Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Τρίτο και Τέταρτο Κεφάλαιο]

                                                              ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Όταν αυτός ήταν καλά ντυμένος ο Ομπλόνσκι έριξε κάποιο άρωμα στον εαυτό του, κατέβασε κάτω τις μανσέτες του, και ως συνήθως μοιράζοντας σε διαφορετικές τσέπες την θήκη των τσιγάρων του, τα σπίρτα, το σημειωματάρειο τσέπης και ορολόι με την διπλή αλυσίδα και μια δεσμίδα από φυλαχτά, τίναξε έξω το μαντίλι του και νιώθοντας καθαρός, γλυκός, υγιής και σωματικά λαμπερός παρ' όλη την ατυχία του, πήγε με ένα βιαστικό άλμα σε κάθε βήμα μέσα στην τραπεζαρία όπου ο καφές του περίμενε έτοιμος. Δίπλα από τον καφέ βρισκόταν γράμματα και έγγραφα από το Γραφείο.
                              Αυτός διάβασε τα γράμματα, ένα από τα οποία τον εξέπληξε δυσάρεστα. Αυτό αφορούσε την πώληση ενός δάσους στην περιουσία της συζύγου του, και ήρθε από ένα αγοραστή ο οποίος ήθελε να αγοράσει αυτό το δάσος. Αυτό το δάσος έπρεπε να πωληθεί' αλλά μέχρι αυτός να συμφιλιωθεί με την συζυγό του η πώληση ήταν εκτός θέματος. Αυτό που ήταν πιο δυσάρεστο ήταν ότι μια οικονομική μελέτη θα μπορούσε τώρα να ανακατευθεί με την επικείμενη επανασύνδεση. Η ιδέα ότι αυτός θα μπορούσε να προκαταβάλλεται από την μελέτη, ότι ίσως αναζητήσει μια επανασύνδεση για να πωλήσει το δάσος, τον προσέβαλε. Έχωντας κοιτάξει μέσα από τα γραμματά του, ο Ομπλόνσκι τράβηξε τα χαρτιά του Τμήματος προς αυτόν, και γυρίζοντας τις σελίδες των δυο φακέλων έγραψε μερικές σημειώσεις σ' αυτά με την μεγάλη πένα' έπειτα βάζοντας τα κάτω, άρχησε να πείνει τον καφέ του.
                              Την ίδια στιγμή αυτός ξεδίπλωσε την ακόμη υγρή πρωινή εφημερίδα, και άρχησε την ανάγνωση. Ο Ομπλόνσκι είναι συνδρομητής σ' αυτή και διαβάζει μια Φιλελεύθερη εφημερίδα - όχι μια εξτρεμιστική Φιλελεύθερη εφημερίδα αλλά μια που εξέφραζε τις απόψεις της πλειοψηφίας. Και παρ' όλο που ούτε η επιστήμη, η τέχνη, ούτε η πολιτική τον ενδιέφεραν ιδιαίτερα, αυτός σταθερά ενέμενε στις απόψεις της πλειοψηφίας και για την εφημερίδα του σ' αυτά τα θέματα, αλλάζοντας τις απόψεις του όταν η πλειοψηφία άλλαζε τις δικές της - ή μάλλον χωρίς να τις αλλάζουν- αυτές άλλαζαν ανεπαίσθητα σύμφωνα με τις δικές τους.
                              Η τάση και οι απόψεις του Ομπλόνσκι δεν ήταν από προσεκτική επιλογή: αυτές δεν ήρθαν μόνες τους, καθώς αυτός διάλεξε την μόδα των καπέλων του ή των παλτών του αλλά φορούσε αυτά σύμφωνα με την τελευταία τάση της μόδας. Ζώντας σε μια βασική κοινωνική ομάδα, και έχοντας μια επιθυμία, καθώς γενικά αναπτύσσεται με μια ωριμότητα, για κάποιο είδος πνευματικής δραστηριότητας, αυτός ήταν υποχρεωμένος να κρατάει τις απόψει του, όπως ήταν υποχρεωμένος να έχει ένα καπέλο. Εάν αυτός είχε ένα λόγο για να προτιμά τον Φιλελευθερισμό από τους Μετριοπαθής από μερικούς στην σειρά του, δεν ήταν αυτό που θεωρούσε τον Φιλελευθερισμό πιο λογικό, αλλά επειδή αυτό ταίριαζε καλύτερα με τον τρόπο ζωής του. Το κόμμα των Φιλελευθέρων ισχυριζόταν ότι τα πάντα στην Ρωσία ήταν άσχημα, αλλά αυτό ήταν ένα γεγονός που ο Ομπλόνσκι είχε πολλές αμφιβολίες και τελικά με τόσα λίγα χρήματα. Το κόμμα των Φιλελευθέρων έλεγε ότι ο γάμος ήταν ένας απαρχαιωμένος θεσμός ο οποίος θα έπρεπε να διορθωθει και η οικογενειακή ζωή πράγματι έδινε στον Ομπλόνσκι μια πολύ μικρή ευχαρίστηση, αναγκάζοντας τον να λέει ψέματα και να υπκρίνεται, το οποίο ήταν αρκετά αντίθετο στην φύση του. Το κόμμα των Φιλελευθέρων έλεγε, ή μάλλον υπονοούσε, ότι η θρησκεία ήταν μόνο κάλη ως ένας έλεγχος στην πιο βάρβαρη μερίδα του πληθυσμού' και ο Ομπλόνσκι πράγματι δεν μπορούσε να είναι όρθιος μέσα από ακόμα μια μεγαλή θεία λειτουργία χωρίς πόνο στα πόδια του, ούτε να καταλάβει γιατί κάποιος θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει όλη αυτή την τρομερή ουρανοκατέβατη γλώσσα για έναν άλλο κόσμο ένω ένας μπορεί να ζεί τόσο ευτυχισμένα σ' αυτόν τον κόσμο. Επιπλέον, τον Ομπλόνσκι του άρεσε πολύ το ευχάριστο αστείο, μερικές φορές του άρεσε να μπερδεύει ένα απλά σκεπτόμενο άνδρα παρατηρόντας ότι εαν εσύ πρόκειται να υπερηφανευτείς για την καταγωγή σου, γιατί σύντομα σταματά στον Πρίγκηπα Ρούρικ και απαρνηθείς τον πιο παλιό προγονό σου - τον πήθικο?
                            Έτσι ο Φιλελευθερισμός έγινε συνήθεια στον Ομπλόνσκι, και αυτός αγαπούσε την εφημερίδα του όπως αγαπούσε το τσιγάρο του μέτα το δείπνο, για την ελαφριά θολούρα που αυτό παράγει στον εγκεφαλό του. Αυτός διάβασε το κύριο άρθρο, στο οποίο εξηγούσε ότι στην εποχή μας αυτό είναι ανώφελο να υψώνεις την φωνή σου ότι ο Ριζοσπαστισμός είναι απειλητικός για να καταβροχθίζει όλα τα στοιχεία του Συντηριτισμού και να ισχυρίζεται ότι η Κυβέρνηση θα μπορούσε να πάρει μέτρα για να συγκρούσει την ύδρα της επανάστασης' από την άλλη πλευρά, "κατά την αποψή μας ο κίνδυνος δεν βρισκόταν σε μια υποθετική ύδρα της επανάστασης αλλά σε ένα επίμονο προσκόλλημα στην παράδοση το οποίο παρεμποδίζει την προόδο," κλπ. Αυτός επίσης διάβασε την οικονομική στήλη στο οποίο η Μπένθαμ και Μίλ ανέφεραν και ευστοχούσαν ότι ήταν δημιουργημένες από το Υπουργείο. Με την φυσική του ταχύτητα της αντίληψης αυτός κατάλαβε την έννοια της κάθε ευστοχίας, από που ήρθε αυτή, για ποιόν εννοούσε αυτή και τι το είχε προκαλέσει, και αυτό ως συνήθως τον έδινε μια βέβαια ικανοποίηση. Αλλά σήμερα η ικανοποίηση ήταν συνδεδεμένη από την μνήμη της συμβουλης της Μάτρενα Φιλιμόνοβνα, και από το γεγονός ότι υπήρχε όλο αυτό το πρόβλημα στο σπίτι. Αυτός συνέχισε να διαβάζει ότι υπήρχε μια φήμη για το ταξίδι του Κόμη Μπέουστ στο Βισμπάντεν' ότι εκεί δεν θα μπορούσε να έχει περισσότερα γκρί μαλλιά' ότι μια ελεφριά κλειστή τετράχρονη άμαξα ήταν για πώληση, και ένα νεαρό άτομο του πρόσφερε τις υπηρεσίες της' αλλά όλη αυτή η πληροφόρηση δεν τον δίνει την ήσυχη, ειρωνική ευχάριστηση όπως συνήθως συμβαίνει.
                              Έχωντας τελειώσει την εφημερίδα, την δεύτερη κούπα του καφέ του και ένα βουτυρωμένο ψωμάκι, αυτός σηκώθηκε επάνω, σκούπησε μερικά ψύχουλα από το παλτό του και φουσκώνοντας το πλατύ στήθος του, χαμογέλασε χαρούμενα, όχι επειδή δεν υπήρχε κάτι ειδικά ευχάριστο στο νου του - όχι, αλλά το χαμόγελο ήταν το αποτέλεσμα μια υγιειούς αφομίωσης, Αλλά αυτό το χαρούμενο χαμόγελο κάποια στιγμή έφερε τα πάντα πίσω στο μυαλό του και αυτός έγινε σκεπτόμενος.
                               Έπειτα αυτός άκουσε τον ήχο των δύο παιδικών φωνών έξω από την πόρτα, και τους αναγνώρησε καθώς οι φωνές των παιδιών ήταν από την μεγαλύτερη κόρη του Τάνια, και από τον μικρό του γιό Γκρίσα.
                               "Εγώ σου είπα να μην βάλεις τους επιβάτες στην οροφή" φώναξε το κορίτσι στα Αγγλικά. "Τώρα μάζεψέ τους!"
                               "Τα πάντα είναι ανοργάνωτα," σκέφτηκε ο Ομπλόνσκι' "εδώ τα παιδιά τρέχουν άγρια-" και πηγαίνοντας στην πόρτα αυτός τα φώναξε μέσα. Αυτά άφησαν το κουτί, το οποίο αντιπροσώπευε το τρένο, και ήρθαν στον πατέρα τους.
                               Το κορίτσι, το κατοικίδιο του πατέρα, έτρεξε άφοβα μέσα, τον αγκάλιασε, και κρεμάστηκε από τον λαιμό του γελώντας, ευχάριστη όπως αυτή ήταν πάντα, για να μυρίσει την οικεία μυρωδιά από τα μουστάκια του. Έχωντας φιλήσει το προσωπό του, κοκκινισμένη από το σκύψιμο και μεθυσμένη από στοργικότητα, το κορίτσι έλυσε τα χέρια της και πήγε να τρέξει μακριά, αλλά αυτός κράτησε την πλάτη της.
                               "Πώς είναι η Μάμα?" ρώτησε αυτός, παιρνώντας το χέρι του επάνω από το απαλό κομψό μικρό λαιμό της κόρης του, καθώς αυτός χαμογελαστά είπε "Καλή-Ημέρα" σε απάντηση για τον χαιρετισμό του μικρού του γιού.
                                Αυτός ήταν συνειδητοποιημένος που δεν φρόντιζε τόσο πολύ για το αγόρι όσο και για το κορίτσι αλλά έκανε το καλύτερό του για να τα απολαμβάνει και τα δύο μαζί το ίδιο. Το αγόρι το αισθάνθηκε αυτό και δεν ανταποκρίθηκε στο ψυχρό χαμογελό του πατέρα του.
                                "Η Μαμά? Αυτή είναι ξυπνητή," είπε το κορίτσι.
                                Ο Ομπλόνσκι έγνεψε.
                                "Αυτό σημαίνει ότι αυτή δεν έχει ξανά κοιμηθεί όλη νύχτα," σκέφτηκε αυτός.
                                "Ναι, αλλά είναι αυτή χαρούμενη?" πρόσθεσε.
                                Το κορίτσι ήξερε ότι ο πατέρας και η μητέρας της είχαν μαλώσει, και ότι η μητέρα της δεν θα μπορούσε να είναι χαρούμενη, και επίσης ότι ο πατέρας πρέπει να το ξέρει αυτό, έτσι ώστε θέτωντας του το ερώτημα γι' αυτή τόσο διακριτικά ήταν όλο προσποίηση, και αυτή ντράπηκε γι' αυτόν. Αυτός το παρατήρησε και ντράπηκε επίσης.
                                "Δεν ξέρω," είπε αυτή. "Αυτή είπε ότι εμείς δεν θα κάνουμε καθόλου τα μαθήματα, αλλά πρέπει να περπατήσουμε με την Δεσποινίς Χιούλ στο σπίτι της Γιαγιάς.'
                                "Λοιπόν εσύ ίσως πας, μικρή μου Τανιάκιν... Ω περίμενε!" είπε αυτός, κρατώντας την ακόμα και άγγιξε απαλά το κομψό μικρό της χέρι.
                                Παίρνωντας το κουτί το γλυκών από τη διακοσμητική θήκη που αυτός το είχε βάλει μια μέρα πρίν, διάλεξε δύο γλυκά τα οποία ήξερε ότι της αρέσαν καλύτερα, μια σοκολάτα και μια χρωματιστή κρέμα.
                                "Για τον Γκρίσα?" ρώτησε αυτή, κρατώντας την σοκολάτα.
                                "Ναι, ναι," και αγγίζοντας απαλά τον ώμο της αυτός της φίλησε στα μαλλιά της της στις ρίζες και στον λαιμό της και την άφησε να φύγει.
                                "Η άμαξα είναι έτοιμη," είπε ο Μάθιου, "αλλά υπάρχει μια γυναίκα για δουλειά περιμένωντας εσάς."
                                "Είναι εδώ πολύ ώρα?"
                                "Σχεδόν μισή ώρα"
                                "Πόσο συχνά πρέπει να σου λέω να με αφήνεις να ξέρω κάποια στιγμή όταν κάποιος είναι εδώ?"
                                "Αλλά πρέπει να δου δίνω χρόνο για να τελειώσεις τον καφέ σου," απάντησε ο Μάθιου με τον φιλικό του αναιδή τόνο, με το οποίο ήταν αδύνατο να είναι θυμωμένο.
                                "Λοιπόν, πες της να έρθει μέσα τώρα," είπε ο Ομπλόνσκι, το προσωπό του ρυτίδιασε με εκνευρισμό.
                                Η γυναίκα, χήρα ενός όμορφου αξιωματικού ονόματι Καλίνιν παρακαλούσε για κάτι αδύνατο και προσβλητικό, αλλά παρ' όλα αυτά ο Ομπλόνσκι, με την συνηθισμένη του ευγένεια, της ζήτησε να καθήσει κάτω και να την ακούσει προσεκτικά μέχρι το τέλος, της έδωσε πλήρη οδηγίες πως και σε ποιόν να υποβάλλει αίτηση και ακόμα έγραψε ζωηρά και άνετα με το μεγάλο, κομψό ευανάγνωστο χέρι του ένα μικρό σημείωμα σε ένα πρόσωπο ο οποίος ίσως να είναι χρήσημος γι' αυτή. Έχωντάς την αποχαιρετήσει, αυτός πήρε το καπέλο του και σταμάτησε να σκεφτεί αν αυτός είχε ξεχάσει κάτι άλλο. Αυτός βρήκε ότι δεν είχε ξεχάσει τίποτα άλλα αυτό που ήθελε αυτός να ξεχάσει: την σύζυγό του.
                                "Ω ναι!" κατέβασε το κεφάλι του, και το όμορφο προσωπό του έγινε ανήσυχο.
                                "Να πάω, ή να μην πάω?" ρώτησε αυτό τον εαυτό του' και η εσωτερική του συνείδηση απάντησε ότι αυτός δεν θα έπρεπε να πάει: ότι αυτό θα μπορούσε να είναι το μόνο αποτέλεσμα με υποκρισία' ότι αυτό ήταν αδύνατο να αποκαθιστούν οι σχέσεις τους επειδή αυτό ήταν αδύνατο να της δώσει προσοχή και να γίνει επιδεκτικός προς την υπάρχουσα αγάπη, ή να τον μετατρέψει σε ένα ηλικιωμένο άνδρα ανεπίδεκτο για την αγάπη. Τίποτα εκτός από την υποκρισία και την ψευτιά θα μπορούσαν τώρα να είναι αποτελεσματικά - και υπήρχε μια απέχθεια στην φύση του.
                                 "Ωστόσο αυτό θα μπορούσε να γίνει πιο γρήγορα ή πιο ύστερα," είπε αυτός, προσπαθώντας να υποστηρίξει τον εαυτό του. Αυτός φούσκωσε το στήθος του έβγαλε ένα τσιγάρο, το άναψε, πήρε δύο ρουφηξιές, έπειτα το έριξε μέσα στο μαργαριταρένιο σε σχήμα κοχυλιού τασάκι και διασχίζοντας το καθυστικό με γρήγορα βήματα, αυτός άνοιξε την πόρτα η οποία οδηγούσε μέσα στο υπνοδωμάτιο της συζύγου του.

                                                                ΕΝΟΤΗΤΑ 4

                                        Η Ντάρια Αλεξάντροβνα ήταν εκεί με μια ρόμπα, με τα μεγάλα φοβισμένα της μάτια, πλασμένα πιο πεταχτά προς τα έξω από το αδυνάτισμα του προσώπου της, και ο κόμπος από τις λεπτές πλεξούδες της άλλωτε πολυτελούς και όμορφης τρίχας της. Το δωμάτιο ήταν καλυμμένο με σκορπισμένα άρθρα, και αυτή στεκόταν ανάμεσα τους μπροστά από την ανοιχτή ντουλάπα, όπου αυτή ήταν υποχρεωμένη στο να διαλέγει κάτι. Ακούγωντας το βήμα του συζύγου της αυτή σταμάτησε και κοίταξε την πόρτα, προσπαθώντας μάταια να υιοθετήσει μια σοβαρή και περιφρανητική έκφραση. Αυτή ένιωθε ότι τον φοβόταν και φοβόταν για την αναμενώμενη συνάντηση. Αυτή προσπαθούσε να κάνει αυτό που ήδη είχε προσπαθήσει δέκα φορές κατά την διάρκεια αυτών των τριών ημερών, να τακτοποιήσει τα δικά της ρούχα και των παιδιών της για να πάει στην μητέρα της' αλλά αυτή δεν προσπαθούσε να επιτρέψει τον εαυτό της να κάνει αυτό, και έλεγε ξανά όπως - αυτή έκανε ύστερα από κάθε προηγούμενη προσπάθεια, ότι τα πράγματα δεν μπορούσαν να παραμείνουν όπως αυτά ήταν - ότι αυτή πρέπει να κάνει κάτι για να τον τιμωρήσει και για να τον ταπεινώσει, και να τιμωρήσει τον εαυτό της μόνο για ένα μικρό κομμάτι πόνου που αυτός της είχε προκαλέσει. Αυτή ακόμη συνέχισε λέγωντας ότι αυτή θα μπορούσε να τον αφήσει αλλά ένιωθε ότι αυτό ήταν αδύνατο. Αυτό ήταν αδύνατο επειδή δεν μπορούσε να βγεί από την συνήθεια το να τον σέβεται ως συζυγό της και να τον αγαπά. Αντίθετα, αυτή ένιωθε ότι εαν εδώ, στο δικό της σπίτι ήταν όλο αυτό που αυτή μπορούσε να προσέχει σωστά τα πέντε της παιδιά, αυτό μπορούσε να είναι ακόμα χειρότερο που αυτή σκεφτόταν να τα πάρει. Όπως ήταν αυτό, κατά την διάρκεια αυτών των τρειών ημερών το μικρότερο παιδί είχε αρρωστήσει επειδή αυτοί τον είχαν δώσει ένα ξινό κρεατόζωμο, και τα άλλα δύσκολα έφαγαν χθές κάποιο δείπνο. Αυτή ένιωθε ότι ήταν αδύνατο γι' αυτή να φύγει' αλλά ακόμη ξεγελώντας τον εαυτό της, αυτή πήγε να τακτοποιήσει τα πράγματα και προσποιήθηκε ότι πράγματι θα μπορούσε να φύγει.
                                        Βλέπωντας τον συζυγό της αυτή έχωσε τα χέρια της μέσα στο συρτάρι της ντουλάπας σαν να έψαχνε για κάτι, και μόνο όταν αυτός είχε έρθει κοντά σ' αυτήν αυτή γύρισε το προσωπό της προς σε αυτόν. Αλλά το προσωπό της, το οποίο αυτή ήθελε να δείχνει αυστηρό και αποφασισμένο, εξέφραζε μόνο σύγχηση και πόνο.
                                        "Ντόλι!" είπε αυτός με μια απαλή και συνασταλμένη φωνή. Αυτός τράβηξε το κεφάλι του προς τα κάτω, ευχόμενος να φαίνεται παθητικός και πειθήνιος, αλλά δεν είχε σημασία αυτός έλαμπε με φρεσκάδα και υγεία. Με ένα γρήγορο βλέμμα αυτή εξέτασε την φρέσκια και υγιεί φιγρούρα του από το κεφάλι του μέχρι τα πόδια. "Ναι, αυτός είναι ευτυχισμένος και ικανοποιημένος," σκέφτηκε αυτή, "αλλά τι γίνεται με εμένα?... και αυτή η τρομερή καλοσύνη του την οποία οι άνθρωποι αγαπούν και επαινούν τόσο πόσο την μισώ!" Αυτή πίεσε τα χείλη της μαζί και ο μύς από το μαγουλό της τραβήχτηκε απότομα στην δεξιά πλευρά του χλωμού νευρικού προσώπου της.
                                        "Τί θέλεις?" είπε αυτή γρήγορα με μια φωνή ασυνήθηστη για τους συνηθησμένους βαθείς τόνους της.
                                        "Ντόλι" επανέλαβε αυτός με αστάθεια, "η Άννα έρχεται σήμερα."
                                        "Τι θα γίνει μ' εμένα? Εγώ δεν μπορώ να την δεχτώ!" φώναξε αυτή.
                                        "Αλλά μετά από όλα αυτά, Ντόλι, εσύ πραγματικά πρέπει να την δεχτείς," είπε αυτός.
                                        "Φύγε, φύγε, φύγε μακριά!" ούρλιαξε αυτή σαν να βρισκόταν σε ένα σωματικό πόνο, χωρίς να κοιτάξει σ΄αυτόν.
                                        Ο Ομπλόνσκι μπορούσε να σκεφτεί ψύχραιμα για την συζυγό του, μπορούσε να ελπίζει ότι " τα πράγματα θα φτιάξουν μόνα τους." όπως είχε πει ο Μάθιου, και ότι μπορούσε να διαβάσει την εφημερίδα και πιεί τον καφέ του, αλλά όταν είδε το ανήσυχο, πονεμένο προσωπό της, και άκουσε τον τόνο της, μοιρολατρική και απεγνωσμένη, αυτός ένιωσε μια πνιγμένη αίσθηση. Ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό του και τα δάκρυα γυάλισαν στα μάτια του.
                                        "Ω, Θεε μου! Τι έχω κάνει? Ντόλι - για όνομα του Θεού!... Εσυ ξέρεις..." Αυτός δεν μπορούσε να συνεχίσει ο λαιμός του ήταν πνηγμένος με λιγμούς.
                                        Αυτή έκλεισε με πάταγο τις πόρτες της ντουλάπας και κοίταξε σ' αυτόν.
                                        "Ντόλι, τι μπορώ να πω?... Μόνο συγχωρεσέ με! Σκέψου, εννιά χρόνια.... Δεν μπορούν αυτά να εξιλεωθούν για ένα στιγμιαίο - ένα στιγμιαίο..."
                                        Έγηρε τα μάτια της μπρος τα εμπρός και αυτή περίμενε να ακούσει τι θα μπορούσε να πεί αυτός, σαν να τον ικέτευε για να την πείσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ότι αυτή είχε κάνει λάθος.
                                        "Ένα στιγμιαίο ξεμυάλισμα..." είπε αυτός, και συνέχησε, αλλά σ' αυτές τις λέξεις τα χείλη της σφίχτηκαν ξανά σαν ένα πόνο, και ξανά ο μυς στο δεξί της μάγουλο άρχησε να συσπάτε.
                                        "Φύγε - φύγε μακριά από εδώ!" φώναξε αυτή με μια διαπεραστική φωνή, " και μην μιλάς σε εμένα για τα ξεμυαλίσματά σου και για όλα αυτά τα τρομερά!"
                                        Αυτή ευχόταν να φύγει μακριά, αλλά ζαλίστηκε και κρατήθηκε στην πλάτη της καρέκλας για να στηρίξει τον εαυτό της. Το προσωπό του άνοξε, έγλυψε τα χείλη του, και τα μάτια του γέμισαν με δάκρυα.
                                        "Ντόλι!" είπε αυτός, τώρα κλαίγοντας πραγματικά με λιγμούς, "για όνομα του θεού σκέψου τα παιδιά- αυτά δεν έχουν κάνει τίποτα! Τιμώρησέ με - κάνε με να υποφέρω για το αμαρτημά μου! Πες μού τι να κάνω - Είμαι έτοιμος για το οτιδήποτε. Εγώ είμαι ο μοναδικός ένοχος. Δεν έχω λόγια για να εκφράσω την ενοχή μου... Αλλά Ντόλι, συγχωρεσέ με!"
                                        Αυτή κάθησε κάτω και αυτός μπορούσε να ακούει την χαμηλή, βαριά αναπνοή της. Αυτός ένιωθε ανέκφραστα λυπημένος γι' αυτή. Αυτή προσπάθησε ξανά και ξανά να μιλήσει και δεν μπόρεσε. Αυτός περίμενε.
                                        "Εσύ νοιάζεσαι για τα παιδιά μας όταν θέλεις να παίξεις τους, αλλά εγώ πάντα νοιάζομαι γι' αυτά, και ξέρεις ότι αυτά είναι καταστρεμένα τώρα," είπε αυτή, επαναλαμβάνοντας φανερά μια από τις φράσεις που αυτή είχε χρησιμοποιήσει για την ίδια ξανά και ξανά κατά την διάρκεια αυτών των τριών ημερών.
                                        Αλλά αυτή είχε προφέρει "τα παιδιά μας", και κοιτάζοντας ευχάριστα σ' αυτή αυτός μετακινήθηκε για να πάρει το χέρι της' αλλά αυτή παραμέρησε με ένα βλέμμα απέχθειας.
                                        "Εγώ νοιάζομαι για τα παιδιά, και θα μπορούσα να κάνω τα πάντα στον κόσμο για να τα προστατεύσω αλλά δεν ξέρω πως να τα προστατεύσω- είτε παίρνοντας τα μακριά από τον πατέρα του, είτε αφηνοντάς τα με ένα άσωτο- ναι, έναν άσωτο πατέρα... Πες μου νομίζεις ότι είναι δυνατόν για εμάς να ζήσουμε μαζί μετά από αυτό που έχει συμβεί? Είναι δυνατόν? Πες, μου είναι δυνατόν?" επανέλαβε αυτή, υψώνοντας την φωνή της. "Όταν ο συζυγός μου, ο πατέρας των παιδιών μου, έχει ερωτικές περιπτήξεις με την γκουβερνάντα των παιδιών του?"
                                        "Αλλά τι πρέπει να γίνει? τι πρέπει να γίνει?" είπε αυτός, με ένα ικετευτικό τόνο, γνωρίζοντας δύσκολα τι έλεγε αυτός, και κουνούσε το κεφάλι του όλο και πιο κάτω.
                                        "Είσαι τρομερός και αηδιαστικός σε εμένα!"φώναξε αυτή, γίνοντας όλο και περισσότερο αναστατωμένη. "Τα δακρυά σου είναι νερό! Εσύ ποτέ δεν με αγάπησες' δεν έχεις καρδιά, δεν έχεις τιμή! Για εμένα είσαι σιχαμερός, αηδιαστικός- ένας ξένος, ναι, ένας τέλειος ξένος!"Αυτή πρόφερε αυτή τη λέξη ξένος τόσο τρομερά στον εαυτό της, με σπαραγμό και απέχθεια.
                                        Αυτός την κοίταξε και η απέχθεια που αυτός είδε στο προσωπό της τον κοίταξε και τον εξέπληξε. Αυτός δεν κατάλαβε ότι η λύπη του την εξόργηζε. Αυτή είδε σ' αυτόν λύπη για την ίδια αλλά όχι αγάπη. "Όχι, αυτή με μισεί' αυτή δεν θα με συγχωρέσει," σκέφηκε αυτός. "Αυτό είναι απαίσιο, απαίσιο!" μουρμούρησε.
                                       Τη στιγμή εκείνη ένα παιδί άρχησε να κλέει στο άλλο δωμάτιο, πιθανώς έχωντας σκοντάψει κάτω. Η Ντάρια Αλεξάντροβνα άκουσε άκουσε και το προσωπό της μαλάκωσε ξαφνικά.
                                       Αυτή φαινόταν να προσπαθεί να ξαναβρεί τον εαυτό της, σαν να μην ήξερε που ήταν ή τι έπρεπε να κάνει. Τότε αυτή σηκώθηκε γρήγορα και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
                                        "Ύστερα απ' όλα αυτά, αυτή αγαπάει το παιδί μου," σκέφτηκε αυτός, παρατηρώντας την αλλαγή στο προσωπό της όταν έκλαψε το μωρό' "Το παιδί μου - πως αυτή μπορεί να με μισεί?"
                                       "Ντόλι, μόνο μια κουβέντα!" είπε αυτός, ακολουθόντας την.
                                       "Εαν με ακολουθήσεις, εγώ θα φωνάξω τους υπηρέτες και τα παιδιά! Εγώ θα αφήσω να μάθουν όλοι ότι είσαι ένας παλιάνθρωπος! Εγώ πρόκειται να φύγω σήμερα, και εσύ ίσως ζήσεις εδώ με την ερωμένη σου!"
                                       Αυτή βγήκε έξω, βροντώντας την πόρτα.
                                       Ο Ομπλόνσκι αναστέναξε, σκούπησε το προσωπό του, και με απαλά βήματα άφησε το δωμάτιο. Ο Μάθιου λέει ότι "τα πράγματα θα φτιάξουν μόνα τους - αλλά πως? Εγώ ακόμα δεν το βλέπω πιθανόν... Ω αγαπητέ, τι φόβος απ' αυτό! Και το χτύπημα της - αυτό ήταν τόσο βίαιο" σκέφτηκε αυτός, ανακαλώντας στην μνήμη του τις φωνές της και τις λέξεις παλιάνθρωπος και ερωμένη. "Και οι υπηρέτες ίσως να τα έχουν ακούσει! Αυτό είναι τρομερά κοινότυπο, τρομερά!" Για λίγα λεπτά ο Ομπλόνσκι έμεινε μόνος' έπειτα αυτός σκούπησε τα μάτια του, αναστέναξε, και φουσκώνοντας το στήθος του βγήκε έξω από το δωμάτιο.
                                       Ήταν Παρασκευή, την ημέρα στην οποία ένας Γερμανός ορολογοποιός έρχεται πάντα για να κουρδίσει τα ορολόγια. Βλέποντας τον στην τραπεζαρία, ο Ομπλόνσκι θυμήθηκε ένα αστείο που αυτός είχε κάνει κάποτε για την δαπάνη από αυτή την συντήρηση στον ακριβό φαλακρό ορολογοποιό και αυτός χαμογέλασε."Ο Γερμανός," είχε πεί, "έχει κουρδιθεί για την ζωή για να κουρδίζει τα ορολόγια." "Λοιπόν, ίσως τα πράγματα θα φτιάξουν μόνα τους! Αυτή είναι μια καλή φράση," σκέφτηκε αυτός. "Εγώ πρέπει να την χρησιμοποιώ αυτή."
                                       "Μάθιου!" φώναξε αυτός, "θα κανονίσεις τα πάντα εσύ και η Μαίρη για την Άννα Αρκαντίεβνα στο μικρό σαλόνι?"πρόσθεσε αυτός όταν εμφανίστηκε ο Μάθιου.
                                       "Ναί, κύριε."
                                       Ο Ομπλόνσκι φόρεσε το γούνινο παλτό του, και βγήκε έξω στην βεράντα.
                                       "Θα είστε σπίτι για δείπνο, κύριε?" είπε ο Μάθιουκαθώς τον συνόδευε έξω.
                                       "Θα δώ... Α!, και εδώ υπάρχουν μερικά χρήματα," είπε αυτός, βγάζοντας ένα χαρτονόμισμα των δέκα ρουβλιών από το σημειωματάριο οτυ. "Θα είναι αρκετό αυτός?"
                                       "Αρκετό ή όχι εμείς πρέπει να το διαχειρηστούμε, αυτό είναι ξεκάθαρο," είπε ο Μάθιου, κλείνωντας την πόρτα της άμαξας και γύρισε πίσω στην βεράντα.
                                       Εν το μεταξύ η Ντάρια Αλεξάντροβνα αφού ηρέμησε το παιδί, γνωρίζοντας τον ήχο από τις ρόδες της άμαξας ότι ο συζυγός της είχε φύγει, επέστρεψε στο δωματιό της. Αυτό ήταν το μοναδικό της καταφύγιο από τις φροντίδες του νοικοκυριού. Ακόμα και τώρα, κατά τη διάρκεια αυτών των λίγων λεπτών που αυτή είχε περάσει στο παιδικό δωμάτιο η Αγγλίδα γκουβερνάντα και η Μάτρενα Φιλιμόνοβνα είχαν βρεί χρόνο για να κάνουν μερικές ερωτήσεις που δεν μπορούσαν να αναβάλλουν, και τις οποίες μόνο αυτή μπορούσε να απαντήσει. "Τι πρέπει να φορέσουν τα παιδιά όταν βγούν έξω? Πρέπει αυτά να πιούν γάλα? Δεν πρέπει να σταλεί νέος μάγειρας?"
                                       "Ω, αφήστε με μόνη μου!" έκλαψε αυτή' και επιστρέφοντας στο δωμάτιο της αυτή κάθησε κάτω όπου αυτή είχε καθήσει όταν μιλούσε με τον συζυγό της. Διπλώνοντας μαζί τα λεπτά της δάχτυλα, στα οποία τα δαχτυλίδια της κρεμόταν χαλαρά, αυτή εξέτασε με προσοχή στο μυαλό της την όλη συζήτηση τους.
                                       "Έφυγε! Αλλά πως αυτός τελείωσε μ' αυτή?" σκέφτηκε αυτή. "Είναι δυνατόν αυτό να συνεχίζει να την βλέπει? Γιάτι δεν τον ρώτησα? Ωχ, όχι! Αυτό είναι δυνατόν να επανασυνδέθηκαν... Ακόμα και αν συνεχίζουμε να ζούμε κάτω από την ίδια στέγη, είμαστε ξένοι - ξένοι για πάντα!" επανέλαβε, δίνοντας ειδικά έμφαση στη λέξη που ηταν τρομερή γι' αυτή. "Και πόσο τον αγαπούσα! Ω Θεέ μου, πόσο τον αγαπούσα!... Πόσο εγώ τον αγαπούσα - και τώρα δεν τον αγαπάω? Δεν τον αγαπάω περισσότερο από ποτέ? Το πιο τρομερό πράγμα..." Αυτή δεν ολοκήρωσε την σκέψη της, επειδή η Μάτρενα Φιλιμόνοβνα έχωσε το κεφάλι της μέσα στην πόρτα.
                                       "Δεν έχω κάνει καλύτερα που έστειλα για τον αδερφό μου?" είπε αυτή. "Μετά από όλα αυτά, αυτός μπορεί να μαγειρέψει ένα δείπνο - ή αλλιώς τα παιδιά θα φύγουν χωρίς φαγητό μέχρι τις έξι η ώρα, όπως αυτά έκαναν χθές."
                                       "Εντάξει! Εγώ θα έρθω και θα δώ γι' αυτό σε ένα λεπτό. Έχει σταλθεί το γάλα?" και η Ντάρια Αλεξάντροβνα βυθίστηκε στις καθημερινές της φροντίδες, και για την ώρα έστρεψε την βαθιά της θλίψη σ' αυτούς.
                                       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου