Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Εικοστό δεύτερο Κεφάλαιο]

                                                            Κεφάλαιο 22


Ο χορός μόλις είχε αρχίσει όταν η Κίττη και η μητέρα της κατέβαιναν τη φαρδιά σκάλα η οποία ήταν πλημμυρισμένη με φως, διακοσμημένη με ανθισμένα φυτά, και απασχολημένη από πουδραρισμένους λακέδες με κόκκινες λιβρέες. Από τη αίθουσα χορού σαν ένα μελίσσι ήρθε από τον φυσιολογικό ήχο της κίνησης, και ενώ αυτές κανόνιζαν τα μαλλιά και τα φορέματα τους μπροστά από ένα καθρέπτη στο κεφαλόσκαλο ανάμεσα στα λουλούδια αυτές άκουσαν τους σωστούς μετρημένους ήχους των βιολιών της ορχήστρας που μόλις ξεκινούσαν το πρώτο βαλς. Ένας κοντός ηλικιωμένος άνδρας, οποίος είχε ισιώσει τα γκρι μαλλιά στους κροτάφους του μπροστά από ένα καθρέπτη και οποίος μύριζε έντονα ένα άρωμα, συνέβη να τις σκουντήξει στα σκαλοπάτια και έκανε στην άκρη με προφανή θαυμασμό για τη Κίττη, την οποία αυτός δεν ήξερε. Ένας νέος χωρίς γένια, ένας από αυτούς τους οποίους ο ηλικιωμένος Πρίγκηπας Σετσερμπάτσκι αποκαλούσε κουτάβια, με ένα πολύ χαμηλό γιλέκο, με τη σφιχτοδεμένη άσπρη γραβάτα του καθώς αυτός πήγαινε από την μια άκρη στη άλλη, υποκλίθηκε σ' αυτές και έτρεξε πίσω αλλά επέστρεψε για να ζητήσει τη Κίττη να χορέψουν μαι καντρίλια. Αυτή είχε χορέψει την πρώτη καντρίλια με τον Βρόνσκι και έπρεπε να δώσει τη δεύτερη σ' αυτό τον νεαρό. Ένας αξιωματικός, φορώντας το γάντι του, στεκόταν δίπλα στη πόρτα για να κάνει χώρο σ' αυτούς και ισιώνοντας το μουστάκι του κοίταξε με εμφανή ευχαρίστηση στη ροδαλή Κίττη.
              Αν και το φόρεμα και το χτένισμά της Κίττης και όλοι οι άλλοι καλλωπισμοί της έδιναν περισσότερο προβληματισμό και σκέψη, αυτή τώρα μπήκε στην αίθουσα του χορού με το περίπλοκο φόρεμα της από λευκό τούλι πάνω από ένα ροζ φουρό, τόσο εύκολα και απλά σαν αυτοί οι φιόγκοι και οι δαντέλες και όλες οι λεπτομέρειες της τουαλέτας της δεν της άξιζαν ή δεν άξιζαν τη προσοχή του κόσμου εκείνη τη στιγμή, σαν αυτή να είχε γεννηθεί σ' αυτό το τούλι και τη δαντέλα και με αυτό το υψηλό χτένισμα και με το τριαντάφυλλο και με τα δύο φίλα στη κορυφή.
              Τότε μόλις πριν μπει στην αίθουσα του χορού, η μητέρα της επιθυμούσε να βάλει αμέσως ένα στρεβλό τελείωμα στη λουρίδα του υφάσματος της, η Κίττη τραβήχτηκε ελαφριά πίσω: αυτή ένιωθε ότι τα πάντα σ' αυτή έπρεπε να είναι φυσιολογικά σωστά και υπέροχα και ότι δεν υπάρχει ανάγκη για να τακτοποιήσει τίποτα.
              Ήταν μια από τις ευτυχισμένες ημέρες της Κίττης. Το φόρεμα της δεν το ένιωθε πουθενά σφιχτό, η δαντέλα γύρω από το στήθος της δεν γλιστρούσε, οι φιόγκοι δεν τσαλακώνονταν ή δεν έβγαιναν τα ροζ παπούτσια της με τα ψηλά κυρτά τους τακούνια δεν χτυπούσαν το πόδι αλλά έδειχναν να κάνουν το πόδι τους ελαφρύτερο. Οι χονδρές μπούκλες από το ξανθό μαλλί τους κρατούνταν επάνω καθώς αυτά είχαν μεγαλώσει τόσο φυσικά στο μικρό κεφάλι. Τα τρία κουμπιά στο καθένα από τα μακριά της γάντια, το οποίο ταίριαζε χωρίς να αλλάξει το σχήμα του χεριού της στερεώθηκαν χωρίς να βγαίνουν. Η μαύρη βελούδινη κορδέλα από το μενταγιόν της αγκάλιαζε τον λαιμό της με ασυνήθιστη απαλότητα. Αυτή η κορδέλα ήταν γοητευτική,και όταν η Κίττη κοίταξε στο λαιμό της στο καθρέπτη στο σπίτι, αυτή ένιωθε ότι αυτή η κορδέλα ήταν πειστική. Ίσως να υπήρχε μια κάποια πιθανή αμφιβολία για ο,τι άλλο, αλλά αυτή η κορδέλα ήταν γοητευτική. Η Κίττη χαμογέλασε, εδώ στο χορό, όταν το πήρε το πήρε το μάτι της ξανά στο καθρέπτη. Οι γυμνοί της ώμοι και τα χέρια της έδιναν μια αίσθηση σαν ψυχρό μάρμαρο, ένα αίσθημα που της άρεσε πάρα πολύ. Τα μάτια της έλαμπαν και αυτή δεν μπορούσε να κρατήσει τα ροζέ χείλη της από το να χαμογελάει στη συναίσθηση της ελκυστικής της εμφάνισης. Πριν αυτή φτάσει το ανοιχτόχρωμο πλήθος των γυναικών με το τούλι, τις κορδέλες, και τη δαντέλα, οι οποίες, περίμεναν τους παρτενέρ (Η Κίττη ποτέ δεν μπήκε σ' ένα από το πλήθος), αυτή ζητήθηκε ήδη για ένα βαλς και ζητήθηκε από το καλύτερο χορευτή, τον αρχηγό της χορευτικής Ιεραρχίας, τον διάσημο αρχηγό της υψηλής κοινωνίας και τελετάρχη, ένας όμορφος και εντυπωσιακός παντρεμένος άνδρας, τον Τζορτζ Κορσύνσκι. Αυτός μόλις είχε αφήσει την Κόμισσα Μπουίν, με την οποία είχε χορέψει τον πρώτο γύρο του βαλς, και κοιτούσε γύρω από τη σφαίρα επιρροής του - αυτό να λέγεται, λίγα ζευγάρια τα οποία είχαν αρχίσει να χορεύουν - αυτός παρατήρησε την Κίττη μόλις μπήκε μέσα. Αυτός την πλησίασε μ' αυτή τη παράξενη ελευθερία και εύκολα κινήθηκε φυσικά αργά μόνο για τους τελετάρχες, υποκλίθηκε, χωρίς ακόμα να ζητήσει τη συναίνεση της έβαλε το χέρι του γύρω από τη αδύνατη μέση της. Αυτή έψαξε για κάποιον να μοιραστεί την χαρά της και η οικοδέσποινα του σπιτιού το έλαβε απ' αυτή με ένα χαμόγελο.
               "Πόσο τέλειο που έχεις έρθει στη σωστή ώρα," είπε αυτός με το χέρι του γύρω από τη μέση της. "Αυτό είναι λάθος των ανθρώπων να έρχονται τόσο αργά."
              Λυγίζοντας το αριστερό της χέρι αυτή έβαλε το χέρι της στο ώμο του, και το μικρό της πόδι μέσα στα ροζ παπούτσια άρχισαν να κινούνται γρήγορα, ελαφριά, και ρυθμικά ταυτόχρονα με τη μουσική, επάνω στο λείο παρκέ πάτωμα.
              "Αυτό είναι μια ξεκούραση για να χορεύω βαλς μαζί σου," είπε αυτός καθώς πήρε τα πρώτα αργά βήματα του χορού. "Τι ελαφρότητα και ακρίβεια! είναι γοητευτικό!" παρατήρησε αυτός, λέγοντας της αυτό που έλεγε σχεδόν σ' όλες τις παρτενέρ τις οποίες αυτός πραγματικά άρεσε.
              Αυτή χαμογέλασε στο έπαινο του, και πάνω από τον ώμο του συνέχισε να ερευνά την αίθουσα του χορού. Αυτή δεν ήταν ένα κορίτσι που μόλις βγήκε έξω, για την οποία όλα τα πρόσωπα στο χορό ήταν αναμειγμένα σ' ένα παραμυθένιο όραμα' ούτε ήταν ένα κορίτσι το οποίο έσερναν από χορό σε χορό μέχρι όλα τα πρόσωπα που ήταν οικεία στη πλήξη. Αυτή ήταν ανάμεσα σ' αυτά τα δύο άκρα, αν και χαρούμενη μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό της αρκετά για να είναι παρατηρητική. Αυτή είδε πως η ελίτ της παρέας ήταν μαζεμένη στη δεξιά γωνία του δωματίου. Εκεί ήταν η όμορφη Λίντα, σύζυγος του Κορσούνσκι, μ' ένα απίθανα χαμηλό φόρεμα, και η οικοδέσποινα, και εκεί έλαμπε το φαλακρό κεφάλι του Κρίβιν ο οποίος ήταν εκεί όπου πάντα ήταν η ελίτ' οι νέοι που δεν είχαν το θάρρος να πλησιάσουν σ' αυτή κοίταζαν σ' αυτή τη κατεύθυνση, και εκεί τα μάτια της Κίττης εντόπισαν τον Στέφεν, και έπειτα το αγαπητό κεφάλι και τη όμορφη φιγούρα της Άννας, με ένα μαύρο βελούδινο φόρεμα. Και αυτός ήταν εκεί. Η Κίττη δεν τον είχε δει από την ημέρα που αρνήθηκε τον Λεβάιν. Με τα διορατικά μάτια αυτή τον αναγνώρισε στη στιγμή και έτσι παρατήρησε ότι αυτός κοίταζε σ' αυτή.
               "Θέλεις να έχουμε άλλη μια στροφή? Δεν κουράστηκες?" ρώτησε ο Κορσούνσκι ο οποίος ήταν λίγο ξέπνοος.
               "Όχι άλλες στροφές, ευχαριστώ."
               "Που μπορώ να σε πάω?"
               "Πιστεύω πως η Άννα Αρκαντίεβνα Καρένινα είναι εδώ, πήγαινε σ' αυτή."
               "Ότι σ' ευχαριστεί."
               Και ο Κορσούνσκι χόρευε βαλς προς τα αριστερά του δωματίου, σιγά-σιγά ελαττώνοντας το βήμα του και επαναλαμβάνοντας, "Με συγχωρείτε, κυρίες, με συγχωρείτε, με συγχωρείτε, κυρίες," καθώς αυτός κατευθυνόταν μέσα από τη θάλασσα δαντέλας, τούλι και κορδελών χωρίς να αγγίζει τόσο πολύ όπως ένα φτερό, και έπειτα γύρισε στη παρτενέρ του τόσο γρήγορα που οι λεπτοί αγκώνες στις διχτυωτές μακριές κάλτσες εμφανίστηκαν καθώς η ουρά της απλώθηκε σαν μια βεντάλια και κάλυψε τα γόνατα του Κρίβιν. Ο Κορσούνσκι υποκλίθηκε, ίσιωσε το φαρδύ του πουκάμισο μπροστά, και προσέφερε στη Κίττη το χέρι του για να συνδεθεί το δικό της με της Άννας. Η Κίττη κοκκίνισε και μια μικρή ζαλάδα, πήρε την ουρά της από τα γόνατα του Κριβίν και κοίταξε γύρω από την Άννα.
               Η Άννα δεν ήταν στα λιλά, το χρώμα που η Κίττη ήταν τόσο σίγουρη ότι αυτή θα μπορούσε να είχε φορέσει, αλλά με ένα βαθύ ντεκολτέ μαύρο φόρεμα, το οποίο αποκάλυπτε όλο τον ώμο και το στήθος της που φαινόταν κομμένο από το παλιό φίλντισι, και οι στρόγγυλοι βραχίονες της με τα πολύ μικρά χέρια. Το φόρεμα της ήταν πλούσια διακοσμημένο με Βενετσιάνικη δαντέλα. Στα μαύρα μαλλιά της, όλα δικά της, αυτή φορούσε μια γιρλάντα από πανσέδες, και στην ζώνη της, ανάμεσα με τη δαντέλα, ένα μπουκέτο από ίδια λουλούδια. Το χτένισμα της ήταν πολύ διακριτικό. Τα μόνα αξιοπρόσεκτα πράγματα σ' αυτό ήταν οι προμελετημένες μπούκλες που πάντα ξεπεταγόταν στους κροτάφους και στον σβέρκο του λαιμού της και πρόσθετε σ' αυτή ομορφιά. Γύρω από τον τέλεια σμιλευμένο λαιμό της αυτή φορούσε μια σειρά από πέρλες.
               Η Κίττη έβλεπε την Άννα κάθε μέρα και ήταν ερωτευμένη μαζί της και πάντα την φανταζόταν με λιλά, αλλά βλέποντας την τώρα με μαύρο αυτή ένιωθε πως ποτέ πριν δεν συνειδητοποίησε την πλήρη γοητεία της. Αυτή τώρα την είδε με ένα νέο και αρκετά αναπάντεχο φως. Αυτή τώρα συνειδητοποίησε ότι η Άννα δεν θα μπορούσε να είχε φορέσει λιλά, και ότι η γοητεία της βρισκόταν ακριβώς στο γεγονός ότι η προσωπικότητα της πάντα βρίσκεται έξω από το φόρεμα της, που το φόρεμα της ποτέ δεν ήταν αξιοπρόσεκτο γι' αυτή. Και το μαύρο βελούδινο φόρεμα με την πλούσια δαντέλα δεν ήταν καθόλου αξιοπρόσεκτο, αλλά εξυπηρετούσε μόνο ως μια μορφή' αυτή μόνη της ήταν αξιοπρόσεκτη - απλή, φυσική, κομψή και την ίδια στιγμή χαρούμενη και ζωντανή. Αυτή βρισκόταν ανάμεσα σ' αυτή την παρέα, πολύ στητή ως συνήθως και μιλούσε με το κύριο του σπιτιού με το κεφάλι της ελαφρώς λυγισμένο προς αυτόν, όταν πλησίασε η Κίττη.
               "Όχι, δεν πρόκειται να ρίξω την πρώτη πέτρα," έλεγε αυτή σε απάντηση για κάποια ερώτηση, προσθέτοντας με ένα ανασήκωμα των ώμων, "αν και εγώ δεν μπορώ να το καταλάβω"' και κάποια στιγμή γύρισε στη Κίττη με ένα τρυφερό προστατευτικό χαμόγελο. Αυτή εξέτασε το φόρεμα της Κίττης με ένα γρήγορο γυναικείο βλέμμα και με μια κίνηση του κεφαλιού της σχεδόν καθόλου αντιληπτό και κατανοητό από την Κίττη, αυτή εξέφρασε την συναίνεση της για το φόρεμα και την ομορφιά της Κίττης.
               "Εσύ όμως ήρθες στο δωμάτιο χορεύοντας" είπε αυτή.
               "Αυτή είναι όμως μια από τις πιο πιστές βοηθούς μου," είπε ο Κορσούνσκι, γυρίζοντας στην Άννα την οποία δεν είχε δει ακόμη. "Η Πριγκίπισσα βοηθά να δημιουργηθεί ένας εύθυμος και ζωηρός χορός. Άννα Αρκαντίεβνα μπορούμε να έχουμε ένα γύρο?" πρόσθεσε αυτός, σκύβοντας προς αυτή.
               "Ο, ξέρεις εσύ κάποιον άλλον?" ρώτησε ο οικοδεσπότης.
               "Ποιόν δεν ξέρουμε? Η σύζυγος μου και εγώ ήμαστε από τους άσπρους λύκους, όλοι μας ξέρουν," απάντησε ο Κορσούνσκι. "Άννα Αρκαντίεβνα μόνο ένα γύρο?"
               "Εγώ δεν χορεύω εάν είναι πιθανό να μην γίνει," είπε αυτή.
               "Άλλα απόψε αυτό δεν είναι πιθανό," αστειεύτηκε αυτός.
               Εκείνη τη στιγμή πλησίαζε ο Βρόνσκι.
               "Λοιπόν, αφού αυτό είναι πιθανό να μην χορέψουμε απόψε, ας χορέψουμε," είπε αυτή χωρίς να δώσει σημασία στην υπόκλιση του Βρόνσκι και γρήγορα έβαλε το χέρι της στον ώμο του Κορσούνσκι.
               "Γιατί αυτή είναι δυσαρεστημένη μαζί του?" σκέφτηκε η Κίττη, παρατηρώντας ότι η Άννα σκόπιμα δεν έδωσε σημασία στην υπόκλιση του Βρόνσκι. Αυτός ήρθε στην Κίττη, υπενθυμίζοντας την τη πρώτη καντρίλια, και μετάνιωσε που αυτός δεν την είχε δει για πολύ ώρα. Η Κίττη, ενώ κοίταζε με θαυμασμό στην Άννα που χόρευε, άκουγε σ' αυτόν, περιμένοντας να της ζητήσει να χορέψουν βαλς, αλλά αυτός δεν αυτός δεν το έκανε έτσι και αυτή κοίταξε σ' αυτόν με έκπληξη. Αυτός κοκκίνισε και βιαστικά την ζήτησε να χορέψουν, αλλά μόλις και μετά βίας αυτός έβαλε το χέρι τους γύρω από την αδύνατη μέση της και ξεκίνησε ένα βήμα όταν σταμάτησε η μουσική. Η Κίττη κοίταξε μέσα στο πρόσωπο του το οποίο ήταν τόσο κοντά στο δικό της, αλλά για χρόνια μετά - αυτό το τόσο ερωτευμένο βλέμμα το οποίο τότε τον έδωσε, και το οποίο συνάντησε χωρίς απάντηση από αυτόν, της ράγισε την καρδιά με αβάσταχτη ντροπή.
               "Συγνώμη, συγνώμη, ένα βαλς - ένα βαλς," φώναξε ο Κορσούνσκι από την άλλη άκρη του δωματίου, και πιάνοντας το πρώτο κορίτσι μέσα στο πλήθος αυτός άρχισε να χορεύει.