Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2015

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Έννατο Κεφάλαιο]

                                                           ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

                     Στις τέσσερις του απογεύματος αυτού ο Λεβάιν, συνειδητοποιημένος ότι η καρδιά του χτηπούσε γρήγορα, βγήκε έξω από το ενοικιαζόμενο έλκυθρο στους Ζωολογικούς Κήπους και κατέβηκε το μονοπάτι που οδηγούσε στος παγωμένους λόφους και στην πίστα του πατινάζ, σίγουρος ότι θα βρεί την Κίττι εκεί, γιατί αυτός είχε παρατηρήσει την άμαξα των Σετσερμπάτσκι στην είσοδο.
                     Ήταν μια καθαρή ψυχρή ημέρα. Άμαξες, ιδιωτικά έλκυθρα, έλκυθρα για ενοικίαση και έφιππη αστυνομία στεκόταν στην είσοδο. Καλοντυμένοι άνθρωποι, τα καπέλα τους έλαμπαν στο φώς του ήλιου, μαζεμένοι στις εισόδους και γεμάτα κόσμο τα καθαρά μονοπάτια ανάμεσα στα μικρά σπίτια χτισμένα με σκαλιστούς γεισούς σε Ρώσικο στίλ. Τα θαμνώδη δέντρα στον Κήπο με όλα τους τα κλαδιά λυγισμένα από το χιόνι φαινόταν στολισμένα με νέα γιορτινά ρούχα. Αυτός περπάτησε κατά μηκός του μονοπατιού που οδηγούσε στην πίστα του πατινάζ και επαναλάμβανε στον εαυτό του: "Εγώ δεν πρέπει να ενθουσιάζομαι. Εγώ πρέπει να είμαι ήρεμος!... Τι κάνεις? Ποιό είναι το πρόβλημα? Να είσαι ήρεμος, χαζέ!" είπε στην καρδιά του. Αλλά αυτός όλο και περισσότερο προσπαθούσε να είναι ήρεμος και όλο και περισσότερο εργαζόταν για να μεγαλώσει την αναπνοή του. Αυτός συνάντησε ένα γνωστό ο οποίος τον φώναζε, αλλά ο Λεβάιν δεν είχε παρατηρήσει ακόμα ποιός ήταν. Αυτός πλησίασε τους παγωμένους λόφους και άκουσε τον μεταλλικό θόρυβο των αλυσίδων από τις οποίες τα έλκυθρα σταματούσαν απότομα, ο ήχος τους καθώς αυτά κατέβαιναν τους λόφους, και τον ήχο από τις χαρούμενες φωνές. Μερικά βήματα ακόμα τον έφεραν στην πόρτα του πατινάζ, και ανάμεσα σ' όλους τους πατινέρ αυτός κάποια στιγμή την αναγνώρησε. Ήξερε ότι αυτή ήταν εκεί από χαρά και φόβο που πήραν θέση την καρδιά του. Αυτή στεκόταν μιλώντας με μια κυρία στην άλλη άκρη της λίμνης. Εκεί φαινόταν να μην υπάρχει τίποτα το εντυπωσιακό στο φορεμά της ή στην στάση της, αλλά ήταν τόσο εύκολο για τον Λεβάιν να την αναγνωρίσει σ' αυτό το πλήθος όσο και για να βρεί ένα τριαντάφυλλο ανάμεσα στις τσουκνίδες. Τα πάντα ήταν λαμπερά γύρω της. Αυτή ήταν που με το χαμογελό της έλαμπαν όλα γύρω της.
                      "Μπορώ εγώ πραγματικά να περπατήσω επάνω στον πάγο και να πάω σ' αυτή?" σκέφτηκε αυτός. Το μέρος οπού αυτή στεκόταν φαινόταν σ' αυτόν μια απροσέγγιστη εκκλησία, και υπήρχε μια στιγμή που όταν αυτός σχεδόν απομακρύνθηκε, ήταν γεμάτος με τόσο φόβο. Αυτός έπρεπε να κάνει μια προσπάθεια και πείσει με λογικά επιχειρήματα τον εαυτό του ότι όλων των ειδών οι άνθρωποι περνούσαν δίπλα της και αυτός ο ίδιος ίσως είχε έρθει μόνο για να κάνει πατινάζ. Αυτός ανέβηκε επάνω, αποφεύγοντας οποιοδήποτε μεγάλο βλέμμα σ΄αυτή όπως κάποιος που αποφεύγει μεγάλα βλέμματα στον ήλιο, αλλά βλέπωντας την όπως κάποιος βλέπει τον ήλιο, χωρίς να κοιτάξει.
                      Σε αυτή την ημέρα της εβδομάδας και σε αυτή την οι ώρα, οι άνθρωποι που ανήκουν στην ίδια σειρά και γνωρίζονται ο ένας με τον άλλο, συναντιούνται στον πάγο. Αναμεσά τους ήταν οι κορυφαίοι της τέχνης του πατινάζ δείχνωντας την δεξιότητα τους, και οι αρχάριοι με μαζεμένες και αδέξιες κινήσεις κρατώντας τις πλάτες των καρεκλών εφαρμοσμένες με ροδάκια αγόρια, και ηλικιωμένοι άνδρες κάνουν πατινάζ για λόγους υγείας' και όλοι αυτοί φαινόταν στον Λεβάιν να είναι οι αγαπημένοι της τύχης επειδή αυτοί ήταν εκεί κοντά της. Ακόμα οι πατινέρ εμφανιζόταν αρκετά ήρεμοι για να την πλησιάσουν, για να την προλάβουν, ακόμα και να μιλήσουν με αυτή, και αρκετά ανεξάρτητοι από αυτή για να διασκεδάσουν τους εαυτούς τους απολαμβάνοντας τον εξαιρετικό πάγο και τον τέλειο καιρό.
                      Ο Νίκολας Σετσερμπάτσκι, ο ξάδερφος της Κίττι, με ένα κοντό σακάκι, στενά παντελόνια, με παγοπέδιλα στα πόδια του, καθόταν σ' ένα παγκάκι, και κοιτάζοντας τον Λεβάιν, τον φώναξε σ' αυτόν.
                      "Γειά σου, Ρώσε πρωταθλητή του πατινάζ! Πότε ήρθες? Ο πάγος είναι υπέροχος - φόρεσε τα παγοπέδιλα σου!"
                      "Δεν έχω παγοπέδιλα πια," απάντησε ο Λεβάιν, απορημένος με τέτοια τόλμη και ελευθερία για το ζήτημα της παρουσίας της και δεν έχασε την θέα της ούτε για μια στιγμή αν και δεν κοίταζε σ΄αυτή. Αυτός ένιωθε τον ήλιο πλησιάζοντας τον. Αυτή άλλαξε γωνία, τα μικρά της πόδια, τοποθετημένα μέσα σε ψηλές μπότες, και τα δυο πόδια κοντά κλειστά, και αυτή συνεσταλμένα έκανε πατινάζ προς σε αυτόν. Ένα μικρό αγόρι ντυμένο με μια Ρώσικη φορεσιά, κουνούσε βίαια τα χέρια του και σκύβωντας πολύ χαμηλά, την προσπέρασε.
                      Αυτή δεν ήταν πολύ σταθερή στα πόδια της. Έχωντας τραβήξει τα χέρια της από την χειροθήκη που κρεμόταν από ένα κορδόνι από τον λαιμό της, αυτή τους έδωσε το χέρι και κοίταξε στον Λεβάιν, τον οποίον αυτή είχε αναγνωρίσει, χαμογέλασε σ' αυτόν και στους φόβους της. Έχωντας αλλάξει γωνία, αυτή έστριψε με το μικρό ελαστικό πόδι, γλύστρησε κατευθείαν επάνω στον Σετσερμπάτσκι, και πιάνωντας το στήριγμα από αυτόν με το χέρι της, έγνεψε χαμογελαστά στον Λεβάιν. Αυτή ήταν ακόμα πιο όμορφη από ότι αυτός την είχε φανταστεί.
                      Όταν αυτός σκέφτηκε γι' αυτό ότι θα μπορούσε ζωηρά να σχηματίσει στον εαυτό του το πλήρη άτομο της, και ειδικά τη γοητεία του μικρού, ξανθομάλλικου κεφαλιού της, τόσο ελαφριά κρατημένα στους ώμους, και η παιδική λαμπρότητα και ευγένεια του προσώπου της. Σε αυτή την παιδική εμφάνιση, συνδυασμένη με την αδύνατη ομορφιά της φιγούρας της, βρίσκετε η ειδική γοητεία της' και αυτό αυτός θεωρητικά το εκτιμούσε, αλλά αυτό που πάντα τον εντυπωσίαζε εκ νέου τόσο αναπάντεχα ήταν η έκφραση των ματιών της - ήπια, ήρεμα και αληθή - και πάνω απ' όλα το χαμόγελο της, το οποίο τον μετέφερε μέσα σε μια ουτοπία που αυτός ένιωθε μαλακός και γεμάτος με τρυφερότητα - όπως θυμάτε να νιώθει σε σπάνιες περιπτώσεις στην παιδική του ηλικία.
                      "Είσαι εδώ πολύ καιρό?" είπε αυτή, ανταλλάσωντας χειραψίες μ' αυτόν. "Σ' ευχαριστώ," πρόσθεσε αυτή καθώς μάζευε το μαντίλι της που αυτή είχε ρίξει από την χειροθήκη της.
                      "Εγώ? Όχι, όχι πολύ καιρό - από χθές... Εγώ εννοοώ σήμερα..." απάντησε ο Λεβάιν στον ενθουσιασμό του δεν απάντησε αρκετά στην ερώτηση της. "Εγώ ήθελα να έρθω για να σε δώ," συνέχησε ο Λεβάιν, στον ενθουσιασμό του δεν απάντησε αυτός, και τότε, θυμήθηκε τον λόγο που αυτός ήθελε να την δεί αυτός ντράπηκε, και κοκκίνησε. "Εγώ δεν ήξερα ότι έκανες πατινάζ, και τόσο καλά."
                      Αυτή κοίταξε προσεκτικά σ' αυτόν σαν να ευχόταν να καταλάβει το μπέρδεμά του.
                     "Ο έπαινός σου είναι πολύτιμος. Υπάρχει μια παράδοση εδώ ότι εσύ είσαι ο καλύτερος πατινέρ," είπε αυτή, τινάζοντας μακριά με το μικρό της χέρι ντυμένο με μαύρο γάντι κάποιους κρύσταλλους πάχνης που είχαν πέσει στην χειροθήκή της.
                     "Ναι, εγώ συνήθιζα να αγαπώ παθιασμένα το πατινάζ. Εγώ ήθελα να είμαι τέλειος σ' αυτό."
                     "Εσύ δείχνεις να κάνεις τα πάντα παθιασμένα," αυτή παρατήρησε με ένα χαμόγελο. "Έτσι θα ήθελα να δώ το πατινάζ σου. Φόρεσε ένα ζευγάρι παγοπέδιλα και ας κάνουμε μαζί πατινάζ."
                     "Να κάνουμε μαζί πατινάζ! Μπορεί να είναι δυνατό αυτό?" σκέφτηκε ο Λεβάιν κοιτάζοντας σ' αυτή.
                     "Εγώ θα πάω και θα τα βάλω τώρα" είπε αυτός, και πήγε για να νοικιάσει μερικά παγοπέδιλα.
                     "Εσείς δεν μας έχετε επισκεφθεί για πολύ καιρό, κύριε,"είπε ένας από τους βοηθούς καθώς κρατώντας επάνω το πόδι του Λεβάιν, αυτός έκανε μια τρύπα στο τακούνι της μπότας του. "Από τότε που φύγατε εμείς δεν έχουμε κανένα κύριο ο οποίος είναι τόσο κορυφαίος σ' αυτό όπως εσείς! Σωστά?" πρόσθεσε αυτός, τραβώντας το λουρί σφιχτά.
                     "Ναι, σωστά, σωστά! Παρακαλώ βιάσου!" απάντησε ο Λεβάιν,προσπαθώντας να συγκρατήσει ένα χαρούμενο χαμόγελο το οποίο εμφανίστηκε στο προσωπό του. "Ναι," σκέφτηκε αυτός, "αυτή είναι η ζωή - αυτή είναι η χαρά! Είπε αυτή, "Μαζί: ας κάνουμε πατινάζ!" Μπορώ να της το πω τώρα? Αλλά αυτό είναι γιατί απλώς φοβάμαι να μιλήσω. Τώρα είμαι χαρούμενος, εαν μόνο στις ελπίδες μου - αλλά τότε? Αλλά εγώ πρέπει... εγώ πρέπει... εγώ πρέπει...!" Να φύγω μακριά από αυτή την αδυναμία!"
                     Αυτός σηκώθηκε επάνω, έβγαλε το παλτό του, και έχωντας δώσει μια αρχή στον εαυτό του επάνω στον πάγο κοντά στο καταφύγιο, γλύστρησε κάτω στην λεία επιφάνεια της λίμνης, αυξάνοντας και μειώνοντας την ταχύτητα του και διαμορφώνοντας τον κύκλο του σαν να ήταν το μόνο θελημά του. Αυτός πλησίασε την Κίττι ντροπαλά, αλλά το χαμογελό της ξανά τον ηρέμησε.
                     Αυτή τον έδωσε το χέρι της και συνέχησαν μαζί, αυξάνοντας την ταχύτητα του, και πιο γρήγορα αυτοί πήγαν πιο κοντά που αυτή πίεσε τα χέρια του.
                     "Εγώ μπορώ να μάθω πιο γρήγορα μαζί σου, για κάποιο λόγο - νιώθω εμπιστοσύνη σ' εσένα," είπε αυτή.
                     "Και εγώ εμπιστεύομαι τον εαυτό μου όταν εσύ με στηρίζεις," απάντησε αυτός, και αμέσως τρόμαξε από αυτό που είχε πεί, και κοκκίνησε. Και στην πραγματικότητα, μόλις αυτός είχε ψιθηρήσει αυτές τις λέξεις το προσωπό της έχασε την ευγενική του έκφραση όπως - όταν ο ήλιος κρύβεται πίσω από ένα σύννεφο - και ο Λεβάιν παρατήρησε αυτό το οικείο παιχνίδι των χαρακτηριστικών της το οποίο αποδείκνυε μια επίδραση του: μια ρυτίδα εμφανίστηκε στο λείο μετωπό της.
                     "Έχει συμβεί κάτι δυσάρεστο...? Αλλά δεν έχω δικαίωμα να ρωτάω," είπε αυτός βιαστηκά.
                     "Γιατί?....Όχι, δεν έχει συμβεί τίποτα το δυσάρεστο," απάντησε αυτή ψυχρά, προσθέτωντας αμέσως: "Εσύ δεν έχεις δεί την Δεσποινίς Λινόν?"
                     "Όχι ακόμα."
                     "Πήγενε σ' αυτή τότε, αυτή είναι τόσο χαρούμενη για εσένα."
                     "Τι εννοεί αυτή? Εγώ την έχω πληγώσει, Βοηθησέ με, Θέε μου!" σκέφτηκε ο Λεβάιν, σπεύδοντας προς την ηλικιωμένη Γαλλίδα με τις γκρί μπούκλες της, η οποία καθόταν σε ένα από τα παγκάκια. Αυτή χαμογέλασε στον Λεβάιν σαν ένα παλιό φίλο, δείχνωντας μια σειρά από τα ψεύτικα δόντια με ένα χαμόγελο.
                     "Ναι, εσύ βλέπεις ότι εμείς μεγαλώσαμε," είπε αυτή, δείχνωντας την Κίττι με ένα βλέμμα, "και μεγαλώσαμε πολύ. "Η Λεπτή Αρκούδα" είναι ενήλικας!" συνέχησε η Γαλλίδα, γελώντας και θυμίζοντας τον το παλιό αστείο όταν αποκαλούσε τις τρείς νεαρές κυρίες Τρείς Αρκούδες από το αγγλικό παραμύθι. "Θυμάσε πότε συνήθηζες να την φωνάζεις έτσι?"
                     Αυτός δεν είχε ανάμνηση από αυτό, αλλά το αγαπούσε αυτό το αστείο και είχε γελάσει με αυτό τα δέκα τελευταία χρόνια.
                     "Λοιπόν, πήγενε - πήγενε και κάνε πατινάζ! Η Κίττι μας αρχήζει να κάνει ωραία πατινάζ, έτσι δεν είναι?"
                     Όταν ο Λεβάιν επέστρεψε στην Κίττι το προσωπό της δεν ήταν πια αυστηρό και τα μάτια της είχαν το προηγούμενο αληθινό ευγενικό βλέμμα τους αλλά σκέφτηκε ότι υπήρχε μια σκόπιμα ήρεμη συμπεριφορά στην καταδεκτικότητα της και αυτός ένιωσε λυπημένος. Έχωντας μιλήσει για την ηλικωμένη γκουβερνάντα της και τις ιδιαιτερότητες της, αυτή τον ρωτούσε για τον τρόπο ζωής του.
                     "Εσύ πραγματικά καταφέρνεις να μην νιώθεις πληκτικός στην εξοχή τον χειμώνα?" είπε αυτή.
                     "Εγώ δεν νιώθω καθόλου πληκτικός, είμαι πολύ απασχολήμενος," απάντησε, συνειδητοποιημένος ότι αυτή τον δάμαζε με τον ήρεμο τόνο της, από το οποίο - όπως είχε συμβεί στην αρχή του χειμώνα - αυτός δεν θα μπορούσε να απελευθερώσει τον εαυτό του.
                     "Έχεις έρθει για πολύ καιρό?" ρώτησε η Κίττι.
                     "Δεν ξέρω," απάντησε αυτός χωρίς να σκέφτετε τι λέει. Η ιδέα ότι εαν αυτός δεχόταν τον τόνο της ήρεμης φιλικότητας της αυτός θα μπορούσε να φύγει ξανά μακριά χωρίς να έχει θέσει κάτι που τον απασχολούσε, και αυτός αποφάσισε να επαναστατήσει.
                      "Δεν ξέρεις?"
                      "Εγώ δεν ξέρω. Όλο αυτό εξαρτάται από εσένα" είπε αυτός, και στην στιγμή τρόμαξε με τα λόγια του.
                      Είτε αυτή δεν είχε ακούσει τα λόγια του είτε δεν ευχόταν να τα ακούσει, κατά κάποιο τρόπο, αφού ελαφρώς παραπάτησε και χτήπησε το πόδι της δύο φορές αντίθετα προς τον πάγο, αυτή έκανε πατινάζ γρήγορα μακριά από αυτόν προς την Δεσποινίς Λινόν, είπε κάτι σ' αυτή, και πήγε προς το μικρό σπίτι όπου οι κυρίες έβγαζαν τα παγοπέδιλα τους.
                      "Θέε μου! Τι έχω κάνει? Ω Θεέ, βοηθησέ με και διδαξέ με!" προσευχήθηκε ο Λεβάιν, και νιώθοντας στην ίδια στιγμή την ανάγκη μιας βίαιης άσκησης, αυτός ανέβασε ταχύτητα και περιέγραψε εσωτερικούς και εξωτερικούς κύκλους.
                      Μόλις τότε ένας νεαρός άνδρας, ο καλύτερος από τους νέους πατινέρ, με ένα τσιγάρο στο στόμα του και φορεμένα τα παγοπέδιλα, βγήκε έξω από την καφετέρια, και κάνοντας μια βόλτα, κατέβηκε τα σκαλιά που οδηγούσαν στην λίμνη, κάνοντας θόρυβο με τα παγοπέδιλα του καθώς πηδούσε με τα παγοπέδιλα του από σκαλί σε σκαλί. Αυτός τότε κατηφόρισε την πλαγιά και γλύστρησε κατά μήκος του πάγου τόσο πολύ έτσι ώστε να μην αλλάξει την δύσκολη θέση των χεριών του.
                      "Ω! αυτό είναι ένα νέο κόλπο!" είπε ο Λεβάιν, και στην στιγμή έτρεξε επάνω για να δοκιμάσει το νέο κόλπο.
                      "Μην τραυματιστείς - αυτό χρειάζεται εξάσκηση!" φώναξε ο Νίκολας Σετσερμπάτσκι.
                      Ο Λεβάιν ανέβηκε το μονοπάτι όσο πιο πίσω αυτός μπορούσε για να αναπτύξει ταχύτητα, και τότε γλύστρησε προς τα κάτω, ισορροπώντας τον εαυτό του με τα χέρια του σε αυτή την ασυνήθηστη κίνηση. Αυτός έπιασε το πόδι του στο τελευταίο βήμα, αλλά αμέσως αγγίζοντας τον πάγο με το χέρι του, έκανε μια βίαιη προσπάθεια, ξαναεπανέκτησε την ισορροπία του, και έκανε πατινάζ μακριά γελώντας.
                      "Καλέ! Αγαπητέ άνδρα!" σκέφτηκε η Κίττι η οποία στη στιγμή μόλις έβγαινε από το μικρό σπίτι με την Δεσποινίς Λινόν, κοιτάζοντας σ' αυτόν με ένα χαμόγελο ευγενικής στοργικότητας όπως σε ένα αγαπητό αδερφό, "Μπορώ πραγματικά να είμαι ένοχη - έχω κάνει πραγματικά κάτι λάθος? Αυτοί το λένε φλερτάρισμα... Ξέρω ότι δεν τον αγαπώ, αλλά ακόμα νιώθω χαρούμενη μ' αυτόν, αυτός είναι τόσο γοητευτικός! Απλώς γιατί το είπε αυτό?" σκέφτηκε αυτή.
                       Όταν αυτός είδε την Κίττι η οποία έφευγε, και την μητέρα της την οποία είχε συναντήσει στα σκαλιά, ο Λεβάιν ζωήρεψε με μια βίαιη άσκηση, έμεινε όρθιος και σκέφτηκε. Αυτός τόε έβγαλε τα παγοπέδιλα του και πρόφτασε μητέρα και κόρη στις πύλες των Κήπων.
                       "Είμαι πολύ χαρούμενη που σε βλέπω," είπε η Πριγκίπισσα. "Εμείς ήμαστε σπίτι τις Πέμπτες, ως συνήθως."
                       "Και σήμερα είναι Πέμπτη!"
                       "Εμείς θα είμαστε χαρούμενοι για να σε δούμε," είπε η Πριγκήπισσα στεγνά.
                       Η Κίττι ήταν λυπημένη για να ακούσει αυτόν τον ξηρό τόνο και δεν μπορούσε να αντισταθεί στην επιθυμία να αντιδράσει στην ψυχρότητα της μητέρας της. Αυτή γύρισε το κεφάλι της και είπε χαμογελαστά: "Αντίο!"
                       Μόλις τότε ο Ομπλόνσκι, το καπέλο του γερμένο στην μια πλευρά, με λαμπερό το πρόσωπο και τα μάτια, περπάτησε στους Κήπους σαν ένας χαρούμενος κατακτητής. Αλλά πλησιάζοντας την πεθερά του αυτός απάντησε τις ερωτήσεις σχετικά με την υγεία της Ντόλης με ένα θλιμμένο και ένοχο αέρα. Μετά από λίγες κουβέντες μαζί της σε ένα υποταγμένο και θλιβερό τόνο, αυτός επέκτεινε το στήθος του και πήρε το χέρι του Λεβάιν.
                       "Λοιπόν, μπορούμε να φύγουμε?" ρώτησε αυτός. "Εγώ συνέχισα να σκέπτομαι για εσένα, και είμαι πολύ, πολύ χαρούμενος που έχεις έρθει," σκέφτηκε αυτός, κοιτάζωντας σπουδαία μέσα στα μάτια του Λεβάιν.
                       "Ναι, ναι! Ας πηγαίνουμε," απάντησε ο χαρούμενος Λεβάιν, ακούγωντας ακόμα την φωνή να λέει: "Αντίο!" και βλέπωντας ακόμα το χαμόγελο με το οποίο αυτό το είχε πεί.
                       "Στο Άνγκλετερ, ή στο Χερμιτέιτζ?"
                       "Δεν με νοιάζει."
                       "Λοιπόν τότε, στο Άγκλετερ," είπε ο Ομπλόνσκι, διαλέγοντας το Άνγκλετερ επειδή αυτός ήταν σε πιο βαθύτερη αμφιβολία για αυτό το εστιατόριο απ' ότι για το Χερμιτέιτζ, και για αυτό το θεώρησε λάθος για να το αποφύγει. "Έχεις ένα έλκυθρο?... Αυτό είναι ένα καλό πράγμα, εξαιτίας του έχω στήλει τον υπηρέτη μου σπίτι."
                       Οι δύο φίλοι ήταν σιωπηλοί σε όλο τον δρόμο. Ο Λεβάιν θεωρούσε αυτή την αλλαγή στο προσωπό της Κίττης σκόπιμη τώρα' πείθωντας τον εαυτό του ότι υπήρχε ελπίδα, τώρα μέσα στην απόγνωση, βλέπωντας ξεκάθαρα ότι τέτοια ελπίδα ήταν μια τρέλα' αλλά νιώθοντας ακόμα κάτι διαφορετικό από αυτό που αυτός είχε δεί πρίν το χαμόγελο της Κίττης και τις λέξεις "Αντίο!"
                       Ο Ομπλόνσκι κατά την διάρκεια της οδήγησης δημιουργούσε το μενού του δείπνου τους.
                       "Σου αρέσει το συάκι, έτσι δεν είναι?" ρώτησε αυτός, καθώς αυτοί οδηγούνταν επάνω στο εστιατόριο.
                       "Τι?" είπε ο Λεβάιν. "Συάκι? Ω ναι, εγώ απαίσια λατρεύω το συάκι!"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου