Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Δέκατοτριτο Κεφάλαιο]

                                                               ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13


Κατά το διάστημα μεταξύ του δείπνου και της αρχής από το βραδυνό πάρτι, η Κίττη βίωσε κάτι παρόμοιο με τα συναισθήματα ενός νεαρού άνδρα πρίν από μια μάχη. Η καρδιά της χτυπούσε βίαια και δεν μπορούσε να εστιάσει τις σκέψεις της σε τίποτα.
        Αυτή ένιωσε ότι αυτό το βράδυ, όταν αυτοί οι δύο νέοι άνδρες επρόκειτο να συναντηθούν για πρώτη φορά, μπορούσαν να αποφασίσουν την μοίρα της' και αυτή τους κρατούσε προσωπογραφημένους για τον εαυτό της, τώρα ξεχωριστά και τώρα μαζί. Όταν αυτή σκέφτηκε για το παρελθόν, αυτή έμενε με ευχαρίστηση και στοργηκότητα στις παλειές της σχέσεις με τον Λεβάιν. Οι αναμνήσεις από την παιδική ηλικία και η φιλία του Λεβάιν με το νεκρό αδερφό της πρόσφεραν μια παράξενη ποιητική γοητεία στις σχέσεις της με αυτόν. Η αγάπη του γι' αυτήν, από την οποία ένιωθε την βεβαιότητα της, την κολακία της και την χαρά της, και αυτή δεν μπορούσε να σκεφτεί γι' αυτόν με ελαφριά καρδιά. Με την σκέψη της στον Βρόνσκι που ήταν αναμιγμένη με κάποια ανησυχία, αν και αυτός ήταν ένας υπερβολικά καλοαναθρεμένος και ήρεμος άνδρας' μια αίσθηση κάτι λάθους, όχι σ' αυτόν, για αυτόν ήταν πολύ απλή και ευγενική, αλλά για τον εαυτό της' όπου σε συνδυασμό με τον Λεβάιν αυτή η ίδια ένιωθε αρκετά απλή και ξεκάθαρη. Από την άλλη πλευρά όταν αυτή ζωγράφισε στον εαυτό της ένα μέλλον με τον Βρόνσκι ένα λαμπερο όραμα ευτυχίας σηκώθηκε μπροστά της, ενώ ένα μέλλον με τον Λεβάιν εμφανίστηκε τυληγμένο στην ομίχλη.
         Πηγαίνοντας επάνω για να ντυθεί για το βράδυ και κοιτάζοντας στον καθρέπτη, αυτή παρατήρησε με ευχαρίστηση ότι αυτή ήταν μια από τις πιο καλύτερες της ημέρες, και ότι αυτή βρισκόταν σε πλήρη ανάκτηση των δυνάμεων της, τις οποίες ήθελε τόσο πολύ γι' αυτό που βρισκόταν πίσω της.
         Στις επτά και μισή, καθώς σύντομα αυτή είχε κατέβει στο σαλόνι, ο υπηρέτης ανάγγειλε "Κωνσταντίν Ντμίτριχ Λεβάιν!" Η Πριγκήπισσα ήταν ακόμα στο υπνοδωμάτιο της, ούτε ο Πρίγκηπας είχε ακόμα κατέβει κάτω.
         "Ας γίνει λοιπόν!" σκέφτηκε η Κίττη και το αίμα έτρεξε στην καρδιά της. Κοιτάζοντας στον καθρέπτη αυτή τρόμαξε με την χλωμότητα της.
          Αυτή ένιωσε σίγουρη ότι αυτός είχε έρθει τόσο νωρίς με σκοπό να την δεί μόνη της και ννα την κάνει πρόταση γάμου. Και τώρα για πρώτη φορά το θέμα παρουσιαζόταν το ίδιο σ' αυτή με ένα διαφορετικό και εντελώς νέο φώς. Μόνο που τώρα αυτή συνειδητοποιήσε ότι αυτό το θέμα (με τον οποίο αυτή θα μπορούσε να είναι ευτυχισμένη, ο οποίος ήταν ο άνδρας που αυτή αγαπούσε) δεν ανησυχούσε μόνο η ίδια, αλλά αυτή την στιγμή έπρεπε να πληγώσει έναν άνδρα που αυτή νιαζόταν, και να τον πληγώσει σκληρά... Γιατί? Επειδή ο αγαπητός σύντροφος ήταν ερωτευμένος μαζί της. Αλλά δεν μπορούσε να βοηθήσει, αυτό ήταν αναγκαίο και πρέπει να γίνει.
         "Ωχ Θέε μου, πρέπει να το μιλήσω εγώ η ίδια?" σκέφτηκε αυτή. "Πρέπει εγώ πραγματικά να τον πω ότι δεν νοιάζομαι γι' αυτόν? Αυτό δεν μπορούσε να είναι αλήθεια. Τότε τι πρέπει να πω? Πρέπει να πω ότι εγώ αγαπώ κάποιον άλλο? Όχι, αυτό είναι αδύνατο! Εγώ θα φύγω. Ναι, θα φύγω."
         Αυτή ήση πλησίαζε την πόρτα όταν άκουσε το βήμα του. "Όχι, αυτό θα ήταν ανέντιμο! Γιατί πρέπει να φοβηθώ? Εγώ δεν έχω κάνει κάτι λάθος. Εγώ θα πω την αλήθεια, όπως έρθει! Παρ'ολα αυτά είναι αδύνατο να νιώσω άβολα μ' αυτόν. Αυτός εδώ είναι!" σκέφτηκε αυτή, καθώς έβλεπε την δυνατή διστακτική φιγούρα του μπροστά της και τα λαμπερά του μάτια να κοιτάζουν σ' αυτή. Αυτή κοίταξε κατευθείαν στο προσωπό του σαν να τον παρακαλούσε να την λυπηθεί, και τον έδωσε στο χέρι της.
         "Εγώ δεν νομίζω ότι έχω έρθει στην σωστή στιγμή, ήρθα τόσο νωρίς," είπε αυτός κοιτάζοντας γύρω το άδειο σαλόνι. Όταν αυτός είδε ότι η προσδοκία ήταν εκπληρωμένη και ότι τίποτα δεν εμπόδιζε την ομιλία του σ' αυτή, το προσωπό του συννέφιασε.
         "Καθόλου," είπε η Κίττη και κάθησε κάτω στο τραπέζι.
         "Αλλά όλο αυτό που εγώ ήθελα ήταν να σε βρω μόνη," άρχησε αυτός, παρ' όλα αυτά στεκόταν όρθιος και απέφευγε το προσωπό της έτσι ώστε να μην χάσει το κουράγιο.
         "Η Μαμά θα είναι κάτω σ' ένα λεπτό. Αυτή ήταν τόσο κουρασμένη χθές..." Αυτή μιλούσε χωρίς να ξέρει τι έλεγε, τα μάτια της επικεντρώθηκαν σ' αυτόν με ένα χαιδευτικό βλέμμα γεμάτο από ικεσία.
         Αυτός κοίταξε σ' αυτή' αυτή κοκκίνησε και έμεινε σιωπηλή.
         "Εγώ σου είπα ότι δεν ξέρω πόσο καιρό μπορώ να μείνω... αυτό εξαρτάται απ' εσένα."
         Το κεφάλι της έπεσε όλο και πιο χαμηλά, γνωρίζοντας την απάντηση που αυτή έπρεπε να δώσει σ' αυτό που ερχόταν.
         "Αυτό μπορεί να εξαρτάται απ' εσένα," επανέλαβε αυτός. "Εγώ θέλω να πω... Εγώ θέλω να πω... Εγώ ήρθα με την πρόθεση... ότι... θα γίνεις συζηγός μου." πρόφερε αυτός γνωρίζοντας δύσκολα τι έλεγε' αλλά νιώθοντας ότι το χειρότερο πέρασε αυτός σταμάτησε και κοίταξε σ' αυτή.
         Αυτή ανέπνεε βαριά και δεν κοιτούσε σ' αυτόν. Αυτή ήταν γεμάτη με έκσταση. Η ψυχή της ήταν πλημμυρισμένη με ευτυχία. Αυτή δεν είχε περιμένει καθόλου ότι μια δήλωση της αγάπης του μπορούσε να κάνει μια τόσο δυνατή εντύπωση σ' αυτή. Αλλά αυτό διήρκησε μόνο για μια στιγμή. Αυτή θυμήθηκε τον Βρόνσκι, σήκωσε τα καθαρά, γεμάτα με αλήθεια μάτια της στο πρόσωπο του Λεβάιν, και παρατηρώντας την απογνωσή του αυτή απάντησε γρήγορα: "Αυτό δεν μπορεί να... συγχωρησέ με."
         Πόσο κοντά σ' αυτόν ήταν πριν ένα λεπτό, πόσο σημαντική στην ζωή του! Και πόσο ξένη και απόμακρη φαινόταν τώρα!
         "Τίποτα άλλο δεν ήταν δυνατό," είπε αυτός, χωρίς να κοιτάζει σ' αυτή, και υποκλινόμενος γύρισε να φύγει...  

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2015

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Δωδέκατο Κεφάλαιο]

                                                                          Κεφάλαιο 12

Η Πριγκίπησσα Κίττη Σετσεμπάτσκαγια ήταν δεκαοχτώ ετών και αυτή ήταν η πρώτη της σεζόν. Η επιτυχία της στην κοινωνία ήταν μεγαλύτερη από τις δύο μεγαλύτερες αδελφές της και ακόμα μεγαλύτερη από την μητέρα της που προσδοκούσαν. Όχι μόνο ήταν σχεδόν όλοι οι νέοι που χόρευαν στους χορούς της Μόσχας ερωτευμένοι με την Κίττη, αλλά δύο σοβαροί υποψήφιοι γαμπροί παρουσιάστηκαν οι ίδιοι γι' αυτή αυτό τον πρώτο χειμώνα: ο Λεβάιν και, αμέσως μετά την αναχώρησή του ο Κόμης Βρόνσκι.
            Η άφιξη του Λεβάιν στην αρχή του χειμώνα, οι συχνές επισκέψεις του και η έκδηλη αγάπη του για την Κίττη προκάλεσαν την πρώτη σοβαρή σκέψη των γονιών της τόσο για τον μέλλον της όσο και για τις λογομαχίες μεταξύ τους. Ο Πρίγκηπας πήρε το μέρος του Λεβαίν και είπε ότι δεν επιθυμεί τίποτα καλύτερο για την Κίττη. Η Πριγκήπισσα με ένα τρόπο που μιλάει γύρω από ένα ζήτημα μια γυναίκα είπε ότι η Κίττη ήταν τόσο νέα, ότι ο Λεβάιν δε είχε δείξει ότι οι προθέσεις του ήταν σοβαρές, ότι η Κίττη δεν ήταν ερωτευμένη με αυτόν, και ούτω καθ' εξής' αλλά αυτή δεν έλεγε τα πιο σημαντικά πράγματα, δηλαδή ότι περίμενε ένα καλύτερο προξενιό για την κόρη της, ότι δεν της άρεσε ο Λεβάιν και δεν τον καταλάβαινε. Όταν ξαφνικά αυτός έφυγε η Πριγκήπισσα ήταν ευχαριστημένη και θριαμβευτικά είπε στον συζηγό της, "Βλέπεις, είχα δίκιο!" Όταν ο Βρόνσκι εμφανίστηκε αυτή ήταν ακόμα πιο ευχαριστημένη και ενδυνάμωσε την άποψη της ότι η Κίττη έπρεπε να όχι μόνο να κάνει ένα καλό αλλά ένα λαμπρό προξενιό.
              Στα μάτια της μητέρας δεν υπήρχε σύγκριση ανάμεσα στον Λεβάιν και στον Βρόνσκι. Αυτή δεν της άρεσαν οι παράξενες και σκληρές κριτηκές του Λεβάιν, ο αδέξιος τρόπος του στην Κοινωνία τον οποίο αυτή απέδιδε με υπερηφάνια, και πως αυτή σκεφτόταν τον παράξενο τρόπο ζωής του στην εξοχή, απασχολούμενο με τα ζώα και τους χωριάτες' συγκεκριμένα δεν της άρεσε το γεγονός ότι όταν ήταν ερωτευμένος με την κότη της αυτός ήρθε στο σπίτι για έξι εβδομάδες σαν να περίμενε και να έψαχνε για κάτι, φοβούμενος να τους κάνει μια τόσο μεγάλη τίμη με το να κάνει μια πρόταση γάμου, και δεν καταλάβαινε ότι, εαν πηγαίνε σε επίσκεψη όπου υπήρχε ένα έτοιμο για γάμο κορίτσι, αυτός πρέπει να ξεκαθαρίσει τις προθέσεις του. Και τότε ξαφνικά έφυγε χωρίς να κάνει πρόταση γάμου!
               "Αυτό είναι ένα καλό πράγμα που αυτός είναι τόσο μη ελκυστικός, και ότι η Κίττη δεν ερωτευμένη με αυτόν," σκέφτηκε η μητέρα της.
               Ο Βρόνσκι ικανοποιούσε όλες τις επιθυμίες της μητέρας: αυτός ήταν πολύ πλούσιος, έξυπνος, διακεκριμένος, με μια λαμπερή στρατιωτική καριέρα πριν από αυτόν, μια θέση στην Αυλή, και ολωσδιόλου ήταν ένας γοητευτικός άνδρας. Τίποτα καλύτερο δεν θα μπορούσε να επιθυμήσει.
               Ο Βρόνσκι ήταν ανοιχτά αφοσιωμένος στην Κίττη όταν αυτοί συναντιούνταν στους χορούς, χόρευε μαζί της, και ερχόταν στο σπίτι, έτσι δεν θα μπορούσε να υπάρχει αμφιβολία για την σταθερότητα των προθεσεών του. Αλλά παρ' όλα αυτά η μητέρα ήταν σε μια τρομερή κατάσταση άγχους και ταραχής όλο αυτό τον χειμώνα.
               Όταν η ίδια η Πριγκήπισσα είχε παντρευτεί, περισσότερο από τριάντα χρόνια πρίν, το προξενιό είχε κανονιστεί από μια θεία. Ο αρραβωνιαστικός της για τον οποίο τα πάντα ήταν γνωστά πρίν έρθει, είδε την ενδιαφερόμενη νύφη του, και τον είδαν από τους ανθρώπους της, έπειτα η προξενήτρα θεία έμαθε αυτό που σκεφτόταν η άλλη πλευρά, και συνέχιζε την πληροφόρηση. Όλα ήταν ικανοποιήτικα. Μετά σε ένα καθορισμένο χρόνο και τόπο έγινε η αναμενώμενη πρόταση και έγινε δεκτή από τους, γονείς της. Τα πάντα έγιναν τόσο εύκολα και απλά. Στο τέλος έτσι φαινόταν στην Πριγκήπισσα. Αλλά στην περίπτωση από τις κόρες της αυτή βίωσε πόσο πραγματικά μακριά ήταν από την εύκολη και απλή η φαινομενικά εύκολη υπόθεση το να παντρεύεις μια κόρη. Τι άγχος έπρεπε να περάσει, πόσα πολλά ζητήματα να σκεφτεί ξανά και ξανά, πόσα πολλά χρήματα να ξοδέψει, πόσες πολλές συγκρούσεις με τον συζηγό της πέρασε, όταν οι δύο μεγαλύτερες της κόρες Ντάρια και Νάταλι παντρεύτηκαν! Τώρα αυτή η μικροτερή της κόρη είχε βγεί έξω αυτή ζούσε μέσα από τους ίδιους φόβους και αμφιβολίες, και είχε ακόμα πιο χειρότερους καβγάδες με τον συζηγό της από ότι είχε για λογαριασμό από τις μεγαλύτερες της κόρες. Όπως όλοι πατέρες, ο ηλικιωμένος Πρίγκηπας ήταν υπερβολικά ακριβής που η αθωότητα και η τιμή από τις κόρες του ήταν φροντισμένες αυτός ήταν χωρίς λόγο ζηλιάρης ειδικά για την Κίττη. την αγαπημένη του κόρη, και σε κάθε βήμα κατέκρινε την Πριγκήπισσα με το να συμβιβαστεί με την κόρη της. Η Πριγκήπισσα είχε συνηθήσει να αναπτύσει αυτό με σεβασμό για τις μεγαλύτερες της κόρες, αλλά τώρα ένιωθε ότι η ακρίβεια του συζύγου της ήταν πιο δικαιολογημένη. Αυτή μπορούσε να δεί ότι τελευταία τα κοινωνικά έθιμα είχαν αλλάξει πάρα πολύ και οι υποχρεώσεις της μητέρας είχαν γίνει ακόμα πιο δύσκολες. Αυτή γνώριζε ότι τα κορίτσια στην ηλικία της Κίττης διαμόρφωναν κοινωνίες κάποιου είδους, πήγεναν σε μαθήματα διαλέξεων, έκαναν ελεύθερα φίλους με άνδρες, και οδηγούσαν μόνες τους μέσα στους δρόμους' πολλοί όχι πλέον υποκλεινώμενοι και πάνω απ' όλα ο καθένας από αυτούς υυποστήρζε σταθερά ότι η επιλογή του συζήγου ήταν δική της υπόθεση και όχι των γονιών της, Στις ημέρες μας αυτοί δεν συνοδεύουν στο γάμο όπως αυτοί συνήθιζαν να κάνουν!" έλεγαν αυτές οι νεαρές κοπέλες, ακόμα και οι ηλικιωμένοι άνθρωποι έλεγαν το ίδιο. Αλλά πως κανονίζονται τώρα οι γάμοι η Πριγκήπισσα δεν μπορούσε να το μάθει από κανένα.
                 Ο Γαλλικός τρόπος των γονιών να αποφασίζουν την μοίρα της κόρης, δεν ήταν αποδεκτός, και ακόμα ήταν κατακριταίος. Ο Αγγλικός τρόπος, το να δίνεις σε ένα κορίτσι πλήρη ελευθερία ήταν επίσης απορριπτέος και θα μπορούσε να ήταν αδύνατο για την Ρώσικη Κοινωνία. Ο Ρώσικος τρόπος το να απασχολείς μια επαγγελματία προξενήτρα, θεωρούνταν τερατώδης, και γελοίο στον καθ' ένα, περιλαμβάνοντας την ίδια την Πριγκήπισσα. Αλλά πως ένα κορίτσι ήταν έτοιμο να παντρευτεί ή πως μια μητέρα ήταν να ετοιμάσει μια κόρη για να την συνοδεύσει σε γάμο, κανείς δεν το ήξερε. Ο καθένας με τον οποίο η Πριγκίπησσα συζητούσε το θέμα έλεγε το ίδιο πράγμα: "Λοιπόν, ξέρεις, στις ημέρας μας είναι καιρός να αφήνουμε τα απαρχαιομένα έθιμα. Ύστερα απ' όλα αυτά οι νέοι άνθρωποι είναι αυτοί που παντεύονται και όχι οι γονείς τους, γι' αυτό πρέπει να τους αφήνουμε να κανονίζουν τα πράγματα όπως αυτοί νομίζουν καλύτερα." Όλο αυτό ήταν πολύ καλό για τους ανθρώπους οι οποίοι δεν είχαν κόρες για να μιλούν κάπως έτσι, αλλά η Πριγκήπισσα ήξερε ότι οι στενές σχέσεις ίσως να ακολουθούνται από αγάπη και ότι η κόρη της ίσως να ερωτευόταν με κάποιον ο οποίος δεν είχε πρόθεση γάμου ή δεν ήταν κατάλληλος για να είναι σύζηγός της. Και οι οποιοιδήποτε άνθρωποι ίσως να έλεγαν πως ο καιρός είχε έρθει όταν οι νέοι άνθρωποι πρέπει να κανονίσουν το μέλλον τους για τους εαυτούς τους, αυτή δεν μπορούσε να πιστέψει πια απ' ότι μπορούσε να πιστεύει ότι τα γεμάτα πιστόλια μπορούν πάντα να είναι τα καλύτερα παιχνίδια για πεντάχρονα παιδιά. Αυτός είναι ο λόγος που η Πριγκίπησσα ήταν πιο αγχωμένη για την Κίττη απ' ότι αυτή ήταν για τις μεγαλύτερες της κόρες.
                  Και τώρα αυτή φοβόταν ότι ο Βρόνσκι ίσως ικανοποιούσε τον εαυτό του φλερτάροντας μόνο με την κόρη της. Αυτή είδε ότι η Κίττη ήταν ερωτευμένη μ' αυτόν, αλλά παρηγορούσε τον εαυτό της με την σκέψη ότι ο Βρόνσκι ήταν ένας ειλικρινής άνδρας και γι' αυτό δεν θα παρηγορούσε να δράσει με ένα τέτοιο τρόπο. Την ίδια στιγμή αυτή ήξρε ότι η ελευθερία που τώρα επιτρέπεται το έκανε εύκολο για ένα άνδρα να γυρίσει το κεφάλι ενός κοριτσιού, και ήξερε πόσο επιπόλαια οι άνδρες παρατηρούσαν μια προσβολή αυτού του είδους. Μια εβδομάδα πρίν, η Κίττη είχε επαναλάβει στην μητέρα της μια συζήτηση που είχε με τον Βρόνσκι ενώ χόρευε μαζούρκα μ' αυτόν. Αυτή η συζήτηση είχε εν μέρει επαναεπιβεβαιώσεί την Πριγκήπισσα αλλά αυτή δεν μπορούσε να νιώσει αρκετά άνετα. Ο Βρόνσκι είχε πει στην Κίττη ότι αυτός και ο αδερφός του ήταν τόσο συνηθισμένοι να υποτάσσονται με τις επιθυμίες της μητέρας τους που αυτοί ποτέ δεν έπερναν τις αποφάσεις τους για να κάνουν ένα σημαντικό βήμα χωρίς να την συμβουλευτούν. "Και τώρα είμαι ειδικά πολύ χαρούμενος που ανυπομονώ για την άφιξη της μητέρας από την Πετρούπολη." είχε πεί αυτός.
                  Η Κίττη είχε διηγηθεί αυτό χωρίς να συνδέσει οποιαδήποτε ειδική έννοια με τα λόγια. Αλλά στην μητέρα της αυτά εμφανίστηκαν με μια διαφορετική απόχρωση, Αυτή ήξερε ότι η ηλικιωμένη κυρία προσδοκούσε αυτή την ημέρα, και θα μπορούσε να εγκρίνει την επιλογή του γιού της' αν και αυτή το θεωρούσε παράξενο που αυτός μπορούσε να αναβάλει την πρόταση για τον φόβο μήπως πληγώσει την μητέρα του, αυτή επιθυμούσε τόσο αυτό τον γάμο, και ειδικά ανακούφηση από το δικό της άγχος, που αυτή το πίστευε.
                  Δύσκολο όπως αυτό ήταν να βλέπει την δυστηχία της Ντόλης, της μεγαλύτερης κόρη της (η οποία σκεφτόταν να αφήσει τον συζηγό της), το άγχος της Πριγκήπισσας όπως για την μοίρα της μικρότερης κόρης, που τώρα επρόκειτο να αποφασιστεί, την απορροφούσε εντελώς. Η άφιξη του Λεβάιν αυτή την ημέρα της εβδομάδας της έδωσε περισσότερη αφορμή για άγχος. Αυτή φοβόταν ότι η κόρη της η οποία κάποια στιγμή φαινόταν να έχει μια βασική στοργή για τον Λεβάιν ίσως να καθοδηγούνταν από ένα υπερβολικό αίσθημα πίστης για να αρνηθεί τον Βρόνκσι, και αυτή φοβόταν ότι γενικά η άφιξη του Λεβάιν ίσως να προκαλούσε περιπλοκές και καθυστερήσεις σε θέματα που τώρα είναι τόσο κοντά στο κλείσιμο.
                  "Έχει επιστρέψει πολύ καιρό?" ρώτησε η Πριγγκήπισσα όταν φτάσανε σπίτι, αναφερόμενη στον Λεβάιν.
                  "Αυτός έφτασε σήμερα, Μαμά."
                  "Υπάρχει ένα πράγμα που θέλω να σου πω..." άρχησε η Πριγκήπισσα, και από το σοβαρό βλέμμα της η Κίττη μάντεψε τι ερχόταν.
                  "Μαμά," είπε αυτή κοκκινίζοντας και στρεφόμενη γρήγορα προς την μητέρα της, "σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, μην τίποτα για αυτό! Εγώ ξέρω, εγώ ξέρω πολύ καλά."
                   Η επιθυμία της ήταν ίδια όπως της μητέρας της, αλλά το κίνητρο του υποκεινούνταν από την επιθυμία της μητέρας της την προσέβαλε.
                   "Εγώ θέλω να πω ότι έχοντας δώσει ελπίδες σ' έναν..."
                   "Αγαπητή μου Μαμά, για Όνομα του Θεού μην μιλάς. Είναι τόσο τρομερό να μιλάω γι' αυτό."
                   "Εγώ δεν θα μιλήσω - μόνο αυτό, αγαπητή μου," είπε η μητέρα, βλέποντας δάκρυα στα μάτια της κόρης της, "... εσύ υποσχέθηκες να μην έχεις μυστηκά από εμένα και εσύ δεν έχεις, ή έχεις?"
                   "Ποτέ, Μαμά, καθόλου," απάντησε η Κίττη κοκκινίζοντας καθώς αυτή κοίταξε την κοίταξε την μητέρα της απευθείας στο πρόσωπο. "Αλλά δεν έχω να πω κάτι προς το παρόν... Εγώ... Εγώ... εάν ευχόμουν να πω κάτι, δεν μπορώ να ξέρω τι να πω ή πως... Εγώ δεν ξέρω..."
                   "Όχι, αυτή δεν θα μπορούσε πιθανών να πεί ένα ψέμα με τέτοια μάτια," σκέφτηκε η μητέρα χαμογελώντας με συγκίνηση και χαρά. Η Πριγκήπισσα χαμογέλασε για να σκεφτεί πόσο άμμεσο και σημαντικό πρέπει να φαινόταν αυτό που συνέβαινε στην δική της ψυχή για το καημένο το κορίτσι.