Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Δέκατο Κεφάλαιο]

                                                                  ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

Όταν αυτοί μπήκαν στο εστιατόριο ο Λεβάιν δεν μπορούσε να μην βοηθήσει παρατηρώντας κάτι το ασυνήθιστο στην έκφραση του φίλου του, ένα είδος έκπληκτης λάμψης στο προσωπό του και σε όλη την φιγούρα του. Ο Ομπλόνσκι έβγαλε το παλτό του και με το καπέλο στην μια πλεύρα περπάτησε μέσα στην τραπεζαρία, δίντας τις εντολές του στους Βάρβαρους σερβιτόρους με τα φράκα τους, με τις πετσέτες φαγητού κάτω από τα χέρια τους, τα οποία ενώθηκαν τα ίδια μ' αυτόν. Κάνωντας υποκλήσεις αριστερά και δεξιά στους γνωστούς του, οι οποίοι εδώ ήταν όπως κάπου αλλού, τον χαιρετούσαν χαρούμενα, αυτός πέρασε στον μπουφέ, ήπιε ένα ποτήρι βότκα και έφαγε λίγο από το ορεκτικό, και είπε κάτι την βαμένη Γαλλίδα, στολισμένη με κορδέλες και δαντέλες, η οποία καθόταν σε ένα μικρό ταμείο - κάτι που έκανε ακόμα και αυτή την Γαλλίδα να σκάσει σ' ένα ντροπαλό γέλιο.
                     Ο Λεβάιν δεν πήρε καμία βότκα, απλά επειδή αυτή η Γαλλίδα - μακιγιαριμένη όπως αυτή φαινόταν σ' αυτόν, λόγω λάθπυς μαλλιών, πουδραρίσματος, και καλλωπισμού - ήταν προσβλητικό γι' αυτόν. Αυτός απομακρύνθηκε από αυτήν όπως από κάποιο βρώμικο μέρος. Όλη του η ψυχή ήταν γεμάτη με την εικόνα της Κίττης, και τα μάτια του έλαμψαν με ένα χαμόγελο θριάμβου και ευτυχίας.
                      "Από εδώ, παρακαλώ η Εξοχότητα σας! Από εδώ - κανένας δεν θα ενοχλήσει εδώ την Εξοχότητα σας," είπε ένα ειδικά υπερβολικός εξυπηρετικός σερβιτόρος, ένας ηλικιωμένος ασπρομάλλης Βάρβαρος σερβιτόρος τόσο φαρδύς στους γοφούς που οι ουρές του φράκου του χωριζόταν πίσω του.
                      "Εαν σας ευχαριστεί, η Εξοχότητα σας," είπε αυτός, στρεφόμενος στον Λεβάιν και ως ένα σημάδι σεβασμού στον Ομπλόνσκι δίνοντας προσοχή στο καλεσμένο του. Στην στιγμή αυτός είχε στρώσει ένα νέο ύφασμα στο στρόγγυλο τραπέζι ήδη καλυμένο με ένα ύφασμα κάτω από ένα χάλκινο πολυέλαιο, μετακίνησε δύο βελούδινα καθήσματα στο τραπέζι, και στεκόταν με μια πετσέτα φαγητού και το μενού περιμένοντας την παραγγελία.
                      "Εαν η Εξοχότητα σας θα της άρεσε ένα ιδιωτικό δωμάτιο, ένα θα είναι διαθέσιμο σε λίγες στιγμές. Ο Πρίγκηπας Γκολίτζιν είναι εκεί με μια κυρία. Εμείς έχουμε μερικά φρέσκα στρείδια μέσα, κύριε."
                      "Α - στρείδια!" ο Ομπλόνσκι σταμάτησε και σκέφτηκε.
                      "Θέλεις να αλλάξουμε το μενού μας Λεβάιν?" είπε αυτός, με το δαχτυλό του στο μενού και το πρόσωπο του εξέφρασε ένα σοβαρό σάστισμα. "Αλλά τα στρείδια είναι πραγματικά καλά? Τώρα πρόσεχε..."
                      "Πραγματικά Φλένσμπουργκ, Εξοχότατε! Εμείς δεν έχουμε ούτε ένα Όστεντ."
                      "Αυτά ίσως να είναι Φλένσμπουργκ, αλλά είναι φρέσκα?"
                      "Αυτά έφθασαν μόλις χθές."
                      "Λοιπόν τότε, θέλεις να αρχήσουμε με τα στρείδια και αλλάζουμε το υπόλοιπο σχέδιο του δείπνου μας, ε?"
                      "Δεν με νοιάζει. Μου αρέσει φαγόπυρος χυλός από βρόμη και σούπα λαχάνων καλύτερα, αλλά αυτοί δεν έχουν τέτοια πράγματα εδώ."
                      "Θα σας άρεσε Φαγόπυρο α λα Ρούς?" είπε ο Βάρβαρος σερβιτόρος, σκύβωντας επάνω στον Λεβάιν όπως μια τροφός πάνω από το παιδί.
                      "Όχι αστιευόμουν, οτιδήποτε διαλέξεις εσύ θα μου ταιριάζει. Εγω έχω κάνει πατινάζ και πεινάω! Μην νομίζεις ότι δεν εκτιμώ την επιλογή σου," πρόσθεσε αυτός, παρατηρώντας ένα δυσάρεστο βλέμμα στο πρόσωπο του Ομπλόνσκι. "Εγω πρέπει να είμαι χαρούμενος για ένα καλό δείπνο."
                      "Έτσι νομίζω και εγώ! Πες τι σου αρέσει, αυτό είναι από τις ευχαριστίες της ζωής!" είπε ο Ομπλόνσκι. "Λοιπόν τότε, καλέ μου σύντροφε, φέρε μας δύο - ή αυτό που θα είναι τόσο λίγο... τρεις ντουζίνες στρείδια, και σούπα λαχανικών..."
                      "Ανοιξιάτικη," ήχησε χαρμόσυνα στον σερβιτόρο ήθελε να τον δώσει την χαρά να αποκαλέσει τα πιάτα με τα Γαλλικά τους ονόματα.
                      "...λαχανικό, ξέρεις. Μετά συάκι με χοντρή σος' μετά... ψημένο μπιφτέκι (και σκέψου ότι είναι καλό)' και μετά καπόνι, μπορούμε εμείς να πούμε? Ναι. Και σιγοψημένο φρούτα."
                      Ο σερβιτόρος, θυμήθηκε τον τρόπο του Ομπλόνκσι που αποκαλούσε τα αγαθά στο Γαλλικό μενού με τα Ρώσικα ονοματά τους, δεν επανέλαβε τις λέξεις μετά από αυτόν, για την επανάληψη όλης της παραγγελίας σύμφωνα με το μενού: "σούπα ζεστή, συάκι, σάλτσα Μπομαρσέ, μπιφτέκι, κοτόπουλο με εστραγκόν, σαλάτα φρούτων..." και αμέσως, καθώς μετακινήθηκε με βήματα, αυτός άφησε τον λογαριασμό του φαγητού σ' ένα χάρτινο κάλυμμα, και κάνοντας στην άκρη ένα άλλο που περιέχει την λίστα με τα κρασιά βγάζωντας το έξω στον Ομπλόνσκι.
                      "Τι έχει να πιούμε?"
                      "Οτιδήποτε σου αρέσει, όχι μόνο τόση πολύ... Σαμπάνια!" είπε ο Λεβάιν.
                      "Με τι να αρχήουμε? Ωστόσο, γιατί όχι? σου αρέσει η λευκή φάλαινα?"
                      "Κασέτ μαύρο," ήχησε χαρμόσυνα στον σερβιτόρο.
                      "Ναι, φέρε μας αυτό με τα στρείδια, και μετά βλέπουμε."
                      "Ναι, κύριε, και τι είδος επιτραπέζιου κρασιού θέλετε?"
                      "Το Nuit... Όχι, ας έχουμε το κλασσικό Chablis."
                      "Ναι, κύριε, και το ειδικό τυρί σας?"
                      "Λοιπόν, ναι - παρμενάζα. Ή εσύ προτιμάς κάποιο άλλος είδος?"
                      "Όχι, πραγματικά δεν με ενδιαφέρει," είπε ο Λεβάιν αδυνατώντας να διατηρήσει ένα χαμόγελο."
                      Ο Βάρβαρος σερβιτόρος όρμησε έξω, πετώντας τις ουρές του φράκου του' και πέντε λεπτά αργότερα μπήκε ξανά μέσα με ένα πιάτο από ανοιχτά στρείδια σε μαργαριταρένια κοχύλια και ένα μπουκάλι ανάμεσα στα δαχτυλά του.
                      Ο Ομπλόνσκι τσαλάκωσε την κολλαρισμένη πετσέτα του φαγητού και πίεσε με μια γωνία από αυτό μέσα στο γιλέκο του τότε με τα χεριά του άνετα επάνω στο τραπέζι όρμησε στα στρείδια.
                      "Καθόλου άσχημα," είπε αυτός, τραβώντας τα τρεμουλιαστά στρείδια έξω από τα μαργαριταρένια τους κοχύλια με ένα ασημένιο πιρούνι, και γλύφωντας το ένα μετά το άλλο. "Καθόλου άσχημα," επανέλαβε αυτός, σηκόνωντας τα υγρά και γυαλιστερά μάτια του τώρα στον Λεβάιν, τώρα στον Βάρβαρο σερβιτόρο.
                       Ο Λεβάιν μπορούσε να φάει τα στρείδια, αν και αυτός προτιμούσε ψωμί και τυρί. Αλλά αυτό τον έδινε μεγαλύτερη ευχαρίστηση να παρακολουθεί τον Ομπλόνσκι. Ακόμα και ο Βάρβαρος σερβιτόρος, οποίος έχωντας βγάλει το πώμα και έβαλε το κρασί στα λεπτά φαρδιά ποτήρια ίσιωσε την γραβάτα του, κοίταξε με ένα χαμόγελο ενδεικτικής ευχαρίστησης στον Ομπλόνσκι.
                       "Δεν σε ενδιαφέρουν πολύ τα στρείδια?," είπε ο Ομπλόνσκι, αδειάζωντας το ποτήρι της σαμπάνιας του - "ή μήπως σκέφτεσε κάτι άλλο. Ε?"
                       Αυτός ήθελε ο Λεβάιν να είναι σε καλή διάθεση. Αλλά ο Λεβάιν, αν δεν είναι ακριβώς σε κακή διάθεση, ένιωθε πιεσμένος. Τα συναισθήματα που γέμιζαν την καρδιά του τον έκαναν ανήσυχο και άβολο σε αυτό το εστιατόριο με τα ιδιωτικά του δωμάτια οπού οι άνδρες έφερναν τις γυναίκες για να δειπνήσουν. Τα πάντα φαινόταν προβληματικά: αυτά τα μπρούντζινα, οι καθρέπτες, τα φώτα από αέριο και οι Βάρβαροι σερβιτόροι. Αυτός φοβόταν για αυτή την βρομιά από την οποία γέμιζε η ψυχή του.
                       "Εγώ? Ναι, εγώ είμαι αφηρημένος - και παρ' όλα αυτά, όλο αυτό με κάνει να νιώθω ανήσυχος," είπε αυτός. "Εσύ δεν μπορείς να φανταστείς πόσο παράξενο δείχνει όλο αυτό σ' εμένα ο οποίος ζω στην εξοχή - όπως τα νύχια εκείνου του κυρίου. Εγώ είδα στην δική σου πλευρά.
                       "Ναι εγώ παρατήρησα ότι τα νύχια του καημένου του Γκρινέβιτσ, σε ενδιέφεραν σημαντικά," είπε ο Ομπλόνσκι.
                       "Εγώ δεν μπορώ να βοηθήσω σε αυτό," απάντησε ο Λεβάιν. "Βάλε τον εαυτό σου στην θέση μου - κοίταξε σ' αυτό από την πλευρά ενός συντρόφου από την εξοχή! Εμείς προσπαθούμε να βάλουμε τα χέρια μας σε μια βολική κατάσταση για να δουλέψουμε, και για αυτό το λόγο εμείς κόβουμε τα νύχια μας και μερικές φορές μαζεύουμε τα μανίκια μας. Αλλά εδώ οι άνθρωποι σκόπιμα αφήνουν τα νύχια τους μεγάλα μέχρι αυτά να αρχήζουν να μαζεύονται και έχουν μερικά βαθουλώματα για τα κουμπιά του πουκαμίσου τους για να το κάνουν αρκετά αδύνατο για αυτούς να χρησιμοποιούν τα χέρια τους!"
                       Ο Ομπλόνκσι χαμογέλασε χαρούμενα.
                       "Ναι, αυτό είναι ένα σημάδι ότι η σκληρή δουλειά δεν είναι αναγκαία γι' αυτόν. Αυτός δουλεύει με το μυαλό του..."
                       "Πιθανόν; αλλά αυτό φαίνεται σ' εμένα παράξενο που εμείς οι άνθρωποι της υπαίθρου προσπαθούμε να ξεπερνούμε τα γευματά μας όσο γρήγορα μπορούμε, έτσι ώστε να είναι δυνατόν να συνεχίσουμε με την δουλειά μας, εδώ εσύ και εγώ προσπαθούμε να κάνουμε το τελευταίο γεύμα μας εφόσον είναι δυνατό, γι' αυτό τρώμε στρείδια."
                       "Λοιπόν, φυσικά," είπε ο Ομπολόνκσι. "Ο σκοπός του πολιτισμού μας δίνει την δυνατότητα να αποκτήσουμε την απόλαυση όλων των πραγμάτων."
                       "Λοιπόν, εαν αυτός είναι ο σκοπός του, εγώ θα προτιμούσα να είναι απολίτιστο."
                       "Εσύ είναι ένας απολίτιστος όπως είναι αυτό. Όλοι εσείς οι Λεβάιν είστε απολίτιστοι."
                       Ο Λεβάιν αναστέναξε. Αυτός θυμήθηκε τον αδερφό του τον Νίκολας και συνοφρυώθηκε νιώθοντας ντροπιασμένος και πιεσμένος' αλλά ο Ομπλόνκσι άρχησε ένα θέμα το οποίο κάποια στιγμή απέσπασε τις σκέψεις του.
                       "Λοιπόν, εσύ πρόκειται να πας να δείς τους ανθρώπους μας σήμερα? Τους Σετσερμπάτσκι, εννοώ," είπε αυτός διώχνοντας μακριά τα κυματιστά και τώρα άδεια κελύφι από τα στρείδια και τραβώντας το τυρί προς σε αυτόν, ενώ τα μάτια του γυάλιζαν σημαντικά.
                       "Ναι, σίγουρα θα πάω. Αν και η Πριγκήπισσα εμφανίστηκε να μου το ζητάει πιο απρόθυμα."
                       "Όχι λίγο αυπό αυτό! Τι κοροιδία! Απλώς αυτός είναι ο τρόπος της... Έλα φέρε μας την σούπα, καλέ μου σύντροφε!... Αυτός είναι ο τρόπος της μεγάλης κυρίας," είπε ο Ομπλόνσκι. "Θα έρθω και εγώ επίσης, αλλά πρέπει πρώτα να πάω σε μια πρόβα για το μιούζικαλ στης Κόμισσας Μπονίν. Τι παράξενος σύντροφος που είσαι! Πως εξηγείς την ξαφνική σου αναχώρηση από την Μόσχα? Οι Σετσερμπάτσκι με ρωτούσαν ξανά και ξανά, απλά εγώ καθώς έπρεπε να ξέρω τα πάντα για εσένα. Ακόμα όλο αυτό που ξέρω είναι ότι εσύ ποτέ δεν κάνεις πράγματα όπως οποιοσδήποτε άλλος κάνει."
                       "Ναι," είπε ο Λεβάιν αργά και με μια ταραχή. "Έχεις δίκιο, είμαι ένας απολίτιστος. Μόνο που τα απολίτιστα ψέματα μου δεν είχαν απομακρυνθεί τότε, αλλά πιο πολύ έχουν επιστρέψει πίσω τώρα. Εγώ έχω έρθει τώρα..."
                       "Ω, τι τυχερός σύντροφος που είσαι!" τον διέκοψε ο Ομπλόνσκι, κοιτάζοντας απευθείας στα μάτια του.
                       "Γιατί?
                                                    Τα φλεγόμενα άλογα από "κάτι" στιγματίζονται
                                                                Εγώ μπορώ πιστά να αναγνωρίσω
                                                    Τους ερωτευμένους νέους που γνωρίζω,
                                                                Από το βλέμμα που λάμπει στα μάτια τους.
απήγγηλε ο Ομπλόνσκι. "Εσύ δεν έχεις τα πάντα πρίν από εσένα!"
                       "Και εσύ - έχεις τα πάντα πρίν από εσένα?"
                       "Όχι, όχι πρίν από εμένα, αλλά εσύ έχεις το μέλλον και εγω έχω το παρόν' ακόμα και αυτό μόνο μισό μισό!"
                       "Γιατί?"
                       "Ω, τα πράγματα είναι ακόμα άσχημα... Ωστόσο δεν θέλω να μιλήσω για τον εαυτό μου, άλλωστε αυτό είναι αδύνατο να εξηγήσω τα πάντα," είπε ο Ομπλόνσκι. "Λοιπόν, και γιατί έχεις έρθει στην Μόσχα?... Εδώ, πάρε αυτό!" φώναξε στον Βάρβαρο σεβιτόρο.
                       "Δεν μαντεύεις?" απάντησε ο Λεβάιν, ένα φως έλαμψε βαθιά στα μάτια του Ομπλόνσκι καθώς κοίταξε σταθερά στον Ομπλόνσκι.
                       "Μαντεύω, αλλά δεν μπορώ να μιλήσω γι' αυτό - από το οποίο εσύ μπορείς να κρίνεις αν η σκέψη μου είναι σωστή ή λάθος," είπε ο Ομπλόνσκι, κοιτάζοντας σ' αυτόν με ένα λεπτό χαμόγελο.
                       "Λοιπόν, και τι λες γι' αυτό?" ρώτησε ο Λεβάιν με μια τρεμουλιαστή φωνή, νιώθοντας ότι όλοι οι μυοίς του προσώπου του έτρεμαν. "Τι νομίζεις γι' αυτό?"
                       Ο Ομπλόνσκι ήπιε αργά το ποτήρι του από την Σαμπλίς, τα μάτια του εστίασαν στον Λεβάιν.
                       "Δεν υπάρχει τίποτα που θα μου άρεσε περισσότερο," είπε αυτός, "τίποτα! Αυτό είναι το καλύτερο που θα μπορούσε να συμβεί."
                       "Αλλά δεν κάνεις λάθος? Ξέρεις γιατί πράγμα μιλάμε?" είπε ο Λεβάιν, παρατηρώντας με προσοχή μέσα στο πρόσωπο του συνομιλητή του. "Εσύ νομίζεις ότι είναι πιθανό?"
                       "Νομίζω πως είναι πιθανό. Γιατί δεν θα μπορούσε να είναι?"
                       "Όχι νομίζεις πραγματικά ότι αυτό είναι πιθανό? Όχι, εσύ πρέπει να μου πείς όλα αυτά που σκέφτεσαι πραγματικά! Και υποθέτεις... υποθέτεις ότι μια άρνηση είναι στον χώρο για εμένα?... Είμαι ακόμα σίγουρος..."
                       "Γιατί το νομίζεις αυτό?" είπε ο Ομπλόνσκι, χαμογελώντας στην αναστάτωση του Λεβάιν.
                       "Λοιπόν, μερικές φορές αυτό φαίνεται έτσι σε εμένα. Ξέρεις, ότι αυτό θα μπορούσε να είναι τρομερό γι' αυτή και για εμένα."
                       "Ω όχι! Σε οποιαδήποτε περίπτωση δεν υπάρχει τίποτα το τρομερό σε αυτό. Κάθε κορίτσι είναι υπερήφανο για μια προσφορά."
                       "Ναι, κάθε κορίτσι, αλλά όχι αυτή."
                      Ο Ομπλόνσκι χαμογέλασε. Αυτός καταλάβενε ότι το αίσθημα του Λεβάιν είναι τόσο καλό, ήξερε ότι για τον Λεβάιν όλα τα κορίτσια στον κόσμο ήταν χωρισμένα σε δύο τάξεις: η μια τάξη περιελάμβανε όλα τα κορίτσι στον κόσμο εκτός από αυτή, και αυτά είχαν όλες τις συνηθησμένες ανθρώπινες ατέλειες και ήταν πολύ συνηθισμένα κορίτσια' ενώ η άλλη τάξη - μόνο η ίδια - δεν είχε αδυναμίες και ήταν πιο ανώτερη σε όλη την ανθρωπότητα.
                       "Περίμενε λίγο: εσύ πρέπει να πάρεις λίγη σάλτσα," είπε ο Ομπλόνσκι σταματώντας το χέρι του Λεβάιν που έσπρωχνε μακριά την κούπα της σάλτσας.
                       Ο Λεβάιν υπάκουα βοήθησε τον εαυτό του με την σάλτσα, αλλά δεν θα μπορούσε να αφήσει τον Ομπλόνσκι να φάει.
                        "Όχι, περίμενε, περίμενε!" είπε αυτός. "Καταλαβαίνεις ότι για εμένα αυτό είναι ένα ερώτημα ζωής και θανάτου. Εγώ δεν έχω μιλήσει ποτέ σε κανέναν για αυτό, και εσύ δεν μπορείς να μιλήσεις σε κανένα άλλον για αυτό. Τώρα εσύ και εγώ είμαστε διαφορετικοί σε όλα - στις γεύσεις και στις απόψεις και σε άλα - αλλά ξέρω ότι μου αρέσεις και με καταλαβαίνεις, και έτσι απαίσια σ' αγαπώ πολύ. Αλλά για χάρη του Θεού να είσαι αρκετά ειλικρηνής μαζί μου!"
                         "Εγώ σου λέω αυτό που σκέφτομαι," είπε ο Ομπλόνσκι χαμογελώντας. "Και εγώ θα σου πω κάτι περισσότερο. Η συζυγός μου είναι η πιο υπέροχη γυναίκα..." Αυτός αναστέναξε, θυμούμενος τις σχέσεις του με την συζυγό του' μετά από μια παύση ενός λεπτού αυτός συνέχησε: "Αυτή έχει το χάρισμα της διορατικότητας. Βλέπει ανθρώπους πέρα για πέρα! Αλλά πολύ περισσότερο από αυτό, αυτή ξέρει τι πρόκειται ειδικά να συμβεί σε σχέση με τους γάμους. Για παράδειγμα, αυτή προέβλεψε ότι η κοπέλα του Σαιόβσκαγια θα μπορούσε να παντρευτεί τον Μπρέντελυ. Κανένας δεν θα μπορούσε να το πιστέψει, αλλά όπως αυτό αποδείχθηκε αυτή ήταν σωστή. Και αυτή είναι με το μέρος σου."
                         "Πως το γνωρίζεις?"
                         "Με αυτό τον τρόπο - αυτή όχι μόνο σου αρέσει, αλλά λέει ότι η Κίττι είναι σίγουρη για να γίνει συζηγό σου."
                          Σε αυτά τα λόγια ένα ξαφνικό χαμόγελο έλαμψε στο πρόσωπο του Λεβάιν, και το είδος του χαμογέλου που δεν είναι μακριά από τα δάκρυα της ευτυχίας.
                          "Αυτή το λέει αυτό?" έκλαψε αυτός. "Εγώ πάντα την θεωρούσα ένα κόσμημα την συζηγό σου! Αλλά αρκετά - αρκετά με αυτό!" και αυτός σηκώθηκε επάνω.
                          "Εντάξει, αλλά κάθησε κάτω!"
                          Αλλά ο Λεβάιν δεν μπορούσε ακόμα να καθήσει. Αυτός προχωρούσε επάνω και κάτω με μεγάλο βηματισμό τον μικρό θάλαμο του δωματίου ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του για να επιστρέψουν τα δάκρυα του με δύναμη πίσω, και μόνο όταν το είχε πετύχει κάθησε κάτω ξανά.
                          "Προσπάθησε και συνηδητοποίησε ότι," είπε αυτός, "αυτό δεν είναι αγάπη. Εγώ έχω ερωτευθεί αλλά δεν είναι το ίδιο πράγμα. Αυτό δεν είναι το συναισθημά μου αλλά κάποια εξωτερική δύναμη που με έχει κατακλήσει. Εγώ έφυγα μακριά, ξέρεις, επειδή έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτό δεν είναι δυνατό - καταλαβαίνεις? Επειδή τέτοια ευτυχία δεν υπάρχει στην γη. Αλλάέχω παλέψει με τον εαυτό μου, και ανακάλυψα ότι χωρίς αυτό δεν υπάρχει ζωή για εμένα. Αλλά αυτό πρέπει να αποφασιστεί..."
                           "Τότε γιατί έφυγες μακρυά?"
                           "Περίμενε μια στιγμή! Ω, τι πλήθος ιδεών! Πόσα πολλά πράγματα εγώ πρέπει να ρωτήσω! Άκου. Εσύ δεν μπορείς να φανταστείς τι έχεις κάνει για εμένα λέγοντας αυτό που είπες! Είμαι τόσο χαρούμενος που δρω ασήμαντα. Έχω ξεχάσει τα πάντα. Εγώ άκουσα σήμερα για τον αδερφό μου τον Νίκολας... αυτός είναι εδώ, ξέρεις... και εγώ τα ξέχασα όλα για αυτόν. Αυτό φαίνεται σε εμένα σαν να ήταν και αυτός χαρούμενος. Αυτό είναι μια ωραία παραφροσύνη! Αλλά υπάρχει ένα απαίσιο πράγμα γι' αυτό. Εσύ, ο οποίος είσαι παντρεμένος ξέρεις το συναίσθημα... αυτό είναι απαίσιο που εμείς - οι οποίοι ήμαστε ανταγωνιστικά μεγάλοι και έχουμε παρελθόν... όχι από αγάπη αλλά από αμαρτία... ξαφνικά εμείς ερχόμαστε κοντά στην οικειότητα με ένα αγνό αθώο πλάσμα! Αυτό είναι αηδιαστικό, και γι' αυτό κανένας δεν μπορεί να βοηθήσει να νιώσει κανείς ανάξιος."
                           "Λοιπόν, δεν υπάρχουν πολλές αμαρτίες στο παρελθόν σου!"
                           "Α, όλα είναι το ίδιο," είπε ο Λεβάιν, "κοιτάζοντας πίσω στην ζωή μου, εγώ τρέμω και καταριέμαι και πικρά μετανιώνω... Ναι!"
                           "Τι πρέπει να γίνει? Αυτός είναι ο τρόπος που ο κόσμος είναι δημιουργημένος," είπε ο Ομπλόνσκι.
                           "Η μόνη μου παρηγοριά είναι ότι η προσευχή που μου αρέσεις τόσο πολύ είναι! "όχι σύμφωνα με τις επιθυμίες μου άλλα σύμφωνα με το Δικό του έλεος!" και αυτή μπορεί να επίσης να με συγχωρήσει μόνο με αυτό τον τρόπο."

1 σχόλιο: