένε, ' "Εμείς ακόμα δεν γνωρίζουμε τι δύναμη είναι αυτή, αλλά αυτή υπάρχει και υπάρχουν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτή δρα. Ας αφήσουμε τους επιστήμονες να ανακαλύψουν τι είναι αύτη η δύναμη." ' Όχι εγώ δεν βλέπω γιατί αυτό πρέπει να είναι μια νέα δύναμη, αν αυτό..."
            "Γι' αυτό το λόγο," ο Λεβάιν τον διέκοψε ξανά, "με τον ηλεκτρισμό, εσύ χρειάζεται μόνο να τρίψεις ένα κομμάτι ρετσίνι έναντι του βαμβακιού, και πάντα θα παράγεις ένα βέβαιο φαινόμενο, αλλά αυτό το άλλο δεν θα δρα πάντα, έτσι αυτό δεν είναι μια φυσική δύναμη."
            Πιθανών νιώθοντας ότι η συζήτηση γινόταν πολύ σοβαρή για ένα σαλόνι, ο Βρόνσκι δεν απάντησε, αλλά για να αλλάξει το θέμα αυτός χαμογέλασε εύθυμα και στράφηκε προς τις κυρίες.
            "Ας προσπαθήσουμε τώρα, Κόμισσα," άρχησε αυτό, αλλά ο Λεβάιν ήθελε να τελειώσει λέγοντας αυτό που σκεφτόταν.
            "Νομίζω," αυτός συνέχισε, "ότι αυτή η προσπάθεια των Πνευματιστών να εξηγήσουν τις ανησυχίες τους από κάποιο είδος νέας δύναμης είναι πιο ανεπιτυχής. Αυτοί σίγουρα μιλούνε για μια πνευματική δύναμη και ακόμα θέλουν να την κατηγοροποιήσουν σε μια υλική δοκιμή."
            Όλοι περίμεναν για αυτόν να τελειώσει και αυτός το κατάλαβε.
            "Νομίζω ότι εσύ μπορείς να δημιουργήσεις μια μέτρια μεγαλοπρέπεια," είπε η Κόμισσα Νόρντστον' "υπάρχει κάτι εκστατικό με εσένα."
            Ο Λεβάιν άνοιξε το στόμα του για να απαντήσει, αλλά ντράπηκε και δεν είπε τίποτα.
            "Ας προσπαθήσουμε τώρα να κάνουμε μια συζήτηση γύρω από το τραπέζι, Πριγκήπισσα Κίττη, παρακαλώ φέρνεται ένα," είπε ο Βρόνσκι. "Μπορούμε, Πριγκήπισσα?" είπε αυτός στην μητέρα της και σηκώθηκε και κοίταξε γύρω για ένα κατάλληλο τραπέζι.
            Η Κίττη σηκώθηκε και πήγε να φέρει ένα τραπέζι, και καθώς αυτή πέρασε τον Λεβάιν τα βλεμματά τους συναντήθηκαν. Αυτή τον λυπήθηκε με όλη της την ψυχή, ειδικά επειδή ευτή η ίδια τον είχε προκαλέσει για να υποφέρει.
            "Εαν εσύ μπορείς να με συγχωρήσεις, κάνε το σε παρακαλώ," ικέτευε με το βλέμμα της. "Είμαι τόσο χαρούμενη."
            "Μισώ τον καθένα, περιλαμβάνοντας εσένα και τον εαυτό μου," απάντησαν τα μάτια του' και σήκωσε το καπέλο του. Αλλά αυτός δεν ήταν έτοιμος να φύγει ακόμα. Μόλις οι άλλοι άρχησαν να κάθονται γύρω από το τραπέζι και ο Λεβάιν επρόκειτο να φύγει, ο ηλικιωμένος Πρίγκηπας ήρφθε μέσα, και έχοντας χαιρετήσει τις κυρίες αυτός στράφηκε στον Λεβάιν.
            "Α!" είπε αυτός με ενθουσιασμό. "Είσαι εδώ πολύ ώρα?" Εγώ δεν ήξερα ακόμα ότι είχες φτάσει' είμαι πολύ χαρούμενος που σε βλέπω.
            Αυτός αγκάλιασε τον Λεβάιν και μιλώντας με αυτόν δεν πήρε το μάτι του τον Βρόνσκι ο οποίος σηκώθηκε και στεκόταν ήρεμα περιμένοντας μέχρις ότου ο Πρίγκηπας να μπορούσε να τον προσέξει.
            Η Κίττη το αισθάνθηκε αυτό, με από αυτό που είχε συμβεί, η εγκαρδιότητα του πατέρα της συνέθλιψε τον Λεβάιν. Αυτή επίσης παρατήρησε πόσο ψυχρά ο πατέρας της ανταποκρίθηκε στο τέλος στην υπόκλιση του Βρόνσκι, και με αυτό το καλοσυνάτο σάστισμα ο Βρόνσκι κοίταξε σ' αυτόν, προσπαθώντας, αλλά αποτυγχάνοντας να καταλάβει πως αυτό ήταν αδύνατο να είναι φιλικά διατεθιμένος προς αυτόν και αυτή κοκκίνησε.
            "Πρίγκηπα, ο κ.Λεβάιν μας αποκάλυψε πως εμείς θέλουμε να δοκιμάσουμε ένα πείραμα," είπε η Κόμισσα Νόρντστον.
            "Τι πείραμα? Συζήτηση γύρω από το τραπέζι? Με συγχωρείται, κυρίες και κύριοι, αλλά κατά την αποψή μου παίζοντας στο κυνήγι για το δαχτυλίδι είναι πιο διασκεδαστικό." είπε ο ηλικιωμένος Πρίγκηπας, κοιτάζοντας στον Βρόνσκι και υποθέτοντας ότι αυτός είχε αρχήσει το θέμα. "Μετά από όλα αυτά υπάρχει κάποιο νόημα στο "Κυνηγώντας το δαχτυλίδι."
             Το αποφασιστικό βλέμμα του Βρόνσκι κοίταξε με έκπληξη στον ηλικιωμένο Πρίγκηπα, και χαμογελώντας ελαφρά αυτός άρχησε στη στιγμή να μιλάει με την Κόμισσα Νόρντστον για τον χορό που επρόκειτο να γίνει την επόμενη εβδόμαδα.
             "Ελπίζω ότι εσύ θα είσαι εκεί," είπε αυτός στην Κίττη.
             Σύντομα ο ηλικιωμένος Πρίγκηπας είχε απομακρυνθεί από αυτόν ο Λεβάιν έφυγε απαρατήρητος και η τελευταία του εντύπωση ήταν το χαρούμενο χαμογελαστό πρόσωπο της Κίττης καιθώς αυτή απαντούσε στο ερώτημα του Βρόνσκι για τον χορό.

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Δέκατοτριτο Κεφάλαιο]

                                                               ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13


Κατά το διάστημα μεταξύ του δείπνου και της αρχής από το βραδυνό πάρτι, η Κίττη βίωσε κάτι παρόμοιο με τα συναισθήματα ενός νεαρού άνδρα πρίν από μια μάχη. Η καρδιά της χτυπούσε βίαια και δεν μπορούσε να εστιάσει τις σκέψεις της σε τίποτα.
        Αυτή ένιωσε ότι αυτό το βράδυ, όταν αυτοί οι δύο νέοι άνδρες επρόκειτο να συναντηθούν για πρώτη φορά, μπορούσαν να αποφασίσουν την μοίρα της' και αυτή τους κρατούσε προσωπογραφημένους για τον εαυτό της, τώρα ξεχωριστά και τώρα μαζί. Όταν αυτή σκέφτηκε για το παρελθόν, αυτή έμενε με ευχαρίστηση και στοργηκότητα στις παλειές της σχέσεις με τον Λεβάιν. Οι αναμνήσεις από την παιδική ηλικία και η φιλία του Λεβάιν με το νεκρό αδερφό της πρόσφεραν μια παράξενη ποιητική γοητεία στις σχέσεις της με αυτόν. Η αγάπη του γι' αυτήν, από την οποία ένιωθε την βεβαιότητα της, την κολακία της και την χαρά της, και αυτή δεν μπορούσε να σκεφτεί γι' αυτόν με ελαφριά καρδιά. Με την σκέψη της στον Βρόνσκι που ήταν αναμιγμένη με κάποια ανησυχία, αν και αυτός ήταν ένας υπερβολικά καλοαναθρεμένος και ήρεμος άνδρας' μια αίσθηση κάτι λάθους, όχι σ' αυτόν, για αυτόν ήταν πολύ απλή και ευγενική, αλλά για τον εαυτό της' όπου σε συνδυασμό με τον Λεβάιν αυτή η ίδια ένιωθε αρκετά απλή και ξεκάθαρη. Από την άλλη πλευρά όταν αυτή ζωγράφισε στον εαυτό της ένα μέλλον με τον Βρόνσκι ένα λαμπερο όραμα ευτυχίας σηκώθηκε μπροστά της, ενώ ένα μέλλον με τον Λεβάιν εμφανίστηκε τυληγμένο στην ομίχλη.
         Πηγαίνοντας επάνω για να ντυθεί για το βράδυ και κοιτάζοντας στον καθρέπτη, αυτή παρατήρησε με ευχαρίστηση ότι αυτή ήταν μια από τις πιο καλύτερες της ημέρες, και ότι αυτή βρισκόταν σε πλήρη ανάκτηση των δυνάμεων της, τις οποίες ήθελε τόσο πολύ γι' αυτό που βρισκόταν πίσω της.
         Στις επτά και μισή, καθώς σύντομα αυτή είχε κατέβει στο σαλόνι, ο υπηρέτης ανάγγειλε "Κωνσταντίν Ντμίτριχ Λεβάιν!" Η Πριγκήπισσα ήταν ακόμα στο υπνοδωμάτιο της, ούτε ο Πρίγκηπας είχε ακόμα κατέβει κάτω.
         "Ας γίνει λοιπόν!" σκέφτηκε η Κίττη και το αίμα έτρεξε στην καρδιά της. Κοιτάζοντας στον καθρέπτη αυτή τρόμαξε με την χλωμότητα της.
          Αυτή ένιωσε σίγουρη ότι αυτός είχε έρθει τόσο νωρίς με σκοπό να την δεί μόνη της και ννα την κάνει πρόταση γάμου. Και τώρα για πρώτη φορά το θέμα παρουσιαζόταν το ίδιο σ' αυτή με ένα διαφορετικό και εντελώς νέο φώς. Μόνο που τώρα αυτή συνειδητοποιήσε ότι αυτό το θέμα (με τον οποίο αυτή θα μπορούσε να είναι ευτυχισμένη, ο οποίος ήταν ο άνδρας που αυτή αγαπούσε) δεν ανησυχούσε μόνο η ίδια, αλλά αυτή την στιγμή έπρεπε να πληγώσει έναν άνδρα που αυτή νιαζόταν, και να τον πληγώσει σκληρά... Γιατί? Επειδή ο αγαπητός σύντροφος ήταν ερωτευμένος μαζί της. Αλλά δεν μπορούσε να βοηθήσει, αυτό ήταν αναγκαίο και πρέπει να γίνει.
         "Ωχ Θέε μου, πρέπει να το μιλήσω εγώ η ίδια?" σκέφτηκε αυτή. "Πρέπει εγώ πραγματικά να τον πω ότι δεν νοιάζομαι γι' αυτόν? Αυτό δεν μπορούσε να είναι αλήθεια. Τότε τι πρέπει να πω? Πρέπει να πω ότι εγώ αγαπώ κάποιον άλλο? Όχι, αυτό είναι αδύνατο! Εγώ θα φύγω. Ναι, θα φύγω."
         Αυτή ήση πλησίαζε την πόρτα όταν άκουσε το βήμα του. "Όχι, αυτό θα ήταν ανέντιμο! Γιατί πρέπει να φοβηθώ? Εγώ δεν έχω κάνει κάτι λάθος. Εγώ θα πω την αλήθεια, όπως έρθει! Παρ'ολα αυτά είναι αδύνατο να νιώσω άβολα μ' αυτόν. Αυτός εδώ είναι!" σκέφτηκε αυτή, καθώς έβλεπε την δυνατή διστακτική φιγούρα του μπροστά της και τα λαμπερά του μάτια να κοιτάζουν σ' αυτή. Αυτή κοίταξε κατευθείαν στο προσωπό του σαν να τον παρακαλούσε να την λυπηθεί, και τον έδωσε στο χέρι της.
         "Εγώ δεν νομίζω ότι έχω έρθει στην σωστή στιγμή, ήρθα τόσο νωρίς," είπε αυτός κοιτάζοντας γύρω το άδειο σαλόνι. Όταν αυτός είδε ότι η προσδοκία ήταν εκπληρωμένη και ότι τίποτα δεν εμπόδιζε την ομιλία του σ' αυτή, το προσωπό του συννέφιασε.
         "Καθόλου," είπε η Κίττη και κάθησε κάτω στο τραπέζι.
         "Αλλά όλο αυτό που εγώ ήθελα ήταν να σε βρω μόνη," άρχησε αυτός, παρ' όλα αυτά στεκόταν όρθιος και απέφευγε το προσωπό της έτσι ώστε να μην χάσει το κουράγιο.
         "Η Μαμά θα είναι κάτω σ' ένα λεπτό. Αυτή ήταν τόσο κουρασμένη χθές..." Αυτή μιλούσε χωρίς να ξέρει τι έλεγε, τα μάτια της επικεντρώθηκαν σ' αυτόν με ένα χαιδευτικό βλέμμα γεμάτο από ικεσία.
         Αυτός κοίταξε σ' αυτή' αυτή κοκκίνησε και έμεινε σιωπηλή.
         "Εγώ σου είπα ότι δεν ξέρω πόσο καιρό μπορώ να μείνω... αυτό εξαρτάται απ' εσένα."
         Το κεφάλι της έπεσε όλο και πιο χαμηλά, γνωρίζοντας την απάντηση που αυτή έπρεπε να δώσει σ' αυτό που ερχόταν.
         "Αυτό μπορεί να εξαρτάται απ' εσένα," επανέλαβε αυτός. "Εγώ θέλω να πω... Εγώ θέλω να πω... Εγώ ήρθα με την πρόθεση... ότι... θα γίνεις συζηγός μου." πρόφερε αυτός γνωρίζοντας δύσκολα τι έλεγε' αλλά νιώθοντας ότι το χειρότερο πέρασε αυτός σταμάτησε και κοίταξε σ' αυτή.
         Αυτή ανέπνεε βαριά και δεν κοιτούσε σ' αυτόν. Αυτή ήταν γεμάτη με έκσταση. Η ψυχή της ήταν πλημμυρισμένη με ευτυχία. Αυτή δεν είχε περιμένει καθόλου ότι μια δήλωση της αγάπης του μπορούσε να κάνει μια τόσο δυνατή εντύπωση σ' αυτή. Αλλά αυτό διήρκησε μόνο για μια στιγμή. Αυτή θυμήθηκε τον Βρόνσκι, σήκωσε τα καθαρά, γεμάτα με αλήθεια μάτια της στο πρόσωπο του Λεβάιν, και παρατηρώντας την απογνωσή του αυτή απάντησε γρήγορα: "Αυτό δεν μπορεί να... συγχωρησέ με."
         Πόσο κοντά σ' αυτόν ήταν πριν ένα λεπτό, πόσο σημαντική στην ζωή του! Και πόσο ξένη και απόμακρη φαινόταν τώρα!
         "Τίποτα άλλο δεν ήταν δυνατό," είπε αυτός, χωρίς να κοιτάζει σ' αυτή, και υποκλινόμενος γύρισε να φύγει...  

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2015

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Δωδέκατο Κεφάλαιο]

                                                                          Κεφάλαιο 12

Η Πριγκίπησσα Κίττη Σετσεμπάτσκαγια ήταν δεκαοχτώ ετών και αυτή ήταν η πρώτη της σεζόν. Η επιτυχία της στην κοινωνία ήταν μεγαλύτερη από τις δύο μεγαλύτερες αδελφές της και ακόμα μεγαλύτερη από την μητέρα της που προσδοκούσαν. Όχι μόνο ήταν σχεδόν όλοι οι νέοι που χόρευαν στους χορούς της Μόσχας ερωτευμένοι με την Κίττη, αλλά δύο σοβαροί υποψήφιοι γαμπροί παρουσιάστηκαν οι ίδιοι γι' αυτή αυτό τον πρώτο χειμώνα: ο Λεβάιν και, αμέσως μετά την αναχώρησή του ο Κόμης Βρόνσκι.
            Η άφιξη του Λεβάιν στην αρχή του χειμώνα, οι συχνές επισκέψεις του και η έκδηλη αγάπη του για την Κίττη προκάλεσαν την πρώτη σοβαρή σκέψη των γονιών της τόσο για τον μέλλον της όσο και για τις λογομαχίες μεταξύ τους. Ο Πρίγκηπας πήρε το μέρος του Λεβαίν και είπε ότι δεν επιθυμεί τίποτα καλύτερο για την Κίττη. Η Πριγκήπισσα με ένα τρόπο που μιλάει γύρω από ένα ζήτημα μια γυναίκα είπε ότι η Κίττη ήταν τόσο νέα, ότι ο Λεβάιν δε είχε δείξει ότι οι προθέσεις του ήταν σοβαρές, ότι η Κίττη δεν ήταν ερωτευμένη με αυτόν, και ούτω καθ' εξής' αλλά αυτή δεν έλεγε τα πιο σημαντικά πράγματα, δηλαδή ότι περίμενε ένα καλύτερο προξενιό για την κόρη της, ότι δεν της άρεσε ο Λεβάιν και δεν τον καταλάβαινε. Όταν ξαφνικά αυτός έφυγε η Πριγκήπισσα ήταν ευχαριστημένη και θριαμβευτικά είπε στον συζηγό της, "Βλέπεις, είχα δίκιο!" Όταν ο Βρόνσκι εμφανίστηκε αυτή ήταν ακόμα πιο ευχαριστημένη και ενδυνάμωσε την άποψη της ότι η Κίττη έπρεπε να όχι μόνο να κάνει ένα καλό αλλά ένα λαμπρό προξενιό.
              Στα μάτια της μητέρας δεν υπήρχε σύγκριση ανάμεσα στον Λεβάιν και στον Βρόνσκι. Αυτή δεν της άρεσαν οι παράξενες και σκληρές κριτηκές του Λεβάιν, ο αδέξιος τρόπος του στην Κοινωνία τον οποίο αυτή απέδιδε με υπερηφάνια, και πως αυτή σκεφτόταν τον παράξενο τρόπο ζωής του στην εξοχή, απασχολούμενο με τα ζώα και τους χωριάτες' συγκεκριμένα δεν της άρεσε το γεγονός ότι όταν ήταν ερωτευμένος με την κότη της αυτός ήρθε στο σπίτι για έξι εβδομάδες σαν να περίμενε και να έψαχνε για κάτι, φοβούμενος να τους κάνει μια τόσο μεγάλη τίμη με το να κάνει μια πρόταση γάμου, και δεν καταλάβαινε ότι, εαν πηγαίνε σε επίσκεψη όπου υπήρχε ένα έτοιμο για γάμο κορίτσι, αυτός πρέπει να ξεκαθαρίσει τις προθέσεις του. Και τότε ξαφνικά έφυγε χωρίς να κάνει πρόταση γάμου!
               "Αυτό είναι ένα καλό πράγμα που αυτός είναι τόσο μη ελκυστικός, και ότι η Κίττη δεν ερωτευμένη με αυτόν," σκέφτηκε η μητέρα της.
               Ο Βρόνσκι ικανοποιούσε όλες τις επιθυμίες της μητέρας: αυτός ήταν πολύ πλούσιος, έξυπνος, διακεκριμένος, με μια λαμπερή στρατιωτική καριέρα πριν από αυτόν, μια θέση στην Αυλή, και ολωσδιόλου ήταν ένας γοητευτικός άνδρας. Τίποτα καλύτερο δεν θα μπορούσε να επιθυμήσει.
               Ο Βρόνσκι ήταν ανοιχτά αφοσιωμένος στην Κίττη όταν αυτοί συναντιούνταν στους χορούς, χόρευε μαζί της, και ερχόταν στο σπίτι, έτσι δεν θα μπορούσε να υπάρχει αμφιβολία για την σταθερότητα των προθεσεών του. Αλλά παρ' όλα αυτά η μητέρα ήταν σε μια τρομερή κατάσταση άγχους και ταραχής όλο αυτό τον χειμώνα.
               Όταν η ίδια η Πριγκήπισσα είχε παντρευτεί, περισσότερο από τριάντα χρόνια πρίν, το προξενιό είχε κανονιστεί από μια θεία. Ο αρραβωνιαστικός της για τον οποίο τα πάντα ήταν γνωστά πρίν έρθει, είδε την ενδιαφερόμενη νύφη του, και τον είδαν από τους ανθρώπους της, έπειτα η προξενήτρα θεία έμαθε αυτό που σκεφτόταν η άλλη πλευρά, και συνέχιζε την πληροφόρηση. Όλα ήταν ικανοποιήτικα. Μετά σε ένα καθορισμένο χρόνο και τόπο έγινε η αναμενώμενη πρόταση και έγινε δεκτή από τους, γονείς της. Τα πάντα έγιναν τόσο εύκολα και απλά. Στο τέλος έτσι φαινόταν στην Πριγκήπισσα. Αλλά στην περίπτωση από τις κόρες της αυτή βίωσε πόσο πραγματικά μακριά ήταν από την εύκολη και απλή η φαινομενικά εύκολη υπόθεση το να παντρεύεις μια κόρη. Τι άγχος έπρεπε να περάσει, πόσα πολλά ζητήματα να σκεφτεί ξανά και ξανά, πόσα πολλά χρήματα να ξοδέψει, πόσες πολλές συγκρούσεις με τον συζηγό της πέρασε, όταν οι δύο μεγαλύτερες της κόρες Ντάρια και Νάταλι παντρεύτηκαν! Τώρα αυτή η μικροτερή της κόρη είχε βγεί έξω αυτή ζούσε μέσα από τους ίδιους φόβους και αμφιβολίες, και είχε ακόμα πιο χειρότερους καβγάδες με τον συζηγό της από ότι είχε για λογαριασμό από τις μεγαλύτερες της κόρες. Όπως όλοι πατέρες, ο ηλικιωμένος Πρίγκηπας ήταν υπερβολικά ακριβής που η αθωότητα και η τιμή από τις κόρες του ήταν φροντισμένες αυτός ήταν χωρίς λόγο ζηλιάρης ειδικά για την Κίττη. την αγαπημένη του κόρη, και σε κάθε βήμα κατέκρινε την Πριγκήπισσα με το να συμβιβαστεί με την κόρη της. Η Πριγκήπισσα είχε συνηθήσει να αναπτύσει αυτό με σεβασμό για τις μεγαλύτερες της κόρες, αλλά τώρα ένιωθε ότι η ακρίβεια του συζύγου της ήταν πιο δικαιολογημένη. Αυτή μπορούσε να δεί ότι τελευταία τα κοινωνικά έθιμα είχαν αλλάξει πάρα πολύ και οι υποχρεώσεις της μητέρας είχαν γίνει ακόμα πιο δύσκολες. Αυτή γνώριζε ότι τα κορίτσια στην ηλικία της Κίττης διαμόρφωναν κοινωνίες κάποιου είδους, πήγεναν σε μαθήματα διαλέξεων, έκαναν ελεύθερα φίλους με άνδρες, και οδηγούσαν μόνες τους μέσα στους δρόμους' πολλοί όχι πλέον υποκλεινώμενοι και πάνω απ' όλα ο καθένας από αυτούς υυποστήρζε σταθερά ότι η επιλογή του συζήγου ήταν δική της υπόθεση και όχι των γονιών της, Στις ημέρες μας αυτοί δεν συνοδεύουν στο γάμο όπως αυτοί συνήθιζαν να κάνουν!" έλεγαν αυτές οι νεαρές κοπέλες, ακόμα και οι ηλικιωμένοι άνθρωποι έλεγαν το ίδιο. Αλλά πως κανονίζονται τώρα οι γάμοι η Πριγκήπισσα δεν μπορούσε να το μάθει από κανένα.
                 Ο Γαλλικός τρόπος των γονιών να αποφασίζουν την μοίρα της κόρης, δεν ήταν αποδεκτός, και ακόμα ήταν κατακριταίος. Ο Αγγλικός τρόπος, το να δίνεις σε ένα κορίτσι πλήρη ελευθερία ήταν επίσης απορριπτέος και θα μπορούσε να ήταν αδύνατο για την Ρώσικη Κοινωνία. Ο Ρώσικος τρόπος το να απασχολείς μια επαγγελματία προξενήτρα, θεωρούνταν τερατώδης, και γελοίο στον καθ' ένα, περιλαμβάνοντας την ίδια την Πριγκήπισσα. Αλλά πως ένα κορίτσι ήταν έτοιμο να παντρευτεί ή πως μια μητέρα ήταν να ετοιμάσει μια κόρη για να την συνοδεύσει σε γάμο, κανείς δεν το ήξερε. Ο καθένας με τον οποίο η Πριγκίπησσα συζητούσε το θέμα έλεγε το ίδιο πράγμα: "Λοιπόν, ξέρεις, στις ημέρας μας είναι καιρός να αφήνουμε τα απαρχαιομένα έθιμα. Ύστερα απ' όλα αυτά οι νέοι άνθρωποι είναι αυτοί που παντεύονται και όχι οι γονείς τους, γι' αυτό πρέπει να τους αφήνουμε να κανονίζουν τα πράγματα όπως αυτοί νομίζουν καλύτερα." Όλο αυτό ήταν πολύ καλό για τους ανθρώπους οι οποίοι δεν είχαν κόρες για να μιλούν κάπως έτσι, αλλά η Πριγκήπισσα ήξερε ότι οι στενές σχέσεις ίσως να ακολουθούνται από αγάπη και ότι η κόρη της ίσως να ερωτευόταν με κάποιον ο οποίος δεν είχε πρόθεση γάμου ή δεν ήταν κατάλληλος για να είναι σύζηγός της. Και οι οποιοιδήποτε άνθρωποι ίσως να έλεγαν πως ο καιρός είχε έρθει όταν οι νέοι άνθρωποι πρέπει να κανονίσουν το μέλλον τους για τους εαυτούς τους, αυτή δεν μπορούσε να πιστέψει πια απ' ότι μπορούσε να πιστεύει ότι τα γεμάτα πιστόλια μπορούν πάντα να είναι τα καλύτερα παιχνίδια για πεντάχρονα παιδιά. Αυτός είναι ο λόγος που η Πριγκίπησσα ήταν πιο αγχωμένη για την Κίττη απ' ότι αυτή ήταν για τις μεγαλύτερες της κόρες.
                  Και τώρα αυτή φοβόταν ότι ο Βρόνσκι ίσως ικανοποιούσε τον εαυτό του φλερτάροντας μόνο με την κόρη της. Αυτή είδε ότι η Κίττη ήταν ερωτευμένη μ' αυτόν, αλλά παρηγορούσε τον εαυτό της με την σκέψη ότι ο Βρόνσκι ήταν ένας ειλικρινής άνδρας και γι' αυτό δεν θα παρηγορούσε να δράσει με ένα τέτοιο τρόπο. Την ίδια στιγμή αυτή ήξρε ότι η ελευθερία που τώρα επιτρέπεται το έκανε εύκολο για ένα άνδρα να γυρίσει το κεφάλι ενός κοριτσιού, και ήξερε πόσο επιπόλαια οι άνδρες παρατηρούσαν μια προσβολή αυτού του είδους. Μια εβδομάδα πρίν, η Κίττη είχε επαναλάβει στην μητέρα της μια συζήτηση που είχε με τον Βρόνσκι ενώ χόρευε μαζούρκα μ' αυτόν. Αυτή η συζήτηση είχε εν μέρει επαναεπιβεβαιώσεί την Πριγκήπισσα αλλά αυτή δεν μπορούσε να νιώσει αρκετά άνετα. Ο Βρόνσκι είχε πει στην Κίττη ότι αυτός και ο αδερφός του ήταν τόσο συνηθισμένοι να υποτάσσονται με τις επιθυμίες της μητέρας τους που αυτοί ποτέ δεν έπερναν τις αποφάσεις τους για να κάνουν ένα σημαντικό βήμα χωρίς να την συμβουλευτούν. "Και τώρα είμαι ειδικά πολύ χαρούμενος που ανυπομονώ για την άφιξη της μητέρας από την Πετρούπολη." είχε πεί αυτός.
                  Η Κίττη είχε διηγηθεί αυτό χωρίς να συνδέσει οποιαδήποτε ειδική έννοια με τα λόγια. Αλλά στην μητέρα της αυτά εμφανίστηκαν με μια διαφορετική απόχρωση, Αυτή ήξερε ότι η ηλικιωμένη κυρία προσδοκούσε αυτή την ημέρα, και θα μπορούσε να εγκρίνει την επιλογή του γιού της' αν και αυτή το θεωρούσε παράξενο που αυτός μπορούσε να αναβάλει την πρόταση για τον φόβο μήπως πληγώσει την μητέρα του, αυτή επιθυμούσε τόσο αυτό τον γάμο, και ειδικά ανακούφηση από το δικό της άγχος, που αυτή το πίστευε.
                  Δύσκολο όπως αυτό ήταν να βλέπει την δυστηχία της Ντόλης, της μεγαλύτερης κόρη της (η οποία σκεφτόταν να αφήσει τον συζηγό της), το άγχος της Πριγκήπισσας όπως για την μοίρα της μικρότερης κόρης, που τώρα επρόκειτο να αποφασιστεί, την απορροφούσε εντελώς. Η άφιξη του Λεβάιν αυτή την ημέρα της εβδομάδας της έδωσε περισσότερη αφορμή για άγχος. Αυτή φοβόταν ότι η κόρη της η οποία κάποια στιγμή φαινόταν να έχει μια βασική στοργή για τον Λεβάιν ίσως να καθοδηγούνταν από ένα υπερβολικό αίσθημα πίστης για να αρνηθεί τον Βρόνκσι, και αυτή φοβόταν ότι γενικά η άφιξη του Λεβάιν ίσως να προκαλούσε περιπλοκές και καθυστερήσεις σε θέματα που τώρα είναι τόσο κοντά στο κλείσιμο.
                  "Έχει επιστρέψει πολύ καιρό?" ρώτησε η Πριγγκήπισσα όταν φτάσανε σπίτι, αναφερόμενη στον Λεβάιν.
                  "Αυτός έφτασε σήμερα, Μαμά."
                  "Υπάρχει ένα πράγμα που θέλω να σου πω..." άρχησε η Πριγκήπισσα, και από το σοβαρό βλέμμα της η Κίττη μάντεψε τι ερχόταν.
                  "Μαμά," είπε αυτή κοκκινίζοντας και στρεφόμενη γρήγορα προς την μητέρα της, "σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, μην τίποτα για αυτό! Εγώ ξέρω, εγώ ξέρω πολύ καλά."
                   Η επιθυμία της ήταν ίδια όπως της μητέρας της, αλλά το κίνητρο του υποκεινούνταν από την επιθυμία της μητέρας της την προσέβαλε.
                   "Εγώ θέλω να πω ότι έχοντας δώσει ελπίδες σ' έναν..."
                   "Αγαπητή μου Μαμά, για Όνομα του Θεού μην μιλάς. Είναι τόσο τρομερό να μιλάω γι' αυτό."
                   "Εγώ δεν θα μιλήσω - μόνο αυτό, αγαπητή μου," είπε η μητέρα, βλέποντας δάκρυα στα μάτια της κόρης της, "... εσύ υποσχέθηκες να μην έχεις μυστηκά από εμένα και εσύ δεν έχεις, ή έχεις?"
                   "Ποτέ, Μαμά, καθόλου," απάντησε η Κίττη κοκκινίζοντας καθώς αυτή κοίταξε την κοίταξε την μητέρα της απευθείας στο πρόσωπο. "Αλλά δεν έχω να πω κάτι προς το παρόν... Εγώ... Εγώ... εάν ευχόμουν να πω κάτι, δεν μπορώ να ξέρω τι να πω ή πως... Εγώ δεν ξέρω..."
                   "Όχι, αυτή δεν θα μπορούσε πιθανών να πεί ένα ψέμα με τέτοια μάτια," σκέφτηκε η μητέρα χαμογελώντας με συγκίνηση και χαρά. Η Πριγκήπισσα χαμογέλασε για να σκεφτεί πόσο άμμεσο και σημαντικό πρέπει να φαινόταν αυτό που συνέβαινε στην δική της ψυχή για το καημένο το κορίτσι.

Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Ενδέκατο κεφάλαιο]

                                                                   Κεφάλαιο 11

Ο Λεβάιν άδειασε το ποτήρι του και αυτοί ήταν σιωπηλοί για λίγο. "Υπάρχει ένα πράγμα επιπλέον που πρέπει να σου πω," άρχησε ο Ομπλόνσκι. "Γνωρίζεις τον Βρόνσκι?"
                 "Όχι, δεν τον ξέρω. Γιατί ρωτάς?"
                 "Άλλο ένα ποτήρι!" είπε ο Ομπλόνσκι, στρεφώμενος στον Βάρβαρο σερβιτόρο, ο οποίος γέμιζε τα ποτήρια τους και απλώς τους περιφερόταν όταν αυτός δεν ήθελε.
                 "Ο λόγος που εσύ πρέπει να γνωρίζεις τον Βρόνσκι είναι ο εξής: αυτός είναι ένας από τους αντιπάλους σου."
                 "Τι είναι αυτός?" ρώτησε ο Λεβάιν, η έκφραση της παιδιάστικης αγαλλίασης την οποία ο Ομπλόνσκι είχε θαυμάσει ξαφνικά μετατράπηκε μέσα σε μια θυμωμένη και δυσάρεστη έκφραση.
                 "Ο Βρόνσκι είναι ένας από τους γιους του Κόμη Κύριλλου Ιβάνoβιτσ Βρόνσκι, και ένα πολύ τέλειο δείγμα της χρυσής νεολαίας της Πετρούπολης. Εγώ τον συνάντησα στο Τβέρ όταν ήμουν εκεί στην Υπηρεσία και αυτός ήρθε για την στρατολογική υπηρεσία. Αηδιαστικά πλούσιος, όμορφος, με διασυνδέσεις με μεγάλη επιρροή, ένας υπασπιστής για τον Αυτοκράτορα, και την ίδια στιγμή ένας πολύ καλοσυνάτος - πρώτης - τάξεως σύντροφος. Καθώς εγώ έχω αρχήσει να τον μαθαίνω τώρ, αυτός συμβαίνει να είναι και μορφωμένος και πολύ εξυπνος - ένας άνδρας που θα πάει μακριά."
                   Ο Λεβάιν συνοφρυώθηκε και ήταν σιωπηλός.
                  "Λοιπόν, έτσι αυτός ήρθε σύντομα εδώ αφότου έφυγες, και απ' ότι εγώ μπορώ να διακρίνω είναι τρελά ερωτευμένος με την Κίττη' και εσύ καταλαβαίνεις ότι η μητέρα της..."
                  "Συγχωρησέ με, αλλά δεν καταλαβαίνω τίποτα," είπε ο Λεβάιν, μελαγχολικά ενώνοντας τα φρύδια του. Και στην στιγμή αυτός σκέφτηκε για τον αδερφό του Νίκολας και πόσο μικρόψυχος ήταν για να τον ξεχάσει.
                  "Εσύ απλώς περίμενε λίγο, περίμενε!" είπε ο Ομπλόνσκι, χαμογελώντας και αγγίζοντας το χέρι του Λεβάιν. "Εγώ σου έχω πει αυτό που ξέρω, και επαναλαμβάνω ότι, απ' ότι κάποιος μπορεί να κρίνει για ένα τόσο ευαίσθητο και λεπτό θέμα, πιστεύω ότι όλες οι προκλήσεις είναι με το μέρος σου."
                  Ο Λεβάιν έγηρε πίσω στην καρέκλα του. Το πρόσωπο του ήταν χλωμό.
                  "Αλλά σε συμβουλεύω να θέσεις το ερώτημα όσο το δυνατόν σύντομα," σύνεχησε ο Ομπλόνσκι, γεμίζοντας το ποτήρι του Λεβάιν.
                  "Όχι, ευχαριστώ! Δεν μπορώ να πιω άλλο" είπε ο Λεβάιν σπρώχνοντας το ποτήρι του δίπλα, "ή εγώ μπορεί να είμαι μεθυσμένος... Λοιπόν, και πως περνάς εσύ?" συνέχησε αυτός, φανερά ευχόμενος να αλλάξει το θέμα.
                  "Ακόμα μια λέξη! Σε οποιαδήποτε περίπτωση, σου συμβουλεύω να αποφασίσεις το ερώτημα γρήγορα, αλλά δεν έπρεπε να μιλήσω σήμερα," είπε ο Ομπλόνσκι. "Πήγενε αύριο το πρωί και κάνε την πρόταση με τον κλασσικό τρόπο, και ίσως ο Θεός να σε βοηθήσει!"
                  "Εσύ μου έχεις υποσχεθεί τόσο συχνά να έρθεις και πάμε για κυνήγι μαζί - γιατί δεν ήρθες αυτή την άνοιξη?" είπε ο Λεβάιν.
                  Αυτός μετάνοιωσε με όλη του την καρδιά που είχε αρχήσει αυτή τη συζήτηση με τον Ομπλόνσκι. Τα προσωπικά του συναισθήματα είχαν βεβηλωθεί από την αναφορά κάποιου αξιοματικού από την Πετρούπολη ως αντιπαλό του, και από τις εικασίες και την συμβουλή του Ομπλόνσκι.
                  Ο Ομπλόνσκι χαμογέλασε. Αυτός καταλάβαινε τι συνέβαινε στην ψυχή του Λεβάιν.
                  "Εγώ θα έρθω κάποια μέρα," είπε αυτός. "Αχ, παλίοφιλε, οι γυναίκες είναι ο άξονας στον οποίο περιστρέφονται όλα! Τα πράγματα είναι σε άσχημο δρόμο για εμένα επίσης, πολύ άσχημο, και όλα για λογαριασμό των γυναικών. Πες μου αρκετά ειλικρινά..."
                  Αυτός έβγαλε έξω ένα τσιγάρο, και με το ένα χέρι το ποτήρι του συνέχησε: "Δώσε μου κάποια συμβουλή."
                  "Γιατί? Τι συμβάινει?"
                  "Λοιπόν, αυτό είναι. Υποτίθεται ότι εσύ ήσουν παντρεμένος και αγαπούσες την συζηγό σου, αλλά είχες γοητευθεί από μια άλλη γυναίκα..."
                  "Με συγχωρείς αλλά πραγματικά εγώ... αυτό είναι αρκετά ακατανόητο σε εμένα. Αυτό είναι σαν... απλώς τόσο ακατανόητο σε εμένα, αφου έφαγα το γεύμα μου εδώ, πήγα στο μαγαζί του φούρναρη και έκλεψα ένα ψωμάκι."
                  Τα μάτια του Ομπλόνσκι γυάλισαν περισσότερο απ' ότι συνήθως.
                  "Γιατί όχι? Τα ψωμάκια μερικές φορές μυρίζουν τόσο που, κανένας δεν μπορεί να αντισταθεί."
                                                   "Ουράνια όντα, όταν νίκησε
                                                             Η γίηνη επιθυμία μου'
                                                    Αλλά ακόμα αν δεν είμαι επιτυχής
                                                             Εγώ δεν έχω επίσης μια δίκαιη όμορφη Ευχαρίστηση"
                  Ο Ομπλόνσκι επανέλαβε αυτές τις σειρές με ένα λεπτό χαμόγελο και ο ίδιος ο Λεβάιν δεν μπορούσε να μην βοηθήσει γελώντας.
                  "Όχι, αλλά αυτό το αστείο μέρος," συνέχησε ο Ομπλόνκσι, "απλώς σκέψου. Μια γυναίκα, ένα αγαπητό, φιλόστοργο πλάσμα, φτωχή και μοναχική, θυσιάζει τα πάντα. Τώρα όταν το πράγμα έγινε... απλώς σκέψου, θα μπορούσε κάποιος να την αφήσει? Δεδομένου ότι κάποιος θα μπορούσε να είναι μαζί της έτσι ώστε να μην καταστρέψει την οικογενειακή ζωή κάποιου αλλά δεν θα έπρεπε να την λυπηθεί και να την στηρίξει και να κάνει τα πράγματα πιο εύκολα?"
                  "Όσο γι' αυτό, εσύ πρέπει να με συγχωρήσεις. Γνωρίζεις ότι για εμένα υπάρχουν δύο ειδών γυναίκες... ή περισσότερο, όχι! Υπάρχουν γυναίκες, και υπάρχουν... Εγώ ποτέ δεν θα δω κάποιο' και άνθρωποι όπως αυτή η μακιγιαρισμένη Γαλλίδα με τις μπούκλες της έξω εκεί δίπλα στο ταμείο, είναι μια απέχθεια για εμένα, και όλα αυτά τα έκπτωτα πλάσματα είναι μια σαν αυτή."
                  "Και η άλλη στα Ευαγγέλια?"
                  "Ω, όχι! Ο Χριστός ποτέ δεν θα μπορούσε να μιλήσει με τέτοια λόγια, Αυτός ήξερε ότι αυτά θα μπορούσαν να είναι κακομεταχειρησμένα! Αυτά είναι τα μόνα λόγια στα Ευαγγέλια που φαίνεται να θυμάμαι. Ωστόσο εγώ δεν λέω αυτό που σκέφτομαι, αλλά αυτό που νιώθω. Εγώ έχω μια αποστροφή των έκπτωτων γυναικών. Εσύ αποθύσαι από τις αράχνες και εγώ από τέτοια πλάσματα. Πιθανόν εσύ ποτέ δεν μελέτησες τις αράχνες και δεν ξέρεις τίποτα για τις ηθικές τους και αυτό είναι το ίδιο για την δική μου περίπτωση!"
                   "Όλα αυτά είναι πολύ καλά για εσένα να μιλάς κάπως έτσι- είναι όπως αυτό που ο κύριος στο μυθηστόρημα του Ντίκενς, ο οποίος με το αριστερό του χέρι ρίχνει όλες τις δύσκολες ερωτήσεις επάνω από το δεξί του ώμο. Αλλά αρνούμενος ένα γεγονός δεν είναι απάντηση. Τι να κάνω? Πες μου, τι να κάνω? Η συζηγός μου γερνάει, και εγώ σφίζω όλο από ζωντάνια: Ένας άνδρας δύσκολα έχει καιρό για να γυρίσει πίσω, πρίν αυτός νιώσει ότι δεν μπορεί να αγαπά πια την συζυγό του για αυτή. Και τότε όλη η ξαφνική αγάπη διασχίζει το μονοπάτι σου, και εσύ είσαι χαμένος, χαμένος." είπε ο Ομπλόνσκι με απόγνωση.
                     Ο Λεβάιν χαμογέλασε.
                     "Ναι, είμαι χαμένος," σκέφτηκε ο Ομπλόνσκι "Αλλά τι να κάνω?"
                     "Μην κλέβεις τα ψωμάκια."
                     Ο Ομπλόνσκι έσκασε στα γέλια.
                     "Ω, εσύ ηθικολόγε! Αλλά απλώς σκέψου, εδώ είναι δύο γυναίκες: η μια επιμένει για τα δικαιώματά της, και τα δικαιώματα της είναι η αγάπη σου, την οποία εσύ δεν μπορείς να της δώσεις' και η άλλη θυσιάζει τον εαυτό της και δεν απαιτεί τίποτα. Τι κάνεις? Πως αντιδράς? Αυτό είναι μια τρομερή τραγωδία."
                     "Εαν εδσύ θέλεις να μου πείς αυτό που σκέφτομαι, εγώ μπορώ μόνο να σου πω ότι δεν πιστεύω στην τραγωδία, και ο λόγος είναι αυτός: νομίζω ότι η αγάπη, και τα δύο είδη αγάπης τα οποία θυμάσαι που ο Πλάτωνας όρισε στο "Συμπόσιο" του- και τα δύο είδη της αγάπης εξυπηρετούν ως ένα μέτρο για τους άνδρες. Μερικοί άνδρες καταλαβαίνουν μόνο το ένα, μερικοί μόνο το άλλο. Αυτοί οι οποίοι καταλαβαίνουν μόνο την μη πλατωνική αγάπη δεν μπορεί να υπάρχει τραγωδία. "Σε ευχαριστώ γενικά για την ευχάριστηση, αντίο," και αυτή είναι όλη η τραγωδία. Ούτε και για την πλατωνική αγάπη δεν μπορεί να υπάρχει τραγωδία, επειδή εκεί όλα είναι καθαρά και άσπιλα, επειδή..." Εδώ ο Λεβάιν επανασυγκεντρώθηκε στις δικές του αμαρτίες και τον εσωτερικό του αγώνα που αυτός είχε επιζήσει πρόσθεσε αναπάντεχα, "Ωστόσο, ίσως εσύ να έχεις δίκιο. Αυτό ίσως να είναι πολύ καλό. Αλλά δεν ξέρω, πραγματικά δεν ξέρω."
                      "Λοιπόν, βλέπεις ότι είσαι πολύ εναρμονισμένο με εσένα. Εσύ έχεις ένα εναρμονισμένο χαρακτήρα στον εαυτό σου και θέλεις όλα τα γεγονότα της ζωής να είναι εναρμονισμένα, αλλά αυτά ποτέ δεν είναι. Για παράδειγμα εσύ περιφρονείς την δημόσια υπηρεσία επειδή θέλεις η δουλειά να ανταποκρίνεται πάντα στις επιδιώξεις της, και αυτό ποτέ δεν συμβαίνει. Εσύ επίσης θέλεις την δραστηριότητα από κάθε ξεχωριστό άνδρα να έχει ένα σκοπό και μια αγάπη και οικογενειακή ζωή πάντα για να συμπίπτει και ούτε αυτό δεν συμβαίνει. Όλη η ποικιλία, η γοητεία και η ομορφιά της ζωής είναι δημιουργημένη από φως και σκοτάδι."
                      Ο Λεβάιν αναστέναξε και δεν απάντησε. Αυτός σκεφτόταν τις δικές του υποθέσεις και δεν άκουγε στον Ομπλόνσκι.
                      Και ξαφνικά και οι δύο ένιωθαν ότι αν και αυτοί ήταν φίλοι, και είχαν δειπνήσει και είχαν πιεί κρασί μαζί το οποίο μπορούσε να τους είχε φέρει ακόμα πιο κοντά, ακόμα ο καθένας σκεφτόταν τις δικές του υποθέσεις και δεν νοιαζόταν για τον άλλον.
                      Ο Ομπλόνσκι είχε βιώσει περισσότερο από μια φορές αυτού του είδους αιχμηρής αποξένωσης αντί για μια ένωση που ακολουθεί ένα δείπνο με ένα φίλο, και ήξερε τι να κάνει σε τέτοια περίπτωση.
                       "Τον λογαριασμό!" φώναξε αυτός και βγήκε έξω στο χόλ του εστιατορίου, όπου αυτός αμέσως είδε ένα γνωριμό του υπασπιστή, και μπήκε σε μια συζήτηση με αυτόν για μια ηθοποίο και τον προστάτη της. Και αμέσως στην συζήτηση με τον υπασπιστή ο Ομπλόνσκι ένιωσε ανακούφηση και γαλήνη μετά την συζήτηση με τον Λεβάιν, ο οποίος πάντα απαιτούσε απ' αυτόν τόση μεγάλη διανοητική και πνευματική καταπόνηση.
                        Όταν ο Βάρβαρος σερβιτόρος επέστρεψε με ένα λογαριασμό για εικοσιέξη και κάτι ρούβλιες, ο Λεβάιν αρκετά αδιάφορα πλήρωσε το μερίδιο του το οποίο με το φιλοδώρημα ανέβηκε στα δεκατέσσερα ρούβλια, ένα ποσό που συνήθως θα μπορούσε να είχε τρομάξει την χωριάτικη συνείδησή του, και πήγε σπίτι για να ντυθεί και να πάει στους Σετσερμπάτσκι όπου η μοίρα του επρόκειτο να αποφασιστεί. 

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Δέκατο Κεφάλαιο]

                                                                  ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

Όταν αυτοί μπήκαν στο εστιατόριο ο Λεβάιν δεν μπορούσε να μην βοηθήσει παρατηρώντας κάτι το ασυνήθιστο στην έκφραση του φίλου του, ένα είδος έκπληκτης λάμψης στο προσωπό του και σε όλη την φιγούρα του. Ο Ομπλόνσκι έβγαλε το παλτό του και με το καπέλο στην μια πλεύρα περπάτησε μέσα στην τραπεζαρία, δίντας τις εντολές του στους Βάρβαρους σερβιτόρους με τα φράκα τους, με τις πετσέτες φαγητού κάτω από τα χέρια τους, τα οποία ενώθηκαν τα ίδια μ' αυτόν. Κάνωντας υποκλήσεις αριστερά και δεξιά στους γνωστούς του, οι οποίοι εδώ ήταν όπως κάπου αλλού, τον χαιρετούσαν χαρούμενα, αυτός πέρασε στον μπουφέ, ήπιε ένα ποτήρι βότκα και έφαγε λίγο από το ορεκτικό, και είπε κάτι την βαμένη Γαλλίδα, στολισμένη με κορδέλες και δαντέλες, η οποία καθόταν σε ένα μικρό ταμείο - κάτι που έκανε ακόμα και αυτή την Γαλλίδα να σκάσει σ' ένα ντροπαλό γέλιο.
                     Ο Λεβάιν δεν πήρε καμία βότκα, απλά επειδή αυτή η Γαλλίδα - μακιγιαριμένη όπως αυτή φαινόταν σ' αυτόν, λόγω λάθπυς μαλλιών, πουδραρίσματος, και καλλωπισμού - ήταν προσβλητικό γι' αυτόν. Αυτός απομακρύνθηκε από αυτήν όπως από κάποιο βρώμικο μέρος. Όλη του η ψυχή ήταν γεμάτη με την εικόνα της Κίττης, και τα μάτια του έλαμψαν με ένα χαμόγελο θριάμβου και ευτυχίας.
                      "Από εδώ, παρακαλώ η Εξοχότητα σας! Από εδώ - κανένας δεν θα ενοχλήσει εδώ την Εξοχότητα σας," είπε ένα ειδικά υπερβολικός εξυπηρετικός σερβιτόρος, ένας ηλικιωμένος ασπρομάλλης Βάρβαρος σερβιτόρος τόσο φαρδύς στους γοφούς που οι ουρές του φράκου του χωριζόταν πίσω του.
                      "Εαν σας ευχαριστεί, η Εξοχότητα σας," είπε αυτός, στρεφόμενος στον Λεβάιν και ως ένα σημάδι σεβασμού στον Ομπλόνσκι δίνοντας προσοχή στο καλεσμένο του. Στην στιγμή αυτός είχε στρώσει ένα νέο ύφασμα στο στρόγγυλο τραπέζι ήδη καλυμένο με ένα ύφασμα κάτω από ένα χάλκινο πολυέλαιο, μετακίνησε δύο βελούδινα καθήσματα στο τραπέζι, και στεκόταν με μια πετσέτα φαγητού και το μενού περιμένοντας την παραγγελία.
                      "Εαν η Εξοχότητα σας θα της άρεσε ένα ιδιωτικό δωμάτιο, ένα θα είναι διαθέσιμο σε λίγες στιγμές. Ο Πρίγκηπας Γκολίτζιν είναι εκεί με μια κυρία. Εμείς έχουμε μερικά φρέσκα στρείδια μέσα, κύριε."
                      "Α - στρείδια!" ο Ομπλόνσκι σταμάτησε και σκέφτηκε.
                      "Θέλεις να αλλάξουμε το μενού μας Λεβάιν?" είπε αυτός, με το δαχτυλό του στο μενού και το πρόσωπο του εξέφρασε ένα σοβαρό σάστισμα. "Αλλά τα στρείδια είναι πραγματικά καλά? Τώρα πρόσεχε..."
                      "Πραγματικά Φλένσμπουργκ, Εξοχότατε! Εμείς δεν έχουμε ούτε ένα Όστεντ."
                      "Αυτά ίσως να είναι Φλένσμπουργκ, αλλά είναι φρέσκα?"
                      "Αυτά έφθασαν μόλις χθές."
                      "Λοιπόν τότε, θέλεις να αρχήσουμε με τα στρείδια και αλλάζουμε το υπόλοιπο σχέδιο του δείπνου μας, ε?"
                      "Δεν με νοιάζει. Μου αρέσει φαγόπυρος χυλός από βρόμη και σούπα λαχάνων καλύτερα, αλλά αυτοί δεν έχουν τέτοια πράγματα εδώ."
                      "Θα σας άρεσε Φαγόπυρο α λα Ρούς?" είπε ο Βάρβαρος σερβιτόρος, σκύβωντας επάνω στον Λεβάιν όπως μια τροφός πάνω από το παιδί.
                      "Όχι αστιευόμουν, οτιδήποτε διαλέξεις εσύ θα μου ταιριάζει. Εγω έχω κάνει πατινάζ και πεινάω! Μην νομίζεις ότι δεν εκτιμώ την επιλογή σου," πρόσθεσε αυτός, παρατηρώντας ένα δυσάρεστο βλέμμα στο πρόσωπο του Ομπλόνσκι. "Εγω πρέπει να είμαι χαρούμενος για ένα καλό δείπνο."
                      "Έτσι νομίζω και εγώ! Πες τι σου αρέσει, αυτό είναι από τις ευχαριστίες της ζωής!" είπε ο Ομπλόνσκι. "Λοιπόν τότε, καλέ μου σύντροφε, φέρε μας δύο - ή αυτό που θα είναι τόσο λίγο... τρεις ντουζίνες στρείδια, και σούπα λαχανικών..."
                      "Ανοιξιάτικη," ήχησε χαρμόσυνα στον σερβιτόρο ήθελε να τον δώσει την χαρά να αποκαλέσει τα πιάτα με τα Γαλλικά τους ονόματα.
                      "...λαχανικό, ξέρεις. Μετά συάκι με χοντρή σος' μετά... ψημένο μπιφτέκι (και σκέψου ότι είναι καλό)' και μετά καπόνι, μπορούμε εμείς να πούμε? Ναι. Και σιγοψημένο φρούτα."
                      Ο σερβιτόρος, θυμήθηκε τον τρόπο του Ομπλόνκσι που αποκαλούσε τα αγαθά στο Γαλλικό μενού με τα Ρώσικα ονοματά τους, δεν επανέλαβε τις λέξεις μετά από αυτόν, για την επανάληψη όλης της παραγγελίας σύμφωνα με το μενού: "σούπα ζεστή, συάκι, σάλτσα Μπομαρσέ, μπιφτέκι, κοτόπουλο με εστραγκόν, σαλάτα φρούτων..." και αμέσως, καθώς μετακινήθηκε με βήματα, αυτός άφησε τον λογαριασμό του φαγητού σ' ένα χάρτινο κάλυμμα, και κάνοντας στην άκρη ένα άλλο που περιέχει την λίστα με τα κρασιά βγάζωντας το έξω στον Ομπλόνσκι.
                      "Τι έχει να πιούμε?"
                      "Οτιδήποτε σου αρέσει, όχι μόνο τόση πολύ... Σαμπάνια!" είπε ο Λεβάιν.
                      "Με τι να αρχήουμε? Ωστόσο, γιατί όχι? σου αρέσει η λευκή φάλαινα?"
                      "Κασέτ μαύρο," ήχησε χαρμόσυνα στον σερβιτόρο.
                      "Ναι, φέρε μας αυτό με τα στρείδια, και μετά βλέπουμε."
                      "Ναι, κύριε, και τι είδος επιτραπέζιου κρασιού θέλετε?"
                      "Το Nuit... Όχι, ας έχουμε το κλασσικό Chablis."
                      "Ναι, κύριε, και το ειδικό τυρί σας?"
                      "Λοιπόν, ναι - παρμενάζα. Ή εσύ προτιμάς κάποιο άλλος είδος?"
                      "Όχι, πραγματικά δεν με ενδιαφέρει," είπε ο Λεβάιν αδυνατώντας να διατηρήσει ένα χαμόγελο."
                      Ο Βάρβαρος σερβιτόρος όρμησε έξω, πετώντας τις ουρές του φράκου του' και πέντε λεπτά αργότερα μπήκε ξανά μέσα με ένα πιάτο από ανοιχτά στρείδια σε μαργαριταρένια κοχύλια και ένα μπουκάλι ανάμεσα στα δαχτυλά του.
                      Ο Ομπλόνσκι τσαλάκωσε την κολλαρισμένη πετσέτα του φαγητού και πίεσε με μια γωνία από αυτό μέσα στο γιλέκο του τότε με τα χεριά του άνετα επάνω στο τραπέζι όρμησε στα στρείδια.
                      "Καθόλου άσχημα," είπε αυτός, τραβώντας τα τρεμουλιαστά στρείδια έξω από τα μαργαριταρένια τους κοχύλια με ένα ασημένιο πιρούνι, και γλύφωντας το ένα μετά το άλλο. "Καθόλου άσχημα," επανέλαβε αυτός, σηκόνωντας τα υγρά και γυαλιστερά μάτια του τώρα στον Λεβάιν, τώρα στον Βάρβαρο σερβιτόρο.
                       Ο Λεβάιν μπορούσε να φάει τα στρείδια, αν και αυτός προτιμούσε ψωμί και τυρί. Αλλά αυτό τον έδινε μεγαλύτερη ευχαρίστηση να παρακολουθεί τον Ομπλόνσκι. Ακόμα και ο Βάρβαρος σερβιτόρος, οποίος έχωντας βγάλει το πώμα και έβαλε το κρασί στα λεπτά φαρδιά ποτήρια ίσιωσε την γραβάτα του, κοίταξε με ένα χαμόγελο ενδεικτικής ευχαρίστησης στον Ομπλόνσκι.
                       "Δεν σε ενδιαφέρουν πολύ τα στρείδια?," είπε ο Ομπλόνσκι, αδειάζωντας το ποτήρι της σαμπάνιας του - "ή μήπως σκέφτεσε κάτι άλλο. Ε?"
                       Αυτός ήθελε ο Λεβάιν να είναι σε καλή διάθεση. Αλλά ο Λεβάιν, αν δεν είναι ακριβώς σε κακή διάθεση, ένιωθε πιεσμένος. Τα συναισθήματα που γέμιζαν την καρδιά του τον έκαναν ανήσυχο και άβολο σε αυτό το εστιατόριο με τα ιδιωτικά του δωμάτια οπού οι άνδρες έφερναν τις γυναίκες για να δειπνήσουν. Τα πάντα φαινόταν προβληματικά: αυτά τα μπρούντζινα, οι καθρέπτες, τα φώτα από αέριο και οι Βάρβαροι σερβιτόροι. Αυτός φοβόταν για αυτή την βρομιά από την οποία γέμιζε η ψυχή του.
                       "Εγώ? Ναι, εγώ είμαι αφηρημένος - και παρ' όλα αυτά, όλο αυτό με κάνει να νιώθω ανήσυχος," είπε αυτός. "Εσύ δεν μπορείς να φανταστείς πόσο παράξενο δείχνει όλο αυτό σ' εμένα ο οποίος ζω στην εξοχή - όπως τα νύχια εκείνου του κυρίου. Εγώ είδα στην δική σου πλευρά.
                       "Ναι εγώ παρατήρησα ότι τα νύχια του καημένου του Γκρινέβιτσ, σε ενδιέφεραν σημαντικά," είπε ο Ομπλόνσκι.
                       "Εγώ δεν μπορώ να βοηθήσω σε αυτό," απάντησε ο Λεβάιν. "Βάλε τον εαυτό σου στην θέση μου - κοίταξε σ' αυτό από την πλευρά ενός συντρόφου από την εξοχή! Εμείς προσπαθούμε να βάλουμε τα χέρια μας σε μια βολική κατάσταση για να δουλέψουμε, και για αυτό το λόγο εμείς κόβουμε τα νύχια μας και μερικές φορές μαζεύουμε τα μανίκια μας. Αλλά εδώ οι άνθρωποι σκόπιμα αφήνουν τα νύχια τους μεγάλα μέχρι αυτά να αρχήζουν να μαζεύονται και έχουν μερικά βαθουλώματα για τα κουμπιά του πουκαμίσου τους για να το κάνουν αρκετά αδύνατο για αυτούς να χρησιμοποιούν τα χέρια τους!"
                       Ο Ομπλόνκσι χαμογέλασε χαρούμενα.
                       "Ναι, αυτό είναι ένα σημάδι ότι η σκληρή δουλειά δεν είναι αναγκαία γι' αυτόν. Αυτός δουλεύει με το μυαλό του..."
                       "Πιθανόν; αλλά αυτό φαίνεται σ' εμένα παράξενο που εμείς οι άνθρωποι της υπαίθρου προσπαθούμε να ξεπερνούμε τα γευματά μας όσο γρήγορα μπορούμε, έτσι ώστε να είναι δυνατόν να συνεχίσουμε με την δουλειά μας, εδώ εσύ και εγώ προσπαθούμε να κάνουμε το τελευταίο γεύμα μας εφόσον είναι δυνατό, γι' αυτό τρώμε στρείδια."
                       "Λοιπόν, φυσικά," είπε ο Ομπολόνκσι. "Ο σκοπός του πολιτισμού μας δίνει την δυνατότητα να αποκτήσουμε την απόλαυση όλων των πραγμάτων."
                       "Λοιπόν, εαν αυτός είναι ο σκοπός του, εγώ θα προτιμούσα να είναι απολίτιστο."
                       "Εσύ είναι ένας απολίτιστος όπως είναι αυτό. Όλοι εσείς οι Λεβάιν είστε απολίτιστοι."
                       Ο Λεβάιν αναστέναξε. Αυτός θυμήθηκε τον αδερφό του τον Νίκολας και συνοφρυώθηκε νιώθοντας ντροπιασμένος και πιεσμένος' αλλά ο Ομπλόνκσι άρχησε ένα θέμα το οποίο κάποια στιγμή απέσπασε τις σκέψεις του.
                       "Λοιπόν, εσύ πρόκειται να πας να δείς τους ανθρώπους μας σήμερα? Τους Σετσερμπάτσκι, εννοώ," είπε αυτός διώχνοντας μακριά τα κυματιστά και τώρα άδεια κελύφι από τα στρείδια και τραβώντας το τυρί προς σε αυτόν, ενώ τα μάτια του γυάλιζαν σημαντικά.
                       "Ναι, σίγουρα θα πάω. Αν και η Πριγκήπισσα εμφανίστηκε να μου το ζητάει πιο απρόθυμα."
                       "Όχι λίγο αυπό αυτό! Τι κοροιδία! Απλώς αυτός είναι ο τρόπος της... Έλα φέρε μας την σούπα, καλέ μου σύντροφε!... Αυτός είναι ο τρόπος της μεγάλης κυρίας," είπε ο Ομπλόνσκι. "Θα έρθω και εγώ επίσης, αλλά πρέπει πρώτα να πάω σε μια πρόβα για το μιούζικαλ στης Κόμισσας Μπονίν. Τι παράξενος σύντροφος που είσαι! Πως εξηγείς την ξαφνική σου αναχώρηση από την Μόσχα? Οι Σετσερμπάτσκι με ρωτούσαν ξανά και ξανά, απλά εγώ καθώς έπρεπε να ξέρω τα πάντα για εσένα. Ακόμα όλο αυτό που ξέρω είναι ότι εσύ ποτέ δεν κάνεις πράγματα όπως οποιοσδήποτε άλλος κάνει."
                       "Ναι," είπε ο Λεβάιν αργά και με μια ταραχή. "Έχεις δίκιο, είμαι ένας απολίτιστος. Μόνο που τα απολίτιστα ψέματα μου δεν είχαν απομακρυνθεί τότε, αλλά πιο πολύ έχουν επιστρέψει πίσω τώρα. Εγώ έχω έρθει τώρα..."
                       "Ω, τι τυχερός σύντροφος που είσαι!" τον διέκοψε ο Ομπλόνσκι, κοιτάζοντας απευθείας στα μάτια του.
                       "Γιατί?
                                                    Τα φλεγόμενα άλογα από "κάτι" στιγματίζονται
                                                                Εγώ μπορώ πιστά να αναγνωρίσω
                                                    Τους ερωτευμένους νέους που γνωρίζω,
                                                                Από το βλέμμα που λάμπει στα μάτια τους.
απήγγηλε ο Ομπλόνσκι. "Εσύ δεν έχεις τα πάντα πρίν από εσένα!"
                       "Και εσύ - έχεις τα πάντα πρίν από εσένα?"
                       "Όχι, όχι πρίν από εμένα, αλλά εσύ έχεις το μέλλον και εγω έχω το παρόν' ακόμα και αυτό μόνο μισό μισό!"
                       "Γιατί?"
                       "Ω, τα πράγματα είναι ακόμα άσχημα... Ωστόσο δεν θέλω να μιλήσω για τον εαυτό μου, άλλωστε αυτό είναι αδύνατο να εξηγήσω τα πάντα," είπε ο Ομπλόνσκι. "Λοιπόν, και γιατί έχεις έρθει στην Μόσχα?... Εδώ, πάρε αυτό!" φώναξε στον Βάρβαρο σεβιτόρο.
                       "Δεν μαντεύεις?" απάντησε ο Λεβάιν, ένα φως έλαμψε βαθιά στα μάτια του Ομπλόνσκι καθώς κοίταξε σταθερά στον Ομπλόνσκι.
                       "Μαντεύω, αλλά δεν μπορώ να μιλήσω γι' αυτό - από το οποίο εσύ μπορείς να κρίνεις αν η σκέψη μου είναι σωστή ή λάθος," είπε ο Ομπλόνσκι, κοιτάζοντας σ' αυτόν με ένα λεπτό χαμόγελο.
                       "Λοιπόν, και τι λες γι' αυτό?" ρώτησε ο Λεβάιν με μια τρεμουλιαστή φωνή, νιώθοντας ότι όλοι οι μυοίς του προσώπου του έτρεμαν. "Τι νομίζεις γι' αυτό?"
                       Ο Ομπλόνσκι ήπιε αργά το ποτήρι του από την Σαμπλίς, τα μάτια του εστίασαν στον Λεβάιν.
                       "Δεν υπάρχει τίποτα που θα μου άρεσε περισσότερο," είπε αυτός, "τίποτα! Αυτό είναι το καλύτερο που θα μπορούσε να συμβεί."
                       "Αλλά δεν κάνεις λάθος? Ξέρεις γιατί πράγμα μιλάμε?" είπε ο Λεβάιν, παρατηρώντας με προσοχή μέσα στο πρόσωπο του συνομιλητή του. "Εσύ νομίζεις ότι είναι πιθανό?"
                       "Νομίζω πως είναι πιθανό. Γιατί δεν θα μπορούσε να είναι?"
                       "Όχι νομίζεις πραγματικά ότι αυτό είναι πιθανό? Όχι, εσύ πρέπει να μου πείς όλα αυτά που σκέφτεσαι πραγματικά! Και υποθέτεις... υποθέτεις ότι μια άρνηση είναι στον χώρο για εμένα?... Είμαι ακόμα σίγουρος..."
                       "Γιατί το νομίζεις αυτό?" είπε ο Ομπλόνσκι, χαμογελώντας στην αναστάτωση του Λεβάιν.
                       "Λοιπόν, μερικές φορές αυτό φαίνεται έτσι σε εμένα. Ξέρεις, ότι αυτό θα μπορούσε να είναι τρομερό γι' αυτή και για εμένα."
                       "Ω όχι! Σε οποιαδήποτε περίπτωση δεν υπάρχει τίποτα το τρομερό σε αυτό. Κάθε κορίτσι είναι υπερήφανο για μια προσφορά."
                       "Ναι, κάθε κορίτσι, αλλά όχι αυτή."
                      Ο Ομπλόνσκι χαμογέλασε. Αυτός καταλάβενε ότι το αίσθημα του Λεβάιν είναι τόσο καλό, ήξερε ότι για τον Λεβάιν όλα τα κορίτσια στον κόσμο ήταν χωρισμένα σε δύο τάξεις: η μια τάξη περιελάμβανε όλα τα κορίτσι στον κόσμο εκτός από αυτή, και αυτά είχαν όλες τις συνηθησμένες ανθρώπινες ατέλειες και ήταν πολύ συνηθισμένα κορίτσια' ενώ η άλλη τάξη - μόνο η ίδια - δεν είχε αδυναμίες και ήταν πιο ανώτερη σε όλη την ανθρωπότητα.
                       "Περίμενε λίγο: εσύ πρέπει να πάρεις λίγη σάλτσα," είπε ο Ομπλόνσκι σταματώντας το χέρι του Λεβάιν που έσπρωχνε μακριά την κούπα της σάλτσας.
                       Ο Λεβάιν υπάκουα βοήθησε τον εαυτό του με την σάλτσα, αλλά δεν θα μπορούσε να αφήσει τον Ομπλόνσκι να φάει.
                        "Όχι, περίμενε, περίμενε!" είπε αυτός. "Καταλαβαίνεις ότι για εμένα αυτό είναι ένα ερώτημα ζωής και θανάτου. Εγώ δεν έχω μιλήσει ποτέ σε κανέναν για αυτό, και εσύ δεν μπορείς να μιλήσεις σε κανένα άλλον για αυτό. Τώρα εσύ και εγώ είμαστε διαφορετικοί σε όλα - στις γεύσεις και στις απόψεις και σε άλα - αλλά ξέρω ότι μου αρέσεις και με καταλαβαίνεις, και έτσι απαίσια σ' αγαπώ πολύ. Αλλά για χάρη του Θεού να είσαι αρκετά ειλικρηνής μαζί μου!"
                         "Εγώ σου λέω αυτό που σκέφτομαι," είπε ο Ομπλόνσκι χαμογελώντας. "Και εγώ θα σου πω κάτι περισσότερο. Η συζυγός μου είναι η πιο υπέροχη γυναίκα..." Αυτός αναστέναξε, θυμούμενος τις σχέσεις του με την συζυγό του' μετά από μια παύση ενός λεπτού αυτός συνέχησε: "Αυτή έχει το χάρισμα της διορατικότητας. Βλέπει ανθρώπους πέρα για πέρα! Αλλά πολύ περισσότερο από αυτό, αυτή ξέρει τι πρόκειται ειδικά να συμβεί σε σχέση με τους γάμους. Για παράδειγμα, αυτή προέβλεψε ότι η κοπέλα του Σαιόβσκαγια θα μπορούσε να παντρευτεί τον Μπρέντελυ. Κανένας δεν θα μπορούσε να το πιστέψει, αλλά όπως αυτό αποδείχθηκε αυτή ήταν σωστή. Και αυτή είναι με το μέρος σου."
                         "Πως το γνωρίζεις?"
                         "Με αυτό τον τρόπο - αυτή όχι μόνο σου αρέσει, αλλά λέει ότι η Κίττι είναι σίγουρη για να γίνει συζηγό σου."
                          Σε αυτά τα λόγια ένα ξαφνικό χαμόγελο έλαμψε στο πρόσωπο του Λεβάιν, και το είδος του χαμογέλου που δεν είναι μακριά από τα δάκρυα της ευτυχίας.
                          "Αυτή το λέει αυτό?" έκλαψε αυτός. "Εγώ πάντα την θεωρούσα ένα κόσμημα την συζηγό σου! Αλλά αρκετά - αρκετά με αυτό!" και αυτός σηκώθηκε επάνω.
                          "Εντάξει, αλλά κάθησε κάτω!"
                          Αλλά ο Λεβάιν δεν μπορούσε ακόμα να καθήσει. Αυτός προχωρούσε επάνω και κάτω με μεγάλο βηματισμό τον μικρό θάλαμο του δωματίου ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του για να επιστρέψουν τα δάκρυα του με δύναμη πίσω, και μόνο όταν το είχε πετύχει κάθησε κάτω ξανά.
                          "Προσπάθησε και συνηδητοποίησε ότι," είπε αυτός, "αυτό δεν είναι αγάπη. Εγώ έχω ερωτευθεί αλλά δεν είναι το ίδιο πράγμα. Αυτό δεν είναι το συναισθημά μου αλλά κάποια εξωτερική δύναμη που με έχει κατακλήσει. Εγώ έφυγα μακριά, ξέρεις, επειδή έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτό δεν είναι δυνατό - καταλαβαίνεις? Επειδή τέτοια ευτυχία δεν υπάρχει στην γη. Αλλάέχω παλέψει με τον εαυτό μου, και ανακάλυψα ότι χωρίς αυτό δεν υπάρχει ζωή για εμένα. Αλλά αυτό πρέπει να αποφασιστεί..."
                           "Τότε γιατί έφυγες μακρυά?"
                           "Περίμενε μια στιγμή! Ω, τι πλήθος ιδεών! Πόσα πολλά πράγματα εγώ πρέπει να ρωτήσω! Άκου. Εσύ δεν μπορείς να φανταστείς τι έχεις κάνει για εμένα λέγοντας αυτό που είπες! Είμαι τόσο χαρούμενος που δρω ασήμαντα. Έχω ξεχάσει τα πάντα. Εγώ άκουσα σήμερα για τον αδερφό μου τον Νίκολας... αυτός είναι εδώ, ξέρεις... και εγώ τα ξέχασα όλα για αυτόν. Αυτό φαίνεται σε εμένα σαν να ήταν και αυτός χαρούμενος. Αυτό είναι μια ωραία παραφροσύνη! Αλλά υπάρχει ένα απαίσιο πράγμα γι' αυτό. Εσύ, ο οποίος είσαι παντρεμένος ξέρεις το συναίσθημα... αυτό είναι απαίσιο που εμείς - οι οποίοι ήμαστε ανταγωνιστικά μεγάλοι και έχουμε παρελθόν... όχι από αγάπη αλλά από αμαρτία... ξαφνικά εμείς ερχόμαστε κοντά στην οικειότητα με ένα αγνό αθώο πλάσμα! Αυτό είναι αηδιαστικό, και γι' αυτό κανένας δεν μπορεί να βοηθήσει να νιώσει κανείς ανάξιος."
                           "Λοιπόν, δεν υπάρχουν πολλές αμαρτίες στο παρελθόν σου!"
                           "Α, όλα είναι το ίδιο," είπε ο Λεβάιν, "κοιτάζοντας πίσω στην ζωή μου, εγώ τρέμω και καταριέμαι και πικρά μετανιώνω... Ναι!"
                           "Τι πρέπει να γίνει? Αυτός είναι ο τρόπος που ο κόσμος είναι δημιουργημένος," είπε ο Ομπλόνσκι.
                           "Η μόνη μου παρηγοριά είναι ότι η προσευχή που μου αρέσεις τόσο πολύ είναι! "όχι σύμφωνα με τις επιθυμίες μου άλλα σύμφωνα με το Δικό του έλεος!" και αυτή μπορεί να επίσης να με συγχωρήσει μόνο με αυτό τον τρόπο."

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2015

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Έννατο Κεφάλαιο]

                                                           ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

                     Στις τέσσερις του απογεύματος αυτού ο Λεβάιν, συνειδητοποιημένος ότι η καρδιά του χτηπούσε γρήγορα, βγήκε έξω από το ενοικιαζόμενο έλκυθρο στους Ζωολογικούς Κήπους και κατέβηκε το μονοπάτι που οδηγούσε στος παγωμένους λόφους και στην πίστα του πατινάζ, σίγουρος ότι θα βρεί την Κίττι εκεί, γιατί αυτός είχε παρατηρήσει την άμαξα των Σετσερμπάτσκι στην είσοδο.
                     Ήταν μια καθαρή ψυχρή ημέρα. Άμαξες, ιδιωτικά έλκυθρα, έλκυθρα για ενοικίαση και έφιππη αστυνομία στεκόταν στην είσοδο. Καλοντυμένοι άνθρωποι, τα καπέλα τους έλαμπαν στο φώς του ήλιου, μαζεμένοι στις εισόδους και γεμάτα κόσμο τα καθαρά μονοπάτια ανάμεσα στα μικρά σπίτια χτισμένα με σκαλιστούς γεισούς σε Ρώσικο στίλ. Τα θαμνώδη δέντρα στον Κήπο με όλα τους τα κλαδιά λυγισμένα από το χιόνι φαινόταν στολισμένα με νέα γιορτινά ρούχα. Αυτός περπάτησε κατά μηκός του μονοπατιού που οδηγούσε στην πίστα του πατινάζ και επαναλάμβανε στον εαυτό του: "Εγώ δεν πρέπει να ενθουσιάζομαι. Εγώ πρέπει να είμαι ήρεμος!... Τι κάνεις? Ποιό είναι το πρόβλημα? Να είσαι ήρεμος, χαζέ!" είπε στην καρδιά του. Αλλά αυτός όλο και περισσότερο προσπαθούσε να είναι ήρεμος και όλο και περισσότερο εργαζόταν για να μεγαλώσει την αναπνοή του. Αυτός συνάντησε ένα γνωστό ο οποίος τον φώναζε, αλλά ο Λεβάιν δεν είχε παρατηρήσει ακόμα ποιός ήταν. Αυτός πλησίασε τους παγωμένους λόφους και άκουσε τον μεταλλικό θόρυβο των αλυσίδων από τις οποίες τα έλκυθρα σταματούσαν απότομα, ο ήχος τους καθώς αυτά κατέβαιναν τους λόφους, και τον ήχο από τις χαρούμενες φωνές. Μερικά βήματα ακόμα τον έφεραν στην πόρτα του πατινάζ, και ανάμεσα σ' όλους τους πατινέρ αυτός κάποια στιγμή την αναγνώρησε. Ήξερε ότι αυτή ήταν εκεί από χαρά και φόβο που πήραν θέση την καρδιά του. Αυτή στεκόταν μιλώντας με μια κυρία στην άλλη άκρη της λίμνης. Εκεί φαινόταν να μην υπάρχει τίποτα το εντυπωσιακό στο φορεμά της ή στην στάση της, αλλά ήταν τόσο εύκολο για τον Λεβάιν να την αναγνωρίσει σ' αυτό το πλήθος όσο και για να βρεί ένα τριαντάφυλλο ανάμεσα στις τσουκνίδες. Τα πάντα ήταν λαμπερά γύρω της. Αυτή ήταν που με το χαμογελό της έλαμπαν όλα γύρω της.
                      "Μπορώ εγώ πραγματικά να περπατήσω επάνω στον πάγο και να πάω σ' αυτή?" σκέφτηκε αυτός. Το μέρος οπού αυτή στεκόταν φαινόταν σ' αυτόν μια απροσέγγιστη εκκλησία, και υπήρχε μια στιγμή που όταν αυτός σχεδόν απομακρύνθηκε, ήταν γεμάτος με τόσο φόβο. Αυτός έπρεπε να κάνει μια προσπάθεια και πείσει με λογικά επιχειρήματα τον εαυτό του ότι όλων των ειδών οι άνθρωποι περνούσαν δίπλα της και αυτός ο ίδιος ίσως είχε έρθει μόνο για να κάνει πατινάζ. Αυτός ανέβηκε επάνω, αποφεύγοντας οποιοδήποτε μεγάλο βλέμμα σ΄αυτή όπως κάποιος που αποφεύγει μεγάλα βλέμματα στον ήλιο, αλλά βλέπωντας την όπως κάποιος βλέπει τον ήλιο, χωρίς να κοιτάξει.
                      Σε αυτή την ημέρα της εβδομάδας και σε αυτή την οι ώρα, οι άνθρωποι που ανήκουν στην ίδια σειρά και γνωρίζονται ο ένας με τον άλλο, συναντιούνται στον πάγο. Αναμεσά τους ήταν οι κορυφαίοι της τέχνης του πατινάζ δείχνωντας την δεξιότητα τους, και οι αρχάριοι με μαζεμένες και αδέξιες κινήσεις κρατώντας τις πλάτες των καρεκλών εφαρμοσμένες με ροδάκια αγόρια, και ηλικιωμένοι άνδρες κάνουν πατινάζ για λόγους υγείας' και όλοι αυτοί φαινόταν στον Λεβάιν να είναι οι αγαπημένοι της τύχης επειδή αυτοί ήταν εκεί κοντά της. Ακόμα οι πατινέρ εμφανιζόταν αρκετά ήρεμοι για να την πλησιάσουν, για να την προλάβουν, ακόμα και να μιλήσουν με αυτή, και αρκετά ανεξάρτητοι από αυτή για να διασκεδάσουν τους εαυτούς τους απολαμβάνοντας τον εξαιρετικό πάγο και τον τέλειο καιρό.
                      Ο Νίκολας Σετσερμπάτσκι, ο ξάδερφος της Κίττι, με ένα κοντό σακάκι, στενά παντελόνια, με παγοπέδιλα στα πόδια του, καθόταν σ' ένα παγκάκι, και κοιτάζοντας τον Λεβάιν, τον φώναξε σ' αυτόν.
                      "Γειά σου, Ρώσε πρωταθλητή του πατινάζ! Πότε ήρθες? Ο πάγος είναι υπέροχος - φόρεσε τα παγοπέδιλα σου!"
                      "Δεν έχω παγοπέδιλα πια," απάντησε ο Λεβάιν, απορημένος με τέτοια τόλμη και ελευθερία για το ζήτημα της παρουσίας της και δεν έχασε την θέα της ούτε για μια στιγμή αν και δεν κοίταζε σ΄αυτή. Αυτός ένιωθε τον ήλιο πλησιάζοντας τον. Αυτή άλλαξε γωνία, τα μικρά της πόδια, τοποθετημένα μέσα σε ψηλές μπότες, και τα δυο πόδια κοντά κλειστά, και αυτή συνεσταλμένα έκανε πατινάζ προς σε αυτόν. Ένα μικρό αγόρι ντυμένο με μια Ρώσικη φορεσιά, κουνούσε βίαια τα χέρια του και σκύβωντας πολύ χαμηλά, την προσπέρασε.
                      Αυτή δεν ήταν πολύ σταθερή στα πόδια της. Έχωντας τραβήξει τα χέρια της από την χειροθήκη που κρεμόταν από ένα κορδόνι από τον λαιμό της, αυτή τους έδωσε το χέρι και κοίταξε στον Λεβάιν, τον οποίον αυτή είχε αναγνωρίσει, χαμογέλασε σ' αυτόν και στους φόβους της. Έχωντας αλλάξει γωνία, αυτή έστριψε με το μικρό ελαστικό πόδι, γλύστρησε κατευθείαν επάνω στον Σετσερμπάτσκι, και πιάνωντας το στήριγμα από αυτόν με το χέρι της, έγνεψε χαμογελαστά στον Λεβάιν. Αυτή ήταν ακόμα πιο όμορφη από ότι αυτός την είχε φανταστεί.
                      Όταν αυτός σκέφτηκε γι' αυτό ότι θα μπορούσε ζωηρά να σχηματίσει στον εαυτό του το πλήρη άτομο της, και ειδικά τη γοητεία του μικρού, ξανθομάλλικου κεφαλιού της, τόσο ελαφριά κρατημένα στους ώμους, και η παιδική λαμπρότητα και ευγένεια του προσώπου της. Σε αυτή την παιδική εμφάνιση, συνδυασμένη με την αδύνατη ομορφιά της φιγούρας της, βρίσκετε η ειδική γοητεία της' και αυτό αυτός θεωρητικά το εκτιμούσε, αλλά αυτό που πάντα τον εντυπωσίαζε εκ νέου τόσο αναπάντεχα ήταν η έκφραση των ματιών της - ήπια, ήρεμα και αληθή - και πάνω απ' όλα το χαμόγελο της, το οποίο τον μετέφερε μέσα σε μια ουτοπία που αυτός ένιωθε μαλακός και γεμάτος με τρυφερότητα - όπως θυμάτε να νιώθει σε σπάνιες περιπτώσεις στην παιδική του ηλικία.
                      "Είσαι εδώ πολύ καιρό?" είπε αυτή, ανταλλάσωντας χειραψίες μ' αυτόν. "Σ' ευχαριστώ," πρόσθεσε αυτή καθώς μάζευε το μαντίλι της που αυτή είχε ρίξει από την χειροθήκη της.
                      "Εγώ? Όχι, όχι πολύ καιρό - από χθές... Εγώ εννοοώ σήμερα..." απάντησε ο Λεβάιν στον ενθουσιασμό του δεν απάντησε αρκετά στην ερώτηση της. "Εγώ ήθελα να έρθω για να σε δώ," συνέχησε ο Λεβάιν, στον ενθουσιασμό του δεν απάντησε αυτός, και τότε, θυμήθηκε τον λόγο που αυτός ήθελε να την δεί αυτός ντράπηκε, και κοκκίνησε. "Εγώ δεν ήξερα ότι έκανες πατινάζ, και τόσο καλά."
                      Αυτή κοίταξε προσεκτικά σ' αυτόν σαν να ευχόταν να καταλάβει το μπέρδεμά του.
                     "Ο έπαινός σου είναι πολύτιμος. Υπάρχει μια παράδοση εδώ ότι εσύ είσαι ο καλύτερος πατινέρ," είπε αυτή, τινάζοντας μακριά με το μικρό της χέρι ντυμένο με μαύρο γάντι κάποιους κρύσταλλους πάχνης που είχαν πέσει στην χειροθήκή της.
                     "Ναι, εγώ συνήθιζα να αγαπώ παθιασμένα το πατινάζ. Εγώ ήθελα να είμαι τέλειος σ' αυτό."
                     "Εσύ δείχνεις να κάνεις τα πάντα παθιασμένα," αυτή παρατήρησε με ένα χαμόγελο. "Έτσι θα ήθελα να δώ το πατινάζ σου. Φόρεσε ένα ζευγάρι παγοπέδιλα και ας κάνουμε μαζί πατινάζ."
                     "Να κάνουμε μαζί πατινάζ! Μπορεί να είναι δυνατό αυτό?" σκέφτηκε ο Λεβάιν κοιτάζοντας σ' αυτή.
                     "Εγώ θα πάω και θα τα βάλω τώρα" είπε αυτός, και πήγε για να νοικιάσει μερικά παγοπέδιλα.
                     "Εσείς δεν μας έχετε επισκεφθεί για πολύ καιρό, κύριε,"είπε ένας από τους βοηθούς καθώς κρατώντας επάνω το πόδι του Λεβάιν, αυτός έκανε μια τρύπα στο τακούνι της μπότας του. "Από τότε που φύγατε εμείς δεν έχουμε κανένα κύριο ο οποίος είναι τόσο κορυφαίος σ' αυτό όπως εσείς! Σωστά?" πρόσθεσε αυτός, τραβώντας το λουρί σφιχτά.
                     "Ναι, σωστά, σωστά! Παρακαλώ βιάσου!" απάντησε ο Λεβάιν,προσπαθώντας να συγκρατήσει ένα χαρούμενο χαμόγελο το οποίο εμφανίστηκε στο προσωπό του. "Ναι," σκέφτηκε αυτός, "αυτή είναι η ζωή - αυτή είναι η χαρά! Είπε αυτή, "Μαζί: ας κάνουμε πατινάζ!" Μπορώ να της το πω τώρα? Αλλά αυτό είναι γιατί απλώς φοβάμαι να μιλήσω. Τώρα είμαι χαρούμενος, εαν μόνο στις ελπίδες μου - αλλά τότε? Αλλά εγώ πρέπει... εγώ πρέπει... εγώ πρέπει...!" Να φύγω μακριά από αυτή την αδυναμία!"
                     Αυτός σηκώθηκε επάνω, έβγαλε το παλτό του, και έχωντας δώσει μια αρχή στον εαυτό του επάνω στον πάγο κοντά στο καταφύγιο, γλύστρησε κάτω στην λεία επιφάνεια της λίμνης, αυξάνοντας και μειώνοντας την ταχύτητα του και διαμορφώνοντας τον κύκλο του σαν να ήταν το μόνο θελημά του. Αυτός πλησίασε την Κίττι ντροπαλά, αλλά το χαμογελό της ξανά τον ηρέμησε.
                     Αυτή τον έδωσε το χέρι της και συνέχησαν μαζί, αυξάνοντας την ταχύτητα του, και πιο γρήγορα αυτοί πήγαν πιο κοντά που αυτή πίεσε τα χέρια του.
                     "Εγώ μπορώ να μάθω πιο γρήγορα μαζί σου, για κάποιο λόγο - νιώθω εμπιστοσύνη σ' εσένα," είπε αυτή.
                     "Και εγώ εμπιστεύομαι τον εαυτό μου όταν εσύ με στηρίζεις," απάντησε αυτός, και αμέσως τρόμαξε από αυτό που είχε πεί, και κοκκίνησε. Και στην πραγματικότητα, μόλις αυτός είχε ψιθηρήσει αυτές τις λέξεις το προσωπό της έχασε την ευγενική του έκφραση όπως - όταν ο ήλιος κρύβεται πίσω από ένα σύννεφο - και ο Λεβάιν παρατήρησε αυτό το οικείο παιχνίδι των χαρακτηριστικών της το οποίο αποδείκνυε μια επίδραση του: μια ρυτίδα εμφανίστηκε στο λείο μετωπό της.
                     "Έχει συμβεί κάτι δυσάρεστο...? Αλλά δεν έχω δικαίωμα να ρωτάω," είπε αυτός βιαστηκά.
                     "Γιατί?....Όχι, δεν έχει συμβεί τίποτα το δυσάρεστο," απάντησε αυτή ψυχρά, προσθέτωντας αμέσως: "Εσύ δεν έχεις δεί την Δεσποινίς Λινόν?"
                     "Όχι ακόμα."
                     "Πήγενε σ' αυτή τότε, αυτή είναι τόσο χαρούμενη για εσένα."
                     "Τι εννοεί αυτή? Εγώ την έχω πληγώσει, Βοηθησέ με, Θέε μου!" σκέφτηκε ο Λεβάιν, σπεύδοντας προς την ηλικιωμένη Γαλλίδα με τις γκρί μπούκλες της, η οποία καθόταν σε ένα από τα παγκάκια. Αυτή χαμογέλασε στον Λεβάιν σαν ένα παλιό φίλο, δείχνωντας μια σειρά από τα ψεύτικα δόντια με ένα χαμόγελο.
                     "Ναι, εσύ βλέπεις ότι εμείς μεγαλώσαμε," είπε αυτή, δείχνωντας την Κίττι με ένα βλέμμα, "και μεγαλώσαμε πολύ. "Η Λεπτή Αρκούδα" είναι ενήλικας!" συνέχησε η Γαλλίδα, γελώντας και θυμίζοντας τον το παλιό αστείο όταν αποκαλούσε τις τρείς νεαρές κυρίες Τρείς Αρκούδες από το αγγλικό παραμύθι. "Θυμάσε πότε συνήθηζες να την φωνάζεις έτσι?"
                     Αυτός δεν είχε ανάμνηση από αυτό, αλλά το αγαπούσε αυτό το αστείο και είχε γελάσει με αυτό τα δέκα τελευταία χρόνια.
                     "Λοιπόν, πήγενε - πήγενε και κάνε πατινάζ! Η Κίττι μας αρχήζει να κάνει ωραία πατινάζ, έτσι δεν είναι?"
                     Όταν ο Λεβάιν επέστρεψε στην Κίττι το προσωπό της δεν ήταν πια αυστηρό και τα μάτια της είχαν το προηγούμενο αληθινό ευγενικό βλέμμα τους αλλά σκέφτηκε ότι υπήρχε μια σκόπιμα ήρεμη συμπεριφορά στην καταδεκτικότητα της και αυτός ένιωσε λυπημένος. Έχωντας μιλήσει για την ηλικωμένη γκουβερνάντα της και τις ιδιαιτερότητες της, αυτή τον ρωτούσε για τον τρόπο ζωής του.
                     "Εσύ πραγματικά καταφέρνεις να μην νιώθεις πληκτικός στην εξοχή τον χειμώνα?" είπε αυτή.
                     "Εγώ δεν νιώθω καθόλου πληκτικός, είμαι πολύ απασχολήμενος," απάντησε, συνειδητοποιημένος ότι αυτή τον δάμαζε με τον ήρεμο τόνο της, από το οποίο - όπως είχε συμβεί στην αρχή του χειμώνα - αυτός δεν θα μπορούσε να απελευθερώσει τον εαυτό του.
                     "Έχεις έρθει για πολύ καιρό?" ρώτησε η Κίττι.
                     "Δεν ξέρω," απάντησε αυτός χωρίς να σκέφτετε τι λέει. Η ιδέα ότι εαν αυτός δεχόταν τον τόνο της ήρεμης φιλικότητας της αυτός θα μπορούσε να φύγει ξανά μακριά χωρίς να έχει θέσει κάτι που τον απασχολούσε, και αυτός αποφάσισε να επαναστατήσει.
                      "Δεν ξέρεις?"
                      "Εγώ δεν ξέρω. Όλο αυτό εξαρτάται από εσένα" είπε αυτός, και στην στιγμή τρόμαξε με τα λόγια του.
                      Είτε αυτή δεν είχε ακούσει τα λόγια του είτε δεν ευχόταν να τα ακούσει, κατά κάποιο τρόπο, αφού ελαφρώς παραπάτησε και χτήπησε το πόδι της δύο φορές αντίθετα προς τον πάγο, αυτή έκανε πατινάζ γρήγορα μακριά από αυτόν προς την Δεσποινίς Λινόν, είπε κάτι σ' αυτή, και πήγε προς το μικρό σπίτι όπου οι κυρίες έβγαζαν τα παγοπέδιλα τους.
                      "Θέε μου! Τι έχω κάνει? Ω Θεέ, βοηθησέ με και διδαξέ με!" προσευχήθηκε ο Λεβάιν, και νιώθοντας στην ίδια στιγμή την ανάγκη μιας βίαιης άσκησης, αυτός ανέβασε ταχύτητα και περιέγραψε εσωτερικούς και εξωτερικούς κύκλους.
                      Μόλις τότε ένας νεαρός άνδρας, ο καλύτερος από τους νέους πατινέρ, με ένα τσιγάρο στο στόμα του και φορεμένα τα παγοπέδιλα, βγήκε έξω από την καφετέρια, και κάνοντας μια βόλτα, κατέβηκε τα σκαλιά που οδηγούσαν στην λίμνη, κάνοντας θόρυβο με τα παγοπέδιλα του καθώς πηδούσε με τα παγοπέδιλα του από σκαλί σε σκαλί. Αυτός τότε κατηφόρισε την πλαγιά και γλύστρησε κατά μήκος του πάγου τόσο πολύ έτσι ώστε να μην αλλάξει την δύσκολη θέση των χεριών του.
                      "Ω! αυτό είναι ένα νέο κόλπο!" είπε ο Λεβάιν, και στην στιγμή έτρεξε επάνω για να δοκιμάσει το νέο κόλπο.
                      "Μην τραυματιστείς - αυτό χρειάζεται εξάσκηση!" φώναξε ο Νίκολας Σετσερμπάτσκι.
                      Ο Λεβάιν ανέβηκε το μονοπάτι όσο πιο πίσω αυτός μπορούσε για να αναπτύξει ταχύτητα, και τότε γλύστρησε προς τα κάτω, ισορροπώντας τον εαυτό του με τα χέρια του σε αυτή την ασυνήθηστη κίνηση. Αυτός έπιασε το πόδι του στο τελευταίο βήμα, αλλά αμέσως αγγίζοντας τον πάγο με το χέρι του, έκανε μια βίαιη προσπάθεια, ξαναεπανέκτησε την ισορροπία του, και έκανε πατινάζ μακριά γελώντας.
                      "Καλέ! Αγαπητέ άνδρα!" σκέφτηκε η Κίττι η οποία στη στιγμή μόλις έβγαινε από το μικρό σπίτι με την Δεσποινίς Λινόν, κοιτάζοντας σ' αυτόν με ένα χαμόγελο ευγενικής στοργικότητας όπως σε ένα αγαπητό αδερφό, "Μπορώ πραγματικά να είμαι ένοχη - έχω κάνει πραγματικά κάτι λάθος? Αυτοί το λένε φλερτάρισμα... Ξέρω ότι δεν τον αγαπώ, αλλά ακόμα νιώθω χαρούμενη μ' αυτόν, αυτός είναι τόσο γοητευτικός! Απλώς γιατί το είπε αυτό?" σκέφτηκε αυτή.
                       Όταν αυτός είδε την Κίττι η οποία έφευγε, και την μητέρα της την οποία είχε συναντήσει στα σκαλιά, ο Λεβάιν ζωήρεψε με μια βίαιη άσκηση, έμεινε όρθιος και σκέφτηκε. Αυτός τόε έβγαλε τα παγοπέδιλα του και πρόφτασε μητέρα και κόρη στις πύλες των Κήπων.
                       "Είμαι πολύ χαρούμενη που σε βλέπω," είπε η Πριγκίπισσα. "Εμείς ήμαστε σπίτι τις Πέμπτες, ως συνήθως."
                       "Και σήμερα είναι Πέμπτη!"
                       "Εμείς θα είμαστε χαρούμενοι για να σε δούμε," είπε η Πριγκήπισσα στεγνά.
                       Η Κίττι ήταν λυπημένη για να ακούσει αυτόν τον ξηρό τόνο και δεν μπορούσε να αντισταθεί στην επιθυμία να αντιδράσει στην ψυχρότητα της μητέρας της. Αυτή γύρισε το κεφάλι της και είπε χαμογελαστά: "Αντίο!"
                       Μόλις τότε ο Ομπλόνσκι, το καπέλο του γερμένο στην μια πλευρά, με λαμπερό το πρόσωπο και τα μάτια, περπάτησε στους Κήπους σαν ένας χαρούμενος κατακτητής. Αλλά πλησιάζοντας την πεθερά του αυτός απάντησε τις ερωτήσεις σχετικά με την υγεία της Ντόλης με ένα θλιμμένο και ένοχο αέρα. Μετά από λίγες κουβέντες μαζί της σε ένα υποταγμένο και θλιβερό τόνο, αυτός επέκτεινε το στήθος του και πήρε το χέρι του Λεβάιν.
                       "Λοιπόν, μπορούμε να φύγουμε?" ρώτησε αυτός. "Εγώ συνέχισα να σκέπτομαι για εσένα, και είμαι πολύ, πολύ χαρούμενος που έχεις έρθει," σκέφτηκε αυτός, κοιτάζωντας σπουδαία μέσα στα μάτια του Λεβάιν.
                       "Ναι, ναι! Ας πηγαίνουμε," απάντησε ο χαρούμενος Λεβάιν, ακούγωντας ακόμα την φωνή να λέει: "Αντίο!" και βλέπωντας ακόμα το χαμόγελο με το οποίο αυτό το είχε πεί.
                       "Στο Άνγκλετερ, ή στο Χερμιτέιτζ?"
                       "Δεν με νοιάζει."
                       "Λοιπόν τότε, στο Άγκλετερ," είπε ο Ομπλόνσκι, διαλέγοντας το Άνγκλετερ επειδή αυτός ήταν σε πιο βαθύτερη αμφιβολία για αυτό το εστιατόριο απ' ότι για το Χερμιτέιτζ, και για αυτό το θεώρησε λάθος για να το αποφύγει. "Έχεις ένα έλκυθρο?... Αυτό είναι ένα καλό πράγμα, εξαιτίας του έχω στήλει τον υπηρέτη μου σπίτι."
                       Οι δύο φίλοι ήταν σιωπηλοί σε όλο τον δρόμο. Ο Λεβάιν θεωρούσε αυτή την αλλαγή στο προσωπό της Κίττης σκόπιμη τώρα' πείθωντας τον εαυτό του ότι υπήρχε ελπίδα, τώρα μέσα στην απόγνωση, βλέπωντας ξεκάθαρα ότι τέτοια ελπίδα ήταν μια τρέλα' αλλά νιώθοντας ακόμα κάτι διαφορετικό από αυτό που αυτός είχε δεί πρίν το χαμόγελο της Κίττης και τις λέξεις "Αντίο!"
                       Ο Ομπλόνσκι κατά την διάρκεια της οδήγησης δημιουργούσε το μενού του δείπνου τους.
                       "Σου αρέσει το συάκι, έτσι δεν είναι?" ρώτησε αυτός, καθώς αυτοί οδηγούνταν επάνω στο εστιατόριο.
                       "Τι?" είπε ο Λεβάιν. "Συάκι? Ω ναι, εγώ απαίσια λατρεύω το συάκι!"