Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ [Πεμπτό κεφάλαιο]

                                                             ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

                                Η φυσική ικανότητα του Ομπλόνσκι τον είχε βοηθήσει να πάει καλά στο σχολείο, αλλά η αταξία και η τεμπελιά του είχαν προκαλέσει να τελειώσει την τάξη της χρονιάς με πολύ χαμηλό βαθμό. Παρ' όλο ακόμη την σπατάλη της ζωής του, την ασήμαντη υπηρεσιακή του θέση, και την σχετική νεότητα του, αυτός απασχολούσε μια διακεκριμένη θέση και καλοπληρωμένη θέση ως Επικεφαλής ένα από τα Κυβερνητικά Σώματα στην Μόσχα. Αυτή τη θέση αυτός την είχε αποκτήσει μέσα από τον Αλέξης Αλεξάντροβιτσ Καρένιν, τον σύζυγο της αδερφής του Άννας, ο οποίος κρατούσε μια από τις πιο σημαντικές θέσεις στο Υπουργείο στο οποίο άνηκε αυτό το Σώμα της Μόσχας. Αλλά ακόμη και αν ο Καρένιν δεν είχε προτείνει για υποψήφιο τον κουνιάδο του γι' αυτή τη θέση, ο Στέφεν Ομπλόνσκι μέσα από τους ένα χιλιάδες άλλους ανθρώπους - αδέρφια, αδερφές, συγγενείς, ξαδέρφια, θείοι ή θείες - θα μπορούσε να είχε αποκτήσει αυτή ή μια παρόμοια θθέση με ένα μισθό γύρω στις 6,000 ρούβλιες τον χρόνο, το οποίο αυτός χρειαζόταν επειδή παρ' όλο οι ουσιώδης ανάγκες της συζύγου του και οι υποθέσεις του βρισκόταν σε άσχημο δρόμο.
                                Η μισή Μόσχα και η μισή Αγία Πετρούπολη ήταν συγγενείς του ή φίλοι του. Αυτός γεννήθηκε ανάμεσα σ' αυτούς που ήταν ή που έγιναν ένας από τους μεγάλους αυτού του κόσμου. Το ένα τρίτο του κόσμου ήταν οι ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι, οι ηλικιωμένοι άνδρες, που ήταν φίλοι του πατέρα του και τον είχαν γνωρίσει με μεσοφόρια, αυτός είχε στενές προσωπικές σχέσεις με το άλλο τρίτο. Και ήταν καλά γνωστός με το τελευταίο τρίτο. Με αποτέλεσμα οι διανομείς των επίγειων ευλογιών, όπως Κυβερνητικές θέσεις, χορηγίες, παραχωρήσεις, και το ωραίο, ήταν όλοι φίλοι του. Αυτοί δεν μπορούσαν να αγνοοήσουν έναν που άνηκε σ' αυτούς, έτσι ώστε ο Ομπλόνσκι δεν είχε ιδιαίτερη δυσκολία στο να αποκτήσει μια προσοδοφόρα θέση' όχι μόνο αυτός δεν είχε σηκώσει αντιρρήσεις, να μην είναι ζηλιάρης, να μην καβγαδίσει, και να μην προσβληθεί - όλα αυτά τα πράγματα τα οποία, τον έκαναν φυσικά ευδιάθετο. Αυτό θα μπορούσε να μην έχει φανεί σ' αυτόν γελοίο που αυτός  είχε πει ότι δεν θα μπορούσε να πάρει μια θέση με ένα μισθό που ήθελε ειδικά αυτός δεν απαιτούσε κάτι το υπερβολικό. Αυτός ήθελε μόνο αυτό που ήθελαν οι άλλοι άνδρες της ηλικίας του και της σειράς του να παίρνουν' και αυτός μπορούσε να γεμίσει ένα τέτοιο γραφείο όπως και ο οποιοσδήποτε άλλος.
                                Ο Ομπλόνσκι δεν ήταν μόνο αρεστός από οποιοδήπτε τον ήξερε για την παιδική και χαρούμενη φύση του και την αναμφισβήτητη ειλικρίνια του, αλλά υπήρχε κάτι σ' αυτόν - στην όμορφη και λαμπερή του εμφάνιση, τα ακτινοβόλα του μάτια, τα μαύρα μαλλιά του και τα φρύδια του, και η ροζέ επιδερμίδα του, που είχαν μια φυσική επίδραση σ' αυτούς που συναντούσε. κάνοντάς τους να νιώθουν φιλικοί και χαρούμενοι. "Α! Ο Στίβ Ομπλόνσκι! Εδώ είναι!" έλεγε σχεδόν ο καθένας που αυτός συναντούσε, χαμογελαστά. Ακόμα και αν η συζήτηση μ' αυτόν μερικές φορές δεν προκαλούσε ιδιαίτερη απόλαυση, άκομη και την επομένη ημέρα, και την μεθεπόμενη, ο καθένας ήταν τόσο ευχαριστημένος όπως πάντα για να τον συναντήσει.
                                Ήταν ο τρίτος χρόνος που ο Ομπλόνσκι ήταν Επικεφαλής αυτού του Κυβερνητικού Σώματος στην Μόσχα, και αυτός όχι μόνο είχε κερδίσει την αγάπη αλλά επίσης και τον σεβασμό των συναδέλφων του ανωτέρων κρατικών υπαλλήλων, των κατωτέρων του, των προισταμένων του, και όλοι οι οποίοι είχαν κάτι να κάνουν μ' αυτόν. Τα προσόντα του προισταμένου που είχε κερδίσει αυτός για τον γενικό σεβασμό στο Γραφείο του ήταν, πρώτον η υπερβολική επιείκια του, βασιζόμενη σε μια συνείδηση των δικών του ελαττωμάτων' δεύτερον, ο αληθινός Φιλελευθερισμός του - όχι αυτό το οποίο διαβάζει στην εφημερίδα του, αλλά αυτό το οποίο ήταν στο αίμα και τον έκανε να μεταχειρίζεται όλους τους άνδρες όμοια με οποιοδήποτε βαθμό ή την ανώτερη κρατική θέση τους' τρίτον και κυριότερον, η πλήρη αδιαφορία του για την επιχείρηση που αυτός ήταν δεσμευμένος, με αποτέλεσμα αυτού αυτός ποτέ δεν παρασύρθηκε από ενθουσιασμό και ποτέ δεν έκανε λάθοι.
                                Έχοντας φτάσει στον προορισμό του ο Ομπλόνσκι, με σεβασμό, ακολουθούμενος από τον πορτιέρη κρατώντας τον χαρτοφύλακα του, μπήκε στο μικρό ιδιωτικό του δωμάτιο, φόρεσε την στολή του και βγήκε έξω στο Γραφείο. Οι γραμματείς και οι βοηθοί σηκώθηκαν όλοι και υποκλήθηκαν χαρούμενα και με σεβασμό. Ο Ομπλόνσκι περπάτησε γρήγορα, όπως ήταν η συνηθειά του, στο μέρος του, αντάλλαξε χειραψίες με τα Μέλη, και κάθησε κάτω. Αυτός συνομίλησε και αστειεύτηκε απλώς τόσο πολύ όσο ήταν πρέπων και έπειτα γύρισε στη δουλειά. Κανένας δεν μπορούσε να καθορίσει καλύτερα απ' ότι αυτός τα όρια της ελευθερίας, της απλότητας, και της τυπικότητας, απαραίτητη για την ευχάριστη διεκπαιρέωση της δουλειάς. Ο Γραμματέας ήρθε με τα έγγραφα χαρούμενα και με σεβασμό όπως όλοι στο Γραφείο του Ομπλόνσκι, και ξαναεξετάζοντας με τον οικείο Φιλελεύθερο τόνο παρουσιάστηκε από τον Ομπλόνσκι. "Μετά από όλα αυτά, εμείς έχουμε καταφέρει να πάρουμε αυτή την πληροφορία από το Επαρχειακό Γραφείο της Πένζας. Εδώ - θα σε ευχαριστούσε..."
                                 "Το πήρες τελικά?" είπε ο Ομπλόνσκι, κρατώντας το έγγραφο κάτω με το δάχτυλο του. "Λοιπόν, Κύριοι..." και η συνεδρίαση ξεκίνησε.
                                 "Εαν αυτοί ήξεραν μόνο," σκέφτηκε αυτός, σκύβωντας το κεφάλι του δυσάρεστα καθώς αυτός άκουγε στην Αναφορά, "πως ήταν ήταν μισή ώρα πρίν ο Προεδρός τους σαν ένα μικρό ένοχο μικρό αγόρι!..." και τα μάτια του έλαμψαν άνω διαβαζόταν η Αναφορά. Μέχρι τις δύο το μεσημέρι η δουλειά επρόκειτο να συνεχιστεί αδιάκοπτα, αλλά στις δύο υπήρχε μια διακοπή για δείπνο.
                                  Δεν ήταν ακριβώς δύο η ώρα όταν οι μεγάλες γυάλινες πόρτες ξαφνικά άνοιξαν αιωρούμενες και κάποιος μπήκε μέσα. Όλα τα μέλη κάτω από το πορτρέτο του Αυτοκράτορα και πίσω από τον Καθρέπτη της Δικαιοσύνης, χαρούμενος από κάποια αναστάτωση κοίταξε προς την πόρτα' αλλά ο πορτιέρης κάποια στιγμή έβγαλε έξω τον απρόσκλητο επισκέπτη και έκλεισε τις γυάλινες πόρτες πίσω του.
                                   Όταν η Αναφορά είχε διαβαστεί, ο Ομπλόνσκι σηκώθηκε, τεντώνοντας το σώμα του, και, πληρώνοντας φόρο υποτελείας στον Φιλελευθερισμό για πολλοστή φορά, έβγαλε έξω ένα τσιγάρο πρίν αφήσει το Γραφείο για να πάει στο ιδιωτικό του δωμάτιο. Δύο από τους συναδέλφους του - ο Νικίτιν, ένας ηλικιωμένος εργασιωμάνης ανώτερος κρατικός υπάλληλος και ο Γκρινέβιτσ, ένας Κύριος του Κοιτώνα - τον ακολούθησαν έξω.
                                    "Εμείς θα έχουμε χρόνο για να τελειώσουμε μετά το δείπνο," είπε ο Ομπλόνσκι,
                                    "Αρκετό χρόνο" είπε ο Νικίτιν.
                                    "Αυτός πρέπει να είναι ένας σπουδαίος απατεώνας, αυτός ο Φομίν" είπε ο Γκρινέβιτσ, αναφερόμενος σ' έναν από αυτούς που έχει σχέση για μια υπόθεση υπό εξέταση.
                                    Ο Ομπλόνσκι έκανε μια έκφραση σ' αυτές τις λέξεις, δείχνωντας έτσι ότι δεν είναι σωστό να διαμορφώνεις μια άποψη πρόωρα και δεν απάντησε.
                                    "Ποιός ήταν να έρθει μέσα?" ρώτησε τον πορτιέρη.
                                    "Κάποιος άνδρας μπήκε μέσα χωρίς άδεια, Εξωχότατε, όταν εγώ δεν έβλεπα. Αυτό σας ζήτησε. Εγώ του είπα, "Όταν τα Μέλη βγούν έξω τότε..."
                                    "Πού είναι αυτός?"
                                    "Ίσως αυτός έχει βγεί έξω στο χόλ' αυτός περπατούσε εδώ γύρω μόλις τώρα. Αυτός είναι" ο πορτιέρης έδειξε σε ένα γεροδεμένο με σφιχτούς ώμους άνδρα με σγουρά γένια, ο οποίος χωρίς να βγάλει το καπέλο του από δέρμα προβάτου, έτρεξε ελαφριά και ανέβηκε γρήγορα τα φθαρμένα σκαλοπάτια της πέτρινης σκάλας. Ένας αδύνατος κρατικός υπάλληλος, κατεβαίνοντας κάτω με ένα χαρτοφύλακα, σταμάτησε, με ένα αποδοκιμαστικό βλέμμα στα πόδια του άνδρα τρέχωντας προς τα επάνω, και τότε' κοίταξε περίεργα στον Ομπλόνσκι, ο οποίος παρέμενε στην κορυφή των σκαλιών. Το ευγενικό του πρόσωπο έλαμψε πάνω από το κεντημένο με χρυσό κολλάρο της στολής του, μεγάλωσε ακόμα περισσότερο την λάμψη όταν αυτός αναγνώρησε τον άνδρα που ερχόταν επάνω.
                                    "Ναι αυτός είναι! Τελικά ο Λεβάιν είναι" είπε αυτός, περιεργάζοντας το πλησίασμα του Λεβάιν με ένα φιλικό προσποιητό χαμόγελο. "Πως είναι αυτό να καταδέχεσαι να με επισκεφθείς σ' αυτή την κρύψωνα?" ρώτησε αυτός' και χωρίς προθυμία να χαιρετίσει το χέρι του φίλου του, αυτός τον φίλησε. "Είσαι εδώ πολύ ώρα?"
                                    "Μόλις έχω φτάσει και είμαι πολύ αγχωμένος για να σε δω," απάντησε ο Λεβάιν, κοιτάζοντας γύρω με πίεση, και ακόμα σταυρωτά και άβολα.
                                    "Λοιπόν τότε, έλα στο δωματιό μου" είπε ο Ομπλόνσκι, ο οποίος ήξερε την ευσυνηδεισία και την ευερέθιστη ντροπαλότητα του φίλου του' και πιάνωντας τον από το χέρι αυτός τον οδήγησε κατά μήκος σαν κάποιος παλιός κίνδυνος.
                                    Ο Ομπλόνσκι ήταν σε στενές φιλικές σχέσεις σχεδόν με όλους του γνωστούς του, άνδρες ηλικίας εξήντα ετών, παιδιά είκοσι ετών, ηθοπιοί, Μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, έμποροι, και Αυλικοί, έτσι πολλοί υπέροχοι άνθρωποι που βρισκόταν σε στενές προσωπικές σχέσεις μ' αυτόν στεκόταν στα δύο άκρα της κοινωνικής κλίμακας και θα μπορούσαν να έχουν ξαφνιαστεί περισσότερο για να ξέρουν ότι αυτοί έχουν κάτι κοινό μέσω του Ομπλόνσκι. Αυτός ήταν σε οικίες προσωπικές σχέσεις με τον καθένα που αυτός έπινε σαμπάνια, και αυτός έπινε σαμπάνια με όλους. Αλλά όταν με την παρουσία των κατώτερων του που αυτός τύχαινε να συναντήσει κάποιον από τους "κακόφημους φίλους" του, όπως αυτός χαρούμενα τους αποκαλούσε, αυτό ήταν δυνατόν, με την έμφυτη λεπτότητα του, να ελαχιστοποιεί την εντύπωση μιας τέτοιας συνάντησης που ίσως αυτός να είχε αφήσει στο νου τους. Ο Λεβάιν, δεν ήταν ένας "κακόφημος φίλος" αλλά ο Ομπλόνσκι ένιωθε ότι ο Λεβάιν εικαζόταν ότι αυτός δεν νοιαζόταν να δείξει την οικειότητα τους ενώπιον των κατωτέρων του, και αυτό ήταν γιατί αυτός βιάστηκε να τον βάλει στο ιδιωτικό του δωμάτιο.
                                    Ο Λεβάιν και ο Ομπλόνσκι ήταν σχεδόν στην ίδια ηλικία' και με τον Λεβάιν, ο Ομπλόνσκι ήταν σε οικίες φιλικές σχέσεις όχι μόνο μέσα από την σαμπάνια. Ο Λεβάιν είχε γίνει συντροφός και φίλος του στα νεώτερα χρόνια, και αυτοί ήταν η χαρά του ενός με τον άλλο σαν φίλοι οι οποίοι είχαν βρεθεί μαζί στα νεώτερα χρόνια, παρ' όλη την διαφορά σους χαρακτήρες και στις προτιμήσεις τους. Ακόμη, όπως σύχνα συμβαίνει ανάμεσα σε δύο άνδρες οι οποίοι είχαν διαλέξει διαφορετικές καταδιώξεις, ο καθένας, ενώ δικαιολογούσε με επιχείρημα την δραστηριότητα του άλλου, περιφρόνησε αυτό στα βάθη της καρδιάς του. Η κάθε σκέψη ότι ο δικός του τρόπος ζωής ήταν η πραγματική ζωή, και ότι η ζωή του φίλου του ήταν - αυταπάτη. Ο Ομπλόνσκι δεν μπορούσε να συγκρατήσει ένα ελαφρύ σαρκαστικό χαμόγελο στην θέα του Λεβάιν, πόσες πολλές φορές αυτός είχε έρθει για να τον δεί φτάνοντας στην Μόσχα από την εξοχή, που αυτός έκανε κάτι, αν και αυτό ο Ομπλόνσκι δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει καλά ή και να αισθανθεί κάτι το ενδιαφέρον. Ο Λεβάιν ερχόταν στην Μόσχα πάντα αναστατωμένος, πάντα με βιασύνη, απ' ότι ντροπαλός και ευέξαπτος από την δική του ντροπαλότητα, και συνήθως με εντελώς νέες και αναπάντεχες απόψεις για τα πράγματα. Ο Ομπλόνσκι γέλασε μ' όλα αυτά και ακόμη του άρεσε αυτό. Παρομοίως, ο Λεβάιν με την καρδιά του περιφρόνησε την αστική ζωή του φίλου του που ήταν εξέχουσα, και τα καθήκοντα του ως ανώτερου κρατικού υπαλλήλου τα οποία αυτός θεωρούσε μάταια και γελοία. Αλλά η διαφορά ήταν ότι ο Ομπλόνσκι κάνει όπως ο κάθε άλλος έκανε γελούσε με σιγουριά και καλό χιούμορ, ενώ ο Λεβάιν γελούσε αβέβαια και μερικές φορές θυμωμένα.
                                    "Εμείς έχουμε πολύ καιρό που σε περιμένουμε," είπε ο Ομπλόνσκι μπαίνοντας στο ιδιωτικό του δωμάτιο και απελευθερώνοντας το μπράτσο του Λεβάιν, σαν να έδειχνε ότι όλος ο κίνδυνος ήταν παρελθόν. "Είμαι πολύ, πολύ χαρούμενος που σε βλέπω!" συνέχισε αυτός. "Λοιπόν, πως είσαι, ε? Πότε έφτασες?"
                                    Ο Λεβάιν κοίταζε σιωπηλά στα πρόσωπα των δύο ξένων, συναδέλφων του Ομπλόνσκι, και ειδικά στα χέρια του κομψού Γκρινέβιτσ, ο οποίος είχε τέτοια μακριά λευκά δάχτυλα και τέτοια μακριά κιτρινωπά γαμψά νύχια στις άκρες, και τέτοια μεγάλα γυαλιστερά μανικετόκουμπα, που ολοφάνερα τα χέρια του απασχολούσαν όλη την προσοχή του και τον αποσπούσε από την ελευθεριά της σκέψης. Ο Ομπλόνσκι κάποια στιγμή παρατήρησε το βλέμμα του Λεβάιν και χαμογέλασε.
                                    "Ω φυσικά! Αφησέ με να σε συστήσω," είπε αυτός. "Οι συναδελφοί μου: Φίλιπ Ιβάνιτσ Νικίτιν' Μίκαελ Στρανισλάβιτσ Γκρινέβιτσ." Τότε στράφηκε στον Λεβάιν "Κωνσταντίν Ντμίτριχ Λεβάιν, ένα ενεργό μέλος του Ζέμτσβο, ένας από την νέα τάξη - ένας αθλητής ο οποίος σήκωσε βάρος εκατό και μισό κιλό με ένα χέρι, ένας κτηνοτρόφος, ένας φίλος των σπόρ - φίλος μου, και αδερφός του Σέργιου Ιβάνιτσ Κοζνίσεβ."
                                    "Πολύ χαρούμενος..." είπε ο ηλικιωμένος υπάλληλος.
                                    "Έχω την τιμή να γνωρίζω τον αδερφό σας, Σέργιο Ιβάνιτσ," είπε ο Γκρινέβιτσ, κρατώντας το στενό του χέρι με τα μακριά νύχια του χεριού του.
                                    Ο Λεβάιν συνοφριώθηκε, αντάλλαξε ψυχρά χειραψίες, και αμέσως στράφηκε στον Ομπλόνσκι. Ο Λεβάιν σκέφτηκε ότι αυτος είχε μεγάλο σεβασμό για τον ετεροθαλή αδερφό του, ένα συγγραφέα γνωστό σ' όλη την Ρωσία, αυτός μισούσε να μην εκτιμάται ως Κωνσταντίν Λεβάιν, αλλά ως αδερφός του διάσημου Κοζνίσεβ
                                     "Όχι, δεν είμαι πια στο Ζέμτσβο - Εγώ έχω μαλώσει με πολλούς από αυτούς, και δεν παρακολουθώ τις συναντήσεις του πια," είπε αυτός, απευθυνόμενος στον φίλο του.
                                     "Γρήγορη δουλειά!" είπε ο Ομπλόνσκι με ένα χαμόγελο. "Τι συνέβει?"
                                     "Είναι μεγάλη ιστορία - Εγώ θα σου πω κάποια άλλη στιγμή," είπε ο Λεβάιν, αλλά στην στιγμή άρχησε να την διηγήτε. Για να το τοποθετήσω αυτό με λίγα λόγια, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει, και δεν μπορεί να υπάρξει, τέτοιο πράγμα όπως η δουλειά στο Ζέμτσβο," είπε αυτός, μιλώντας σαν κάποιος να τον είχε μόλις προσβάλλει. "Από την μια πλευρά αυτό είναι απλά ένα παιχνίδι! Αυτοί παίζουν στο γίνουν μια βουλή, και εγώ δεν είμαι ούτε αρκετά νέος ούτε ηλικιωμένος για να διασκεδάζω τον εαυτό μου με παιχνίδια. Από την άλλη πλευρά..." αυτός δίστασε, "είναι τα μέσα για να πάρουν λεφτά για την επαρχιωτική συντεχνία! Εμείς συνηθίζουμε να έχουμε επιμέλειες και δικαστικά αξιώματα ως απλές δουλειές, και τώρα εμείς έχουμε τους Ζέμτσβος - όχι δωροδοκίες, αλλά μη δεδουλεμένος μισθούς!" συνέχισε τόσο θερμά όπως αυτός μόλις είχε αντιμιλήσει.
                                     "Αχα! Βλέπω ότι έχεις φτάσει σε μια άλλη νέα φάση - μια Μετριοπαθή αυτή τη φορά !" είπε ο Ομπλόνσκι. "Ωστόσο, εμείς θα μιλήσουμε σχετικά μ' αυτό αργότερα."
                                     "Ναι, αργότερα!... Αλλά αγώ θέλω να σε δώ," είπε ο Λεβάιν, ατενίζωντας με απέχθεια στο χέρι του Γκρινέβιτσ.
                                     Το χαμόγελο του Ομπλόνσκι ήταν δύσκολο αντιληπτό.
                                     "Εσύ δεν μου είπες ότι εσύ δεν θα ξαναφορέσεις ρούχα της Δυτικής Ευρώπης?" ρώτησε αυτός, εξετάζοντας το νέο κουστούμι του Λεβάιν, ενδεδειγμένα φτιαγμένο από ένα γάλλο ράφτη. "Αυτός είναι! Είσαι σε μια νέα φάση."
                                     Ο Λεβάιν ξαφνικά κοκκίνησε, όχι άπως οι ώριμοι άνθρωποι κοκκινίζουν οι οποίοι δύσκολα το παρατηρούν στους εαυτούς τους, αλλά ως αγόρια που κοκκινίζουν οι οποίοι ξέρουν ότι η ντροπαλότητα τους είναι γελοία και γι' αυτό νιώθουν ντροπή γι' αυτό και κοκκινίζουν άκομη περισσότερο, σχεδόν μέχρι δακρύων. Αυτό ήταν παράξενο να βλέπεις αυτό το ευφυές ανδρικό πρόσωπο σε μια τέτοια παιδική κατάσταση που ο Ομπλόνσκι κοίταζε σ' αυτόν.
                                      "Που μπορούμε να δούμε ο ένας τον άλλο? Εσύ ξέρεις ότι είναι πολύ, πολύ σημαντικό για εμένα, μια συζήτηση μαζί σου," είπε ο Λεβάιν.
                                      Ο Ομπλόνσκι φαινόταν να σκέφτεται: "Λοιπόν - προτείνω εμείς να πάμε για μεσημεριανό στο Γκιούριν και να έχουμε μια συζήτηση εκεί? Είμαι ελεύθερος μέχρι της τρείς."
                                      "Όχι," είπε ο Λεβάιν, μετά από μια στιγμιαία σκέψη' "Εγώ πρέπει να πάω κάπου αλλού."
                                      "Λοιπόν τότε, ας δειπνήσουμε μαζί."
                                      "Δείπνο? Αλλά εγώ δεν έχω τίποτα συγκεκριμένο για να πώ - μόνο μια ή δύο κουβέντες... για να σου ζητήσω κάτι! Εμείς μπορούμε να έχουμε μια συζήτηση για άλλη μια φορά."
                                      "Λοιπόν, πες μου τις μία ή δύο κουβέντες τώρα, και εμείς θα μιλήσουμε στο δείπνο."
                                      "Οι δύο κουβέντες είναι... ωστόσο, αυτό δεν είναι τίποτα το συγκεκριμένο," είπε ο Λεβάιν, και το προσωπό του έγινε σχεδόν στρυφνό στις προσπαθειές του να ξεπεράσει την ντροπαλότητά του.
                                      "Τι κάνουν οι Σετσερμπάτσκι? Όλα πηγαίνουν όπως συνήθως."
                                      Ο Ομπλόνσκι, ο οποίος ήξερε για πολύ καιρό ότι ο Λεβάιν ήταν ερωτευμένος με την κουνιάδα του Ομπλόνσκι, την Κίτι, χαμογέλασε πολύ περιφρονητικά και τα μάτια του έλαμψαν χαρούμενα.
                                      "Εσύ μίλησες για δύο κουβέντες, αλλά εγώ δεν μπορώ να απαντήσω σε δύο επειδή... Με συγχωρείς μια στιγμή..."
                                      Ο Γραμματέας μπήκε μέσα, με ένα οικείο σεβασμό, αν και με μια σίγουρη σεμνή συναίσθηση (κοινή σ' όλους τους γραμματείς) της ανωτερότητας του για την ηγεσία του σε γνώση των θεμάτων της επιχείρησης, πλησίασε τον Ομπλόνσκι με κάποια έγγραφα και με την πρόφαση για να του κάνει μια ερώτηση άρχησε να του εξηγεί κάποια δυσκολία. Ο Ομπλόνσκι, χωρίς να τον ακούσει μέχρι τέλος, έβαλε το χέρι του με ένα ευγενικό τρόπο στο μανίκι του Γραμματέα και, μαλακώνοντας το σημάδι του με ένα χαμόγελο, είπε: "Όχι' σε παρακαλώ κάντο όπως εγώ είπα," και έχωντας εξηγήσει με λίγες λέξεις την άποψη του για το θέμα, αυτός έσπρωξε μακριά το χαρτί και τελικά είπε: "Ναι, σε παρακαλώ κάντο με αυτό τον τρόπο, Ζάκαρι Νικίτιτσ!"
                                       Ο Γραμματέας βγήκε έξω, ντροπιασμένος. Ο Λεβάιν, ο οποίος κατά την διάρκεια της συζήτησης του Ομπλόνσκι με τον Γραμματέα είχε ξεπεράσει αρκετά την ντροπαλότητα του, καθόταν στηρίζοντας τα δυό του χέρια στην πλάτη της καρέκλας και άκουγε με ειρωνική προσοχή.
                                        "Εγώ δεν το καταλαβαίνω καθόλου!" παρατήρησε αυτός.
                                        "Τι δεν καταλαβαίνεις?" ρώτησε ο Ομπλόνσκι με το συνηθισμένος χαρούμενο γέλιο του καθώς αυτός έβγαλε έξω ένα τσιγάρο. Αυτός περίμενε τον Λεβάιν να πεί κάτι εκκεντρικό.
                                        "Εγώ δεν καταλαβαίνω αυτό που κάνεις," είπε ο Λεβάιν ανασηκώνοντας τους ώμους του. "Πως μπορείς εσύ σοβαρά να το κάνεις αυτό?"
                                        "Γιατί όχι?"
                                        "Επειδή δεν υπάρχει τίποτα να κάνεις!"
                                        "Αυτό είναι πως αυτό φαίνεται σ' εσένα, αλλά πραγματικά εμείς καταβαλλόμαστε με την δουλειά."
                                        "- Στο χαρτί! Α καλά! Εσύ έχεις το χάρισμα για αυτού του είδους του πράγματος," πρόσθεσε ο Λεβάιν.
                                        "Εννοείς ότι είμαι ελλιπής σε κάτι?"
                                        "Ίσως!" είπε ο Λεβάιν. "Αλλά εν τούτοις εγώ θαυμάζω την αξιοπρέπεια σου και είμαι περίφανος που ο φίλος μου είναι ένας τέτοιος άνδρας! Αλλά εν τούτοις εσύ δεν έχεις απαντήσει στην ερωτησή μου, " πρόσθεσε αυτός, κάνοντας μια απεγνωσμένη προσπάθεια να κοιτάξει τον Ομπλόνσκι απευθείας στο πρόσωπο.
                                        "Εντάξει! Εντάξει! Μισό λεπτό, και εσύ θα μπορούσες να ήσουν στην ίδια θέση. Όλα είναι πολύ καλά για εσένα, που έχεις τα τρία δέκατα στην οδό Καραζίν, και τέτοιους μύς, και είναι τόσο φρέσκοι όπως ένα δεκάχρονο κορίτσι! Αλλά ακόμα, εσύ θα προσαρτήστείς σε εμάς κάποια ημέρα!... Όχι, σχετικά με το τι ήθελες να με ρωτήσεις: τίποτα δεν έχει αλλάξει, αλλά είναι κρίμα που εσύ απουσίαζες τόσο πολύ καιρό."
                                        "Γιατί?" ρώτησε ο Λεβάιν με ανησυχία.
                                        "Ω, τίποτα- " απάντησε ο Ομπλόνσκι. "Εμείς θα συζητήσουμε γι' αυτό το θέμα αργότερα. Αλλά τι σε έχει φέρει εσένα ειδικά εδώ?"
                                        "Θα μιλήσουμε γι' αυτό πολύ αργότερα," είπε ο Λεβάιν και ξανά κοκκίνησε μέχρι τα μεγάλα του αυτιά.
                                        "Εντάξει, αυτό είναι αρκετά φυσικό!" είπε ο Ομπλόνσκι. "Λοιπόν ξέρεις, εγώ ήθελα να σου ζητήσω να έρθεις σ' εμάς, αλλά η συζυγός μου δεν είναι πολύ καλά. Για να δούμε- εαν εσύ θέλεις να τους συναντήσεις, σίγουρα θα τους βρείς στους Ζωολογικούς Κήπους από τις τέσσερις μέχρι τις πέντε. Η Κίτι κάνει πατινάζ εκεί. Πήγαινε εκεί, και εγώ θα σε καλέσω και θα πάμε κάπου να δειπνήσουμε μαζί."
                                        "Λαμπρά! Τότε λοιπόν, αντίο!"
                                        "Το νου σου μην ξεχαστείς! Εγώ σε ξέρω - ίσως εσύ τρέξεις πίσω στην εξοχή!" φώναξε ο Ομπλόνσκι πίσω του.
                                        "Όλα θα είναι εντάξει!" είπε ο Λεβάιν και έφυγε από το δωμάτιο, φέρνωντας ξανά στο μυαλό του μόνο όταν ήταν ήδη στην πόρτα που αυτός δεν είχε χαιρετήσει τους συναδέλφους του Ομπλόνσκι.
                                        "Αυτός φαίνεται ένας πολύ ενεργητικός άνδρας," είπε ο Γρινέβιτσ όταν έφυγε ο Λεβάιν.
                                        "Ναι, αγαπητέ μου σύντροφε," είπε ο Ομπλόνσκι, κουνώντας το κεφάλι του, "και αυτός είναι ένας πολύ τυχερός άνδρας! Τα τρία δέκατα στην οδό Καραζίν, η ζωή του πρίν από αυτόν, και τέτοια φρεσκάδα! Όχι όπως εμείς!"
                                        "Γιατί πρέπει να παραπονεθείς, Στέφεν Αρκαντίεβιτσ?"
                                        "Ω, τα πράγματα είναι αξιοθρήνητα, άθλια!" είπε ο Ομπλόνσκι και αναστέναξε βαριά.
                                     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου