Τετάρτη 17 Ιουνίου 2015

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Δέκατοτριτο Κεφάλαιο]

                                                               ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13


Κατά το διάστημα μεταξύ του δείπνου και της αρχής από το βραδυνό πάρτι, η Κίττη βίωσε κάτι παρόμοιο με τα συναισθήματα ενός νεαρού άνδρα πρίν από μια μάχη. Η καρδιά της χτυπούσε βίαια και δεν μπορούσε να εστιάσει τις σκέψεις της σε τίποτα.
        Αυτή ένιωσε ότι αυτό το βράδυ, όταν αυτοί οι δύο νέοι άνδρες επρόκειτο να συναντηθούν για πρώτη φορά, μπορούσαν να αποφασίσουν την μοίρα της' και αυτή τους κρατούσε προσωπογραφημένους για τον εαυτό της, τώρα ξεχωριστά και τώρα μαζί. Όταν αυτή σκέφτηκε για το παρελθόν, αυτή έμενε με ευχαρίστηση και στοργηκότητα στις παλειές της σχέσεις με τον Λεβάιν. Οι αναμνήσεις από την παιδική ηλικία και η φιλία του Λεβάιν με το νεκρό αδερφό της πρόσφεραν μια παράξενη ποιητική γοητεία στις σχέσεις της με αυτόν. Η αγάπη του γι' αυτήν, από την οποία ένιωθε την βεβαιότητα της, την κολακία της και την χαρά της, και αυτή δεν μπορούσε να σκεφτεί γι' αυτόν με ελαφριά καρδιά. Με την σκέψη της στον Βρόνσκι που ήταν αναμιγμένη με κάποια ανησυχία, αν και αυτός ήταν ένας υπερβολικά καλοαναθρεμένος και ήρεμος άνδρας' μια αίσθηση κάτι λάθους, όχι σ' αυτόν, για αυτόν ήταν πολύ απλή και ευγενική, αλλά για τον εαυτό της' όπου σε συνδυασμό με τον Λεβάιν αυτή η ίδια ένιωθε αρκετά απλή και ξεκάθαρη. Από την άλλη πλευρά όταν αυτή ζωγράφισε στον εαυτό της ένα μέλλον με τον Βρόνσκι ένα λαμπερο όραμα ευτυχίας σηκώθηκε μπροστά της, ενώ ένα μέλλον με τον Λεβάιν εμφανίστηκε τυληγμένο στην ομίχλη.
         Πηγαίνοντας επάνω για να ντυθεί για το βράδυ και κοιτάζοντας στον καθρέπτη, αυτή παρατήρησε με ευχαρίστηση ότι αυτή ήταν μια από τις πιο καλύτερες της ημέρες, και ότι αυτή βρισκόταν σε πλήρη ανάκτηση των δυνάμεων της, τις οποίες ήθελε τόσο πολύ γι' αυτό που βρισκόταν πίσω της.
         Στις επτά και μισή, καθώς σύντομα αυτή είχε κατέβει στο σαλόνι, ο υπηρέτης ανάγγειλε "Κωνσταντίν Ντμίτριχ Λεβάιν!" Η Πριγκήπισσα ήταν ακόμα στο υπνοδωμάτιο της, ούτε ο Πρίγκηπας είχε ακόμα κατέβει κάτω.
         "Ας γίνει λοιπόν!" σκέφτηκε η Κίττη και το αίμα έτρεξε στην καρδιά της. Κοιτάζοντας στον καθρέπτη αυτή τρόμαξε με την χλωμότητα της.
          Αυτή ένιωσε σίγουρη ότι αυτός είχε έρθει τόσο νωρίς με σκοπό να την δεί μόνη της και ννα την κάνει πρόταση γάμου. Και τώρα για πρώτη φορά το θέμα παρουσιαζόταν το ίδιο σ' αυτή με ένα διαφορετικό και εντελώς νέο φώς. Μόνο που τώρα αυτή συνειδητοποιήσε ότι αυτό το θέμα (με τον οποίο αυτή θα μπορούσε να είναι ευτυχισμένη, ο οποίος ήταν ο άνδρας που αυτή αγαπούσε) δεν ανησυχούσε μόνο η ίδια, αλλά αυτή την στιγμή έπρεπε να πληγώσει έναν άνδρα που αυτή νιαζόταν, και να τον πληγώσει σκληρά... Γιατί? Επειδή ο αγαπητός σύντροφος ήταν ερωτευμένος μαζί της. Αλλά δεν μπορούσε να βοηθήσει, αυτό ήταν αναγκαίο και πρέπει να γίνει.
         "Ωχ Θέε μου, πρέπει να το μιλήσω εγώ η ίδια?" σκέφτηκε αυτή. "Πρέπει εγώ πραγματικά να τον πω ότι δεν νοιάζομαι γι' αυτόν? Αυτό δεν μπορούσε να είναι αλήθεια. Τότε τι πρέπει να πω? Πρέπει να πω ότι εγώ αγαπώ κάποιον άλλο? Όχι, αυτό είναι αδύνατο! Εγώ θα φύγω. Ναι, θα φύγω."
         Αυτή ήση πλησίαζε την πόρτα όταν άκουσε το βήμα του. "Όχι, αυτό θα ήταν ανέντιμο! Γιατί πρέπει να φοβηθώ? Εγώ δεν έχω κάνει κάτι λάθος. Εγώ θα πω την αλήθεια, όπως έρθει! Παρ'ολα αυτά είναι αδύνατο να νιώσω άβολα μ' αυτόν. Αυτός εδώ είναι!" σκέφτηκε αυτή, καθώς έβλεπε την δυνατή διστακτική φιγούρα του μπροστά της και τα λαμπερά του μάτια να κοιτάζουν σ' αυτή. Αυτή κοίταξε κατευθείαν στο προσωπό του σαν να τον παρακαλούσε να την λυπηθεί, και τον έδωσε στο χέρι της.
         "Εγώ δεν νομίζω ότι έχω έρθει στην σωστή στιγμή, ήρθα τόσο νωρίς," είπε αυτός κοιτάζοντας γύρω το άδειο σαλόνι. Όταν αυτός είδε ότι η προσδοκία ήταν εκπληρωμένη και ότι τίποτα δεν εμπόδιζε την ομιλία του σ' αυτή, το προσωπό του συννέφιασε.
         "Καθόλου," είπε η Κίττη και κάθησε κάτω στο τραπέζι.
         "Αλλά όλο αυτό που εγώ ήθελα ήταν να σε βρω μόνη," άρχησε αυτός, παρ' όλα αυτά στεκόταν όρθιος και απέφευγε το προσωπό της έτσι ώστε να μην χάσει το κουράγιο.
         "Η Μαμά θα είναι κάτω σ' ένα λεπτό. Αυτή ήταν τόσο κουρασμένη χθές..." Αυτή μιλούσε χωρίς να ξέρει τι έλεγε, τα μάτια της επικεντρώθηκαν σ' αυτόν με ένα χαιδευτικό βλέμμα γεμάτο από ικεσία.
         Αυτός κοίταξε σ' αυτή' αυτή κοκκίνησε και έμεινε σιωπηλή.
         "Εγώ σου είπα ότι δεν ξέρω πόσο καιρό μπορώ να μείνω... αυτό εξαρτάται απ' εσένα."
         Το κεφάλι της έπεσε όλο και πιο χαμηλά, γνωρίζοντας την απάντηση που αυτή έπρεπε να δώσει σ' αυτό που ερχόταν.
         "Αυτό μπορεί να εξαρτάται απ' εσένα," επανέλαβε αυτός. "Εγώ θέλω να πω... Εγώ θέλω να πω... Εγώ ήρθα με την πρόθεση... ότι... θα γίνεις συζηγός μου." πρόφερε αυτός γνωρίζοντας δύσκολα τι έλεγε' αλλά νιώθοντας ότι το χειρότερο πέρασε αυτός σταμάτησε και κοίταξε σ' αυτή.
         Αυτή ανέπνεε βαριά και δεν κοιτούσε σ' αυτόν. Αυτή ήταν γεμάτη με έκσταση. Η ψυχή της ήταν πλημμυρισμένη με ευτυχία. Αυτή δεν είχε περιμένει καθόλου ότι μια δήλωση της αγάπης του μπορούσε να κάνει μια τόσο δυνατή εντύπωση σ' αυτή. Αλλά αυτό διήρκησε μόνο για μια στιγμή. Αυτή θυμήθηκε τον Βρόνσκι, σήκωσε τα καθαρά, γεμάτα με αλήθεια μάτια της στο πρόσωπο του Λεβάιν, και παρατηρώντας την απογνωσή του αυτή απάντησε γρήγορα: "Αυτό δεν μπορεί να... συγχωρησέ με."
         Πόσο κοντά σ' αυτόν ήταν πριν ένα λεπτό, πόσο σημαντική στην ζωή του! Και πόσο ξένη και απόμακρη φαινόταν τώρα!
         "Τίποτα άλλο δεν ήταν δυνατό," είπε αυτός, χωρίς να κοιτάζει σ' αυτή, και υποκλινόμενος γύρισε να φύγει...  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου