Τρίτη 29 Αυγούστου 2017

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Εικοστό τρίτο Κεφάλαιο]

                                                              Κεφάλαιο 23


Ο Βρόνσκι και η Κίττη χόρεψαν αρκετές φορές γύρω από το δωμάτιο και όταν η Κίττη πήγε στη μητέρα της, αλλά δύσκολα αυτή είχε ανταλλάξει μερικές κουβέντες με την Κόμισσα Νόρντστον πριν ο Βρόνκσι επιστρέψει για να την πάρει για τη πρώτη καντρίλια. Τίποτα συγκεκριμένο δεν είπαν κατά τη διάρκεια της καντρίλιας: αυτοί μιλούσαν σε σύντομα διαστήματα για τους Κορσούνσκι, τον σύζυγο και τη σύζυγο, τους οποίους ο Βρόνσκι πολύ εύθυμα τους περιέγραψε ως αγαπητά σαραντάχρονα παιδιά, και για το προτεινόμενο Κοινωνικό Σκηνικό, και μόνο όταν η συζήτηση την άγγιξε στο ευαίσθητο σημείο - όταν αυτός την ρώτησε για τον Λεβάιν που αυτός ήταν ακόμα στη Μόσχα, και πρόσθεσε ότι αυτός τον είχε συμπαθήσει πάρα πολύ. Αλλά η Κίττη δεν περίμενε περισσότερα από μια καντρίλια, αυτή περίμενε με ένα πιάσιμο στη καρδιά της για τη μαζούρκα. Αυτό της φαινόταν ότι η μαζούρκα θα μπορούσε να ρυθμίσει τα πάντα. Αυτό που δεν την ζήτησε για τη μαζούρκα ενώ αυτοί χόρευαν την καντρίλια δεν την ενόχλησε. Αυτή ήταν σίγουρη ότι θα μπορούσε να χορέψει τη μαζούρκα μαζί τους όπως στους προηγούμενους χορούς, και αρνήθηκε άλλους πέντε παρτενέρ για αυτό το χορό, λέγοντας ότι αυτή ήταν ήδη δεσμευμένη. Ο υπόλοιπος χορός μέχρι την καντρίλια ήταν για την Κίττη ένα μαγικό όνειρο χαριτωμένων λουλουδιών, ήχων και κινήσεων. Αυτή σταμάτησε να χορεύει μόνο όταν ένιωσε πολύ κουρασμένη και έπρεπε να ζητήσει για να της επιτραπεί ένα διάλειμμα. Αλλά ενώ χόρευε την τελευταία με έναν από τους ανιαρούς νέους ο οποίος δεν θα μπορούσε να αρνηθεί, αυτή συνέβη να είναι απέναντι στη Άννα. Αυτή δεν είχε έρθει απέναντι με την Άννα από την αρχή του χορού, και τώρα αυτή ξαφνικά την έβλεπε ξανά με ένα διαφορετικό και απρόσμενο φως. Παρατήρησε ότι η Άννα ήταν πανευτυχής με την επιτυχία, ένα συναίσθημα που η Κίττη γνώριζε τόσο καλά. Αυτή είδε ότι η Άννα ήταν μεθυσμένη από την έκταση που αυτή είχε προκαλέσει. Αυτή γνώριζε το συναίσθημα και ήξερε τα συμπτώματα του, και τα αναγνώριζε στην Άννα - αυτή είδε το τρεμουλιαστό φως να λάμπει στα μάτια της, το χαμόγελο της χαράς και της ευτυχίας που αθέλητα σούφρωναν τα χείλη της, και η σωστά χαριτωμένη, ακρίβεια και η ελαφρότητα των κινήσεων της.
                 "Ποιος είναι η αιτία?" ρώτησε τον εαυτό της. "Όλοι ή μόνο ένας?" Και χωρίς να προσπαθήσει να βοηθήσει τον νεαρό παρτενέρ της ο οποίος θλιβερά αγωνιζόταν να συνεχίσει τον ειρμό της συζήτησης τον οποίο αυτός έχασε, καθώς αυτή μηχανικά υπάκουε τις χαρούμενες, ηχηρές, και αυταρχικές οδηγίες του Κορσούνσκι, ο οποίος έδινε εντολή στον καθένα να σχηματίσουν τώρα ένα μεγάλο κύκλο, τώρα μια αλυσίδα, αυτή παρακολουθούσε και η καρδιά της λύγιζε όλο και περισσότερο.
                 "Όχι, αυτό δεν είναι ο θαυμασμός του πλήθους που την μεθάει, αλλά η έκσταση κάποιου και αυτός ο κάποιος είναι... μπορεί να είναι αυτός?"
                 Κάθε φορά που αυτός μιλούσε στην Άννα ένα χαρούμενο φως άναβε στα μάτια της και ένα χαμόγελο ευχαρίστησης κάλυπτε τα ροδαλά χείλη της. Έδειχνε να κάνει προσπάθειες για να συγκρατήσει τα σημάδια χαράς, αλλά αυτά φαινόταν στο πρόσωπο της σύμφωνα με τα δικά τους. "Αλλά γιατί μ' αυτόν?" η Κίττη τον κοίταξε και γέμισε με φόβο. Αυτό που έβλεπε τόσο καθαρά στον καθρέπτη του προσώπου της Άννας, αυτή έβλεπε σ' αυτόν. Τι είχε γίνει ο συνηθισμένος ήρεμος και σταθερός του τρόπος και η προσεκτικά ήρεμη έκφραση του προσώπου του? Κάθε φορά που αυτός γύριζε προς την Άννα αυτός ελαφρώς έσκυβε το κεφάλι του σαν να ήθελε να πέσει μπροστά της, και στα μάτια του υπήρχε μια έκφραση υποταγής και φόβου. "Εγώ δεν επιθυμώ να προσβάλλω," έδειχνε να λέει το κάθε του βλέμμα, "Εγώ μόνο επιθυμώ να σώσω τον εαυτό μου, αλλά δεν ξέρω πως." Το πρόσωπο του είχε μια έκφραση την οποία αυτή δεν είχε δει ποτέ πριν.
                  Αυτοί μιλούσαν για τους κοινούς τους φίλους, συνεχίζοντας μια πιο ασήμαντη συζήτηση, αλλά αυτό φαινόταν στην Κίττη ότι κάθε λέξη που έλεγαν αποφάσιζαν την δική τους και την δική της τύχη. Και, παράξενο να λέγεται, αν και αυτοί μιλούσαν για τον Ιβάν Ιβάνιτσ, οποίος γινόταν τόσο γελοίος με τα Γαλλικά του, και πως η δις Ελέτσκαγια μπορούσε να κάνει ένα καλύτερο προξενιό, έτσι αυτά τα λόγια ήταν σημαντικά γι' αυτούς και τα αισθανόταν όπως η Κίττη. Μια ομίχλη κάλυψε τον χορό και όλο τον κόσμο στην ψυχή της Κίττης. Μόνο η πλήρη εκπαίδευση που αυτή είχε λάβει και την υποχρέωνε να κάνει κάτι που περίμενε απ' αυτή, είναι, να χορεύει, να απαντάει σε ερωτήσεις που της τίθενται, να μιλάει, ακόμα και να χαμογελάει. Αλλά πριν αρχίσει η μαζούρκα, όταν οι καρέκλες ήταν ήδη τοποθετημένες γι' αυτό, και αρκετά ζευγάρια μετακινήθηκαν από την μικρή στην μεγάλη αίθουσα, η Κίττη κυριεύτηκε κάποια στιγμή με απόγνωση. Αυτή είχε αρνηθεί πέντε άνδρες οι οποίοι την ζήτησαν για την μαζούρκα και τώρα δεν είχε παρτενέρ γι' αυτή. Αυτή δεν είχε ακόμα την ελπίδα να την ξανά ζητήσουν απλώς επειδή αυτή είχε τόση επιτυχία στην Κοινωνία για οποιονδήποτε νομίζει ότι αυτή ήδη δεσμευμένη για τον χορό. Αυτή πρέπει να πει στην μητέρα της ότι ένιωθε άρρωστη και ότι πρέπει να πάει σπίτι, αλλά δεν είχε την δύναμη για να το κάνει. Αυτή ένιωθε αρκετά αρκετά συντετριμμένη.
                   Πήγε στην άλλη άκρη του μικρού σαλονιού και βυθίστηκε σε μια άνετη καρέκλα. Η ελαφριά φούστα της βγήκε έξω σαν ένα σύννεφο γύρω από το αδύναμο δώμα της' το λεπτό γυμνό κοριτσίστικο χέρι έπεσε αδιάφορα και βυθίστηκε στις ροζ πιέτες από την μπλούζα της, το άλλο χέρι κρατούσε μια βεντάλια με την οποία αυτή γρήγορα έκανε αέρα το κοκκινισμένο της πρόσωπο. Αλλά αν και αυτή έμοιαζε σαν μια πεταλούδα που καθόταν στο χορτάρι του γρασιδιού και έτοιμη σε οποιαδήποτε στιγμή να φτερουγίσει και να απλώσει τα φτερά της στα χρώματα του ουράνιου τόξου, η καρδιά της ήταν συντετριμμένη με τεράστια απόγνωση.
                  "Αλλά ίσως εγώ να κάνω λάθος, ίσως αυτό δεν ήταν τίποτα τέτοιο?" και αυτή ξανά θυμήθηκε όλο αυτό που είχε γίνει μάρτυρας.
                  "Κίττη, τι σημαίνει αυτό?" ρώτησε η Κόμισσα Νόρντστον, πατώντας χωρίς να ακούσει επάνω στο χαλί. "Δεν καταλαβαίνω."
                  Κανένα χείλη της Κίττη δεν έτρεμε, και αυτή σηκώθηκε γρήγορα.
                 "Κίττη, δεν χόρεψες την μαζούρκα?"
                 "Όχι, όχι," είπε η Κίττη με μια τρεμουλιαστή φωνή με δάκρυα.
                 "Αυτός την ζήτησε για την μαζούρκα εν παρουσία μου." είπε η Κόμισσα, γνωρίζοντας ότι η Κίττη θα μπορούσε να καταλάβει ποιους εννοεί με το "αυτόν" και "αυτή" "Αυτή ρώτησε, 'δεν θα χορέψετε με την Πριγκίπισσα Σετσερμπάτσκακι?"
                 "Ω! Όλο αυτό είναι το ίδιο για εμένα!" απάντησε η Κίττη. Κανένας άλλα μόνο η ίδια καταλάβαινε την θέση της, επειδή κανείς δεν γνώριζε ότι αυτή μόλις πριν λίγες ημέρες αρνήθηκε έναν άνδρα τον οποίο ίσως αυτή αγαπούσε και τον αρνήθηκε επειδή εμπιστεύτηκε κάποιον άλλον.
                 Η Κόμισσα Νόρντστον, η οποία ήταν υποχρεωμένη στον Κορσούνκσι για την μαζούρκα, τον είπε να ζητήσει την Κίττη αντί γι' αυτή.
                 Η Κίττη χόρεψε το πρώτο μέρος, και ευτυχώς γι'αυτή δεν ήταν υποχρεωμένη να μιλάει, επειδή ο Κορσούνσκι έτρεχε όλη την ώρα δίνοντας εντολές για τον τομέα του. Ο Βρόνσκι και η Άννα κάθισαν σχεδόν απέναντι της. Και αυτή τους είδε με τα διορατικά της μάτια, τους είδε πολύ κοντά, όπως, όταν αυτοί συναντήθηκαν στο χορό, και επιπλέον αυτή τους είδε με περισσότερη σιγουριά ότι το πλήγμα είχε συμβεί. Αυτή είδε ότι ένιωθαν σαν ήταν μόνοι τους σ' αυτή τη γεμάτη με κόσμο αίθουσα του χορού. Στο πρόσωπο του Βρόνσκι, συνήθως το τόσο σταθερό και με αυτοπεποίθηση αυτή παρατήρησε αυτή την έκφραση αμηχανίας και υποταγής η οποία την είχε τόσο εκπλήξει- μια έκφραση όπως αυτή ενός έξυπνου σκυλιού όταν νιώθει ένοχο.
                 Η Άννα χαμογέλασε- και το χαμόγελο πήγε σ' αυτόν' αυτή έγινε σκεπτική και αυτός σοβαρός. Κάποια υπερφυσική δύναμη έλκυε τα μάτια της Κίττης στο πρόσωπό της Άννας. Αυτή φαινόταν γοητευτική με το απλό μαύρο φόρεμα της' τα χέρια της γεμάτα με τα βραχιόλια, ο σφιχτός λαιμός της με την σειρά από μαργαριτάρια γύρω από αυτόν, τα σγουρά μαλλιά της τώρα ήταν ανακατεμένα, κάθε υπέροχη κίνηση των μικρών της ποδιών και χεριών, το όμορφο, ζωηρό της πρόσωπο- όλα σ' αυτή ήταν μαγευτικά, αλλά υπήρχε κάτι τρομερό και οδυνηρό στην γοητεία της.
                 Η Κίττη την θαύμαζε ακόμα πιο πολύ από πριν, και υπέφερε ακόμα περισσότερο. Αυτή η ίδια ένιωθε συντετριμμένη και το πρόσωπο της το εξέφραζε αυτό.
                 Όταν ο Βρόνσκι συνέβαινε να την γυροφέρνει καθώς αυτοί χόρευαν, αυτός κάποια στιγμή δεν την αναγνώρισε, τόσο αλλαγμένη ήταν.
                 "Ένας υπέροχος χορός," παρατήρησε αυτός για να πει κάτι.
                 "Ναι," απάντησε αυτή.
                 Στη μέση της μαζούρκας, εκτελώντας μια περίπλοκη φιγούρα επινοημένη από τον Κορσούνσκι, η Άννα βάδισε στη μέση του δωματίου και διάλεξε δύο άνδρες και δύο γυναίκες, μια από τις οποίες ήταν η Κίττη, για να χορέψει μαζί της. Η Κίττη, όπως αυτή πήγαινε προς την Άννα, κοίταξε σ' αυτή με φόβο. Η Άννα με μισόκλειστα τα μάτια της να κοιτάζει στην Κίττη, χαμογέλασε και πίεσε το χέρι της, αλλά παρατηρώντας ότι η Κίττη ανταποκρίθηκε μόνο στο χαμόγελο της από ένα βλέμμα έκπληξης και απόγνωσης, γύρισε το πρόσωπό της από αυτή και μιλούσε εύθυμα με μια άλλη κυρία.
                 "Ναι, υπάρχει κάτι παράξενο, σατανικό και μαγικό, μ' αυτή," σκέφτηκε η Κίττη.
                 Η Άννα δεν επιθυμούσε να μείνει στο δείπνο, αλλά ο κύριος του σπιτιού προσπάθησε να την πείσει να μείνει.
                 "Έλα, Άννα Αρκαντίεβνα," άρχισε ο Κορσούνσκι, τραβώντας το γυμνό της μπράτσο κάτω από το δικό του, "Εγώ έχω μια τόσο καλή ιδέα για ένα κοτιγιόν - Ένα κόσμημα." Και αυτός κινήθηκε αργά προσπαθώντας να την πάρει μαζί του. Ο οικοδεσπότης τους χαμογέλασε επιδοκιμαστικά.
                 "Όχι δεν θα μείνω," απάντησε η Άννα, χαμογελώντας, και παρά το χαμόγελο της ο Κορσούνσκι και ο οικοδεσπότης κατάλαβαν από το σταθερό τόνο της φωνής της πως αυτή δεν μπορούσε να μείνει.
                 "Όχι, καθώς αυτό είναι που έχω χορέψει περισσότερο στην Μόσχα για τον δικό σας χορό απ' ότι έχω χορέψει όλο τον χειμώνα στην Πετρούπολη," είπε η Άννα ψάχνοντας για τον Βρόνσκι ο οποίος στεκόταν δίπλα της. "Εγώ πρέπει να ξεκουραστώ πριν από το ταξίδι."
                 "Λοιπόν πράγματι φεύγεις αύριο?" ρώτησε ο Βρόνσκι.
                 "Ναι, έτσι νομίζω," απάντησε η Άννα, καθώς εξεπλάγην από την αυθάδεια της ερώτησης του αλλά η ανεξέλεγκτη λάμψη των ματιών της και το χαμόγελο της τον έκαψαν καθώς αυτή πρόφερε τις λέξεις.
                 Η Άννα δεν έμεινε για το δείπνο, αλλά έφυγε.